ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια ΄Αντης Μ. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα. Ζωή Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-07-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 16/2013, 18/7/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:C325

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 16/2013)

 

18 Ιουλίου, 2019

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

XXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

_________________________

 

΄Αντης Μ. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

Ζωή Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιο Κ. Ευσταθίου, για τα  Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα 2 - XXX Λαζάρου και 3 - XXX Μιτσίδου.

_________________________

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, (η Ε.Δ.Υ.), στις 23.11.2010, αποφάσισε την προαγωγή των xxx Αγιομαμίτη, xxx Λαζάρου, και xxx Μιτσίδου, (τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα), στη μόνιμη θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, Τελωνεία, (η θέση).  Η προαγωγή τους θα ίσχυε από 1.1.2011.  Υποψήφια για τη θέση ήταν και η εφεσείουσα xxx Δημητρίου, η οποία, όμως, δεν έτυχε προαγωγής.  Μη ικανοποιηθείσα, καταχώρισε την προσφυγή αρ. 333/2011, η οποία απορρίφθηκε.  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απορριπτικής απόφασης στην εν λόγω προσφυγή.

 

Οι υπό πλήρωση θέσεις ήταν θέσεις προαγωγής.  Ως εκ τούτου, η πλήρωσή τους καθοριζόταν από το άρθρο 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/1990), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»).  Κατά την κρίσιμη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., στις 23.11.2010, κλήθηκε και παρέστη ο Διευθυντής Τελωνείων, (ο Διευθυντής), ο οποίος, αφού σύστησε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ως τα πλέον κατάλληλα για προαγωγή, αποχώρησε.  Η σύστασή του αφορούσε στο ότι αυτά υπερείχαν σε αρχαιότητα έναντι όλων των μη συστηνομένων υποψηφίων και δεν υστερούσαν τούτων σε αξία στις υπηρεσιακές εκθέσεις.  Ειδικά, ως προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο xxx Μιτσίδου, ο Διευθυντής δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι αυτή ήταν εγγεγραμμένη δικηγόρος, προσόν που θεώρησε άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αποδίδοντάς του την ανάλογη βαρύτητα, ως μη αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.  Σε ό,τι αφορούσε την εφεσείουσα, παρατήρησε ότι και αυτή διέθετε επιπρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, (μεταπτυχιακό), το οποίο, όμως, επίσης, δε συνιστούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.  Ως εκ τούτου, απέδωσε και σε τούτο την ανάλογη βαρύτητα.

 

Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη τα τρία καθιερωμένα κριτήρια προαγωγής, (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), όπως αυτά προέκυπταν από τους προσωπικούς φακέλους και τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, τα συνεκτίμησε και τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.  ΄Ελαβε, επίσης, υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή.  ΄Εκρινε δε ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπερείχαν των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στη θέση.  Σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό, βάσισε την επιλογή της στα ίδια στοιχεία, στα οποία βάσισε τη σύστασή του και ο Διευθυντής, στο ότι, δηλαδή, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπερείχαν σε αρχαιότητα και δεν υστερούσαν σε αξία έναντι των υπολοίπων υποψηφίων.  Επιπρόσθετα, διέθεταν τη σύσταση του Διευθυντή.  Αναφορικά με τα προσόντα, η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να σημειώσει και η ίδια την κατοχή, από την εφεσείουσα, μεταπτυχιακού διπλώματος και την εγγραφή του ενδιαφερομένου προσώπου xxx Μιτσίδου, ως δικηγόρου, προσόντα, όπως ανέφερε, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.  Παρατήρησε, όμως, ότι αυτά δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.   Τους απέδωσε, έτσι, την ανάλογη βαρύτητα.

 

Δεδομένης, λοιπόν, της αδιαμφισβήτητης ισοδυναμίας της εφεσείουσας και των ενδιαφερομένων προσώπων σε βαθμολογημένη αξία, προβλήθηκε, πρωτόδικα, ισχυρισμός, ως κύριο ζήτημα, ο οποίος απορρίφθηκε, ότι η σύσταση του Διευθυντή, όπως και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., κατά τη λήψη της οποίας αυτή υιοθετήθηκε, συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων και είναι πεπλανημένες.  Αποδόθηκε όχι μόνο οριακή βαρύτητα στο μεταπτυχιακό προσόν της εφεσείουσας αλλά και υπέρμετρη σημασία στην αρχαιότητα των ενδιαφερομένων προσώπων σε θέση προ-προηγούμενη της υπό αναφορά.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε με λεπτομέρεια τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης, κατέληξε ως ακολούθως:-

 

«Η όλη εικόνα λοιπόν δείχνει ότι ο Διευθυντής και η ΕΔΥ εβασίσθησαν σε μια αρχαιότητα που ήταν πέραν της οριακής σημασίας, την οποία και συστάθμισαν με μια υπεροχή της Αιτήτριας σε πρόσθετα προσόντα (και τούτο μόνο ως προς τα ΕΜ Λαζάρου και Αγιομαμίτη, αφού και το ΕΜ Μιτσίδου διέθετε πρόσθετο προσόν όπως και η Αιτήτρια  ώστε να ήταν ουσιαστικά ισοδύναμη με την Αιτήτρια σε πρόσθετα προσόντα) τα οποία δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα.  Υπό αυτές τις συνθήκες, ούτε η σύσταση του Διευθυντή ήταν πεπλανημένη ούτε η επιλογή της ΕΔΥ ήταν μη ευλόγως επιτρεπτή ως εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της.  Αυτό που ουσιαστικά εισηγείται η Αιτήτρια ήταν ότι ο Διευθυντής και η ΕΔΥ όφειλαν να προτιμήσουν (και πάλι τούτο μπορούσε να αφορά μόνο τα ΕΜ Λαζάρου και Αγιομαμίτη) το δικό της πρόσθετο προσόν αντί την αρχαιότητα των ΕΜ.  Τούτο όμως θα συνιστούσε υποκατάσταση της κρίσης του Δικαστηρίου, ως προς τη βαρύτητα εκάστου στοιχείου, για εκείνη της ΕΔΥ η οποία και έχει την αποκλειστική διακριτική ευχέρεια επιλογής. Η επέμβαση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνεται τόσο εξειδικευμένα και λεπτομερειακά, προκειμένου περί αυστηρώς ακυρωτικού ελέγχου.»

 

 

 

Η εφεσείουσα, με τους λόγους έφεσης 1 και 2, ουσιαστικά, αμφισβητεί την ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος στην πρωτόδικη απόφαση, υποβάλλοντας ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι η σύσταση του Διευθυντή, καθώς και η τελική επιλογή της Ε.Δ.Υ. δεν ήταν πεπλανημένες, αλλά ήταν εύλογα επιτρεπτές και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή, επισημαίνει, περί σημαντικής υπεροχής των ενδιαφερομένων προσώπων σε αρχαιότητα έναντί της, δηλαδή κατά οκτώ έτη, είναι λανθασμένη, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων, το προβάδισμα αρχαιότητάς τους, πέραν του ότι αφορούσε σε θέση προ-προηγούμενη της υπό αναφορά, οφειλόταν στην κατοχή, από μέρους τους, θέσης με ψηλότερη μισθολογική κλίμακα.  Αυτά, από 15.1.1999, κατείχαν τη θέση του Εξεταστή Τελωνείων, 1ης Τάξης, (Κλίμακες Α8-Α9), ενώ η ίδια εξακολουθούσε να κατέχει τη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού, 2ης Τάξης, (Κλίμακα Α7), στην οποία είχε διοριστεί την 1.4.1992.  Τέτοια απομακρυσμένη αρχαιότητα, υπογραμμίζει, που συνίστατο, απλά, στην κατοχή θέσης ανώτερης μισθολογικά της υπό αναφορά, έχει,  επανειλημμένα, νομολογηθεί ως ασήμαντη και μικρής σημασίας.  Συνεπώς, πεπλανημένα ο Διευθυντής και η Ε.Δ.Υ. την έλαβαν υπόψη, αποδίδοντάς της, μάλιστα, αποφασιστική σημασία.  Επικαλέστηκε, συναφώς, τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56 και Χόπλαρος ν. Μακρή κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 513.

 

Πρόσθετα προς τα πιο πάνω, η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι ο Διευθυντής και η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκαν και ως προς τη σημασία που αυτοί απέδωσαν στο μεταπτυχιακό προσόν της.  Συγκεκριμένα, ενώ το έκριναν ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, του απέδωσαν περιορισμένη βαρύτητα, παραγκωνίζοντας, ουσιαστικά, την κατοχή του, προς όφελος της απομακρυσμένης αρχαιότητας των ενδιαφερομένων προσώπων.  Υπέβαλε δε, συναφώς, ότι πρόσθετο προσόν, μη απαιτούμενο, όταν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, έχει βαρύτητα μεγαλύτερη της οριακής, όπως και ότι η αρχαιότητα, από μόνη της, δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα, λαμβάνεται δε υπόψη μόνον όταν τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα, (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756).  Στην προκείμενη περίπτωση, επισημαίνει, η  ίδια υπερέχει των ενδιαφερομένων προσώπων σε προσόντα.  Συνεπώς, καταλήγει, η εξουδετέρωση της εν λόγω υπεροχής της, σε συνδυασμό με την υπέρμετρη σημασία που αποδόθηκε στην απομακρυσμένη αρχαιότητα των ενδιαφερομένων προσώπων, καθιστούν τη σύσταση του Διευθυντή πεπλανημένη και άκυρη, όπως, επίσης, και την απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, κατά τη λήψη της, στηρίχθηκε σε αυτήν.

 

Ο τρόπος αξιολόγησης και στάθμισης προσόντων, μη απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας μιας θέσης αλλά σχετικών με τα καθήκοντά της, έχει, επανειλημμένα, κριθεί από τη νομολογία.  Συγκεκριμένα, στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ 374, υποδείχθηκε, συναφώς,  ότι τέτοια προσόντα αξιολογούνται και σταθμίζονται κατά περίπτωση, δηλαδή σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης.  Επισημάνθηκε δε από την Ολομέλεια ότι, κατά την αξιολόγησή τους, πρέπει να τους δίδεται βαρύτητα.  Αυτή, όμως, να μην είναι υπερβολική, σε βαθμό που να καταλήγει σε έκδηλη υπεροχή, ούτε να είναι εντελώς οριακή, ως εάν τα προσόντα αυτά να μην είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, (βλ. σελίδα 395).

 

Στην παρούσα περίπτωση, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι ο Διευθυντής, προτού προβεί στη σύστασή του, έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν του στοιχεία των υποψηφίων αναφορικά με τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής, αξία, προσόντα και αρχαιότητα, και, ιδιαιτέρως, ότι, στην αξία, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν υστερούσαν έναντι όλων των άλλων υποψηφίων που δε συστήθηκαν.  Επίσης, έλαβε υπόψη ότι υπήρχε πλήρης ισοβαθμία στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών μεταξύ της εφεσείουσας και των ενδιαφερομένων προσώπων. Αναφορικά δε με τα προσόντα, δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι η εφεσείουσα είναι κάτοχος μεταπτυχιακού προσόντος, σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, μη προβλεπομένου, όμως, ως πλεονέκτημα, και, ως εκ τούτου, του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.

 

Σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα, ο Διευθυντής σημείωσε ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπερείχαν έναντι όλων των άλλων υποψηφίων.  Η κρίση του αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων, καθώς μελέτη αυτών καταδεικνύει ότι εφεσείουσα και ενδιαφερόμενα πρόσωπα προήχθησαν στην προηγούμενη θέση της υπό αναφορά την ίδια ημερομηνία, 1.11.2001. Παρατηρείται, όμως, ένα προβάδισμα των ενδιαφερομένων προσώπων σε αρχαιότητα, όχι μόνο στη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού, 2ης Τάξης, την οποία αυτά κατείχαν από 1.12.1990, ενώ η εφεσείουσα κατείχε αυτήν από 1.4.1992, αλλά και στη θέση του Εξεταστή Τελωνείων, 1ης Τάξης, την οποία τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατείχαν από 15.1.1999.  Η εφεσείουσα ουδέποτε κατείχε τη θέση αυτή.  Συνεπώς, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εμφάνιζαν μια αρχαιότητα της τάξεως των οκτώ ετών, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε πέραν της οριακής· αρχαιότητα απομακρυσμένη μεν, υπολογίσιμη δε και αποδεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 49(2)[1] του Νόμου.

 

Υπό το φως, λοιπόν, όλων των ανωτέρω, δε διαπιστώνεται οποιαδήποτε σύγκρουση της σύστασης του Διευθυντή με τα στοιχεία των φακέλων ή πλάνη ως προς την αρχαιότητα των ενδιαφερομένων προσώπων και το μεταπτυχιακό προσόν της εφεσείουσας, στο οποίο, όπως ο ίδιος ανέφερε, αποδόθηκε «η ανάλογη βαρύτητα».  Η φράση αυτή αποδίδει νομίμως την εκτίμηση του Διευθυντή και, μάλιστα, κατά τρόπο που δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της λογικής αποτίμησης των προσόντων των υποψηφίων.  ΄Οπως υπογραμμίστηκε, σχετικά, στην υπόθεση Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, στη σελίδα 647:-

 

«. 'δέουσα βαρύτητα' ή 'ανάλογη βαρύτητα', είναι φράσεις που χρησιμοποιούνται από το διοικητικό όργανο και αποδίδουν την εκτίμηση του διοικητικού οργάνου σε ό,τι αφορά τη σημασία του πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος.  Τέτοια φράση είχε, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιηθεί και στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά.[2] ...»

 

 

 

Στη συνέχεια, στην ίδια απόφαση, στη σελίδα 648, τονίστηκε, αναφορικά με το ίδιο υπό συζήτηση θέμα, ότι:-

 

«. το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του.  Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.  Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων.  ΄Οπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία.  Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.»

 

 

 

Επίσης, στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, τονίστηκε, συναφώς, στη σελίδα 338, ότι:-

 

«Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια.  Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου (Βλ. Christou and others v. Republic, 4 R.S.C.C. 1 και Χ"Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755)

 

 

 

Η πιο πάνω αρχή ουδόλως έχει αμφισβητηθεί και, ακριβώς, η παρούσα περίπτωση αποτελεί καλό παράδειγμα, όπου αυτή τυγχάνει εφαρμογής. 

 

Τέλος, η εφεσείουσα, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, προβάλλει πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το μεταπτυχιακό προσόν της ως ισοδύναμο με την εγγραφή ως δικηγόρου του ενδιαφερομένου προσώπου xxx Μιτσίδου.  Επίσης, υποστηρίζει, στα πλαίσια του ίδιου ισχυρισμού, πως εσφαλμένα και πάλι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν εξέτασε το λόγο ακύρωσης που αυτή πρόβαλε στην προσφυγή της ότι Διευθυντής και Ε.Δ.Υ. δεν αξιολόγησαν το μεταπτυχιακό προσόν της ούτε έδωσαν σε αυτό συγκεκριμένη βαρύτητα.  Οι πιο πάνω αιτιάσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.  Τα όσα δε αναφέρθηκαν στα πλαίσια εξέτασης των προηγούμενων λόγων έφεσης απαντούν και τους εν λόγω ισχυρισμούς.

 

Για όλους, λοιπόν, τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00.

 

 

 

 

 

 

                                                     Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

 

 

                                                     Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

                                                     Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

                                                     Τ. Ψαρα-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

 

/ΣΦ, ΜΠ



[1]     «49. - (2)  Σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού, προαγωγής ή απόσπασης στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων.»

 

 

[2] (2001) 3 Α.Α.Δ 374


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο