ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C268
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 98/2013)
1 Ιουλίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΦΕΡΑΙΟΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Ε. Συμεωνίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Εφεσείοντες.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Αλ. Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι-αιτητές, με προσφυγή τους υπ΄ αρ. 509/10, αμφισβήτησαν την απόφαση των Εφεσειόντων-καθ΄ ων η αίτηση με την οποία βεβαίωσαν και/ή απαίτησαν από αυτούς εισαγωγικούς δασμούς, πλέον ΦΠΑ, πλέον χρηματική επιβάρυνση και νόμιμο τόκο, συνολικού ύψους €200.200,00 σε σχέση με την εκ των υστέρων βεβαίωση 79/09, ημερομηνίας 12 Μαρτίου 2009. Αμφισβήτησαν επίσης εισαγωγικούς δασμούς, ΦΠΑ και χρηματική επιβάρυνση πλέον νόμιμο τόκο, συνολικού ύψους €19.038,00 σε σχέση με την εκ των υστέρων βεβαίωση 135/09 ημερομηνίας 24 Μαρτίου 2009. Προέβαλαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο, ότι λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, χωρίς τη διεξαγωγή επαρκούς έρευνας, ότι στερείτο αιτιολογίας, ήταν αντιφατική, αντίθετη προς τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου και ότι λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.
Τα κρίσιμα για την υπόθεση γεγονότα παρατίθενται με επάρκεια στην πρωτόδικη απόφαση. Εχουν ως ακολούθως:
«Η Αιτήτρια ασχολείτο, μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή και διανομή των πούρων ΗΑΒΑΝΟS από την Κούβα. Οι εισαγωγές εγίνοντο μέσω της εταιρείας Meditra, στο Βέλγιο, θυγατρικής της κατασκευάστριας εταιρείας. Η Αιτήτρια διέθετε ιδιωτική αποθήκη αποταμίευσης των αποθεμάτων της την περίοδο που ενδιαφέρει στην προσφυγή, μεταξύ 1997 και 2004. Με την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ίσχυσε από 1.5.2004 ο προτιμησιακός συντελεστής εισαγωγικού δασμού 9.1% για εισαγωγές από την Κούβα αντί του γενικού συντελεστή 26%. Όρος ισχύος του προτιμησιακού συντελεστή, ώστε τα ήδη εισαχθέντα εμπορεύματα να μπορούσαν να ετίθεντο σε κυκλοφορία, ήταν η προσκόμιση πιστοποιητικού «Form A» και η παροχή τραπεζικής εγγυητικής επιστολής για διασφάλιση της διαφοράς μεταξύ του προτιμησιακού συντελεστή του 9.1% και του γενικού συντελεστή 26% σε περίπτωση που δεν προσκομίζετο η εν λόγω Form A εντός τεσσάρων μηνών. Προς τούτο, η Αιτήτρια, αφού έδωσε την εγγυητική, ήρθε σε επαφή με την Meditra η οποία και την προμήθευσε με δύο «Form A» τα οποία συνόδευαν αναλυτικές καταστάσεις με αναφορά στις ημερομηνίες εξαγωγής. Τούτο έγινε μετά που η Meditra πληροφορήθηκε, όπως η ίδια είχε ζητήσει, την ακριβή ποσότητα των τότε αποταμιευμένων πούρων όπως αυτή διαπιστώθηκε από έλεγχο που διενήργησε το Τμήμα Τελωνείων. Τα δύο «Form A» έγιναν δεκτά από το Τμήμα και παρεχωρήθη η προτιμησιακή μεταχείριση στα εν λόγω αποταμιευμένα πούρα, τιθέμενα σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας και ανάλωσης, ενώ επεστράφη στην Αιτήτρια και η εγγυητική της. Τα πούρα εκτελωνίσθησαν τότε με τον προτιμησιακό συντελεστή στη βάση διασαφήσεων.
