ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C115
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 60/2012)
29 Μαρτίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η Αίτηση,
ν.
xxxx ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσίβλητου-Αιτητή.
_________________________
Ευγενία Παπαγεωργίου Καρακάννα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.
Δέσποινα Οικονομίδου, για Νέστορα Νικηφόρου, για τον Εφεσίβλητο.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 25.1.2007, αγόρασε από τον Κυπριακό Οργανισμό Αναπτύξεως Γης, (ο Οργανισμός), καινούργια κατοικία επί του τεμαχίου xxxx στο Κίτι. Στις 17.8.2010, υπέβαλε αίτηση για να του δοθεί η ειδική χορηγία που προβλέπεται από τον περί Ειδικής Χορηγίας (Αγορά ή Ανέγερση Κατοικίας) Νόμο του 2006, (Ν. 91(Ι)/2006), (ο «Νόμος»), η οποία παραλήφθηκε από την αρμόδια Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων του Υπουργείου Οικονομικών, (η Υπηρεσία), στις 24.8.2010. Αφού εξετάστηκε, απορρίφθηκε και ειδοποιήθηκε, σχετικά, ο εφεσίβλητος, με επιστολή ημερομηνίας 7.9.2010, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι:-
«α) Σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ειδικής Χορηγίας (Ανέγερση ή Αγορά Κατοικίας) Νόμου, η ειδική χορηγία παραχωρείται για κτήρια για τα οποία έχει κατατεθεί στην 'αρμόδια αρχή' δεόντως συμπληρωμένη αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας (ή άδειας οικοδομής όπου δεν απαιτείται η εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας) μετά την 1η Μαΐου 2004.
β) Με βάση τα στοιχεία που έχετε δηλώσει στην αίτησή σας καθώς και τα συνημμένα σ' αυτήν δικαιολογητικά έγγραφα, η πιο πάνω πρόνοια[1] του Νόμου δεν πληρείται καθώς η αίτηση για την εξασφάλιση της υπ' αριθμό xxxx πολεοδομικής άδειας υποβλήθηκε στην αρμόδια αρχή πριν την 1η Μαΐου 2004 και συγκεκριμένα στις 30.04.2004.»
Ο εφεσίβλητος επανήλθε με επιστολή του ημερομηνίας 16.12.2010, ζητώντας επανεξέταση της αίτησής του. Η Υπηρεσία, με σχετικές επιστολές της, με ημερομηνίες 22.2.2011 και 15.3.2011, τον πληροφόρησε ότι, για να επανεξεταστεί το αίτημά του, επιβαλλόταν η προσκόμιση, από μέρους του, πρόσθετων στοιχείων, τα οποία να το υποστηρίζουν. Αυτός ανταποκρίθηκε με επιστολή ημερομηνίας 24.3.2011, με την οποία επεσήμανε την παροχή, κατά παράβαση της πιο πάνω πρόνοιας του Νόμου, της χορηγίας σε άλλο πρόσωπο, το οποίο κατονόμασε, (το τρίτο πρόσωπο), ζητώντας να ενημερωθεί για το λόγο της διάκρισης αυτής. Η Υπηρεσία εξέτασε την περίπτωση και τον ενημέρωσε, σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 4.4.2011, στην οποία καταγράφονταν τα εξής:-
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στη σχετική με το πιο πάνω θέμα αλληλογραφία μας, που λήγει με την επιστολή σας, ημερομηνίας 24.03.2011, και σε συνέχεια της ταυτάριθμης επιστολής μας, ημερομηνίας 15.03.2011, να σας πληροφορήσω ότι οι λόγοι απόρριψης της αίτησής σας για παροχή της ειδικής χορηγίας, επεξηγούνται στην ταυτάριθμη επιστολή μας, ημερομηνίας 07.09.2010.
2. Αναφορικά με τον ισχυρισμό σας ότι η Υπηρεσία Χορηγιών έχει παραχωρήσει την ειδική χορηγία στον κ. xxxx κατά παράβαση των προνοιών του περί Ειδικής Χορηγίας (Αγορά ή Ανέγερση Κατοικίας) Νόμου, επισημαίνεται ότι αυτό δεν ισχύει, καθώς η αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση της κατοικίας του πιο πάνω, υποβλήθηκε στην αρμόδια αρχή μετά την 01.05.2004.»
Ακολούθως, στις 10.6.2011, ο εφεσίβλητος καταχώρισε την προσφυγή με αρ. 759/2011, την οποία χειρίστηκε ο ίδιος, χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου. Η προσφυγή στέφθηκε με επιτυχία, οπότε οι εφεσείοντες καταχώρισαν την υπό εξέταση έφεση. Συγκεκριμένα, στην πρωτόδικη διαδικασία, προβλήθηκαν τρεις προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν. Στη συνέχεια, το εκδικάσαν Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και, αφού έκρινε ότι τα γεγονότα της συνιστούσαν παραδοξότητα, αποφάσισε την ακύρωση της προσβληθείσας απόφασης, ως ληφθείσας χωρίς τη δέουσα έρευνα και ενάντια στην αρχή της καλής πίστης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται το εύρημα του Δικαστηρίου, πρωτόδικα, ότι η απόφαση που γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 4.4.2011, (η απόφαση της 4.4.2011), η οποία, τελικά, θεωρήθηκε ως η προσβληθείσα, δεν ήταν βεβαιωτική της απόφασης που γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 7.9.2010, (η απόφαση της 7.9.2010). Το Δικαστήριο, αφού, εν πρώτοις, έκρινε, παραθέτοντας το ιστορικό της υπόθεσης, ότι η απόφαση της 4.4.2011 δεν ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα, αποφάσισε πως αυτή ούτε και βεβαιωτική ήταν. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου για την έγκριση αιτήματος του τρίτου προσώπου, παρόμοιου με το δικό του, στο ίδιο συγκρότημα κατοικιών, συνιστούσε νέο ουσιαστικό ισχυρισμό, ο οποίος εξετάστηκε, για πρώτη φορά από την Υπηρεσία, κατά την επανεξέταση της αίτησής του. Ως εκ τούτου, σε συμφωνία με την πάγια θέση της νομολογίας, στην οποία και παρέπεμψε[2], κατέληξε ότι η προσβληθείσα απόφαση της 4.4.2011 δεν ήταν βεβαιωτική της απόφασης της 7.9.2010, καθώς αυτή λήφθηκε στη βάση νέων γεγονότων.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν, όπως υποστήριξαν και πρωτόδικα, ότι η απόφαση της 4.4.2011, απλά, επιβεβαιώνει ή/και επαναλαμβάνει την προγενέστερη εκτελεστή απορριπτική, σχετικά με το αίτημα του εφεσίβλητου, απόφαση της 7.9.2010. Ο βεβαιωτικός χαρακτήρας της προσβληθείσας απόφασης της 4.4.2011, συνεχίζει η εισήγησή τους, καταδεικνύεται και από το γεγονός πως τόσο αυτή όσο και η απόφαση της 7.9.2010 ικανοποιούν τις πάγιες προϋποθέσεις που καθιέρωσε η νομολογία, οι οποίες απαιτούνται για να χαρακτηριστεί η μεταγενέστερη πράξη βεβαιωτική της πρώτης: (α) Εκδόθηκαν και οι δύο από το ίδιο διοικητικό όργανο, (β) απευθύνονται και οι δύο στο ίδιο πρόσωπο, (τον εφεσίβλητο) και (γ) υπάρχει ταυτότητα της αιτιολογίας τους. Υποστηρίζουν, περαιτέρω, ότι ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου για άνιση μεταχείρισή του, σε σχέση με την περίπτωση του τρίτου προσώπου, δε συνιστούσε νέο πραγματικό γεγονός ή νομικό θέμα που μπορούσε να οδηγήσει στην έκδοση νέας διοικητικής πράξης.
Για την ανάληψη δικαιοδοσίας δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος, απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είναι εκτελεστή, δηλαδή παράγει έννομα αποτελέσματα και υποχρεώσεις. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πράξεις οι οποίες είναι βεβαιωτικές χάνουν την εκτελεστότητά τους και δεν μπορούν να προσβληθούν. Βεβαιωτική είναι μια πράξη η οποία επιβεβαιώνει ή επαναλαμβάνει το περιεχόμενο προηγούμενης εκτελεστής πράξης, δηλώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, την εμμονή της διοίκησης στην αρχική της θέση. Πολλές φορές, όμως, ζητείται επανεξέταση του αρχικού αιτήματος. Αν η επανεξέταση γίνει χωρίς να ληφθούν υπόψη νέα στοιχεία, μετά από νέα έρευνα, τότε η απάντηση θα θεωρηθεί ως βεβαιωτική πράξη της προγενέστερης. Όπως λέχθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 58/2012, 9.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:C437:-
«Το τι αποτελεί νέα έρευνα που θα καθιστούσε τη νέα πράξη εκτελεστή, είναι ζήτημα πραγματικό. Η δική μας νομολογία έχει ακολουθήσει τα βήματα της Ελληνικής νομολογίας σχετικά με το ζήτημα. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπόψη νέων ουσιωδών ή πραγματικών στοιχείων. Το χρησιμοποιηθέν όμως νέο υλικό κρίνεται αυστηρά για να μην υπάρχει καταστρατήγηση της προθεσμίας προσβολής εκτελεστής πράξης με τη δημιουργία νέας πράξης που εκδόθηκε κατ' επίφαση μεν νέας έρευνας, αλλά κατ' ουσία στη βάση των ίδιων στοιχείων. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση από τον διοικούμενο στοιχείων τα οποία δεν μεταβάλλουν την ουσία του πράγματος.»
Στην υπόθεση Marfin Popular Bank Publ. Co Ltd v. Υπ. Εμπορ. Βιομ. και Τουρισμού κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 851, η οποία υιοθετήθηκε από τη μεταγενέστερη υπόθεση Χαράλαμπος Μιχαήλ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 124/2011, 22.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:C94, στη σελίδα 858, τονίστηκε ότι: «Αναθεώρηση απόφασης επί τη υποβολή νέων στοιχείων όντως απολήγει σε νέα απόφαση μετά από δέουσα έρευνα». Σύμφωνα δε με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 - 1959, σελίδα 241: «Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν.»
Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης έχει, ήδη, παρατεθεί. Από αυτό, προκύπτει, με σαφήνεια, πως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβληθείσα απόφαση της 4.4.2011 δεν είναι βεβαιωτική της απόφασης της 7.9.2010 είναι απόλυτα ορθή. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος, με την επιστολή του ημερομηνίας 16.12.2010, ζήτησε επανεξέταση της αίτησής του. Όταν δε πληροφορήθηκε, με σχετικές επιστολές, από την Υπηρεσία πως, για να καταστεί τούτο εφικτό, επιβαλλόταν η προσκόμιση, από μέρους του, συγκεκριμένων στοιχείων, στις 24.3.2011, παρόλο που δεν προσκόμισε τα ζητηθέντα, έθεσε ενώπιον της διοίκησης την περίπτωση του τρίτου προσώπου. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός συνιστούσε, σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία, νέο ουσιώδες στοιχείο, το οποίο ήταν άγνωστο στην Υπηρεσία και το οποίο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβληθείσας απόφασης της 4.4.2011, εξετάστηκε από την ίδια. Ως εκ τούτου, καθίσταται εμφανές ότι η εν λόγω απόφαση λήφθηκε στη βάση του νέου αυτού γεγονότος και, συνεπώς, δεν μπορεί να είναι βεβαιωτική της απόφασης της 7.9.2010. Με βάση, λοιπόν, τα πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες στρέφονται κατά της κρίσης του Δικαστηρίου, πρωτόδικα, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης συνιστούσαν παραδοξότητα, ικανή να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβληθείσας απόφασης. Συγκεκριμένα, η παραδοξότητα που αυτό εντόπισε βασίστηκε, κυρίως, στις ημερομηνίες των πωλητηρίων εγγράφων, δυνάμει των οποίων ο εφεσίβλητος και το τρίτο πρόσωπο αγόρασαν τις κατοικίες τους, 25.1.2007 και 21.12.2006, αντίστοιχα. Διερωτήθηκε, λοιπόν, γιατί, ενώ το πωλητήριο έγγραφο για την κατοικία του τρίτου προσώπου ήταν προγενέστερο εκείνου για την κατοικία του εφεσίβλητου, η αίτηση για την εξασφάλιση της πολεοδομικής άδειας για την κατοικία του τελευταίου θεωρήθηκε ότι υποβλήθηκε στις 30.4.2004, ενώ η εν λόγω αίτηση για την κατοικία του τρίτου προσώπου δηλώθηκε ότι κατατέθηκε μετά την 1.5.2004, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος, σε αντίθεση με το τρίτο πρόσωπο, να μη δικαιούται τη χορηγία, εφόσον η περίπτωσή του δεν ενέπιπτε στην επιφύλαξη του άρθρου 3(1) του Νόμου.
Είναι, ειδικά, η θέση των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα συνέδεσε τις ημερομηνίες των πωλητηρίων εγγράφων για την αγορά των κατοικιών του αιτητή και του τρίτου προσώπου με τις ημερομηνίες υποβολής των αιτήσεων για την εξασφάλιση των αντίστοιχων πολεοδομικών αδειών, καθώς η σύναψη των πωλητηρίων εγγράφων ήταν μια ενέργεια μεταγενέστερη της υποβολής των υπό αναφορά αιτήσεων και εντελώς ανεξάρτητη πράξη. Το σημαντικό, εν προκειμένω, υποστηρίζουν, είναι ότι η αίτηση για την εξασφάλιση της πολεοδομικής άδειας για την κατοικία του εφεσίβλητου κατατέθηκε στις 30.4.2004, εκτός των προνοιών του Νόμου. Οι συσχετισμοί που επιχειρούνται από το Δικαστήριο, συνεχίζει η εισήγησή τους, δε βρίσκουν έρεισμα στους φακέλους της διοίκησης, καθότι οι ημερομηνίες υποβολής των αιτήσεων για τις σχετικές πολεοδομικές άδειες δεν αμφισβητήθηκαν. ΄Αλλωστε, τονίζουν, το 2004, ο Οργανισμός δε γνώριζε την ψήφιση του Νόμου, η οποία έγινε το 2006, δύο, δηλαδή, χρόνια μετά.
΄Οπως γίνεται αντιληπτό, καθοριστικές για την τύχη της έφεσης είναι οι πρόνοιες της επιφύλαξης του άρθρου 3(1) του Νόμου, ο οποίος δημοσιεύτηκε μεν στις 28.4.2006, αλλά του δόθηκε αναδρομική ισχύς από 1.5.2004. Αυτές έχουν ως ακολούθως:-
«Νοείται ότι για τα κτίρια αυτά, πρέπει να έχει κατατεθεί δεόντως συμπληρωμένη αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας μετά την 1η Μαΐου 2004 στην 'αρμόδια αρχή' και στην περίπτωση κτιρίων, για τα οποία δεν απαιτείται η κατάθεση πολεοδομικής άδειας δυνάμει γενικού ή ειδικού διατάγματος βάσει του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου να έχει κατατεθεί στην 'αρμόδια αρχή' δεόντως συμπληρωμένη αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής μετά την 1η Μαΐου 2004.»
Το πιο πάνω νομικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, δεν αφήνει στον εφεσίβλητο περιθώρια επιτυχίας. Συγκεκριμένα, στον εν λόγω φάκελο, υπάρχει σημείωμα, ημερομηνίας 25.8.2010, το οποίο αποκαλύπτει ότι, για το κρίσιμο ζήτημα της ημερομηνίας λήψης της αίτησης για την έκδοση της πολεοδομικής άδειας για την κατοικία του εφεσίβλητου, η Υπηρεσία ζήτησε και έλαβε σχετική πληροφόρηση από το Τμήμα Πολεοδομίας Λευκωσίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό, η υπό αναφορά αίτηση λήφθηκε στις 30.4.2004. ΄Οπως δε καταγράφεται, χαρακτηριστικά, τα στοιχεία αυτά συμφωνούν με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο στην αίτησή του για την παραχώρηση της ειδικής χορηγίας και επιβεβαιώνονται από τη σχετική Γνωστοποίηση Χορηγήσεως Πολεοδομικής ΄Αδειας της Πολεοδομικής Αρχής.
Στην προκείμενη περίπτωση, η υπηρεσία ήταν δέσμια απέναντι στο Νόμο και δεν ήταν, επομένως, επιτρεπτό αυτή να αποστεί από τις σχετικές πρόνοιές της, κατά την εξέταση του αιτήματος του εφεσίβλητου. Συνακόλουθα, δεν είναι δυνατό, για τον εφεσίβλητο, αυτός, αφενός, να επιδιώκει τα ωφελήματα που πηγάζουν από την τήρηση της πρόνοιας του άρθρου 3(1) του Νόμου αναφορικά με το χρόνο υποβολής της πολεοδομικής αίτησης και, αφετέρου, να επιζητεί, ουσιαστικά, να απαλλαγεί από τη συγκεκριμένη νομική υποχρέωση, επικαλούμενος άλλη ανόμοια περίπτωση, (βλ. Δημοκρατία ν. Χριστοφόρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 185 και Παιονίδου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 405). Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η λήψη παράνομων διοικητικών αποφάσεων δεν είναι επιτρεπτή, έστω και κατ' επίκληση της αρχής της καλής πίστης, η οποία ήταν ένα στοιχείο επί του οποίου βασίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, (βλ. Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, σελίδα 196). Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί, εφόσον η απόρριψη της αίτησης του εφεσίβλητου ήταν αναπόφευκτη, αφού δεν ικανοποιείτο η επιφύλαξη του άρθρου 3(1) του Νόμου.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η προσβληθείσα, πρωτόδικα, απόφαση της διοίκησης επικυρώνεται. Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θε εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] Η αναφορά είναι στην επιφύλαξη του άρθρου 3(1) του Νόμου.
[2] Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364, Κουππάρης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 460, Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 689, Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 9, Παναγίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 191 και Punting Transports Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 737.