ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ο εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά. Χρ.Πλαστήρα, (κα), για εφεσίβλητους-καθ΄ων η αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-12-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο K. A. PRESTON v. Υπουργείο Εσωτερικών, Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.189/19, 10/12/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A424

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.189/19)

 

10 Δεκεμβρίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

xxx K. A. PRESTON

Εφεσείων-Αιτητής

Και

Υπουργείο Εσωτερικών

Εφεσίβλητοι-Καθ΄ων η αίτηση

---------------

Ο εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

Χρ.Πλαστήρα, (κα), για εφεσίβλητους-καθ΄ων η αίτηση

-----------------

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την απόρριψη της προσφυγής με αρ.114/2019 με την οποία είχε προσβάλει την εγκυρότητα και νομιμότητα των εναντίον του εκδοθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερ. 9.11.2018.  Τα επίδικα διατάγματα είχαν εκδοθεί εναντίον του στη βάση των άρθρων 29(1) και 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Δια΅ένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»). Ο εφεσείων, στον οποίο επιδόθηκαν τα εν λόγω διατάγματα στις 22.1.2019, αντέδρασε καταχωρώντας την ως άνω προσφυγή.  Χρήσιμο είναι να τεθεί το περιεχόμενο της απόφασης για την απέλαση του εφεσείοντα ως προς την αιτιολόγηση: 

«Επειδή ο (όνομα) υπήκοος Ηνωμένου Βασιλείου, δυνάμει των άρθρων 29(1) και 35 των περί του Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμων του 2007 έως 2013, και αφού λήφθηκαν υπόψη οι πρόνοιες του άρθρου 30 του προαναφερθέντος Νόμου, κρίθηκε ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, με βάση το άρθρο 29(3)(α) του προαναφερθέντος Νόμου, αποφασίστηκε για λόγους δημόσιας τάξης η επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του στη Δημοκρατία και η απέλαση του από τη Δημοκρατία ως παρεπόμενο της ποινής φυλάκισης που του είχε επιβληθεί». 

 

Σημειώνεται ότι με βάση την απόφαση η υποχρέωση του εφεσείοντα να παραμείνει εκτός Κύπρου είναι για περίοδο 3 ετών.  Η αιτιολόγηση της απόφασης απέλασης η οποία εδόθη στον ίδιο τον εφεσείοντα έχει ως εξής:  «Οι αρμόδιες αρχές αφού έλαβαν υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσης σας, έκριναν ότι η προσωπική σας συμπεριφορά αποτελεί ενεστώσα και σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη για τους ακόλουθους λόγους.  Στις 24.11.2017 καταδικαστήκατε σε ποινή φυλάκισης 5 χρόνων για τα πιο κάτω αδικήματα: (1) Σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, (4 κατ.) (2)  Βία στην οικογένεια, (4 κατ.)».

 

Είναι επίσης απαραίτητο να λεχθούν και τα ακόλουθα σε σχέση με το ιστορικό της υπόθεσης.  Στις 27.11.2017 ο εφεσείων είχε υποβάλει αίτηση, μέσω της οποίας δήλωνε ότι δεν επιθυμεί να μεταφερθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο για να εκτίσει την ποινή του.  Στις 20.12.2017 η Διευθύντρια του τμήματος Φυλακών απέστειλε επιστολή προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως στην οποία επισυνάπτεται ο υπολογισμός της ποινής του εφεσείοντα.  Στις 5.11.2018 το Υπουργείο Δικαιοσύνης απέστειλε επιστολή προς τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ζητώντας όπως εξεταστεί το ενδεχόμενο έκδοσης εναντίον του εφεσείοντα, διατάγματος απέλασης, προκειμένου να εκτίσει την ποινή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, δυνάμει της απόφασης - πλαίσιο 2008/909ΔΕΥ.  Εκδόθηκαν στη συνέχεια διατάγματα απέλασης και κράτησης ημερ.9.11.2018 τα οποία και επιδόθηκαν στον εφεσείοντα στις Κεντρικές Φυλακές στις 22.1.2019.  Στις 28.2.2019 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την ποινική έφεση που είχε καταχωρήσει ο εφεσείων εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου τόσο έναντι της καταδίκης όσο και της ποινής που του επιβλήθηκε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους ακύρωσης και τα επιχειρήματα του εφεσείοντα και προχωρώντας στην ερμηνεία των σχετικών άρθρων έκρινε αιτιολογημένη την απέλαση, λέγοντας και τα ακόλουθα:

 

«Επαναλαμβάνω αυτό που έχει λεχθεί στις προαναφερθείσες αποφάσεις, ότι δηλαδή στις υποθέσεις αυτού του είδους, έχει σημασία για τη θεώρηση κάποιου ως συνιστούντος απειλή για τη Δημοκρατία ότι ο Νόμος βασίζεται στο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να περιορίζει την είσοδο και παραμονή οποιουδήποτε προσώπου, εφόσον συντρέχουν ορισμένες σαφείς προϋποθέσεις, ως έκφανση της κυριαρχίας του κράτους, η οποία «εφαρμόζεται και για Κοινοτικούς στη βάση του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007» (βλ. Stoyanov ν. Δημοκρατία, αρ.υποθ.718/12, 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151). Επισημαίνοντας δε ότι σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, όπως λέχθηκε και στην Stoyanov, ανωτέρω, το Δικαστήριο ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας, δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παραβίαση των διατάξεων του Νόμου, ως η περί του αντιθέτου επιχειρηματολογία του αιτητή.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, κρίνω ότι υπήρχαν ενώπιον της Διοίκησης όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. Μεταξύ των εν λόγω στοιχείων ήταν βεβαίως και η αίτηση του αιτητή, ημερομηνίας 27.11.2017, δια της οποίας αυτός δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να μεταφερθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο για να εκτίσει την ποινή του (πέντε χρόνια φυλάκισης), η οποία του είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο Πάφου στις 24.11.2017 για τα προαναφερθέντα αδικήματα. Στην εν λόγω αίτησή του (παράρτημα 6 στην ένσταση των καθ' ων η αίτηση), ως ορθώς παρατηρεί και η πλευρά των καθ' ων η αίτηση, ο αιτητής ουδέν αναφέρει περί οποιουδήποτε οικογενειακού δεσμού του στο έδαφος της Δημοκρατίας, αλλά όλοι οι λόγοι που προβάλλει για στοιχειοθέτηση του αιτήματός του να μην εκτίσει την ποινή του στο Ηνωμένο Βασίλειο αφορούν σε ισχυρισμούς του για οικονομικούς και/ή επαγγελματικούς δεσμούς του στη Δημοκρατία. Λήφθηκε λοιπόν υπόψη από τους καθ' ων η αίτηση και το δεδομένο ότι ο αιτητής κανένα δεσμό δεν είχε με τη Δημοκρατία, στη βάση των δικών του δηλώσεων. Περαιτέρω, άμεσα σχετική είναι και η συνημμένη ως παράρτημα 7 στην ένσταση επιστολή της Διευθύντριας Τμήματος Φυλακών προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ημερομηνίας 20.12.2017, από την οποία προκύπτει η εκ μέρους της Διοίκησης διενέργεια έρευνας αναφορικά με την περίπτωση του αιτητή. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «σύμφωνα με τα στοιχεία που τηρούνται στο Τμήμα Φυλακών διαπιστώθηκε ότι δεν δέχεται [ενν. ο αιτητής] επισκέψεις και δεν έχει τηλεφωνική επικοινωνία με συγγενικά του πρόσωπα που διαμένουν στην Κύπρο», θέση που, ως προκύπτει μέσα από τις αγορεύσεις του, δεν φαίνεται να αμφισβητεί ούτε ο ίδιος ο αιτητής. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι όλα τα στοιχεία της περίπτωσης του αιτητή ήσαν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασής τους, ως άλλωστε ρητά αναφέρεται και στο έγγραφο με τίτλο «ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠΕΛΑΣΗΣ», που επισυνάπτεται στην προς τον αιτητή επίδικη επιστολή ημερομηνίας 9.11.2018: στο υπό αναφορά έγγραφο ρητά αναφέρεται ότι οι αρμόδιες αρχές, για την κατάληξή τους ότι η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή αποτελεί ενεστώσα και σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, έλαβαν υπόψη τους όλα τα δεδομένα της περίπτωσής του. Συναφώς, δεν με βρίσκει σύμφωνο ο ισχυρισμός που προβάλλει στη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής, με αναφορά στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος, ημερομηνίας 5.11.2118 (παράρτημα 8 στην ένσταση), ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 29(2) , επειδή ο μοναδικός σκοπός που εξυπηρετείται με αυτήν είναι οικονομικός και αφορά στην άμβλυνση των προβλημάτων υπερπλήρωσης των Κεντρικών Φυλακών. Όπως ρητά προκύπτει από την εν λόγω επιστολή, γινόταν εισήγηση και/ή καλούνταν η αρμόδια αρχή να λάβει επίσης υπόψη της, πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης επί της περίπτωσης του αιτητή, «αφενός το πρόβλημα υπερπληθυσμού των φυλακών και αφετέρου ότι με τη μεταφορά θα διευκολυνθεί η κοινωνική επανένταξη του καταδίκου [ενν. αιτητή]».