Στα πλαίσια όμως εκ των υστέρων ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι, αν και οι ποσότητες που ανεφέροντο στα «Form A» αντιστοιχούσαν προς τις ποσότητες των αποθεμάτων κατά την 1.5.2004, εν τούτοις είχαν προσκομισθεί αντίγραφα αντί τα πρωτότυπα «Form A» και υπήρχαν διαφορές μεταξύ των ημερομηνιών αποστολής και παραλαβής των αναγραφομένων στα πιστοποιητικά εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, οι αναγραφόμενες ημερομηνίες αποστολής κάλυπταν 31 αποστολές τα έτη 2002-2004, ενώ οι φάκελοι αποταμίευσης έδειχναν ότι τα πούρα που ήσαν στην αποθήκη είχαν αποταμιευθεί τα έτη 1997, 1999 και 2000-2004. Το Τμήμα Τελωνείων συνεργάσθηκε τότε με την Αιτήτρια ώστε αυτή να μπορέσει να εξασφαλίσει από τη Meditra πιστοποίηση καταστάσεων οι οποίες να το ικανοποιούσαν. Αυτό δεν κατέστη δυνατό αφού, όπως πληροφορήθηκε η Αιτήτρια, οι εργασίες της Meditra είχαν τερματισθεί. Το Τμήμα Τελωνείων ερεύνησε τότε τις διασαφήσεις που είχαν γίνει, διαπιστώνοντας ότι οι 262 από τις συνολικά 897 αφορούσαν αποθέματα που δεν εκαλύπτοντο από τα δύο «Form A». Ως προς αυτά λοιπόν, απέστειλε Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής, όπως απέστειλε και για άλλες τρεις διασαφήσεις. Στη Βεβαίωση αναφέροντο τα εξής:
«Με βάση στοιχεία που έχω στην κατοχή μου, και σε εκ των υστέρων έλεγχο που διενεργήθηκε στην εταιρεία σας για την εγκυρότητα και αποδοχή δύο πιστοποιητικών καταγωγής FORM A Ε113734/5 τα οποία κατατέθηκαν ως πιστοποιητικά αντικατάστασης, διαπιστώθηκε ότι:
Προσκομίστηκαν αντίγραφα των πιο πάνω πιστοποιητικών χωρίς ποτέ να παρουσιασθούν τα πρωτότυπα όπως προκύπτει από τις υποχρεώσεις σας, την Τελωνειακή Νομοθεσία και την ΚΔΠ 444/2004 σύμφωνα με την οποία πρέπει να τηρείται Αρχείο Βιβλίων και εγγράφων για επτά έτη.
Από τα αντίγραφα που προσκομίστηκαν διαπιστώθηκε ότι αυτά δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά για τεχνικούς και ουσιαστικούς λόγους όπως αναλυτικά αναφέρεται πιο κάτω:
Θέση 8: δεν έχει συμπληρωθεί η θέση περιγραφής των εμπορευμάτων (θέση 8 EUR 1 ή EUR-MED) ή αναφέρεται σε εμπορεύματα άλλα από εκείνα που έχουν προσκομιστεί (δηλαδή διαφέρουν από αυτά που δηλώθηκαν στο μανιφέστο του μέσου μεταφοράς.
Τα προσκομισθέντα FORM A E113734/5 στην περιγραφή των εμπορευμάτων καταγράφονται λεπτομέρειες που αφορούν ημερομηνίες αποστολής και ποσότητες εμπορευμάτων (πούρων), άλλες από εκείνες που αναφέρονται στα συγκεκριμένα αποθέματα στη εγκεκριμένη αποθήκη αποταμίευσης, για τα οποία ζητήθηκε η προτιμησιακή μεταχείριση.
Θέση 7: πρέπει να εγγράφεται η φράση: «Πιστοποιητικό Αντικατάστασης», καθώς και η ημερομηνία του πρωτότυπου πιστοποιητικού καταγωγής και ο αύξων αριθμός του. Στα προσκομισθέντα FORM AE113734/5 δεν φέρουν καμία αναφορά «Πιστοποιητικό Αντικατάστασης», ούτε και ημερομηνία του πρωτότυπου πιστοποιητικού καταγωγής ούτε αύξοντα αριθμόν του.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω, τα δύο προσκομισθέντα πιστοποιητικά καταγωγής FORM A E113734/5 ημερομηνίας 09/06/2004 απορρίπτονται και οι δασμοί που δεν καταβλήθηκαν σε διασαφήσεις εμπορευμάτων που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία ή και ανάλωση, μέσα σε χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, καθίστανται άμεσα απαιτητοί, σύμφωνα με την κοινοτική Νομοθεσία 2913/03 άρθρο 221(3).»
Ένσταση της Αιτήτριας οδήγησε σε μικρή διαφοροποίηση της Βεβαίωσης ως προς δύο διασαφήσεις. Η προσφυγή προσβάλλει την τελική απόφαση του Τμήματος.»
Πρωτοδίκως, προέκυψε διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς ουσιαστικά ζητήματα και ως εκ τούτου δόθηκαν οδηγίες για προσαγωγή μαρτυρίας. Στα πλαίσια αυτών των οδηγιών, εκ μέρους των Εφεσιβλήτων προέβηκε σε ένορκο δήλωση ο Διευθύνων Σύμβουλός τους και εκ μέρους των Εφεσειόντων καταχωρήθηκαν δύο ένορκες δηλώσεις από τελωνειακούς λειτουργούς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, βρήκε ότι τα γεγονότα είχαν ως εκτέθηκαν στην ένορκη δήλωση του Διευθύνοντα Συμβούλου των Εφεσιβλήτων. Η διαπίστωση αυτή των γεγονότων σταθμίστηκε ως καταλυτικής σημασίας σε σχέση με την εισήγηση των Εφεσιβλήτων ότι η εκ των υστέρων βεβαίωση, και μάλιστα μετά από χρόνια, συνιστούσε αντιφατική συμπεριφορά της Διοίκησης και παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης και εμπιστοσύνης. Τονίστηκε πρωτοδίκως ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν καθόλα σύμφωνα με τη στάση και συνεργασία της Διοίκησης, η οποία όχι μόνο κατεύθυνε αλλά και επιδοκίμασε τις ενέργειές τους. Σημείωσε, πιο συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής:
«Βεβαίωσε (η Διοίκηση) την Αιτήτρια ότι θα απεδέχετο τα Form A ως αναφερόμενα μόνο στο συνολικό αριθμό των αποταμιευμένων πούρων και ήταν υπό την εποπτεία της που έγινε ο αποθεματικός και λογιστικός έλεγχος της αποθήκης της Αιτήτριας προς διαπίστωση της ποσότητας των πούρων. Ήταν σε αυτή τη βάση που η Meditra συμπλήρωσε τα Form A με αναφορά στο σύνολο των αποταμιευμένων πούρων. Ήταν σε αυτή τη βάση που το Τμήμα έκαμε δεκτά τα Form A και επέστρεψε στην Αιτήτρια τα πρωτότυπα τα οποία του είχε υποβάλει. Ήταν σε αυτή τη βάση, και τούτο είναι σημαντικότατο, που το Τμήμα επέστρεψε στην Αιτήτρια την εγγυητική της, η οποία συναρτάτο ευθέως προς την αποδοχή των Form A, δεικνύοντας έτσι ότι αίρετο κάθε επιφύλαξη ως προς το νόμιμο της θέσης σε κυκλοφορία των πούρων με τον προτιμησιακό συντελεστή. Ήταν σε αυτή τη βάση που η Αιτήτρια εκτελώνισε και διέθεσε τα πούρα με τον προτιμησιακό συντελεστή, ασφαλώς προσαρμόζοντας την τιμή αναλόγως, και που το τμήμα ενέκρινε τις επανειλημμένες διασαφήσεις που υπεβάλλοντο από την Αιτήτρια. Και τούτο διήρκεσε για πέντε έτη. Δεν ήταν πλέον επιτρεπτό για τη διοίκηση, με αναφορά στην ούτω διαμορφωθείσα από την ίδια κατάσταση για την Αιτήτρια, να επανέλθει μετά από τόσα έτη και να διαφοροποιήσει τη στάση της αναιρώντας τα ήδη καθορισθέντα και ενθυμούμενη ότι άλλως θα έπρεπε να είχαν τα Form A, προσφεύγοντας ακόμα και σε δικαιολογία ότι δεν είχαν προσκομισθεί τα πρωτότυπα, ενώ αυτά είχαν εν πάση περιπτώσει προσκομισθεί, ως εάν το περιεχόμενο των Form A να ήταν υπό αμφισβήτηση. Και μάλιστα, αφού η Αιτήτρια θα επηρεάζετο δυσμενώς από την αλλαγή στάσης της διοίκησης αφού έχει ήδη διαθέσει τα πούρα με τον προτιμησιακό συντελεστή και δεν της είναι δυνατό πλέον να εισπράξει άλλα ποσά προς κάλυψη του γενικού συντελεστή που η διοίκηση επιδιώκει να επαναφέρει..»
