ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C318
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 88/13 και 103/13)
(Υποθέσεις Αρ. 1393/11 και 1422/11)
16 Ιουλίου, 2019
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ,
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 88/13)
(Υπ. Αρ. 1393/11)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσείουσα/Καθ΄ ης η αίτηση
ΚΑΙ
1. xxx ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ
2. xxx ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
Εφεσίβλητοι/Αιτητές
ΚΑΙ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 103/13)
(Υπ. Αρ. 1422/11)
xxx ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητη/Καθ΄ ης η αίτηση
---------
Α.Ε. Αρ. 88/13
Ε. Παπαγεωργίου (κα), ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εφεσείουσα.
Ο εφεσίβλητος 1 εμφανίζεται προσωπικά.
Α. Σ. Αγγελίδης, για εφεσίβλητο 2 και αντεφεσείοντα.
Μ. Ασπρομάλλης για Κούσιος, Κορφιώτης & Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Α.Ε. Αρ. 103/13
Ο εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Ε. Παπαγεωργίου (κα), ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εφεσίβλητη.
Μ. Ασπρομάλλης για Κούσιος, Κορφιώτης & Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για το ενδιαφερόμενο μέρος.
---------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα στην Α.Ε. Αρ. 88/13, επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές των εφεσιβλήτων (Υποθ. Αρ. 1393/11 και 1422/11), με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους (ΕΜ) στη θέση Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, από 1.10.2011, για τον επικαλούμενο μοναδικό και κοινό λόγο ακύρωσης, όπως πρωτοδίκως προωθήθηκε: εκκρεμοδικία ποινικής υπόθεσης εναντίον του ΕΜ κατά τον ουσιώδη χρόνο. Με δεδομένο ότι το σχέδιο υπηρεσίας προέβλεπε για «ακεραιότητα χαρακτήρα» (§3(4)), τόσο η Γενική Διευθύντρια κατά τη σύσταση της, όσο και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), όφειλαν να προβούν σε πλήρη και δέουσα έρευνα, προς ικανοποίηση του απαιτούμενου από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντος, κάτι που δεν έπραξαν, με αποτέλεσμα να εμφιλοχωρήσει πλάνη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Αντίθετη η θέση της εφεσείουσας, όπως και ενώπιον μας αναπτύχθηκε και όπως θα διαφανεί στη συνέχεια μέσα από την εξέταση των επιμέρους λόγων έφεσης.
Αξίζει να προταχθεί, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ήδη από τις 15.10.2009 πληροφόρησε την εφεσείουσα, ότι ζήτησε τη διενέργεια ανάκρισης για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων από το ΕΜ, σε σχέση με «ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις για διορισμούς (ρουσφέτι) στο Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος». Με νέα δε επιστολή του ημερ. 4.1.2010, πληροφόρησε τόσο την Αν. Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου, όσο και την ΕΔΥ, ότι από τη μελέτη του σχετικού φακέλου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται μαρτυρία, η οποία δικαιολογεί την ποινική δίωξη του ΕΜ και ενός ακόμη ανώτερου κτηνιατρικού λειτουργού, κατά παράβαση των άρθρων 105 και 105Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154: κατάχρηση εξουσίας και επηρεασμό αρμόδιας αρχής αντιστοίχως. Στις 24.2.2010 εγκρίθηκε μετάθεση του ΕΜ από το Επαρχιακό Κτηνιατρικό Γραφείο Λάρνακας στα κεντρικά γραφεία Λευκωσίας.
Η εφεσείουσα (Δημοκρατία), επιδιώκει την ανατροπή της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου με τέσσερις λόγους έφεσης. Στο δε πολυσέλιδο περίγραμμα αγόρευσης της, αναπτύσσονται σε έκταση οι θέσεις της, τις οποίες υιοθετεί και το ΕΜ, με κύριο άξονα ότι δεν τίθεται θέμα παντελούς έλλειψης έρευνας σχετικά με το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν του «ακέραιου χαρακτήρα» του ΕΜ: κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης του ΕΜ και λήψης της επίδικης απόφασης, το ΕΜ πληρούσε όλα τα προσόντα που απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας. H μόνη δε ενέργεια που έλαβε χώρα, ήταν η έναρξη της δίωξης του, ενώ η καταδίκη του στην σχετική ποινική υπόθεση, ακολούθησε πολύ αργότερα. Υποβάλλεται ακόμη, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η ΕΔΥ όφειλε να καθυστερήσει την περάτωση της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, ή να θέσει το ΕΜ για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος σε διαθεσιμότητα. Άλλωστε, θεωρεί η εφεσείουσα, ούτε ο Νόμος ή η νομολογία επιτάσσουν την καθυστέρηση της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, σε περίπτωση δίωξης υποψηφίου, ούτε και τέθηκε ενώπιον της ΕΔΥ εκ μέρους της αρμόδιας Αρχής, τέτοια πρόταση (Καν. 22 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991-2011).
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, η ΕΔΥ τήρησε το Νόμο, o περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90,[1] άρθρα 31(δ) και 35(2) και τη συνταγματική πρόνοια του τεκμηρίου της αθωότητας, Άρθρο 12(4) του Συντάγματος. Εφόσον κατά τον χρόνο της εξέτασης, δεν είχε επέλθει η καταδίκη του ΕΜ στις ως άνω κατηγορίες, ή δεν τιμωρήθηκε το ΕΜ κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διετίας για πειθαρχικό παράπτωμα σοβαρής μορφής, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΔΥ και η Διευθύντρια έπρεπε να λάβουν υπόψη το ενδεχόμενο καταδίκης του ΕΜ στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τις αιτιάσεις του αιτητή/εφεσίβλητου 1 σχολίασε ως ακολούθως:
«.Ενώ από το 2009 και 2010 ευρίσκονταν στο φάκελο στοιχεία για ποινική δίωξη του ΕΜ, δεν φρόντισαν να ζητήσουν λεπτομέρειες ως προς το στάδιο το οποίο βρισκόταν η δίωξη ή να ερευνήσουν αν ολοκληρώθηκε και αν ναι, κατά πόσον υπήρξε καταδίκη. Αντίθετα, αγνόησαν παντελώς το στοιχείο αυτό και προχώρησαν, η μεν Διευθύντρια να συστήσει το ΕΜ, η δε ΕΔΥ να τον επιλέξει ως τον καταλληλότερο, χωρίς να στρέψουν την προσοχή τους στο απαιτούμενο προσόν του ακέραιου χαρακτήρα και στην πορεία της ποινικής δίωξης. Ως εκ τούτου και ενώ εκδικαζόταν η ποινική υπόθεση 8581/2010, η ΕΔΥ το 2011 προήξε το ΕΜ στη μόνιμη θέση Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, χωρίς να αξιολογήσει την εκκρεμούσα ποινική διαδικασία και χωρίς να διερευνήσει κατά πόσον αυτή πλησίαζε στην περάτωση.»
Καταλήγοντας ότι:
«.Από τη στιγμή που το Σχέδιο Υπηρεσίας προέβλεπε για ακεραιότητα χαρακτήρα, η Γενική Διευθύντρια και η ΕΔΥ όφειλαν τουλάχιστον να προβούν σε πλήρη και δέουσα έρευνα, προτού αποφασίσουν να προχωρήσουν. Δεν είναι δυνατό σ' αυτό το στάδιο να προβλεφθεί, ενόψει των διαφόρων επιλογών που υπήρχαν πώς θα ενεργούσε η Γενική Διευθύντρια και τι θα έπραττε τελικά η ΕΔΥ. Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει παντελής έλλειψη έρευνας κατά πόσον το ΕΜ πληρούσε το συγκεκριμένο προσόν του ακέραιου χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αντίστοιχη αρχή και να εγείρεται το ενδεχόμενο πλάνης προς την ικανοποίηση των προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας από το ΕΜ. Το δημόσιο συμφέρον είναι έντονο στο να πληρωθεί μια θέση ψηλά στην ιεραρχία από άτομο που έχει ακέραιο χαρακτήρα και η διοίκηση όφειλε προτού ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια τουλάχιστον να ερευνήσει το θέμα. Η πιθανότητα καταδίκης του ΕΜ στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ήταν ένα ενδεχόμενο το οποίο όμως ουδόλως απασχόλησε τη Διευθύντρια και την ΕΔΥ, παρά μόνο μετά την προαγωγή του ΕΜ.
Η ΕΔΥ τελικά ασχολήθηκε με το θέμα 6 μήνες μετά την προαγωγή του ΕΜ, αποστέλλοντας επιστολή ημερ. 21.3.2012 στη Γενική Διευθύντρια, ζητώντας ενημέρωση για την εξέλιξη της υπόθεσης. Κατά την κρίση μου, ο όγδοος λόγος ακυρότητας ευσταθεί.»
Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, τονίζουν ιδιαιτέρως τη φύση των αδικημάτων για τα οποία διενεργείτο διερεύνηση για ποινική δίωξη εναντίον του ΕΜ, τα οποία ενείχαν από τη φύση τους έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα και ως τέτοια συνδέονταν με το προσόν της «ακεραιότητας χαρακτήρα». Όφειλε, θεωρούν, η ΕΔΥ να στρέψει την προσοχή της προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να απαντηθεί κατά πόσο το ΕΜ πληρούσε το εν λόγω προσόν. Αντιθέτως η ΕΔΥ ουδέν έπραξε «επιδεικνύοντας ευνοϊκή προς το ΕΜ μεταχείριση η οποία καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση παράνομη.» (Σταύρος Αμβροσίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 60/2011, 2.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:C807). Παραλείποντας δε να αξιολογήσει τα ενώπιον της γεγονότα και δεδομένα ως όφειλε, εγείρεται το ενδεχόμενο πλάνης ως προς την ικανοποίηση του προσόντων.
Η Δημοκρατία υποστηρίζει, ότι όλα τα στοιχεία και οι σχετικοί φάκελοι ευρίσκονταν ενώπιον της Επιτροπής και λήφθησαν δεόντως υπόψη. Τεκμαίρεται λοιπόν κατ΄ εφαρμογήν του τεκμηρίου της κανονικότητας, ότι η διοίκηση είχε προβεί στην αναγκαία, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, έρευνα (Constantinos Savva v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 695, Μουρζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 543).
Κατά πάγια νομολογία, όταν η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία, το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να πληρωθεί από άτομο ακέραιου χαρακτήρα. Το τεκμήριο δε κατοχής συγκεκριμένου προσόντος, επί του προκειμένου «ακεραιότητα χαρακτήρα», είναι μαχητό και είναι δυνατόν να καταρριφθεί με βάση τα ισχύοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο γεγονότα, τα οποία άπτονται της συμπεριφοράς και διαγωγής ενός εκάστου των υποψηφίων.
Το Άρθρο 12 του Συντάγματος[2] και Άρθρο 6.2 της Σύμβασης[3] καθιερώνει το τεκμήριο της αθωότητας σε ποινικές υποθέσεις για κάθε άτομο κατηγορούμενο για ποινικό αδίκημα μέχρι απόδειξης της ενοχής του σύμφωνα με το Νόμο. Η αρχή εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, προ και κατά τη δίκη, συνεχίζει δε μέχρι το τέλος της έφεσης εναντίον καταδίκης.[4] Δεν είναι επιτρεπτό όμως να λαμβάνεται υπόψη σε διοικητική διαδικασία ως στοιχείο εναντίον ενός αιτητή το γεγονός ότι εκκρεμεί εναντίον του ποινική υπόθεση, ως αντίθετο προς το τεκμήριο της αθωότητας (Goulelis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 81).
Ανατρέχοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση και στα σχετικά στοιχεία του φακέλου, εμπιστευτικό απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Παραρτήματα 1 έως 6), προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι, κατά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, δεν εξετάστηκε αν το ΕΜ πληρούσε το απαιτούμενο προσόν του ακέραιου χαρακτήρα ως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας, όπως και εξετάστηκε για τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα και προϋποθέσεις. Ορθά παρατηρεί το Δικαστήριο ότι ενώ από το 2009 και 2010 ευρίσκονταν στο φάκελο στοιχεία για ποινική δίωξη του ΕΜ, η εφεσείουσα δεν φρόντισε να ζητήσει λεπτομέρειες ως προς το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η δίωξη ή να διερευνήσει κατά πόσο ολοκληρώθηκε και αν ναι κατά πόσο υπήρξε καταδίκη. Αγνόησαν παντελώς το εν λόγω στοιχείο και προχώρησε η μεν Διευθύντρια να επιλέξει το ΕΜ, η δε ΕΔΥ να τον επιλέξει ως τον καταλληλότερο. Η ΕΔΥ και η Διευθύντρια δεν αναζήτησαν ή εξέτασαν οποιοδήποτε στοιχείο, είτε από τους διοικητικούς φακέλους, είτε από τον Γενικό Εισαγγελέα, ώστε να διερευνήσουν περαιτέρω το ζήτημα για να βεβαιωθούν ή να ελέγξουν ό,τι συναρτάται με την κατοχή του εν λόγω προσόντος.
Στην Αμβροσίου (ανωτέρω) το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, εν όψει του ότι, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή, ούτε η ΕΔΥ, έστρεψαν την προσοχή τους, ως όφειλαν, στο ερώτημα κατά πόσο το εν λόγω ΕΜ πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας:
«Είναι γεγονός ότι κατά την 5.7.2004, που ήταν η ημερομηνία λήξης για την υποβολή αιτήσεων με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, ο ουσιώδης για την πλήρωση του προσόντος του ακέραιου χαρακτήρα χρόνος, δεν υπήρχαν οι καταγγελίες που οδήγησαν στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του Κ. Παπαδήμα, ούτε βέβαια η απόφαση του Εφετείου. Ούτε υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία στους διοικητικούς φακέλους, κατά τον ουσιώδη αυτό χρόνο, που να άπτονται της διαγωγής/συμπεριφοράς του, ώστε να επιβαλλόταν η εκ μέρους της διοίκησης διερεύνησης τους σε συνάρτηση με την κατοχή από τον Κ. Παπαδήμα του προαναφερόμενου προσόντος.
Κατά το χρόνο της επανεξέτασης όμως, η παρελθούσα πραγματικότητα που ίσχυε κατά το 2004 είχε μεταβληθεί με τη νέα κατάσταση που δημιούργησε ο διορισμός ερευνώντα λειτουργού, σε σχέση με γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του Κ. Παπαδήμα. Ωστόσο, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η ΕΔΥ έστρεψαν την προσοχή τους, ως όφειλαν, στο ερώτημα κατά πόσο το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα (βλ. Haris v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 147, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373). Θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, ότι υπάρχει παντελής έλλειψη πλήρους και δέουσας έρευνας για το ζήτημα και ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης.»
Παρόλο που τα γεγονότα της Αμβροσίου διαφέρουν επιμέρους με την υπό κρίση - επρόκειτο για επανεξέταση η οποία έλαβε χώρα μετά την έκδοση αθωωτικής απόφασης σε ποινική υπόθεση που αντιμετώπιζε το εν λόγω πρόσωπο και η αρμόδια Αρχή προχώρησε σε διορισμό ερευνώντος λειτουργού σε σχέση με τα γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του - εν τούτοις το ratio της τυγχάνει εφαρμογής και στην υπό κρίση περίπτωση.
Η διεξαγωγή δέουσας έρευνας ως προς το εν λόγω προσόν, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ανεξαρτήτως και χωρίς να εκφράζουμε τελική κρίση ως προς την υποχρέωση διεξαγωγής πειθαρχικής έρευνας ή διορισμού ερευνώντος λειτουργού, ουδόλως θα έπληττε ή πλήττει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το τεκμήριο αθωότητας πριν να επέλθει, όπως και επήλθε, η καταδίκη του ΕΜ. Η ΕΔΥ εσφαλμένα έκρινε ότι δεν της επιτρεπόταν να διερευνήσει ή να αιτιολογήσει με βάση τα ενώπιον της στοιχεία και δεδομένα, ή έστω να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν σε αποστασιοποίηση της από το ζήτημα.
Η εκ των υστέρων εισαγωγή αιτιολογίας μέσω της αγόρευσης: «λόγω μη παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας», δεν είναι δυνατόν να θεραπεύσει την παράλειψη. Ορθά παρατηρεί το Δικαστήριο ότι δεν ήταν δυνατόν, στο προκαταρκτικό εκείνο το στάδιο, να προβλεφθεί, εν όψει των επιλογών που υπήρχαν, πώς θα ενεργούσε η Γενική Διευθύντρια και τι θα έπραττε τελικά η ΕΔΥ αν, ως όφειλαν, διερευνούσαν κατά πόσο το ΕΜ πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.
Αντέφεση εφεσίβλητου 2 (Αιτητή στην προσφυγή αρ. 1422/11)
Με τον 1ο λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος προσβάλλει την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν εμφιλοχώρησε πλάνη στην κρίση της ΕΔΥ, εφόσον το ΕΜ ούτως ή άλλως υπερείχε σε αρχαιότητα και στη θέση αυτή. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει, θεωρεί ο εφεσίβλητος, ποια θα ήταν η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας και ποια η τελική επιλογή της ΕΔΥ, εάν λάμβαναν υπόψη ως όφειλαν και ως γνώριζαν, την πραγματική αρχαιότητα του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το σχετικό λόγο ακυρότητας κατέληξε στα ακόλουθα:
«Ορθά ο ισχυρισμός συναντά την αντίδραση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση. Επισημαίνει ότι η επικαλούμενη αρχαιότητα του αιτητή δεν διαφοροποιεί την αρχαιότητα του ΕΜ. Αυτό διότι σχετίζεται με τη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού (Κλίμακα Α13+2) ενώ το ΕΜ πριν την επίδικη θέση κατείχε θέση ανώτερη αυτής, δηλαδή του Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού (Κλ. Α14+2) με αποτέλεσμα, στη βάση του άρθρου 49(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε, το ΕΜ υπερέχει σε αρχαιότητα από κάθε άποψη έναντι του αιτητή. Περαιτέρω, στη βάση των νέων δεδομένων της αρχαιότητας του αιτητή, η ημερομηνία κατοχής της θέσης Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού ήταν πλέον η 15.5.2009 αντί η ληφθείσα υπόψη από την ΕΔΥ 15.2.2010. Η πλάνη της ΕΔΥ, σε αυτή την έκταση, θεωρώ πως δεν είναι ουσιώδης εφόσον το ΕΜ ούτως ή άλλως υπερείχε σε αρχαιότητα και στη θέση αυτή έχοντας προαχθεί στις 15.6.2007. Ενόψει της εν γένει υπεροχής του ΕΜ, ο ισχυρισμός του αιτητή απορρίπτεται.»
Η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη ως ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία (Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 2 Α.Α.Δ. 391, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649). Το κριτήριο της αρχαιότητας ουδέποτε έπαυσε να έχει τη δική του αυτοτέλεια και σημασία, ιδιαιτέρως όταν υπάρχει μεγάλη διαφορά (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 416).
Στην υπό κρίση περίπτωση η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο στάθμισε όλα τα ενώπιον του δεδομένα και στοιχεία είναι ορθή. Η αρχαιότητα ήταν μηδαμινή, 15.5.2009 αντί 15.2.2009. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η πλάνη της ΕΔΥ σε αυτή την έκταση δεν είναι ουσιώδης θέτει τέρμα στην όλη συζήτηση.
Με το 2ο και 3ο λόγο αντέφεσης πλήττεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει αντιφατικότητα στην απόφαση της ΕΔΥ, ως προς το ποιο από τα δύο πρόσθετα προσόντα του ΕΜ, πληροί το σχέδιο υπηρεσίας (§3(2)) και ότι η έρευνα που διεξήχθη ήταν επαρκής, δεν συνέτρεχε επομένως ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση.
Ορθά, θεωρούμε, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι νόμιμα η εφεσείουσα έλαβε υπόψη της τα διπλώματα του ΕΜ, τα οποία κατείχε κατά το στάδιο του καταρτισμού του καταλόγου προσοντούχων για την επίδικη θέση: οι τίτλοι του ΕΜ είχαν αναγνωριστεί από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου και καταχωρηθεί στο σχετικό Μητρώο. Άλλωστε, οι αιτιάσεις περί παράνομης απόφασης του Συμβουλίου, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν και να κριθούν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, όπως ορθά έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο: κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτο παρεμπίπτοντα έλεγχο (xxx Γρουτίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1511/2010, ημερ. 27.9.2012).
Με υπόβαθρο τα ως άνω γεγονότα που ήσαν υπόψη της ΕΔΥ, η έρευνα, στην οποία προέβη αναφορικά με το εν λόγω προσόν του ΕΜ, το οποίο θεωρήθηκε ως «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους», θεωρείται επαρκής. Δεν συνέτρεχε λόγος ή ανάγκη που επέβαλλε την περαιτέρω διερεύνηση ή απαίτηση προσκόμισης πιστοποιητικού αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ. Το ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο όργανο για να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, 106), δεν αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της ΕΕΥ για διερεύνηση προσόντων (Μικελλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769 και Κρίνος Ξενοφώντος κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 73/11, 74/11 και 75/11, 26.10.2017).
Ο εφεσίβλητος αιτητής με τον 4ο λόγο αντέφεσης, πρόβαλε τη θέση πως έπασχε η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας ως αναιτιολόγητη και ότι η ανάμειξη της κατά την προφορική εξέταση μόλυνε τη διοικητική κρίση, περαιτέρω δε ότι συγκρούετο η σύσταση με τα στοιχεία του φακέλου.
Εν όψει της απόρριψης της Έφεσης Αρ. 88/2013 και επικύρωσης ως ορθής της κατάληξης του Δικαστηρίου περί έλλειψης δέουσας έρευνας, με ενδεχόμενο να εμφιλοχώρησε ουσιώδης πλάνη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, παρέλκει η εξέταση του ανωτέρω λόγου έφεσης.
Με τον 5ο λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος υποβάλλει, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως νόμιμη την κρίση που αποκόμισε η εφεσείουσα από την προφορική συνέντευξη που διεξήχθη, ειδικότερα ότι δεν περιορίστηκε σε ερωτήσεις που είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά χρησιμοποίησε εξωγενή κριτήρια ετήσιας αξιολόγησης (π.χ. υψηλός βαθμός ικανότητας για οργάνωση και διοίκηση).
Η προφορική εξέταση προβλέπεται ως ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης, άρθρο 34(8), στοχεύει δε στην εξαγωγή και καταγραφή της γενικής εντύπωσης που αποκομίστηκε για κάθε υποψήφιο. Σκοπός της, η διαμόρφωση μέσω ερωτήσεων, μιας αντικειμενικής κρίσης ως προς την καταλληλότητα εκάστου υποψηφίου για τη συγκεκριμένη θέση (Παντζιαρή-Ελισσαίου ν. Ε. Παντελή, Α.Ε. Αρ. 65/2010, ημερ. 11.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:C475).
Υπό τις περιστάσεις, δεν είχε τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο να το οδηγήσει στην κρίση ότι η προφορική εξέταση έπασχε και ορθά υπό τις περιστάσεις το Δικαστήριο κατέληξε ότι «.Οι εντυπώσεις οι οποίες αναφέρονται σε γνώσεις, ιδιότητες και ικανότητες, ήταν συναρτημένες προς τη συγκριτική καταλληλότητα των υποψηφίων και η προφορική εξέταση ήταν συνεπώς νόμιμο στοιχείο κρίσης.»
Τέλος, με τον 6ο λόγο αντέφεσης, ο εφεσίβλητος υποβάλλει, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την επίδικη απόφαση αιτιολογημένη και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, απορρίπτοντας τις αιτιάσεις του εφεσίβλητου ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη. Η τελευταία πρόταση υποστηρίχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση της ίσης αξίας, αντεφεσείοντος και ΕΜ, τα τελευταία 10 χρόνια. Οπότε, θεωρεί ο εφεσίβλητος, ακόμη και εάν νόμιμα κρίθηκε το ΕΜ ως προσοντούχος, δεν υπερέχει του ιδίου ως προς τα προσόντα και την αξία:
«Με εξαίρεση τα όσα έχω αναφέρει σε σχέση με το λόγο ακυρότητας 4, θεωρώ πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Και οι δύο υποψήφιοι είχαν εξαίρετες αξιολογήσεις, το ΕΜ υπερέχει σε αρχαιότητα και προσόντα έναντι του αιτητή, και το ΕΜ έχει τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας και υπερέχει στην απόδοση στην προφορική συνέντευξη εφόσον έχει αξιολογηθεί ως Εξαίρετος ενώ ο αιτητής ως Πολύ Καλός. Με αυτά τα δεδομένα, προκύπτει πως δεν δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στη διαφορά της προφορικής εξέτασης, ως είναι ο ισχυρισμός του αιτητή, καθότι δεν ήταν το αποκλειστικό σημείο υπεροχής του ΕΜ.»
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία και επικυρώθηκε στην Α.Ε. Αρ. 88/13, τερματίζει κάθε συζήτηση. Αφής στιγμή η απόφαση της ΕΔΥ ακυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω του ενδεχόμενου να εμφιλοχώρησε πλάνη και λόγω παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας με αποτέλεσμα η αιτιολογία της να πάσχει, αχρείαστα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε εξέταση των αιτιάσεων του αντεφεσείοντος - αιτητή.
Οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Α.Ε. Αρ. 103/2013
Τα γεγονότα της υπό κρίση έφεσης είναι ταυτόσημα με τα ισχύοντα στην Α.Ε. Αρ. 88/13, οπότε και τα υιοθετούμε.
Ο εφεσείων επικαλείται επτά λόγους έφεσης για να επιτύχει ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Εν όψει του ότι ο 1ος, 3ος και 6ος λόγος έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, για την κατοχή από το ΕΜ του απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντος «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός έτους, σε θέματα της κτηνιατρικής επιστήμης» (§3(2)), νόμιμης σύστασης της Γενικής Διευθύντριας, αξιολόγησης της απόδοσης στην προφορική συνέντευξη, αντιστοίχως, οι οποίοι και απαντήθηκαν με τους λόγους αντέφεσης 2, 3, 4 και 5 της έφεσης ΑΕ Αρ. 88/13, δεν έχουμε παρά να υιοθετήσουμε προς αποφυγή επαναλήψεως τα όσα ανωτέρω αναπτύξαμε, απορρίπτοντας τους ως αστήρικτους.
Με το 2ο και 4ο λόγο έφεσης ο εφεσείων αμφισβητεί την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το ΕΜ κατέχει το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν: «πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας» (§3(5) του σχεδίου υπηρεσίας) και ότι δεν συνέτρεχε ανάγκη διερεύνησης της συνδρομής του. Ότι η ΕΔΥ δεν προέβη σε σύγκριση των εν γένει ακαδημαϊκών προσόντων αιτητή και ΕΜ, ή ότι η σύγκριση ήταν ελλιπής: δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο πτυχίο της Νομικής που κατέχει ο εφεσείων. Ορθά θεωρούμε και επί τούτου το Δικαστήριο έκρινε το ζήτημα. Τόσο ο εφεσείων, όσο και το ΕΜ, είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος.[5] Το πρόσθετο προσόν του εφεσείοντος, πτυχίο Νομικής, συναφές με τα καθήκοντα της θέσης λήφθηκε υπόψη.
Τα όσα υποστηρίζονται από τον εφεσείοντα έρχονται σε αντίθεση με τη νομολογία. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει το συναφή λόγο ακυρότητας:
«Ορθά κατά τη γνώμη μου, οι καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν πως η κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής πράγματι τεκμαίρεται ενόψει κατοχής προηγούμενων θέσεων οι οποίες το απαιτούν. Με τις θέσεις του ο αιτητής ουσιαστικά ανεπιτρέπτως επιχειρεί την αναψηλάφηση της τότε προαγωγής του προαχθέντος όσο και αν ο ίδιος ισχυρίζεται πως δεν επιχειρεί αυτό (βλ. Ανδρέας Κούλη ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1038/2000, ημερ. 22.1.2002 και Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 410). Στην ύπαρξη τεκμηρίου κατοχής προσόντος ενόψει αναγνώρισης κατοχής σε προηγούμενες θέσεις, δεν χωρεί ζήτημα περαιτέρω έρευνας με τη μορφή διαπίστωσης πλήρωσης ή όχι προσόντων στη βάση της σχετικής εγκυκλίου της ΕΔΥ, γι' αυτό και, κάτω από αυτά τα δεδομένα, η πιο πάνω θέση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.»
[.]
«Ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή πως δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο πτυχίο του της Νομικής, παρατηρείται πως η ΕΔΥ το έκρινε ως συναφές με τα καθήκοντα της διευθυντικής αυτής θέσης και το έλαβε υπόψη, όχι όμως ως αποδίδον την απαιτούμενη υπεροχή ώστε ο αιτητής να επιλεγεί αντί του ΕΜ. Το μέτρο αξιολόγησης μη απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων έχει οριστεί από τη νομολογία (βλ. Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374) στο μέτρο αυτό κινήθηκε η ΕΔΥ και δεν εντοπίζεται παρανομία.»
Η νομολογία επί τούτου είναι σαφέστατη. Κατοχή από τους υποψήφιους επιπρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, τα οποία δεν θεωρούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν, είναι στοιχείο στο οποίο δεν πρέπει να αποδίδεται μεγάλη βαρύτητα. Αφ΄ εαυτών τα εν λόγω προσόντα δεν αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή (Larkos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 513, Papadopoulos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 1070 και Spanos v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1826).
Όπου τα πρόσθετα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα λαμβάνονται υπόψη το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 A.A.Δ. 374). Εναπόκειται στην αρμόδια Αρχή να τα αξιολογήσει και να τους αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα. Ομοίως δεν επεμβαίνει αφής στιγμής η αρμόδια Αρχή κινήθηκε εντός των ευλόγων επιτρεπτών ορίων (Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Α.Ε. Αρ. 113/11, ημερ. 22.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:C93.
Ο 2ος και 4ος λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Ο ισχυρισμός του αιτητή, ότι η εφεσείουσα πεπλανημένα και μεροληπτικά καθοδηγήθηκε από τη νομολογία και στο θέμα της πείρας στο οποίο υπερείχε ο αιτητής έναντι του ΕΜ, δεν υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Το θεωρώ εύλογο η διοίκηση να ενισχύει την απόφασή της με νομολογία και βεβαίως η επιλογή της νομολογίας αναμένεται να γίνεται στη βάση αυτής της απόφασης. Εξάλλου, δεν προκαθορίζεται ορισμένη βαρύτητα οποιουδήποτε στοιχείου κρίσης. Η βαρύτητα αυτή συναρτάται προς τους ιδιαίτερους συσχετισμούς που η κάθε περίπτωση δικαιολογεί (Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 275) και εν προκειμένω ένα από τα κριτήρια υπεροχής του ΕΜ στο οποίο η ΕΔΥ, ευλόγως υπό τις περιστάσεις, απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα ήταν η απόδοση στις συνεντεύξεις για την οποία και παραθέτει σχετική νομολογία. Συνεπώς ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί.»
Δεν έχουν καταδειχθεί ή προωθηθεί ενώπιον μας υποστηρικτικοί λόγοι που να ανατρέπουν την, κατά τα άλλα, ορθή αντίκριση του ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την οποία συμφωνούμε. Ο συναφής λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι επιλέχθηκε υπό τις περιστάσεις ο καταλληλότερος υποψήφιος και ότι ο εφεσίβλητος δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ΕΜ, προσβάλλεται με τον 7ο λόγο έφεσης. Κατά τον εφεσείοντα η ΕΔΥ παραγνώρισε την έκδηλη υπεροχή του στην αξία, προσόντα και πείρα, εκτενέστερη εκείνης του ΕΜ κατά 3 έτη.
Ορθά και επί του προκειμένου το Δικαστήριο απέρριψε ως αστοιχείωτους τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Ο αιτητής καταγράφει στη γραπτή του αγόρευση τη διάρκεια εξασφάλισης των προσόντων του ως ακολούθως:-
Αιτητής - πτυχίο Κτηνιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1975-1981), Διδακτορικό - Doctor of Philosophy, Royal Veterinary College, University of London (1985-1988), πτυχίο Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών (1974-1979).
Το ΕΜ από την άλλη, διορίστηκε στη θέση Κτηνιατρικού Λειτουργού το 1984.
Δεν βλέπω πώς ο αιτητής θεωρεί εκτενέστερη την πείρα του, όταν τα εισηγούμενα τρία χρόνια διαφοράς στην εν γένει κτηνιατρική τους πείρα δεν αποδεικνύονται από τα όσα ο ίδιος καταγράφει, εφόσον προφανώς η πείρα του από το 1981, διακόπηκε το 1985 και για τρία χρόνια μέχρι την εξασφάλιση του διδακτορικού του τίτλου. Είμαι της άποψης ότι ο ισχυρισμός περί υπεροχής του αιτητή σε πείρα έναντι του ΕΜ δεν στοιχειοθετείται.
Ενόψει των πιο πάνω, έχω τη γνώμη ότι δεν έχει αποδειχθεί υπεροχή του αιτητή έναντι του ΕΜ, πόσο μάλλον έκδηλη, ώστε να ανατραπεί η προσβαλλόμενη απόφαση γι' αυτό το λόγο. Όμως η απόφαση θα πρέπει να ανατραπεί ενόψει της κατάληξης μου αναφορικά με τον όγδοο λόγο ακυρότητας.»
Το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων που άπτεται της καταλληλότητας τους για διορισμό ή προαγωγή, δεν κατέδειξε έκδηλη υπεροχή του εφεσείοντος, σε βαθμό που παραγνώριση της, να στοιχειοθετεί κατάχρηση εξουσίας (Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, Χρίστου ν. Συμβ. Υδατοπρ. Λάρνακος (1998) 3 A.A.Δ. 604, 606-607).
Ο 7ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Εν όψει της αποτυχίας όλων των υποθέσεων: εφέσεις 88/13 και 103/13, και αντέφεση, απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/φκ
[1]31. Καvέvας δε διoρίζεται στη δημόσια υπηρεσία, εκτός αv-
(δ) δεv καταδικάστηκε για αδίκημα σoβαρής μoρφής πoυ εvέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα·
35(2) Καvέvας δημόσιoς υπάλληλoς δεv πρoάγεται σε άλλη θέση, εκτός αv-
(α) Υπάρχει κεvή τέτoια θέση:
Νoείται ότι σε περίπτωση συvδυασμέvωv θέσεωv, μπoρεί vα γίvει πρoαγωγή από τηv κατώτερη στηv αvώτερη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης αvεξάρτητα από τo αv υπάρχει ή όχι κεvή θέση στηv αvώτερη θέση ή τάξη και σύμφωvα με τρόπo πoυ θα καθoριστεί:
Νoείται περαιτέρω ότι μια θέση Πρoαγωγής μπoρεί vα πληρωθεί πριv αυτή κεvωθεί, όταv o κάτoχoς της βρίσκεται με άδεια αφυπηρέτησης
(β) κατέχει τα πρoσόvτα πoυ πρoβλέπovται στo σχέδιo υπηρεσίας για τη θέση κατά τo χρόvo κατά τov oπoίo λήφθηκε από τηv Επιτρoπή η πρόταση για τηv πλήρωση της θέσης και κατά τo χρόvo πoυ λαμβάvεται η απόφαση
(γ) δεv τιμωρήθηκε κατά τη διάρκεια της πρoηγoύμεvης διετίας για πειθαρχικό παράπτωμα σoβαρής μoρφής:
Νοείται ότι κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν προάγεται σε θέση που συνεπάγεται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και στη διαφύλαξη των γενικών συμφερόντων του κράτους, εκτός αν είναι πολίτης της Δημοκρατίας.
[2] «Ο κατηγορούμενος δι΄ αδίκημα τι θεωρείται αθώος, μέχρις ου αποδειχθή ένοχος συμφώνως προς τον νόμον.»
[3] Andreas G. Hadji Savva, alias, Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13, Adamos Charitonos and others v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 40.
[4] Nolkenbockhoff v. Germany, judgment of 25 August 1987 Series A no. 123 §§35, 36, 40, 50 and 51.
[5] (PhD), Doctor of Philosophy του Royal Veterinary College του University of London (1985-1988), Diploma de Doctor (Veterinary Medicine) από το Κρατικό Ίδρυμα της Ρουμανίας, αντίστοιχα.