 

΄Αλλα επιμέρους εγειρόμενα από τον εφεσείοντα θέματα έτυχαν χειρισμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο με αντίστοιχη αιτιολογία, η οποία θα μας απασχολήσει στη συνέχεια υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης.

 

Οι λόγοι έφεσης προσβάλλουν το εσφαλμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή διαφόρων άρθρων του ως άνω Νόμου.  Συγκεκριμένα, με τους λόγους έφεσης 1 και 2 πλήττεται η πρωτόδικη ερμηνεία του άρθρου 29(2) του Νόμου  (λόγος έφεσης 2) και των άρθρων 22(1), 29(2), 3(α) και (β), 30(1), και (2), 32(1) και (2), 35 και 36 του Νόμου  (λόγος έφεσης 1).  Με τον λόγο έφεσης 3 προβάλλεται ως λανθασμένη η ερμηνεία και η εφαρμογή του άρθρου 29(3)(α).  Και με τον 4ο και 5ο λόγο, τα άρθρα 30(1) και 29(3)(β).  Συγκεκριμένα, κατά τη θέση του εφεσείοντα η Δημοκρατία απέτυχε να συμμορφωθεί με τις θετικές της υποχρεώσεις με βάση τα πιο πάνω άρθρα.  Με τους επόμενους λόγους έφεσης, ισχυρίζεται ότι ήταν λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου το συμπέρασμα πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν νόμιμη, καθότι η Δημοκρατία απέτυχε να συμμορφωθεί με τα άρθρα 32, 35 και 36 του Νόμου.  (λόγοι έφεσης 6-8).  Με τον 9ο λόγο προβάλλεται ως λάθος το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε παραβιάσει συνταγματικά δικαιώματα που απορρέουν από την ΕΣΔΑ σε σχέση με τον ιδιωτικό και κοινωνικό βίο του εφεσείοντα καθώς δεν λήφθηκε υπόψη η ανάγκη εκπλήρωσης από το διοικητικό όργανο της αρχής της αναλογικότητας σύμφωνα με το άρθρο 29(3)(α) του Νόμου.  Με βάση την εισήγηση του εφεσείοντα «οποιαδήποτε παρέμβαση από την πολιτεία στα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του πολίτη της ΄Ενωσης με δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία θα πρέπει να είναι δίκαια, ισοσκελισμένη, να εξυπηρετεί έννομο σκοπό και να θεωρείται απόλυτα αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». 

 

Με βάση τις εκτεταμένες εισηγήσεις του εφεσείοντα σε σχέση με διάφορα άρθρα του εν λόγω Νόμου, ως αφετηρία, θα πρέπει να παραθέσουμε το περιεχόμενο δύο κύριων άρθρων που απασχόλησαν τη διαδικασία αλλά και την πρωτόδικη απόφαση.  Πρόκειται για τα άρθρο 29 και 30 του Νόμου τα οποία έχουν ως εξής:

«29.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρ΅όδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισ΅ούς στο δικαίω΅α ελεύθερης κυκλοφορίας και δια΅ονής των πολιτών της Ένωσης και των ΅ελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δη΅όσιας τάξης, δη΅όσιας ασφάλειας ή δη΅όσιας υγείας. 

 (2) ∆ε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονο΅ικών σκοπών. 