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίθηκε ότι η εξετασθείσα εισήγηση, που κυριαρχούσε στην υπόθεση, ήταν καταλυτικής σημασίας για την τελική έκβασή της. Κατ΄ ακολουθίαν, η προσφυγή έγινε αποδεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε με έξοδα προς όφελος των Εφεσιβλήτων.
Η πρωτόδικη κατάληξη προσβάλλεται ενώπιόν μας με τρεις λόγους έφεσης, στον πυρήνα των οποίων εντοπίζεται το ζήτημα της κριθείσας παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και εμπιστοσύνης. Εισηγούνται οι Εφεσείοντες ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως θετικές τις αναφορές του ενόρκως δηλούντα για τους Εφεσίβλητους, καταλήγοντας σε ανάλογα ευρήματα. Εισηγούνται περαιτέρω ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η εκ των υστέρων βεβαίωση και μάλιστα μετά από χρόνια συνιστούσε αντιφατική συμπεριφορά της Διοίκησης, αφού τέτοια βεβαίωση είναι καθόλα αποδεκτό μέτρο επανόρθωσης τυχόν παρατυπιών που διαπιστώνονται και ήταν επιτρεπτό για τη Διοίκηση να διενεργεί εκ των υστέρων ελέγχους σε διασαφήσεις όταν διαπιστωθεί ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων. Στη βάση αυτή, ήταν η ουσιαστική θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου για τους Εφεσείοντες ότι προκειμένου περί δασμών και φόρων που οφείλονται προς τη Δημοκρατία, ο χρόνος που παρήλθε δεν συνιστά κώλυμα, δεδομένης της υποχρέωσης του διοικούμενου να καταβάλλει τους φόρους ως θέμα δημοσίου συμφέροντος.
Στην αντίπερα όχθη, οι Εφεσίβλητοι προβάλλουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, ζήτημα που εμπίπτει κατ΄ εξοχήν στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προς ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του. Εισηγούνται, περαιτέρω, ότι έστω και αν γίνει αποδεκτή η θέση των Εφεσειόντων ότι η επιβληθείσα φορολογία συνιστά ζήτημα ερμηνείας εγγράφων και εφαρμογής της νομοθεσίας, με την προσβαλλόμενη απόφαση οι Εφεσείοντες παρερμήνευσαν τις σχετικές διατάξεις του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν.94(Ι)/2004, και δεν είχαν καμία εξουσία να απορρίψουν τα επίδικα πιστοποιητικά Form A. Εισηγούνται, τέλος, ότι οι Εφεσείοντες ενήργησαν κατά τρόπο ασυνεπή και αντιφατικό και με μεγάλη καθυστέρηση, παραβιάζοντας την αρχή της καλής πίστης και της επιβαλλόμενης ευθύτητας των διοικητικών οργάνων σε σχέση με τους διοικούμενους.
Προσθέτουμε ότι, κατά το στάδιο της ενώπιόν μας ακρόασης, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων συμφώνησε ότι ήταν επιτρεπτός ο εκ των υστέρων έλεγχος, ο οποίος και κατέδειξε τα προβλήματα στα οποία αναφέρθηκε η πλευρά των Εφεσειόντων. Προέβαλε όμως, ότι οι ενέργειες και η όλη κατάληξη του έλεγχου που έγινε εκ των υστέρων, συγκρούονται με τα όσα προηγουμένως έπραξε η Διοίκηση, γεγονός που δεν επέτρεπε στην αρμοδία αρχή, το Τελωνείο, να επιβάλει τον επίδικο φόρο.
Ως θέμα αρχής η επιβολή και είσπραξη δασμών και φόρων συνιστά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Συνακόλουθα, η αρμοδία αρχή νομιμοποιείται να ανακαλέσει προηγούμενη αντίθετη προς το Νόμο πρακτική της και συμπεριφορά προς τον σκοπό είσπραξης οφειλόμενου φόρου. Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η καταβολή οποιωνδήποτε οφειλόμενων ποσών υπό μορφή δασμών και φόρων και το δικαίωμα προς είσπραξη, δεν παραγράφεται και ότι αποτελεί υποχρέωση της αρμόδιας αρχής η είσπραξη των εν λόγω ποσών μέσω της προώθησης των ανάλογων διαδικασιών (The Director of the Department of Customs v. M.Chr. Platanis And Co Ltd (1981) 1 C.L.R. 635, Δημοκρατία ν. Ioannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, Α.Ε. 197/2010, ημερ. 12.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:C419).
Το Τμήμα Τελωνείων έχει εξουσία ανάκλησης προηγούμενης λανθασμένης πράξης προς τον σκοπό αποκατάστασης της νομιμότητας και επαναφοράς των πραγμάτων στην ορθή νομική και πραγματική τους θέση (Director of Customs v. Grecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476). Όπως είχε την ευκαιρία το Ανώτατο Δικαστήριο να υπομνήσει σχετικά στην απόφαση Paraskevaides (ανωτέρω):
«Η ανάκληση τέτοιων παράνομων διοικητικών αποφάσεων είναι επιτρεπτή, νοουμένου ότι λαμβάνει χώραν εντός ευλόγου χρόνου, στοιχείο το οποίο σταθμίζεται ανάλογα με τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί, ούτως ή άλλως, κώλυμα για την ανάκληση όπου η ανακληθείσα διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον. Συναφώς, ο προαναφερθείς περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος, άρθρο 54(2)(3), καθορίζει ότι η ανάκληση παράνομης, αλλά ακόμη και νόμιμης διοικητικής πράξης, έστω και αν παρήλθε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της, δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η διασφάλιση των δημοσίων εσόδων και η είσπραξη των νόμιμων οφειλών προς το κράτος, εμπίπτει στις περιπτώσεις εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και δικαιολογεί τη μετέπειτα αναζήτηση κάθε οφειλής, η οποία παραμένει ανείσπρακτη από λάθος της διοίκησης.
Αλλωστε, όπως τονίστηκε στην απόφαση Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191, 196:
«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου.»
Παρόμοια ζητήματα εξετάστηκαν από τον αδελφό Δικαστή Ναθαναήλ στην υπόθεση Chrikar Trading Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 413/2007, ημερ. 27.2.2009. Στην εν λόγω υπόθεση, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων διαπίστωσε, στα πλαίσια μετελέγχου, ότι συγκεκριμένα προϊόντα, ήτοι τυριά, είχαν ταξινομηθεί σε λανθασμένη δασμολογική κλάση, με αποτέλεσμα την αποφυγή καταβολής φόρου κατανάλωσης. Μετά τον επανέλεγχο και τη διαπίστωση του λάθους προέκυψε απαίτηση εκ μέρους της Δημοκρατίας, περί της οποίας πληροφόρησαν τους εισαγωγείς. Οι τελευταίοι, προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ισχυρισμούς περί ανεπίτρεπτης επιβολής, αναδρομικά, φόρου και περί παραβίασης ευμενών δεδομένων που είχαν δημιουργηθεί προς όφελός τους από την ίδια τη διοίκηση. Υιοθετούμε την ακόλουθη προσέγγιση του Δικαστηρίου:
«Στην πραγματικότητα εδώ επαναφέρθηκε η δημόσια τάξη με την ορθή ταξινόμηση των προϊόντων (τα οποία να σημειωθεί ότι και οι ίδιοι οι αιτητές κατά καιρούς ταξινομούσαν άλλωτε ως τυριά και άλλωτε ως απομιμήσεις αυτών), με την αναζήτηση της καταβολής των νενομισμένων τελωνειακών δασμών. Όπως αναφέρθηκε στην Αλέξανδρος Σολέας και Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803:
«... η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάκληση όπου η παράνομη διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον.»
Οι καθ΄ ων ως οι υπεύθυνοι για τη νομιμότητα αφενός της δασμολογικής κατάταξης των εισαγομένων προϊόντων και αφετέρου της υπ΄ αυτών είσπραξης των επιβαλλομένων φόρων και δασμών, είχαν υποχρέωση να επαναφέρουν τα πράγματα στην ορθή τους πραγματική και νομική διάσταση, προχωρώντας μάλιστα να εισπράξουν τις αναγκαίες οφειλές. Παραμένει προεξάρχουσα η αρχή ότι οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης που στοχεύουν στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από πλευράς της διοίκησης, δεν υπερφαλαγγίζουν «.. την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου.» (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Η είσπραξη των οφειλομένων εκ της νέας δασμολογικής κατάταξης δασμών αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης, η οποία και δεν έχει δικαίωμα να παραγράψει τις οφειλές αυτές. (Frakapor Co Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.01).
Τα πιο πάνω απαντούν τις αιτιάσεις των αιτητών σε σχέση με το ανεπίτρεπτο, κατ΄ ισχυρισμόν, της επιβολής κατ΄ αναδρομικό τρόπο του φόρου και της παραβίασης των «ευμενών» δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί υπέρ αυτών από την ίδια τη διοίκηση. (δέστε και την υπόθεση DPD Milk Products Ltd ν. Υπουργείου Οικονομικών, υπόθ. αρ. 1358/05, ημερ. 16.10.07). Δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ότι επέρχονται νόμιμες συνέπειες από την αποφυγή της καταβολής των νενομισμένων δασμών που, έστω και εκ των υστέρων, διαπιστώνονται ότι έπρεπε να είχαν καταβληθεί. Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.»»
Στην ενώπιόν μας περίπτωση, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση η εξουσία των τελωνειακών αρχών να προβούν σε εκ των υστέρων έλεγχο των διασαφήσεων, προς διακρίβωση της ακρίβειας των δηλωθέντων στοιχείων, πράγμα το οποίο και έπραξαν. Είναι επίσης αποδεκτό ότι, ως αποτέλεσμα του εκ των υστέρων ελέγχου, διαπιστώθηκαν διαφορές μεταξύ των ποσοτήτων και των ημερομηνιών αποστολής και παραλαβής των εμπορευμάτων, που αναγράφονταν στις επισυνημμένες στα σχετικά πιστοποιητικά καταστάσεις και των αποθεμάτων. Εντοπίστηκε, πιο συγκεκριμένα, ότι από το σύνολο των διασαφήσεων που υποβλήθηκαν, 262 διασαφήσεις, δεν καλύπτονταν από τα πιστοποιητικά, κατά παράβαση των υποχρεώσεων των Εφεσιβλήτων.
Με δεδομένα τα πιο πάνω και κατ΄ εφαρμογήν των νομικών αρχών που έχουμε ήδη παραθέσει και οι οποίες διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, το Τμήμα Τελωνείων, ενεργώντας στα πλαίσια της νομιμότητας, είχε, καθηκόντως, κάθε εξουσία επαναφοράς των πραγμάτων στην ορθή νομική και πραγματική τους βάση. Συνεπώς, οι ενώπιόν μας λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι ενέργειες της Διοίκησης συνιστούσαν αντιφατική συμπεριφορά και ότι παραβίαζαν την αρχή της καλής πίστης και εμπιστοσύνης. Εσφαλμένα επίσης έκρινε ότι δεν ήταν επιτρεπτό για τη Διοίκηση να επανέλθει μετά την πάροδο ετών και να διαφοροποιήσει τη στάση της «αναιρώντας τα ήδη καθορισθέντα».
Τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης δεν επιτρέπουν επίκληση των προνοιών του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, Κανονισμός (ΕΟΚ) Αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12.10.92 (ο Κώδικας), στις οποίες μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων. Αφενός, δεν βρισκόμαστε ενώπιον λάθους το οποίο οφείλεται στις ίδιες τις Τελωνειακές Αρχές, σε ό,τι αφορούσε στη διαφοροποίηση των ημερομηνιών και ποσοτήτων και, αφετέρου, όπως εντοπίζεται στην προσβαλλόμενη πράξη, οι δασμοί κατέστησαν άμεσα απαιτητοί σε αναφορά με χρονικό διάστημα που δεν υπερέβαινε τα τρία έτη και κατ΄ επίκληση του άρθρου 221(3) του Κώδικα.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 11.2.2010, μέσω της οποίας βεβαιωνόταν και απαιτείτο ο επίδικος εισαγωγικός δασμός και οι σχετικοί φόροι, τόκοι και επιβαρύνσεις, επικυρώνεται στο σύνολό της. Τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και αυτά της έφεσης επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσειόντων και εις βάρος των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΣΦ.