ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A403
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά απόφασης
Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 17/2021)
21 Σεπτεμβρίου 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx Janelidze
Εφεσείοντα-Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
Εφεσίβλητοι- Καθ' ων η Αίτηση
--------------------------
Π. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Οικονομίδου (κα), για τον Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
--------------------------
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλει την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, Δ.Δ.Δ.Π., με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του για την ακύρωση του διατάγματος κράτησης του ημερ.15.1.2021.
Ο Εφεσείων κατάγεται από την Γεωργία και αφίχθηκε στην Κύπρο την 20.7.2019 ως επισκέπτης, παρουσιάζοντας εισιτήριο για αναχώρηση την 24.7.2019. Την 19.11.2020 στη διάρκεια ελέγχου σε αυτοκίνητο, εντοπίστηκε να παραμένει παράνομα στην Δημοκρατία και την επομένη, 20.11.2020, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα απέλασης και προς τούτο κράτησης του.[1] Την 13.1.2021 ο Εφεσείων υπόβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, οπόταν, το διάταγμα απέλασης του αναστάλθηκε και το σχετικό διάταγμα κράτησης του ακυρώθηκε. Εκδόθηκε όμως το διάταγμα κράτησης που αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής ενώπιον του Δ.Δ.Δ.Π.
Το Δ.Δ.Δ.Π. αποφάνθηκε ότι το διάταγμα κράτησης, το οποίο είχε εκδοθεί από τον Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών, ήταν έγκυρο. Η επιμέρους κατάληξη προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 1.
Διαπίστωσε στη συνέχεια το Δ.Δ.Δ.Π. ότι η απόφαση κράτησης δεν ήταν αιτιολογημένη. Εντούτοις, έκρινε ότι αυτό δεν την καθιστούσε ακυρωτέα, στη βάση ότι δεν είχε, η απουσία αιτιολόγησης, δυσμενείς επιπτώσεις για τον Εφεσείοντα, ούτε είχε παραβιαστεί το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α. Η κρίση αυτή προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 2. Όχι όμως στη βάση που αποφάσισε το Δ.Δ.Δ.Π., αλλά στη βάση ότι η αιτιολογία δεν μπορούσε να προκύψει από τα στοιχεία του διοικητικού φάκελου, όπως στη συνέχεια αποφάνθηκε το Δ.Δ.Δ.Π. και ήταν επομένως ακυρωτέα.
Προχώρησε λοιπόν το Δ.Δ.Δ.Π. στην εξέταση του περιεχομένου του φακέλου για να διαπιστώσει κατά πόσο η «ελλιπής αιτιολογία» μπορούσε από αυτόν να συμπληρωθεί. Από την εξέταση του φακέλου προέκυψαν περαιτέρω ευρήματα του Δ.Δ.Δ.Π., ότι η έκδοση του διατάγματος κράτησης έγινε: «χωρίς την διεξαγωγή της δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας, χωρίς εμπεριστατωμένη αιτιολογία και εξατομικευμένη εκτίμηση της περίπτωσης του [Εφεσείοντα], χωρίς στάθμιση αλλά και χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό ως προς την δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων». Αποφάσισε στη συνέχεια ότι όφειλε να προβεί «καθ' υποκατάσταση της κρίσης της διοίκησης», στη βάση των ενώπιον του στοιχείων, «επί της ουσίας εξέταση της νομιμότητας και της ορθότητας της κράτησης» του Εφεσείοντα και κατά πόσο η κράτηση «ήταν ή όχι το καταλληλότερο μέτρο αντί της επιβολής εναλλακτικών μέτρων». Και κατέληξε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την κράτηση του στη βάση του κινδύνου διαφυγής του. Η κατάληξη αυτή προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 3 ως εσφαλμένη. Με την αιτιολογία του λόγου εξηγείται πως αμφισβητείται ότι το Δ.Δ.Δ.Π. είχε την εξουσία να υποκαταστήσει την κρίση της διοίκησης, εξετάζοντας τα στοιχεία του φακέλου προς το σκοπό διαμόρφωσης πρωτογενούς κρίσης. Τέλος, με το λόγο έφεσης 4 προβάλλεται ότι το Δ.Δ.Δ.Π. εσφαλμένα αποφάσισε ότι εφαρμόστηκε η αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
Το διάταγμα κράτησης ημερ.15.1.2021 εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών της παρ.(δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) που, στην έκταση που ενδιαφέρει, προνοεί ότι:
«(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
...................................
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·»
Προκύπτει ότι η εξουσία για την έκδοση διατάγματος κράτησης αιτητή διεθνούς προστασίας εναποτίθεται από το Ν.6(Ι)/2000 στον Υπουργό, που σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών. Το επίδικο διάταγμα δεν εκδόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, αλλά από τον Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Δεν αμφισβητήθηκε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είχε, με σχετική εξουσιοδότηση ημερ.8.1.2021, εξουσιοδοτήσει τον Διευθυντή να ασκεί τις αρμοδιότητες του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ του Ν.6(Ι)/2000. Ό,τι εγέρθηκε ενώπιον του Δ.Δ.Δ.Π. και ενώπιον μας με το λόγο έφεσης 1, είναι ότι δεν ήταν επιτρεπτή τέτοια εξουσιοδότηση και εκχώρηση εξουσίας, με αποτέλεσμα το διάταγμα κράτησης του Εφεσείοντα να ήταν άκυρο.
Η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα εδράζεται στο ότι ο Ν.6(Ι)/2000 δεν εμπεριέχει πρόνοια για εκχώρηση εξουσίας από τον Υπουργό και επομένως, κατά την εισήγηση του, τέτοια δεν μπορούσε να γίνει. Επικαλέστηκε ο Εφεσείων το άρθρο 17(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999) που προνοεί ότι: «Όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο, το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή σε άλλο όργανο, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει.» και στη βάση του υποστήριξε ότι η δυνατότητα εκχώρησης πρέπει να εμπεριέχεται στον ίδιο το νόμο που προνοεί και τη σχετική εξουσία. Έφερε, σε αντιδιαστολή, το παράδειγμα του άρθρου 4 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105.
Το Δ.Δ.Δ.Π. επικαλέστηκε το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Εvασκήσεως τωv Εξoυσιώv τωv Απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, Νόμoυ τoυ 1962, Ν.23/1962 και αποφάσισε ότι η εξουσιοδότηση ήταν στη βάση του έγκυρη.
Το άρθρο προνοεί ότι:
«Οσάκις δυvάμει Νόμoυ ή διoικητικής πράξεως γεvoμέvης κατ' εξoυσιoδότησιv Νόμoυ Υπoυργός τις ή Αvεξάρτητoς τις Αξιωματoύχoς της Δημoκρατίας ή ετέρα αρχή εv τη Δημoκρατία κέκτηται εξoυσίας εvασκήσεως oιωvδήπoτε εξoυσιώv απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, o τoιoύτoς Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή, εκτός εάv διά Νόμoυ ρητώς απαγoρεύεται τoύτo, δύvαται vα εξoυσιoδoτήση εγγράφως oιovδήπoτε πρόσωπov κατέχov αρμoδίαv τιvά θέσιv εις αρμoδίαv υπηρεσίαv εμπίπτoυσαv εvτός της δικαιoδoσίας τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, όπως εvασκή τας τoιαύτας εξoυσίας εκ μέρoυς τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, υπό τoιoύτoυς όρoυς, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως o Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή ήθελεv εv τη τoιαύτη εξoυσιoδoτήσει καθoρίσει.»
Δεν συμφωνούμε με τη θέση του Εφεσείοντα ότι ο Ν.158(Ι)/1999 υπερτερεί του Ν.23/1962 γιατί είναι νεότερος. Ο Ν.23/1962 αναφέρεται συγκεκριμένα στις περιπτώσεις των Υπουργών και ως ειδική πρόνοια υπερτερεί άλλων γενικών προνοιών (lex specialis derogat legi generali) και τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση. Το ζήτημα αποφασίστηκε πολύ πρόσφατα, μετά που επιφυλάχτηκε η παρούσα, στην Singh v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 16/2021, ημερ.20.7.2021, όπου αναφέρθηκε ότι:
«Σ' ό,τι αφορά δε την εισήγηση από πλευράς εφεσείοντα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 17(4) του Νόμου 158(Ι)/1999 με την παροχή εξουσιοδότησης από τον Υπουργό προς τον Διευθυντή, συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση ότι το άρθρο 3(2) του Νόμου 23/1962 ως ειδική διάταξη υπερισχύει της γενικής διατύπωσης του Νόμου 158(Ι)/1999 βάσει της γνωστής ερμηνευτικής νομικής αρχής «Rex specialis derogate legi generali» (βλ. Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2010) 3 ΑΑΔ 29).»
Καταλήγουμε ότι εφόσον ο Ν.6(Ι)/2000 δεν απαγορεύει ρητά την εκχώρηση από τον Υπουργό Εσωτερικών της εξουσίας του για την έκδοση διατάγματος κράτησης αιτητή διεθνούς προστασίας, αυτός μπορούσε να εκχωρήσει την εξουσία του αυτή στον Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όπως και έπραξε με την εξουσιοδότηση του ημερ.8.1.2021. Επομένως, σε συμφωνία με την απόφαση του Δ.Δ.Δ.Π., βρίσκουμε ότι ο Διευθυντής είχε αρμοδιότητα να εκδώσει το διάταγμα κράτησης του Εφεσείοντα ημερ.15.1.2021. Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 αναπτύχθηκαν μαζί από τον Εφεσείοντα και έτσι θα τους προσεγγίσουμε. Στην προέκταση τους θα εξετάσουμε και τον λόγο έφεσης 4.
Το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε δυνάμει της παρ.(δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του Ν.6(Ι)/2000. Η παρ.(δ) θέτει ως λόγο της κράτησης «ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής». Καμιά άλλη προϋπόθεση δεν τίθεται στην παρ.(δ). Αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έτσι ενήργησε τίθεται, χωρίς άλλο, υπό κράτηση. Η παρ.(δ) εντάσσεται στο εδάφιο (2) που αναφέρει: «Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης». Και το εδάφιο (3) προνοεί ότι: «Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής». Επομένως, όταν αιτητής ασύλου κρατείται δυνάμει της παρ.(δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), η κράτηση του στοχεύει στο να παρεμποδίσει τη διαφυγή του, ώστε, στην περίπτωση που η αίτηση του για διεθνή προστασία απορριφθεί και αρθεί η αναστολή του διατάγματος απέλασης του, να μπορεί να απελαθεί.
Στο επίδικο διάταγμα αναφερόταν ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο Εφεσείων είχε υποβάλει την αίτηση του για διεθνή προστασία για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής του. Αναφερόταν ότι αυτό τεκμηριωνόταν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων συμπεριλαμβανομένου ότι ο Εφεσείων είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου. Περαιτέρω, υπήρχε μια χειρόγραφη σημείωση ότι: «Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει δηλωμένη διεύθυνση διαμονής σύμφωνα με την ΥΑΜ δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών μέτρων».
Ποιά ήταν η σημασία του γεγονότος που καταγραφόταν στη χειρόγραφη σημείωση, δεν εξετάστηκε από το Δ.Δ.Δ.Π. Η ερμηνεία μας της απόφασης της διοίκησης είναι πως ότι δεν υπήρχε «δηλωμένη διεύθυνση διαμονής» ήταν καταλυτικός παράγοντας. Αναφερόταν: «δεν υπάρχει περιθώριο». Όχι ότι εάν υπήρχε θα εφαρμόζονταν εναλλακτικά μέτρα, αλλά θα υπήρχε το περιθώριο, δηλαδή το υπόβαθρο για να εξεταστεί κατά πόσο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εναλλακτικά μέτρα, ανάλογα με τις υπόλοιπες περιστάσεις του Εφεσείοντα. Προκύπτει όμως από το λεκτικό του ίδιου του νόμου πως τέτοιο εμπόδιο μπορεί να υπερπηδηθεί. Το εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του Ν.6(Ι)/2000 προνοεί στις παραγράφους του, ως παραδείγματα, τέσσερα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, στη μορφή υποχρεώσεων για τον αιτητή, που μπορούν κατά την κρίση του Υπουργού να ληφθούν και που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής του. Στην παρ.(γ) αναφέρεται η «υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας». Επομένως, η απουσία δηλωμένης διεύθυνσης διαμονής δεν θα έπρεπε να οδηγεί εκ προοιμίου και χωρίς άλλο στο ότι δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν εναλλακτικά μέτρα στην περίπτωση του Εφεσείοντα.
Το Δ.Δ.Δ.Π. φαίνεται ότι θεώρησε αναιτιολόγητη και την επιμέρους διαπίστωση της διοίκησης ότι η περίπτωση του Εφεσείοντα ενέπιπτε στην παρ.(δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) και αναμφίβολα την κατάληξη ότι δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν εναλλακτικά μέτρα και ο Εφεσείων θα έπρεπε να παραμείνει υπό κράτηση. Ανάφερε: «χωρίς εντούτοις να εξηγούνται οι πραγματικοί λόγοι που να αιτιολογούν την αναγκαιότητα ο [Εφεσείων] να παραμείνει υπό κράτηση».
Έκρινε συνεπώς την απόφαση της διοίκησης αναιτιολόγητη και όταν εξέτασε τον διοικητικό φάκελο προέβηκε στην περαιτέρω διαπίστωση ότι δεν είχε προηγηθεί η δέουσα έρευνα. Στη συνέχεια ανάφερε ότι όφειλε να υποκαταστήσει την κρίση της διοίκησης με τη δική του. Στην ουσία, όπως καταγράφεται στην απόφαση του να προβεί: «σε επί της ουσίας εξέταση της νομιμότητας και της ορθότητας της κράτησης και του[ ]το αν είναι υπό τας περιστάσεις ή όχι το καταλληλότερο μέτρο αντί της επιβολής εναλλακτικών μέτρων».
Το Δ.Δ.Δ.Π. καθιδρύθηκε με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νό΅ο του 2018, Ν.73(Ι)/2018.[2] Η δικαιοδοσία του καθορίζεται από το άρθρο 11, που στην έκταση που ενδιαφέρει προνοεί ότι:
«11.-(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνά΅ει του ’ρθρου 146 του Συντάγ΅ατος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδο΅ένης δυνά΅ει του περί Προσφύγων Νό΅ου ή κατά παράλειψης οφειλό΅ενης ενέργειας δυνά΅ει του περί Προσφύγων Νό΅ου.
(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-
(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νο΅ι΅ότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-
(i) τα γεγονότα και τα νο΅ικά ζητή΅ατα που τη διέπουν, και
(ii) .
(β) επικυρώνει εν όλω ή εν ΅έρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν ΅έρει αυτήν:
.....................................
(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) εφαρ΅όζονται αναφορικά ΅ε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες αποφάσεις ή πράξεις, η οποία θίγει ατο΅ικά τον υποβάλλοντα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας:
(α) Απόφαση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 9 του περί Προσφύγων Νό΅ου αναφορικά ΅ε την παροχή, την ανάκληση ή τον περιορισ΅ό πλεονεκτη΅άτων τα οποία προβλέπονται σε οποιαδήποτε από τις διατάξεις του εν λόγω νό΅ου·»
Ελέγχει, επομένως, όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα της κάθε απόφασης της διοίκησης που τίθεται ενώπιον του με την προσφυγή που υποβάλλεται.
Το Δ.Δ.Δ.Π. εξέτασε το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου για να διαπιστώσει κατά πόσο εντοπίζονταν στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της απόφασης για την κράτηση του Εφεσείοντα. Για την εξουσία του αυτή παρέπεμψε
στο άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/1999 και στις αποφάσεις Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1175.
Στην Singh υιοθετείται το απόσπασμα που ακολουθεί από την Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, 168-9:
«Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή". (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)».
(βλ. ακόμα Χρυσάρης Λτδ ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Αναθ. Έφ. Αρ.141/2014, ημερ. 10/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:C186).
Έχουμε διέλθει με ιδιαίτερη προσοχή το μέρος της απόφασης του Δ.Δ.Δ.Π. που αφορά στην εκτίμηση των περιστάσεων του Εφεσείοντα και που απολήγει στο ότι: «κανένα εναλλακτικό της κράτησης μέτρο θα μπορούσε να διασφαλίσει τον επιδιωκόμενο δια της προσβαλλόμενης πράξης σκοπό, ήτοι την εξασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής».
Το Δ.Δ.Δ.Π. έθεσε πρώτα τις κατευθυντήριες αρχές που λαμβάνονται υπόψη. Παράπεμψε στο Εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες: «Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Κράτηση των Αιτούντων ’συλο», παρ.19 όπου αναφέρεται ότι: «οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού» και ότι: «Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί / κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση». Περαιτέρω έλαβε καθοδήγηση από την αιτιολογική σκέψη 15 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ ότι: «κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης».
Αναφέρθηκε ακόμα στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε., C-534/11, Mehmet Arslan v. Police CR, ημερ.30.5.2013, ότι:
«58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.
59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.
60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C‑329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι‑12695, σκέψη 30).
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, έλαβε υπόψη τα γεγονότα και τη συμπεριφορά του Εφεσείοντα πριν, αλλά και κατά την υποβολή της αίτησης ασύλου για να εξαγάγει τα συμπεράσματα του. Διαπίστωσε ότι, μετά την εκπνοή της άδειας παραμονής του, ο Εφεσείων δεν έπραξε οτιδήποτε για να την ανανεώσει, αλλά ούτε και υπόβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Αντί αυτού, συνέχισε να διαμένει παράνομα στην Κύπρο για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι τον τυχαίο εντοπισμό του. Βασιζόμενο και στο γεγονός ότι κατά την άφιξη του στην Κύπρο ο Εφεσείων είχε παρουσιάσει εισιτήριο επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, το Δ.Δ.Δ.Π. εξήγαγε το συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων γνώριζε ότι παρέμενε παράνομα στην Δημοκρατία. Στη συνέχεια και αφότου συνελήφθηκε, πέρασαν άλλοι δύο μήνες για να υποβάλει την αίτηση του για διεθνή προστασία, χωρίς να έχει προβάλει ότι είχε στερηθεί της ευκαιρίας πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου. Οι αιτιάσεις του για άγνοια του νομικού πλαισίου για παροχή διεθνούς προστασίας, δεν έγιναν αποδεκτές από το Δ.Δ.Δ.Π., που παρατήρησε ότι θα αρκούσε μια επίκληση του κινδύνου στη βάση του οποίου ισχυριζόταν ότι έχρηζε προστασίας. Κατέληξε έτσι ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ(2) του Ν.6(Ι)/2000. Στη συνέχεια, έκρινε ότι κανένα εναλλακτικό της κράτησης μέτρο θα μπορούσε να διασφαλίσει τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την εξασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής, και τούτο στη βάση της ήδη εκφρασθείσας συμπεριφοράς απροθυμίας του Εφεσείοντα να συμμορφωθεί με τους κανόνες που αφορούσαν τη νομιμότητα της διαμονής του και ότι την αίτηση του για διεθνή προστασία δεν είχε υποβάλει παρά μόνο μετά την τυχαία σύλληψη του για παράνομη διαμονή.
Ο Εφεσείων δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο που να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για άλλη αντιμετώπιση του. Υπενθυμίζουμε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.[3]
Η ύπαρξη του κινδύνου διαφυγής ήταν καθοριστική στη στάθμιση του καταλληλότερου υπό τις περιστάσεις μέτρου. Ουσιαστικά κρίθηκε ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή και συμφωνούμε απόλυτα με την κρίση του Δ.Δ.Δ.Π. Όποια άλλα μέτρα και αν λαμβάνονταν, εφόσον ο Εφεσείων αφηνόταν ελεύθερος τα δεδομένα της υπόθεσης καταδείκνυαν ότι θα εξαφανιζόταν, παραβιάζοντας κάθε όρο που θα είχε τεθεί, μέχρι τη σύλληψη του ξανά εάν και εφόσον αυτή καθίστατο δυνατή. Αυτή ήταν η ουσία της υπόθεσης.
Επομένως, το μέτρο της κράτησης ήταν απόλυτα αναγκαίο προς επίτευξη του νόμιμου σκοπού για τον οποίο επιβλήθηκε. Περαιτέρω, διαπιστώνουμε ότι δεν έχει παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας. Δεν υπήρχε στις περιστάσεις της περίπτωσης επιλογή λιγότερο επαχθής για τον Εφεσείοντα.[4]
Το μέτρο ήταν ανάλογο σε σχέση με το σκοπό που επιδίωκε να εξασφαλίσει. Το δημόσιο συμφέρον στην εξασφάλιση του ότι ο Εφεσείων δεν θα παρέμενε παράνομα στην Κύπρο στην περίπτωση απόρριψης της αίτησης του για διεθνή προστασία, δικαιολογούσε, στις περιστάσεις της υπόθεσης, τη στέρηση της ελευθερίας του Εφεσείοντα. Αναφέρεται στην Singh με παραπομπή στην Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 241, 247, ότι επιτρέπεται επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα, στην έκταση που είναι απαραίτητα για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Η κρίση του Δ.Δ.Δ.Π. βασίστηκε στα δεδομένα της υπόθεσης του Εφεσείοντα όπως προέκυπταν από τον διοικητικό φάκελο και αποφάνθηκε ότι η περίπτωση του ενέπιπτε στην παρ.(δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) και ότι: «εύλογα προκύπτει το σοβαρό ενδεχόμενο μη συμμόρφωσης του [Εφεσείοντα] με τη διαταγή απομάκρυνσης δυνάμει του υπό αναστολή διατάγματος απέλασης». Αυτά τα στοιχεία του φακέλου είναι αυτά που η διοίκηση είχε υπόψη της κατά τη λήψη της απόφασης για την κράτηση του Εφεσείοντα. Αναφερόταν στο διάταγμα: «τεκμηριώνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου». Τα αντικειμενικά κριτήρια που αναφέρονται στο διάταγμα δεν ήταν οτιδήποτε άλλο από τα δεδομένα που έλαβε υπόψη του το Δ.Δ.Δ.Π., μόνο που δεν αναπτύχθηκαν πλήρως. Επομένως, βρίσκονταν αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση της διοίκησης και καταδείκνυαν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση.
Ο Εφεσείων υποστήριξε στα πλαίσια του λόγου έφεσης 3 ότι αυτό που μπορούσε να κάμει, στην κατάλληλη περίπτωση, το Δ.Δ.Δ.Π. ήταν να αποδώσει την αιτιολογία στη διοίκηση και όχι να την υποκαταστήσει με δική του αιτιολογία. Η εκτίμηση των γεγονότων πρωτογενώς από το Δ.Δ.Δ.Π. ήταν επιβεβλημένη, δεδομένου ότι το Δικαστήριο αυτό έχει τη δικαιοδοσία και το καθήκον ελέγχου όχι μόνο της νομιμότητας, αλλά και της ορθότητας της απόφασης της διοίκησης. Στο τέλος το Δ.Δ.Δ.Π. κατέληξε στην επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν την υποκατάστησε με δική του απόφαση. Η αιτιολογία της απόφασης της διοίκησης μπορούσε να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φάκελου και όπως διαμορφωνόταν ήταν κατά την κρίση του Δ.Δ.Δ.Π. ορθή.
Ορθή κρίνεται επί του προκειμένου η απόφαση του Δ.Δ.Δ.Π. Ακολουθούμε όλους τους συλλογισμούς του. Τα συμπεράσματα του ήταν εύλογα και τα μόνα στα οποία θα μπορούσε λογικά να αχθεί στη βάση των δεδομένων της περίπτωσης.
Κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε και στη διαπίστωση του Δ.Δ.Δ.Π. ότι δεν είχε γίνει η δέουσα έρευνα. Η δέουσα έρευνα στοχεύει στην εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων. Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Αν δεν προηγηθεί, υπάρχει ο κίνδυνος ουσιώδη γεγονότα να μην διαπιστωθούν και να μην ληφθούν υπόψη. Το Δ.Δ.Δ.Π. δεν προέβηκε σε κάποια δική του έρευνα και βασίστηκε αποκλειστικά στα στοιχεία του φακέλου, που, επομένως, έκρινε επαρκή για τη λήψη μιας έγκυρης απόφασης. Καθίσταται πρόδηλο πως όταν το Δ.Δ.Δ.Π. ανάφερε ότι το διάταγμα είχε εκδοθεί χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας, δεν μπορεί να εννοούσε οτιδήποτε περισσότερο από ότι δεν είχε γίνει αναφορά σε στοιχεία του φακέλου.
Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 επίσης απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π. Παναγή, Π.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] ’ρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105.
[2] ’ρθρο 3.-(1) Καθιδρύεται Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ΅ε αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθ΅ό επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνά΅ει του ’ρθρου 146 του Συντάγ΅ατος, κατά απόφασης, πράξης ή παράλειψης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 του παρόντος Νό΅ου.
Σήμερα οι περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νό΅οι του 2018 έως (Αρ. 3) του 2020.
[3] ’ρθρο 11(5) του Ν.73(Ι)/2018.
[4] ’ρθρο 52(3) του Ν.158(Ι)/1999.