 (3)(α) Κάθε ΅έτρο που λα΅βάνεται για λόγους δη΅όσιας τάξης ή δη΅όσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θε΅ελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συ΅περιφορά του ατό΅ου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγ΅ατική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφό΅ενη κατά θε΅ελιώδους συ΅φέροντος της κοινωνίας:  

  Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται ΅ε τα στοιχεία της εκάστοτε ατο΅ικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης.  

 (β) Προηγού΅ενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ' εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων ΅έτρων.  

 (4) Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερό΅ενος συνιστά απειλή για τη δη΅όσια τάξη ή τη δη΅όσια ασφάλεια, κατά την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή κατά την έκδοση του δελτίου δια΅ονής, η αρ΅όδια αρχή δύναται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητά από το κράτος ΅έλος καταγωγής του ενδιαφερο΅ένου και, ενδεχο΅ένως, από άλλα κράτη ΅έλη, να της παρέχουν εντός δυο ΅ηνών το αργότερο πληροφορίες για το ποινικό ΅ητρώο, που πιθανόν να έχει ο ενδιαφερό΅ενος:  

  Νοείται ότι, η έρευνα αυτή δε δύναται να έχει συστη΅ατικό χαρακτήρα. 

.

30.-(1) Προτού η αρ΅όδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δη΅όσιας τάξης ή δη΅όσιας ασφάλειας, λα΅βάνει υπόψη της την περίοδο δια΅ονής του ενδιαφερό΅ενου προσώπου στη ∆η΅οκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονο΅ική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσω΅άτωσή του στη ∆η΅οκρατία και το εύρος των δεσ΅ών του ΅ε τη χώρα καταγωγής του.  

 (2) Η αρ΅όδια αρχή δε δύναται να λα΅βάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή ΅έλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίω΅α ΅όνι΅ης δια΅ονής στη επικράτεια της ∆η΅οκρατίας, παρά ΅όνο για σοβαρούς λόγους δη΅όσιας τάξης ή δη΅όσιας ασφάλειας.  

 (3) Ουδε΅ία απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης λα΅βάνεται, εκτός εάν η απόφαση αυτή βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δη΅όσιας ασφάλειας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά- 

 (α) Έχουν δια΅είνει κατά τα προηγού΅ενα δέκα έτη στη ∆η΅οκρατία , ή    

 (β) είναι ανήλικοι, εκτός εάν η απέλαση είναι απαραίτητη για το βέλτιστο συ΅φέρον του παιδιού, όπως προβλέπεται στη Σύ΅βαση των Ηνω΅ένων Εθνών για τα ∆ικαιώ΅ατα του Παιδιού, της 20ης Νοε΅βρίου 1989, η οποία κυρώθηκε ΅ε τον περί της Σύ΅βασης περί των ∆ικαιω΅άτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νό΅ο.  

 

Επίσης είναι χρήσιμο να παρατεθεί και το άρθρο 35 του ιδίου Νόμου:

"35.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να εκδίδει διατάγματα απέλασης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης, μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 29, 30 και 31.

(2) Κατά την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή ελέγχει κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, και αξιολογεί, επίσης, κατά πόσο έχει, ενδεχομένως, επέλθει ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης".

(γίνεται τονισμός σε σημεία που θα μας απασχολήσουν περαιτέρω)

 

Ο εφεσείων παρουσίασε την υπόθεση του χωρίς νομική βοήθεια.  Αυτό σίγουρα δυσκόλεψε τη δυνατότητα διατύπωσης των λόγων έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την αγόρευση του.  Όμως συνολικά θεωρούμενοι οι λόγοι έφεσης, όπως αυτοί αναλύθηκαν γραπτώς όπως και προφορικά ενώπιον μας, μπορούν να εξεταστούν από κοινού αφενός αλλά και αφετέρου όλοι καλύπτουν με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο το θέμα της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, όπως και το συναφές θέμα της δέουσας έρευνας της διοίκησης, ως προς την προσβαλλόμενη πράξη της απέλασης, υπό το πρίσμα του ως άνω Νόμου.

 

Με αυτή την επισήμανση ερχόμαστε να εξετάσουμε τον πυρήνα της εφετειακής προσβολής της πράξης και της πρωτόδικης απόφασης που την επικύρωσε.  Τα άρθρα 29 και 30, ανωτέρω, είναι πρωτογενώς το νομοθετικό έρεισμα που καλύπτει την υπό κρίση περίπτωση.  Ο εφεσείων εισηγείται πως η διοίκηση έσφαλε ως προς την εφαρμογή των δύο αυτών άρθρων και ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ομοίως έσφαλε στο να κρίνει την πράξη ως νόμιμη. 

 

Απασχόλησε τω όντι πρωτοδίκως η ποινική καταδίκη του εφεσείοντα και η αιτιολόγηση της απέλασης που δόθηκε, αφού «η προσωπική συμπεριφορά του αποτελούσε ενεστώτα και σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη».  Και αυτό συσχετίστηκε άμεσα με την ποινική καταδίκη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως «όλα τα δεδομένα της περίπτωσης του εφεσείοντα λήφθηκαν υπόψη και ότι έλαβε χώρα δέουσα έρευνα».  Είναι αυτό εξάλλου που αναγράφεται λακωνικά στην αιτιολόγηση της απέλασης που του δόθηκε.  Προς επίρρωση της θέσης αυτής το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι στην υπό κρίση περίπτωση «ο αιτητής δεν είχε προσωπικούς δεσμούς με τη Δημοκρατία» θεωρώντας ότι ο τελευταίος δεν είχε αποδείξει κάτι τέτοιο.  Μάλιστα χρησιμοποιείται προς αυτό το σκοπό η επιστολή του εφεσείοντα που ζητά να εκτίσει στην Κύπρο την ποινή του, και όχι στο Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω, μεταξύ άλλων, επαγγελματικών δραστηριοτήτων του στο νησί.  Ακόμη πιο δυσνόητα το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και τα επισκεπτήρια του εφεσείοντα, ή την ανυπαρξία αυτών στις φυλακές, για να καταδείξει την έλλειψη δεσμών του με την Κύπρο.  Από την άλλη, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο εφεσείων διέμενε στην Κύπρο από το 2011 ως ευρωπαίος πολίτης. 

 

Είναι σημαντικό ακόμα να λεχθεί πως στο διάταγμα απέλασης δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε απόφαση για μεταφορά του εφεσείοντα με σκοπό να εκτίσει την ποινή του στο Ηνωμένο Βασίλειο.  Όμως, δεν θα μας απασχολήσει το θέμα περαιτέρω γιατί η απόφαση απέλασης έχει ληφθεί με βάση τα άρθρα 29(1) και 35 του νόμου, όπως σαφώς αναφέρεται στην επίδικη απόφαση ημ. 9.11.2018 και ουδεμία απολύτως αναφορά γίνεται στην εκτέλεση της ποινής του στην Αγγλία.

 

Συνεπώς, δεν είναι άμεσα εξεταζόμενο το θέμα ούτε η απόφαση - πλαίσιο 2008/909ΔΕΥ σχετική με την αμοιβαία αναγνώριση, όπως ορίζει ο περί της Διαδικασίας Αναγνώρισης και Εκτέλεσης Αποφάσεων Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης οι οποίες Επιβάλλουν Ποινές Στερητικές της Ελευθερίας ή Μέτρα Στερητικά της Ελευθερίας Νόμος του 2014, (Ν.67(Ι)/2014).

 

Εν πάση περιπτώσει, απλώς να αναφέρουμε πως δεν ισχύει στην περίπτωση του εφεσείοντα το 8(2)(α)[1] του ως άνω Νόμου, όπως υπήρξε εισήγηση από τους εφεσίβλητους, αφού προκύπτει από τα υφιστάμενα δεδομένα, πως ο εφεσείων διέμενε στην Κύπρο και όχι στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρά το ότι είναι η χώρα της εθνικότητας του.

Η κατάληξη της Διοίκησης σε πράξη απέλασης με βάση τα άρθρα  29 και 30 ευθέως δημιουργεί υποχρέωση της Διοίκησης να ενεργήσει με βάση τα κριτήρια του Νόμου.

 

Κατ΄αρχάς πρέπει να παρατηρήσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επανάλαβε την αρχή ότι η καταδίκη σε ποινικό αδίκημα δεν συνιστά αφ΄εαυτής λόγο για απέλαση ατόμου και δη, όπως εν προκειμένω, ευρωπαίου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, πολίτη.

 

Αυτό άλλωστε είναι σαφέστατο ως προκύπτον από το ίδιο το Νόμο ως άνω, αλλά και την υπάρχουσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ενσωμάτωσε πλήρως τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις (βλ. την Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95). Στη Βekefi ν. Δημοκρατίας ΑΕ42/13-45/13, 30.6.2016, έχουν λεχθεί τα εξής: 

«Η Οδηγία 2004/38/ΕΚ επαυξάνει την ασφάλεια διαμονής του Ευρωπαίου πολίτη και των μελών της οικογένειας του στο κράτος μέλος υποδοχής παρέχοντας βασικές εγγυήσεις αναλογικότητας και προνοώντας για αριθμό ασφαλιστικών δικλείδων, γενικών και ατομικών. Μεταξύ άλλων, δεν επιτρέπονται οι αυτόματες απελάσεις και κάθε ΅έτρο που λα΅βάνεται για λόγους δη΅όσιας τάξης ή δη΅όσιας ασφάλειας πρέπει να είναι σύ΅φωνο ΅ε την αρχή της αναλογικότητας και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, να θε΅ελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συ΅περιφορά του προσώπου που αφορά. Περαιτέρω, πριν ληφθεί η απόφαση απέλασης πρέπει να συνεκτιμηθούν οι παράγοντες που ορίζει το ’ρθρο 28.1 της εν λόγω Οδηγίας, όπως η διάρκεια της παραμονής στη χώρα υποδοχής, στην οποία αντανακλάται ο βαθμός των δεσμών του ατόμου με τη χώρα, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας του, η οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωση του στη χώρα υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταξη των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους στο κράτος μέλος υποδοχής, τόσο μεγαλύτερη προστασία θα πρέπει να τους παρέχεται έναντι απέλασης. Εισάγεται μια νέα ιεραρχία επιπέδων προστασίας εναντίον της απέλασης βασιζομένης σε κριτήρια αυξανόμενης αυστηρότητας, ανάλογα, μεταξύ άλλων, με τη διάρκεια της διαμονής». 

 

Παρά την ορθή καταγραφή των αρχών, θεωρούμε ότι στη συνέχεια έχει παρεισφρήσει σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αξιολόγηση των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης.  Δεν ήταν καθήκον του ιδίου του Δικαστηρίου να εντοπίσει κάποια διάσπαρτα στοιχεία του φακέλου για να αιτιολογήσει το ίδιο την απέλαση.  ΄Ηταν εκ του Νόμου καθήκον της διοίκησης να λάβει υπόψη και να εφαρμόσει τα κριτήρια που θέτει ο ίδιος ο Νόμος και ιδιαίτερα το άρθρο 30 ανωτέρω, (όπου σαφώς τίθενται συγκεκριμένα κριτήρια  βλ. πιο πάνω, αρθρ.30(1)).  ΄Εχοντας δε αυτά υπόψη, να αξιολογήσει την κρινόμενη περίπτωση δίδοντας συναφή αιτιολογία της κρίσης της διοίκησης.  Αφ΄ης στιγμής τα κριτήρια τα θέτει ο ίδιος ο Νόμος, είναι υποχρέωση της διοίκησης να τα εξετάσει προβαίνοντας σε δέουσα έρευνα κατά πρώτον και κατά δεύτερον να τα εντάξει στην επίδικη απόφαση, αιτιολογώντας την κρίση της.  Πολλώ δε μάλλον που η αρχή της αναλογικότητας τίθεται στο ίδιο το κείμενο του σχετικού άρθρου 29.

Στη Τσίγκης ν. Δημοκρατίας (2001)3Α ΑΑΔ 418, 420-423 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά την πρωτόδικη απόφαση, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε πως ο πρωτόδικος Δικαστής, ενώ έκρινε ότι ορθά η διοίκηση αποφάσισε ότι ο αιτητής πράγματι διέμενε και είχε τη μόνιμη κατοικία του στις ελεύθερες περιοχές κατά το χρόνο της εισβολής, εντούτοις δεν ασχολήθηκε καθόλου με το άλλο σκέλος της σχετικής νομικής πρόνοιας, δηλαδή με το κατά πόσο κατά το χρόνο της εισβολής το σπίτι του ή/και η περιουσία του ήταν στα κατεχόμενα, ούτως ώστε να αποφανθεί αν ικανοποιείτο ή όχι και το σκέλος αυτό της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

Αναφορικά με το θέμα της αιτιολογίας, σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας στη Φράγκου ν. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, εκτενές απόσπασμα από την οποία παραθέτουμε:

 

«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η Έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647.)

 

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

 

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

 

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσην (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατίας, 1929-1959, σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»

 

Περαιτέρω, παραπέμπουμε στην απόφαση της Ολομέλειας στη Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3Α.Α.Δ. 145, αναφορικά με συμπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου:

 

«Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατίας 1929-1959, σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή". (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)"

 

Τέλος, άμεσα σχετική με την παρούσα περίπτωση είναι και η Φιλιππίδης ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 711/96, 27.4.97, όπου για την αιτιολογία σε παρόμοιο επίδικο θέμα λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476). Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω 11 κύρια κριτήρια που έχουν τεθεί από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου θεωρώ ότι η αιτιολογία απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια της εφαρμογής της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου πρέπει να ικανοποιεί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

 

(α) Η αναφορά στα 11 κριτήρια πρέπει να καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία.

 

(β) Η αιτιολογία πρέπει να συνδέεται άμεσα και με τρόπο σαφή με τα 11 κριτήρια. Πρέπει να υποδεικνύει ποιές είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν τα κριτήρια και ποιές από τις απαντήσεις συνηγορούν υπέρ της απόρριψης ή της έγκρισης του αιτήματος. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταστεί εφικτός και δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.»

 

 

Ομοίως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει γίνει καν αναφορά στα κριτήρια, από τη Διοίκηση, τα οποία έπρεπε να έχουν «δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία», σύμφωνα με τα ως άνω νομολογηθέντα.  Συνεπώς, συνιστά σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφενός να θεωρήσει αιτιολογημένη την απόφαση στην οποία απουσιάζει παντελώς η κρίση επί των κριτηρίων του Νόμου και αφετέρου στο να συλλέξει το ίδιο στοιχεία τα οποία συσχέτισε με τα κριτήρια του άρθρου 30.  Επαναλαμβάνουμε πως η χρήση διάσπαρτων στοιχείων από το διοικητικό φάκελο δεν είναι πανάκεια, όπως χαρακτηριστικά ελέχθη στη Συμεωνίδου, (ανωτέρω). 

 

Προσθέτως, εν προκειμένω, τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο πρωτόδικος Διοικητικός Δικαστής δεν ήσαν τόσο ευθέως συναρτώμενα με το σκοπό της απέλασης, όσο με το θέμα της εκτέλεσης της ποινής. 

 

Στην Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000)3 ΑΑΔ 438, εύστοχα λέχθηκε ότι:  «Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση».

 

Κάτι τέτοιο, εν προκειμένω, δεν ισχύει καθότι από πουθενά δεν προκύπτει το τι ακριβώς είχε υπόψη του, το αποφασίζον όργανο.

 

Η απουσία της εφαρμογής των κριτηρίων από τη διοίκηση ασφαλώς καθιστά αναποτελεσματικό και ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. 

 

Στη βάση των πιο πάνω κρίνεται πως η πρωτόδικη κρίση πάσχει και η έφεση θα επιτύχει στη βάση του αναιτιολόγητου της επίδικης απόφασης και της συναφούς έλλειψης δέουσας έρευνας. 

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις ακυρώνονται.  Συνολικά πραγματικά έξοδα, εκ ποσού €250 (πρωτόδικα και κατ΄έφεση) επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.

 

                                                                   ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

                                                                   ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1] 8(2)  Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) συναίνεση δεν απαιτείται σε περίπτωση που η καταδικαστική απόφαση, συνοδευόμενη από το πιστοποιητικό, διαβιβάζεται:

(α) Στο κράτος μέλος της εθνικότητας του καταδίκου, στο οποίο ο αυτός διαμένει· ή ..

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο