ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C238
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.115/13
9 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΕΣ/ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ
και
xxx ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ/ΑΙΤΗΤΗΣ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.116/13
xxx ΚΥΛΙΛΗΣ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑΣ/Ε.Μ. 1
ΚΑΙ
xxx ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
ΑΙΤΗΤΗΣ
ΚΑΙ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ
--------------------
Κ. Χατζηϊωάννου, για Εφεσείοντες στην 115/13 και Καθ΄ ων η Αίτηση στην 116/13 για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία
Ελ. Τόλλα (κα) για τον Εφεσίβλητο στην 115/13 και Αιτητή στην 116/13 για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι, ΔΕΠΕ
Α. Πηλείδου (κα) για Εφεσείοντα- Ενδιαφερόμενο μέρος στην 116/13
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. H απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Λ. Παρπαρίνος, Δ. και με αυτή συμφωνούν οι Μ. Χριστοδούλου, Δ., Κ. Σταματίου, Δ. και Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. Διιστάμενη απόφαση θα δώσει ο Στ. Ναθαναήλ, Π.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Mε την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε απόφαση των Εφεσειόντων, (Α.ΤΗ.Κ.) στην Έφεση αρ. 115/13 με την οποίαν προήξαν τον Εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 116/13 και ακόμα ένα πρόσωπο στην μόνιμη θέση Τεχνικού Επόπτη Β αντί του Εφεσίβλητου εις αμφότερες τις εφέσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε προδικαστική ένσταση ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε έννομο συμφέρον προώθησης της προσφυγής του με το αιτιολογικό ότι εφόσον κρίθηκε καθόλα προσοντούχος για την διεκδίκηση της επίδικης θέσης και δεν είχε τεθεί θέμα μη κατοχής προσόντων υπό αυτού, τα Ε.Μ., σύμφωνα με την νομολογία, κωλύονται να προβάλουν τέτοιο ισχυρισμό. Επί της ουσίας έκρινε ότι η τελική κρίση του Συμβουλίου της Αρχής δεν ήταν αιτιολογημένη για τον λόγο ότι υιοθέτησε τις πάσχουσες συστάσεις του Ανώτερου Εκτελεστικού Διευθυντή και του Συμβουλίου του Προσωπικού.
Η Α.ΤΗ.Κ και το Ε.Μ. xxx Κυλίλη (Εφεσείοντας στην 116/13) προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη για διάφορους λόγους. Η Α.ΤΗ.Κ με τρεις λόγους Έφεσης διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ή η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή όπως και του Συμβουλίου της Αρχής, είναι αναιτιολόγητες. Επίσης ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τα κριτήρια προαγωγής του Κανονισμού 10(9) της Κ.Δ.Π. 220/82 ως ετροποποιήθη.
Το Ε.Μ. προώθησε 10 λόγους έφεσης. Οι πρώτοι 4 αφορούν την εξέταση και κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την προδικαστική ένσταση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος ως μη κατέχων τα προσόντα ο Εφεσείων/Αιτητής xxx Μιχαηλίδης. Με τον πέμπτο λόγο υποβάλλει ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο ίδιος δεν υπερείχε στα κύρια κριτήρια και στα προσόντα έναντι του Εφεσείοντα/Αίτητη. Με τους λόγους Έφεσης 6 - 8 προβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είναι δηλαδή πάσχουσες και αναιτιολόγητες οι συστάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή. Εσφαλμένη επίσης προβάλλει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ελλείπει η σύγκριση των υποψηφίων (9ος λόγος) και τέλος ότι εσφαλμένα εξέτασε την κρίση για προαγωγή με βάση λανθασμένα κριτήρια αντί αυτών που επιτάσσει ο σχετικός Κανονισμός.
Στο στάδιο ακρόασης των Εφέσεων τέθηκε θέμα έλλειψης έννομου συμφέροντος προώθησης των Εφέσεων και ως αποτέλεσμα ζητήθηκε από τους ευπαίδευτους συνηγόρους να καταχωρήσουν συμπληρωματικές αγορεύσεις επί του θέματος.
Σύμφωνα με τα όσα υπεβλήθησαν νέα γεγονότα επεσυνέβησαν μετά την καταχώρηση των Εφέσεων. Ο Εφεσείοντας xxx Κυλίλης προήχθηκε στις 16.12.2016 στην επίδικη θέση, στα πλαίσια δεύτερης επανεξέτασης, αναδρομικά από 1.8.2007. Ο Εφεσίβλητος /xxx Μιχαηλίδης προήχθηκε στις 11.6.2019 στην επίδικη θέση αναδρομικά από 22.3.2011. Εναντίον της απόφασης αναδρομικής προαγωγής του Εφεσείοντα/xxx Κυλίλη καταχωρήθηκε η προσφυγή από τον Εφεσίβλητο υπ' αριθμόν 139/17 η οποία εκκρεμεί. Εναντίον της προαγωγής του Εφεσιβλήτου δεν έχει ασκηθεί προσφυγή.
Είναι η εισήγηση της ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα/Κυλίλη ότι παρά την αναδρομική προαγωγή του Εφεσείοντα σε χρόνο προγενέστερο της παρούσας Έφεσης, αυτός διατηρεί έννομο συμφέρον να προωθήσει την Έφεση ενόψει των κριθέντων ζητημάτων/ευρημάτων του Δικαστηρίου τα οποία αν δεν αμφισβητηθούν παράγουν δεσμευτικό δεδικασμένο μεταξύ των μερών με αποτέλεσμα να αδυνατεί να τα εγείρει ως Ε.Μ. στην προσφυγή 139/17, τα κριθέντα υπέρτερα προσόντα του Εφεσίβλητου /xxx Μιχαηλίδη. Εάν αντίθετα επιτύχει η Έφεση του και ακυρωθεί η πρωτόδικη απόφαση τότε θα είναι ελεύθερος να τα εγείρει.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Α.ΤΗ.Κ εισηγήθηκε ότι τα πραγματικά γεγονότα είναι ότι οι θέσεις που κατέλαβαν τα Ε.Μ. στις 22.3.11 παραμένουν κενές από την έκδοση της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης. Είχαν πληρωθεί με νομικό και πραγματικό καθεστώς την 19.12.2006. Ο Εφεσίβλητος xxx Μιχαηλίδης προήχθη αναδρομικά από 22.03.2011 κατά την επανεξέτασή ζητήματος πλήρωσης επτά κενών θέσεων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της 28.12.2010. Συνεπώς είναι η κατάληξη ο Εφεσίβλητος απώλεσε το έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών στην υπό εξέταση Προσφυγή/Έφεση αφού δεν έχει να κερδίσει οτιδήποτε από την ακύρωση της.
Η ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο σε αμφότερες τις Εφέσεις εισηγήθηκε ότι οι Εφεσείοντες και στις δύο Εφέσεις έχουν απωλέσει το έννομο συμφέρον προώθησης των Εφέσεων. Αναφορικά με την Έφεση αρ. 115/13 είναι η θέση της ότι η Α.ΤΗ.Κ απώλεσε το έννομο συμφέρον προώθησης της καθότι μετά την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ. 974/14 μεταξύ του xxx Μιχαηλίδη και Α.ΤΗ.Κ. ημερ. 27.7.2018 η οποία αφορούσε διαδικασία επανεξέτασης, ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές 485/11, 520/11, 709/11 και 710/11 ημερ. 30.5.2014, προήγαγε τον Εφεσίβλητο/xxx Μιχαηλίδη αναδρομικά από 22.3.2011 στην επίδικη θέση του Τεχνικού Επόπτη Β. Πρόκειται για διορισμό του Εφεσίβλητου (Αιτητή) xxx Μιχαηλίδη στην ίδια θέση και χρόνο που αφορά η παρούσα Έφεση. Η προαγωγή του παρέμεινε αλώβητη λόγω μη προσβολής της. Επομένως σύμφωνα με την ευπαίδευτο συνήγορο ακόμη και επιτυχία της Έφεσης 115/13 ουδεμία ωφέλεια θα έχει για την Εφεσείουσα/Α.ΤΗ.Κ. Ελλείπει από την Εφεσείουσα το έννομο συμφέρον προώθησης της. Πρόσθετα η συνέχιση της παρούσας Έφεσης (αριθμός 115/13) από την Α.ΤΗ.Κ παραβιάζει την αρχήν της Χρηστής Διοίκησης καθότι από την μια συμμορφώνεται με την ακυρωτική απόφαση στην 974/14 και προσφέρει διορισμό στον Εφεσίβλητο στην ιδία θέση και χρόνο που αφορά η παρούσα Έφεση και από την άλλη εμμένει στην συνέχιση της Έφεσης.
Όσον αφορά την Έφεση αρ. 116/13 είναι η εισήγηση της ότι ο Εφεσείων στερείται έννομου συμφέροντος προώθησης της Έφεσης καθότι αυτός προήχθη αναδρομικά από 1.8.2007 στη μόνιμη θέση Τεχνικού Επόπτη Β σε διαδικασία επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 46/2011, μεταξύ Μάριου Αγγελίδη κ.α. ν. ΑΤΗΚ ημερ. 1.9.2014. Με τον διορισμό του Εφεσείοντα στη θέση Τεχνικού Επόπτη Β αναδρομικά από το 2007 παρήχθη νέα εκτελεστή Διοικητική Πράξη προς όφελος του Εφεσείοντα. Έναντι αυτής της πράξης ο Εφεσίβλητος καταχώρησε την προσφυγή υπ΄ αρ. 139/2017 η οποία εκκρεμεί. Σε περίπτωση επιτυχίας της ο Εφεσείων θα έχει δικαίωμα καταχώρησης Έφεσης. Τυχόν επιτυχία της παρούσας Έφεσης ουδεμία ωφέλεια θα έχει για τον Εφεσείοντα. Δεν μπορεί, σύμφωνα με την ευπαίδευτο συνήγορο, από τη μια να αποδέχεται διορισμό στην επίδικη θέση με αναδρομική ισχύ από το 2007 και από την άλλη να εμμένει στην προώθηση της παρούσας Έφεσης για την ίδια θέση από το έτος 2011. Δεν μπορεί να επιλέγει και τα δύο. Στερείται συνεπώς έννομου συμφέροντος.
Να σημειωθεί ότι όλοι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι παρέπεμψαν σε νομολογία για υποστήριξη των θέσεων τους.
Θα εξετάσουμε πρώτα το εγερθέν θέμα της ύπαρξης έννομου συμφέροντος υπό αμφοτέρων των Εφεσειόντων λόγω των συνεπειών που επιφέρει σε περίπτωση διαπίστωσης ανυπαρξίας του.
Αναφορικά με την Α.Ε. 115/13 παρατηρούμε ότι μετά την προσβαλλόμενη με την Έφεση ακυρωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 28.8.2013 οι Εφεσείοντες προχώρησαν με νέα διοικητική πράξη και προήγαγαν στις 11.6.2019 τον Εφεσίβλητο στην επίδικη θέση από 22.3.2011, προαγωγή που δεν προσεβλήθη και κατέστη τελεσίδικη.
Στην Νατιώτης ν. Χρίστου κ.α. Α.Ε. 13/2010 ημερ. 9.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:D668 αναφέρεται:
"Ένα κοινό κριτήριο, το οποίο με σαφήνεια εξάγεται από τη νομολογία αυτή και παρέχει καθοδήγηση για αντιμετώπιση κάθε τέτοιας περίπτωσης, αφορά στο κατά πόσο η περαιτέρω προώθηση της έφεσης θα αποφέρει οποιοδήποτε απτό νομικό ή πραγματικό όφελος στον εφεσείοντα. ΄Οπως, ουσιαστικά, αναφέρθηκε στη Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά., πιο πάνω, στη σελίδα 320, για να δικαιολογείται η εκ προοιμίου απόρριψη έφεσης, πρέπει να «καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απωλέσει το αντικείμενό της», με την έννοια, προφανώς, πως, αν αυτό συμβεί, ο εφεσείων δε θα έχει οποιοδήποτε όφελος από την περαιτέρω προώθησή της."
Ο Εφεσίβλητος με την νέα διοικητική πράξη ημερ. 11.06.2019 διορίστηκε στην ίδια ακριβώς θέση, Τεχνικός Επόπτης Β, αναδρομικά από την ίδια ημερομηνία 22.3.2011 όπως προέβλεπε και η ακυρωθείσα υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου Διοικητική Πράξη. Ο Εφεσίβλητος έχει εδραιωθεί στη θέση αυτή. Τυχόν επιτυχία της Έφεσης ουδέν όφελος θα έχει για τους Εφεσείοντες. Δια το λόγο αυτό οι Εφεσείοντες στερούνται έννομου συμφέροντος προώθησης της Έφεσης.
Η έφεση αρ. 115/13 ως αποτέλεσμα θα πρέπει να απορριφθεί.
Σε σχέση με την Α.Ε. 116/13 σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί ο Εφεσείων προήχθη ο Εφεσείων στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.8.2007 στα πλαίσια δεύτερης επανεξέτασης στις 16.12.2016. Εναντίον της προαγωγής του καταχωρήθηκε προσφυγή από τον Εφεσίβλητο με αριθμό 139/17 η οποία εκκρεμεί.
Αναμφίβολα με τα πιο πάνω δεδομένα, η απάντηση στο θέμα που απασχολεί θα ήταν προς την ίδια κατεύθυνση, όπως συνέβηκε στην υπ' αρ. 115/13, ήτοι ότι ο Εφεσείων ουδέν όφελος θα είχε από τυχόν επιτυχία της Έφεσης, αλλά απεναντίας μόνο προβλήματα θα επισώρευε μια τέτοια επιτυχής κατάληξη. Διαφοροποιείται όμως η παρούσα υπόθεση στο γεγονός ότι εναντίον της νέας προαγωγής του καταχωρήθηκε από τον Εφεσίβλητο η προσφυγή αρ. 139/17 η οποία εκκρεμεί. Συνεπώς εάν παραμείνει η ακυρωτική πρωτόδικη απόφαση τότε ο Εφεσείων στην πιο πάνω προσφυγή δεν θα μπορέσει να διαφύγει από τις συνέπειες/αποτελέσματα μιας ακυρωτικής απόφασης. Στην Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Παπαδάκη κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140 αναφέρονται:
"Μελετήσαμε τη βιβλιογραφία και τη νομολογία που επικαλέστηκαν τα μέρη. (Βλ. Μιλτιάδους κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω), Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Νέδη Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230, Πιερής ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1954, σελ. 1066, Γεώργιος Δαμιανού ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 129, Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, Πορίσματα Νομολογίας σελ. 217, 281, 297, Τσάτσου, Η Αίτηση Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σελ. 394-399). Επίσης την ανάλυση του θέματος σε σειρά άλλων συγγραμάτων. (Βλ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της διοικήσεως, 1988, σελ. 171 - 176, Κυριακόπουλου, Ελληνικόν διοικητικόν δίκαιον, Γ' ειδικόν μέρος, έκδοσις Τετάρτη, 1962 σελ. 152, Στασινόπουλος, Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων, 1951, σελ. 390).
Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να επιβαρύνουμε την απόφαση με ιδιαίτερες παραπομπές. Είναι μονοσήμαντη σε όλα τα πιο πάνω η προσέγγιση του θέματος. Σε συμφωνία με την εισήγηση των εφεσιβλήτων καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο erga omnes ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμά της. Εξ ου και οι αποφάσεις Μιλτιάδους και Χαραλάμπους (ανωτέρω), σύμφωνα με τις οποίες, ενόψει τούτου, άλλες προσφυγές κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξης καθίστανται άνευ αντικειμένου. Ως προς τα κριθέντα ζητήματα, εκείνα δηλαδή που οδήγησαν ως διαπιστώσεις στο αποτέλεσμα, το δεδικασμένο είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε. Ουσιώδης δε προϋπόθεσή του είναι η ταυτότητα των διαδίκων. Ισχύει inter partes."
Ως εκ τούτου ο Εφεσείων έχει κάθε λόγο και συνεπώς έννομο συμφέρον προώθησης της έφεσης του.
Θα εξετάσουμε αρχικά τους τέσσερις πρώτους λόγους Έφεσης οι οποίοι αναφέρονται σε μη κατοχή υπό του Εφεσίβλητου των προσόντων που προβλέπονται στον Κανονισμό 8, των Κανονισμών του 1982 και συνεπώς δεν ήταν προσοντούχος για προαγωγή και ως αποτέλεσμα στερείτο του αναγκαίου έννομου συμφέροντος.
Αντίθετη είναι η εισήγηση της συνηγόρου του Εφεσίβλητου ο οποίος εισηγείται ότι ο Εφεσείων κωλύεται να πλήττει την επίδικη διαδικασία της ΑΤΗΚ από την οποία επελέγηκε και ο ίδιος και αφού αναφέρθηκε στο σχετικό μέρος των πρακτικών της ΑΤΗΚ ημερ. 22.3.2011 όπου κρίθηκε προσοντούχος εν συνεχεία παράπεμψε σε απόσπασμα της υπόθεσης Σπύρος Γιάλλουρος κ.α. ν. ΑΤΗΚ συνεκδικαζόμενες προσφυγές αρ. 868/98, 969/98, 1014/90 ημερ. 5.12.1995 όπου λέχθηκε ότι "Η ερμηνεία και εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και το συμπέρασμα κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει ή όχι τα απαιτούμενα απ' αυτό προσόντα, είναι έργο που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η σχετική απόφαση της Αρχής ήταν εύλογα επιτρεπτή σ' αυτήν" προκειμένου να καταλήξει ότι ο Εφεσείων ως Ε.Μ. στην Προσφυγή κωλύεται και δεν νομιμοποιείται να προβάλλει τέτοιο θέμα.
Περαιτέρω, ήταν η εισήγηση της ότι ο Εφεσίβλητος εύλογα και νόμιμα κρίθηκε προσοντούχος ως μη επιστημονικό προσωπικό από το συνδυασμό των Καν. 53, 54 και παράγρ. 11 στις Σημειώσεις του Πίνακα 5(Β) της Συλλογικής Σύμβασης 11.11.1999.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το εξεταζόμενο θέμα ως ακολούθως:
"Η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή κατά την κρίση μου. Εφόσον ο αιτητής κρίθηκε καθόλα προσοντούχος για τη διεκδίκηση της επίδικης θέσης από τους καθ' ων αίτηση και δεν είχε τεθεί θέμα μη κατοχής προσόντων από τον αιτητή, τα Ε/Μ σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, κωλύονται να προβάλουν τέτοιον ισχυρισμό στην παρούσα διαδικασία."
Το έννομο συμφέρον εξετάζεται πρωτίστως ως θέμα δημοσίου δικαίου, είτε εγείρεται από τους διάδικους, είτε εγείρεται αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. (βλ. Δημητριάδου ν. Καριόλου κ.α. Α.Ε. 124/2010, ημερ. 5.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:C395) Εκείνο που πάντοτε εξετάζεται είναι το έννομο συμφέρον του Αιτητή και όχι αυτό του Ε.Μ. (βλ. Χατζηγέρου ν. ΑΗΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 80). Η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, όπως αυτό προβλέπεται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου το ακυρωτικό Δικαστήριο να αναλάβει δικαιοδοσία αναθεώρησης της εγκυρότητας προσβαλλόμενης πράξης (βλ. Pitsillos v. C.B.C (1982) 3 C.L.R. 208, 215). Παρόμοιο θέμα, όπως το εξεταζόμενο, αντιμετωπίστηκε στην Χατζηνικολάου ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 106 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Η ύπαρξη του προβλεπομένου από το άρθρο 146.2 συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας αναθεώρησης της εγκυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης. (Βλ. μεταξύ άλλων Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208). Η διερεύνηση του συμφέροντος του αιτητή σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση της θέσης θα καταδείξει βέβαια αν η υποψηφιότητα του ήταν έγκυρη.
Ο δικηγόρος του αιτητή υπέδειξε ότι το συμβούλιο προσωπικού και η Αρχή έκριναν ότι ο αιτητής κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή στις επίμαχες θέσεις. Το γεγονός αυτό είναι σχετικό, όχι όμως καθοριστικό, δεδομένου ότι η θεμελίωση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 146.2 του Συντάγματος για την ανάληψη δικαιοδοσίας για αναθεώρηση της πράξης αποτελεί προαπαιτούμενο για την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Στο βαθμό και έκταση που η αποτίμηση των προσόντων του αιτητή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος σώματος η κρίση των καθ' ων η αίτηση τείνει να στοιχειοθετήσει το απαιτούμενο συμφέρον. Το θέμα της ερμηνείας σχεδίου υπηρεσίας διατηρεί όμως το νομικό του χαρακτήρα και εφόσον κριθεί ότι δεν παρεχόταν διακριτική ευχέρεια στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να καταλήξει ότι το σχέδιο υπηρεσίας επέτρεπε την υποψηφιότητα του, αναπόδραστα η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί."
Την Χατζηνικολάου (άνω) ακολούθησε η Κυνηγόπουλος ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 4183 όπου λέχθηκε ότι "το γεγονός ότι ο αιτητής κρίθηκε ως προσοντούχος για την πιο πάνω θέση από το Διοικητικό Συμβούλιο δεν αποκλείει την εξέταση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος που αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση αναθεωρητικής δικαιοδοσίας".
Αποτελεί και γενική νομολογιακή αρχή ότι υπάλληλος που δεν κατέχει τα απαραίτητα προσόντα, στερείται του αναγκαίου έννομου συμφέροντος να προσφύγει (βλ. Κάζανος ν. Α.Τ.Η.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 293).
Στην Γιάλλουρος ν. ΑΗΚ (1997) 3 Α.Α.Δ. 403 επιγραμματικά αναφέρθηκε ότι ο Εφεσείων ο οποίος δεν είχε δικαίωμα να διεκδικήσει τη θέση στερείτο και του συμφέροντος να την προσβάλει.
Τα πιο πάνω, είναι κατά την κρίση μας, η ορθή νομική αντιμετώπιση του θέματος. Τα όσα λέχθηκαν στην Σπύρος Γιάλλουρος (μονομερής σύνθεση) επί της οποίας στηρίζεται ο Εφεσίβλητος, αφορούν Σχέδια Υπηρεσίας. Σύμφωνα με τη νομολογία η ερμηνεία Σχεδίων Υπηρεσίας ανάγεται κατά κύριο λόγο στη διακριτική ευχέρεια του Διοικητικού Οργάνου που είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή τους. Η περίπτωση μας όμως δεν αφορά Σχέδια Υπηρεσίας αλλά εφαρμογή Κανονισμού. Ερμηνεία Νόμων και Κανονισμών αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του Δικαστηρίου (βλ. Χατζηπαύλου ν. ΑΗΚ (1991) 3 Α.Α.Δ. 11). Στην τελευταία αυτή υπόθεση περαιτέρω κρίθηκε ότι τα Σχέδια Υπηρεσίας συνιστούν πτυχή της εκτελεστικής λειτουργίας, δεν αποτελούν νομοθέτημα και δεν εμπίπτουν στον ορισμό "regulations" ή "rules" του ΄Αρθρου 2 του ΚΕΦ. 1.
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη καθότι εδώ επρόκειτο για εφαρμογή Κανονισμού και όχι Σχεδίων Υπηρεσίας.
Επί της ουσίας παρατηρούμε ότι η επίδικη θέση, Τεχνικού Επόπτη Β, αφορά θέση Ανώτερου Προσωπικού. Βλέπε προς τούτο τους Καν. 4(2)(Β), (3)(Β). Ο Κανονισμός 10(3) ορίζει ότι παρέχεται το δικαίωμα προαγωγής υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται τα απαιτούμενα δι' έκαστον βαθμό ειδικά προσόντα. Ο Κανονισμός 8(Ι)(Α)(α), (Β)(α) ορίζει ότι δι' άπαντας τους βαθμούς του Ανώτερου Τεχνικού Προσωπικού απαιτείται "πλήρη Πανεπιστημιακός Τίτλος εις την Ηλεκτρολογία (με ειδικότητα εις θέματα Τηλεπικοινωνιών) ή ισοδύναμος τίτλος αναγνωρισμένος υπό της Αρχής ως τοιούτος" Είναι παραδεκτό από τον Εφεσίβλητο ότι στερείται του άνω προσόντος πλην όμως αντιτάσσει ότι ορθά κρίθηκε προσοντούχος, ως μη επιστημονικό προσωπικό στηριζόμενος στους Καν. 53 και 54, οι οποίοι προβλέπουν:
"53. Το υπηρετούν προ της ενάρξεως εφαρμογής των παρόντων Κανονισμών Προσωπικόν κατατάσσεται αυτοδικαίως εις τας Νέας Κατηγορίας και Βαθμούς.
54. (1) Το κατά την έναρξιν εφαρμογή των παρόντων Κανονισμών υπηρετούν Προσωπικόν εξελίσσεται κατά βαθμόν έν συναρτήσει, προς τα απαιτούμενα κατά κλάδον καί ειδικότητα προσόντα βαθμών.
(2) Κατ'έξαίρεσιν, Μέσον Προσωπικόν υπηρετούν κατά την έναρξιν εφαρμογής των παρόντων Κανονισμών καί στερούμενον των ως άνω ειδικών προσόντων, εξελίσσεται εις το Άνώτερον Προσωπικόν, αν έχη ουσιαστικά προσόντα εγγυώμενα ευδόκιμον άσκησιν καθηκόντων Ανωτέρου Προσωπικού, και δη, μέχρι, του βαθμου του Τομεάρχου και εις αριθμόν μη υπερβαίνοντα τα ακόλουθα ποσοστά:
Προϊστάμενος Υπηρεσίας Β' Τάξεως 40%
Προϊστάμενος Υπηρεσίας Α' Τάξεως. Όλοι οι κρινόμενοι ως
προακτέοι εκ του βαθμού Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' Τάξεως
Υποτομεάρχης 20%
Τομεάρχης 10%
(3) 'Από της ενάρξεως εφαρμογής των παρόντων Κανονισμών διά τους κατά τον Κανονισμόν 53 των παρόντων Κανονισμών εντασσομένους εις το Ανώτατον και Ανώτερον Προσωπικόν θα τηρώνται χωρισταί επετηρίδες,
α) των κεκτημένων τα κατά τον Κανονισμόν 8 ειδικά προσόντα και
β) των μη κεκτημένων τα προσόντα ταύτα.
Οι εκ του Μέσου Προσωπικού προαγόμενου εφεξής εις το Άνώτερον Προσωπικόν ή οι εις τούτο το Προσωπικόν προσλαμβανόμενοι, εντάσσονται, οι μεν πτυχιούχοι εις την επετηρίδα των πτυχιούχων, οι δέ μη πτυχιούχοι εις την επετηρίδα των μη πτυχιούχων."
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Σύμφωνα με την εισήγηση της ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσίβλητο, προκύπτει από τον Καν. 54 ότι υπάρχουν δύο επετηρίδες, μια για επιστημονικό προσωπικό και μία για το μη επιστημονικό προσωπικό. Σύμφωνα δε με την παράγρ. 11 των Σημειώσεων του Πίνακα 5(Β) της Συλλογικής Σύμβασης ημερ. 11.11.99 δεν αφήνεται καμία αμφιβολία ότι ο Εφεσίβλητος ήταν προσοντούχος για προαγωγή.
"(11) Το προσωπικό που κατέχει θέση Επιθεωρητή δικαιούται κρίση για προαγωγή στο βαθμό Επόπτη με την συμπλήρωση τριετούς υπηρεσίας στο βαθμό του Επιθεωρητή."
Ο Αιτητής συνεπώς, σύμφωνα πάντοτε με την εισήγηση, ο οποίος κατείχε θέση Επιθεωρητή διεκδίκησε τη θέση Επόπτη με την συμπλήρωση τριετούς υπηρεσίας στο βαθμό Επιθεωρητή και με την επετηρίδα του μη επιστημονικού προσωπικού.
Η όλη εισήγηση είναι φαινομενικά πειστική. Παρόλα ταύτα, διαφεύγει της ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι οι Κανονισμοί τους οποίους επικαλείται δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση του Εφεσίβλητου. Σύμφωνα με τον Καν. 58 των Κανονισμών του 1982, "οι Κανονισμοί είχαν εφαρμογήν από της 21ης Νοεμβρίου, 1977". Ο Εφεσίβλητος προσελήφθη στην ΑΤΗΚ το 1980 και συνεπώς δεν μπορεί να επικαλείται τις πρόνοιες των Καν. 53 και 54 οι οποίοι αναφέρονται σε προσωπικό που υπηρετούσε προ της ενάρξεως των Κανονισμών (Καν. 53) ή κατά την έναρξη εφαρμογής των Κανονισμών (Καν. 54)..
Είναι η κατάληξη μας ότι ο Εφεσίβλητος στερείτο κατά τον ουσιώδη χρόνο των υπό των Κανονισμών προβλεπόμενων προσόντων είτε κατά τον Καν. 8 είτε κατά τους Καν. 53 και 54 ή ακόμα και με την παράγρ. 11 των Σημειώσεων του Πίνακα 5(Β) της Συλλογικής Σύμβασης ημερ. 11.11.1999. Αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι ότι ο Εφεσίβλητος στερείται έννομου συμφέροντος προσβολής των επίδικων προαγωγών.
Ενόψει της άνω κατάληξης μας δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε άλλο λόγο Έφεσης.
Η Έφεση αρ. 116/13 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση να είναι εις βάρος του Εφεσίβλητου όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η Έφεση αρ. 115/13 απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/γκ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 115/2013 και 116/2013)
9 Ιουλίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π/ρος, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 115/2013)
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση
- ΚΑΙ -
xxx ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
Εφεσίβλητου/Αιτητή
------------------------------------------------
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 116/2013)
xxx ΚΥΛΙΛΗΣ,
Εφεσείων/Ενδιαφερόμενο Μέρος 1
- ΚΑΙ -
xxx ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
Αιτητή
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση
-------------------------------------------------
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 115/2013
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Ελ. Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδη & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 116/2013
Α. Πηλείδου (κα), για τον Εφεσείοντα/Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Ελ. Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδη & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Διϊστάμενη)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Συμφωνώντας με τα υπόλοιπα μέλη της Ολομέλειας επί της απόφασης στην Αναθεωρητική Έφεση υπ΄ αρ. 115/2013, οφείλω να καταγράψω τη διαφωνία μου όσον αφορά το αποτέλεσμα της Αναθεωρητικής Έφεσης υπ΄ αρ. 116/2013. Κατά την κρίση μου και αυτή η έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί για τους εξής λόγους: Το ενδιαφερόμενο μέρος Κυλίλης, σύμφωνα με γεγονότα που ακολούθησαν των Εφέσεων, έχει προαχθεί αναδρομικά από το 2007 κατέχοντας τη θέση αυτή σε χρόνο προγενέστερο της επίδικης και συνεπώς δεν παρέμεινε σε αυτόν έννομο συμφέρον προώθησης της έφεσης εφόσον δεν θα προκύψει οποιοδήποτε όφελος σε περίπτωση επιτυχίας.
Η νομολογία διαχρονικά αποδοκιμάζει την έγερση θεμάτων από το ενδιαφερόμενο μέρος που έρχονται σε αντίθεση με τη θέση του ιδίου του διοικητικού οργάνου που έχει λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση, εναπόκειται δε στο ίδιο το διοικητικό όργανο πώς θα χειριστεί την περαιτέρω διαδικασία αν θα υποβάλει ή όχι έφεση ή θα προβεί σε επανεξέταση, σε περίπτωση ακύρωσης της πράξης. Στη βάση πάγιας νομολογίας το ενδιαφερόμενο μέρος ακολουθεί το διοικητικό όργανο και δεν είναι δυνατό να εγείρει από μόνο του ζητήματα που η ίδια η διοίκηση δεν έχει θέσει δημιουργώντας έτσι πολλαπλότητα διαδικασιών και ατέρμονες διαδικασίες. Σύμφωνα με αποφάσεις όπως τις Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Λαμπρατζιώτη ν. Ανδρέου (2013) 3 Α.Α.Δ. 202, το ενδιαφερόμενο μέρος εμπλέκεται στη διαδικασία προς υποστήριξη της διοικητικής απόφασης την οποία και οφείλει να συνδράμει χωρίς να είναι δυνατόν να προβάλλει χωριστές αιτιάσεις έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης μετατρεπόμενο, στην ουσία, ως ένα παράλληλο διοικητικό όργανο.
Το ζήτημα των προσόντων ενός υποψηφίου δεν αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης εφόσον προϋποθέτει έρευνα επί γεγονότων, (Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314), και επομένως εφόσον αυτά αναγνωρίζονται ως υπαρκτά και δεδομένα από το διοικητικό όργανο, στη βάση των ενώπιον του στοιχείων δεν είναι νοητό εκ των υστέρων να αμφισβητούνται από το ενδιαφερόμενο μέρος προσβάλλοντας έτσι στην ουσία τη συνακόλουθη επιλογή της ίδιας της διοίκησης. Σύμφωνα με τη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38 (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας) και Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 345, μόνο σε περίπτωση επανεξέτασης η οποία διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος είναι δυνατό το ίδιο το διοικητικό όργανο να συζητήσει εκ νέου την κατοχή προσόντος, εάν υπάρχει βεβαίως προς τούτο λόγος, και, υπό την αίρεση ότι δεν υπήρξε προηγούμενη ρητή απόφαση επ΄ αυτού ή δεν είχε προηγουμένως εγερθεί τέτοιο ζήτημα.
Ο εφεσείων Κυλίλης δεν είχε ποτέ θέσει ζήτημα ενώπιον του διοικητικού οργάνου μη κατοχής προσόντων από τον Μιχαηλίδη, ενώ η ΑΤΗΚ, ως η παράγουσα την απόφαση διοικητική αρχή, τον θεώρησε, στη βάση των δεδομένων που είχε ενώπιον της ως καθόλα προσοντούχο. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επί του σημείου ότι εφόσον ο Μιχαηλίδης είχε κριθεί προσοντούχος για την επίδικη θέση, ο Κυλίλης κωλυόταν να προβάλει τέτοιο ισχυρισμό στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία. Προστίθεται ότι το ίδιο το διοικητικό όργανο ούτε στη διαδικασία παραγωγής της πράξης, αλλά ούτε και στις υπό συζήτηση δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις υπ΄ αρ. 115/2013 και 116/2013, έθεσε ποτέ ζήτημα προσόντων του Μιχαηλίδη για οποιοδήποτε λόγο. Επομένως, κατ΄ έφεση θα ήταν αντινομικό και εκτός της νομολογίας να εξεταστεί τώρα ζήτημα εννόμου συμφέροντος του Κυλίλη να αμφισβητήσει τα προσόντα του Μιχαηλίδη. Με άλλα λόγια, δεν θα ήταν δυνατό ο Μιχαηλίδης να κριθεί εκ των υστέρων μη προσοντούχος με εισήγηση του ενδιαφερομένου μέρους όταν ποτέ δεν τέθηκε κατά τη διαδικασία παραγωγής της πράξης τέτοιο ζήτημα από οποιονδήποτε, περιλαμβανομένου του κατ΄ εξοχήν αρμοδίου διοικητικού οργάνου που ήταν υπεύθυνο να παράξει την πράξη.
Πρόσθετα, η εμμονή του Κυλίλη να προωθεί την παρούσα Έφεση παρά την αποδοχή της αναδρομικής προσφυγής του είναι αντινομική εφόσον δεν μπορεί να επιλέγει ή να επιδιώκει αμφότερες τις θέσεις.
Περαιτέρω, ο Μιχαηλίδης αμφισβήτησε με νέα προσφυγή τη μεταγενέστερη απόφαση προαγωγής του Κυλίλη αναδρομικά από το 2007, ως είχε δικαίωμα να πράξει επί παραγωγής νέας διοικητικής πράξης και δεν εναπόκειται στην παρούσα Ολομέλεια εκ των προτέρων να κρίνει, να προκαθορίσει, ή, έστω να δώσει ενδείξεις περί της ορθότητας της νέας απόφασης προαγωγής του Κυλίλη με αναφορά στα προσόντα του Μιχαηλίδη εφόσον είναι θέματα που θα έπρεπε να αφεθούν να εξεταστούν στη νέα αυτή προσφυγή εάν και εφόσον εγείρονται (δεν τέθηκε ενώπιον της Ολομέλειας η ίδια η προσφυγή και τα αιτητικά της ή οι τυχόν ενστάσεις). Αντίθετα, έχει τεθεί ως δεδομένο από τους διαδίκους ότι και ο Μιχαηλίδης προάχθηκε αναδρομικά από το 2011. Εναντίον της προαγωγής αυτής δεν ασκήθηκε προσφυγή. Επομένως, πέραν του ότι η ΑΤΗΚ ως διοικητικό όργανο δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τα προσόντα του Μιχαηλίδη, με την προαγωγή που του χορήγησε, τα επιβεβαίωσε.
Η απόρριψη εδώ της Έφεσης υπ΄ αρ. 116/2013 λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του Κυλίλη, (όπως προκρίνω), δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει δεδικασμένο εναντίον του διότι η απόρριψη της έφεσης, (αν ακολουθείτο η εισήγηση μου), θα γινόταν στη βάση μεταγενέστερων δεδομένων που του αποστερούσαν το έννομο συμφέρον να την προωθήσει περαιτέρω.
Η αποδοχή της έφεσης από το ενδιαφερόμενο μέρος Κυλίλη ουσιαστικά προδεσμεύει τη νέα προσφυγή που ήγειρε ο Μιχαηλίδης εναντίον του Κυλίλη στην οποία ενδεχομένως θα τεθεί το θέμα των προσόντων. Ο Μιχαηλίδης ήδη θεωρήθηκε από το διοικητικό όργανο προσοντούχος και η ανατροπή αυτής της θέσης επηρεάζει αναμφίβολα και τη δική του προσφυγή επί της νέας αναδρομικής προαγωγής του Κυλίλη.
Συνεπώς, θα απέρριπτα την Έφεση υπ΄ αρ 116/2013 με έξοδα.
Στ. Ναθαναήλ,
Π.
/ΕΘ