ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C447
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 99/12
(ΣΥΝΕΚΔ. ΥΠΟΘ. ΑΡ. 158/09 & 213/09)
16 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
XXXXX ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ/ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΑΙ
1. XXXXX ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
2. XXXXX ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ/ΑΙΤΗΤΕΣ
ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ
--------------------
Αλ. Κουντουρή για Τ. Παπαδόπουλο & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσείοντα
Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσίβλητο 1
Δ. Νικολετόπουλος, για Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο 2
Ρ. Ιάσωνος (κα) για Χρ. Δημητριάδη ΔΕΠΕ, για τον Καθ΄ ου η Αίτηση
ΝΑΘΑΝΑΗΛ Δ. Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση πλειοψηφίας θα δώσει ο Παρπαρίνος Δ., και με αυτή συμφωνούν οι Ναθαναήλ Δ., Λιάτσος Δ. και Πούγιουρου, Δ. Διϊστάμενη απόφαση θα δοθεί από Γιασεμή, Δ.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Η παρούσα υπόθεση δυστυχώς έχει μακρά ιστορία η οποία χρονολογείται από τις 23 Σεπτεμβρίου 1996. Κατά την ημερομηνία αυτή προκηρύχθηκε θέση Βοηθού Αρχιεπιστάτη στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο "Η διαδικασία πλήρωσης της θέσης του Βοηθού Αρχιεπιστάτη στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού («το Συμβούλιο»), που αρχικώς προκηρύχθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1996 δεν έμελλε μέχρι σήμερα να ολοκληρωθεί, αφού η παρούσα προσφυγή είναι η τέταρτη στη σειρά που καταχωρήθηκε με στόχο την αμφισβήτηση της νομιμότητας του εκάστοτε, υπό του Συμβουλίου, διορισθέντος για την πιο πάνω θέση.
Στις 15 Μαρτίου 1999, στα πλαίσια της προσφυγής υπ΄αριθμό 642/97 ο XXXXX Παπαθεοδώρου, νυν ενδιαφερόμενος στην παρούσα προσφυγή, αμφισβήτησε τη νομιμότητα του διορισμού του XXXXX Αντωνίου, νυν αιτητή στην προσφυγή 213/2009. Πέτυχε την ακύρωση του διορισμού του Αντωνίου στη θέση του Βοηθού Αρχιεπιστάτη, λόγω ελλιπούς καταγραφής στα πρακτικά των διαμειφθέντων υπό του Συμβούλιου, που καθιστούσε ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο.
Το Συμβούλιο προχώρησε σε επανεξέταση και στις 2 Σεπτεμβρίου 1999 επαναδιόρισε τον κ.Αντωνίου στη θέση του Βοηθού Αρχιεπιστάτη. Με την προσφυγή υπ΄αρθμό 1302/1999 ο κ.Παπαθεοδώρου αμφισβήτησε την ορθότητα του πιο πάνω διορισμού και πέτυχε ακύρωση επειδή, όπως αποφασίστηκε, έπασχε η σύσταση του διευθυντή του Συμβουλίου η οποία δεν αντικατόπτριζε τη πραγματική εικόνα ως προς τα προβλήματα σχέσεων, συνεργασίας του τότε αιτητή, κατ΄αντίθεση προς τις υφιστάμενες αιτιολογικές εκθέσεις της τότε περιόδου.
Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση το Συμβούλιο με απόφαση του ημερ. 22 Μαρτίου 2004, διόρισε τον κ.Παπαθεοδώρου στη θέση του Βοηθού Αρχιεπιστάτη. Οι νυν αιτητές XXXXX Χαραλάμπους και XXXXX Αντωνίου καταχώρισαν τις αντίστοιχες προσφυγές 479/2004 και 493/2004. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 8 Αυγούστου 2008 ακύρωσε τον πιο πάνω διορισμό γιατί, όπως αποφασίστηκε, δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς η απόφαση του Συμβουλίου.
Όπως σημείωσα και προγενέστερα πιο πάνω και πάλιν το Συμβούλιο αποφάσισε, στις 20 Ιανουαρίου 2009 την προαγωγή του κ.Παπαθεοδώρου στη θέση του Βοηθού Αρχιεπιστάτη, αναδρομικώς από την 1 Ιουλίου 1997, το αντικείμενο των δύο προσφυγών που κατατέθηκαν από τους XXXXX Χαραλάμπους (158/2009) και XXXXX Αντωνίου (213/2009)."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 20.3.2012 αποδέκτηκε αμφότερες τις προσφυγές για το λόγο ότι το Συμβούλιο δεν ακολούθησε και ενήργησε, κατά παράβαση του υφιστάμενου δεδικασμένου και ειδικότερα ότι υπήρχε τελεσίδικη απόφαση επί του θέματος των προσόντων που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Βοηθού Αρχιεπιστάτη. Ως αποτέλεσμα η προαγωγή του Εφεσείοντα αναδρομικά από την 1.7.1997 ακυρώθηκε.
Με την υπό εξέταση Έφεση ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη για τέσσερις λόγους. Στις 6.2.2018 ότε η Έφεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι μετά την καταχώρηση της Έφεσης, ο Καθ' ου η Αίτηση - Συμβούλιο προχώρησε σε επανεξέταση και προήγαγε τον Εφεσίβλητο 2, Αντώνη Αντωνίου στην επίδικη θέση. Ο Εφεσείων δεν κατεχώρησε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης ενώ ο Εφεσίβλητος 1 καταχώρησε. Ως αποτέλεσμα έθεσε θέμα έννομου συμφέροντος για τον Εφεσείοντα να συνεχίσει την προώθηση της Έφεσης. Ακολούθησε παροχή χρόνου στους διάδικους για να μελετήσουν το θέμα που προέκυψε και αφού έγινε παραδεκτό, ως γεγονός, η προαγωγή του Εφεσίβλητου 2, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες στις 2.3.2018 όπως οι διάδικοι καταχωρήσουν αγορεύσεις αναφορικά και μόνο για το προκύψαν θέμα, ήτοι κατά πόσο ο Εφεσείων στερείται έννομου συμφέροντος να προωθεί την παρούσα Έφεση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο 1 εισηγήθηκε ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει κατά την καταχώρηση της προσφυγής μέχρι την τελική εκδίκαση της. Το ίδιο ισχύει και στην κατ' Έφεση διαδικασία. Ο Εφεσείων, σύμφωνα με τον συνήγορο, είχε έννομο συμφέρον κατά την καταχώρηση της Έφεσης του, πλην όμως το απώλεσε με το να αποδεχθεί ως ορθή την νέα απόφαση του Καθ' ου η Αίτηση - Συμβουλίου και ως αποτέλεσμα να μην καταχωρήσει προσφυγή κατ' αυτής. Δεν μπορεί να αποδέχεται ως ορθή τη νέα επανεξέταση του Καθ' ου η Αίτηση που ήταν επιβλαβής για τον ίδιο και να συνεχίζει να προωθεί την προηγούμενη απόφαση του. Παρέπεμψε προς τούτο στην The Onisi Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 202Α/2010 ημερ. 13.2.2017 και Ταρτίου ν. ΕΔΥ κ.α. Α.Ε. 199/09 και 202/09 ημερ. 29.9.2014 για υποστήριξη της θέσης του.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Καθ' ου η Αίτηση - Συμβούλιο υποστήριξε την πιο πάνω εισήγηση, το ίδιο και ο συνήγορος του Εφεσίβλητου αρ. 2.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα από την άλλη και με αναφορά στην Χατζηχάννας ν. Παρέλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 102/2010 ημερ. 1.2.2016, Παντζαρή-Ελισσαίου ν. Παντελή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 65/2010 ημερ. 11.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:C475 και Δημητρίου ν. Δημητρίου ως Διαχειριστές της περιουσίας του Ενδιαφερόμενου προσώπου Ιάκωβου Δημητρίου ν. Λεωνίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. Αρ. 2/2015 & 14/2015 ημερ. 4.5.2017, εισηγήθηκε ότι ο Εφεσείων δεν απώλεσε τα δικαιώματα του για συνέχιση της Έφεσης με βάση τα όσα έχουν αποφασιστεί στην Χατζηχάννας (άνω), ότι δηλαδή διατηρεί το δικαίωμα: (α) να εμμείνει στη συνέχιση της Έφεσης του η οποία αν επιτύχει θα υποχρεώσει το Συμβούλιο να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση του για προαγωγή άλλου προσώπου και (β) να προσβάλει και την νέα απόφαση.
Το εξεταζόμενο θέμα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, λαμβανομένων υπόψιν της σπουδαιότητας του αλλά και της ανομοιομορφίας που υπάρχει στην νομολογία επ' αυτού. Θα προσπαθήσουμε, εξετάζοντας το όλο θέμα σφαιρικά, να καταλήξουμε στην ορθότερη κατά την κρίση μας νομική αντιμετώπιση του θέματος. Δεν χωρεί αμφισβήτηση ότι θα πρέπει να υπάρχει έννομο συμφέρον σ' όλα τα στάδια της διαδικασίας μέχρι και την τελική λύση της διαφοράς με απόφαση στο τελικό βαθμό εκδίκασης της.
Τα όσα πιο κάτω αναφέρθηκαν στην The Onisi Ltd (άνω) είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα με την νομολογία μας.
"Το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υπάρχει σ' όλα τα στάδια της διαδικασίας, από την έγερση της προσφυγής, μέχρι την εκδίκαση της και την έκδοση της σχετικής απόφασης περιλαμβανομένης βεβαίως και της έφεσης (βλ. Μαυρουδής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123, Δώρα Ανδρέα Κούππα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 149, Λαμπρατσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 202 και Τσιμεντοποιϊα Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 66/10 ημερ. 4/6/15), ECLI:CY:AD:2015:C390. Θα πρέπει να υπάρχει επίσης και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Το έννομο συμφέρον μπορεί να εξαλειφθεί αν ο αιτητής αποδεχθεί την προσβαλλόμενη πράξη και η αποδοχή του είναι ελεύθερη και ανεπιφύλακτη και όχι αποτέλεσμα πίεσης ή απειλής επέλευσης επιβλαβών συνεπειών σ' αυτόν. (βλ. Ν. Χρ. Χαραλάμπους «Εγχειρίδιον Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, 2η έκδ. σελ. 122 και απόφαση στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 282).
Στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, (ανωτέρω) παραγ. 458 και 459 αναφέρονται τα εξής για το θέμα:
«458. Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει, από αντικειμενικούς λόγους, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), όπως όταν ο αιτών έχασε, μετά την έκδοση της πράξης, την ιδιότητα με την οποία είχε υποστεί τη βλάβη (ΣΕ 1757/2005), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (Δ/μα 18/1989, άρθρο 29). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της..."
Δυστυχώς δεν είναι ομοιόμορφη από τη νομολογία η περαιτέρω αντιμετώπιση του εξεταζόμενου ζητήματος, ήτοι κατά πόσο ο Εφεσείων παύει να έχει έννομο συμφέρον όταν εκκρεμούσης της Έφεσης του δεν προσβάλει νέα απόφαση του Διοικητικού Οργάνου που είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης, κατ' αποδοχήν ακυρωτικής απόφασης ως ορθής.
Στην Ελισσαίου ν. Παντελή Α.Ε. 65/2010 ημερ. 11 Οκτωβρίου 2016, γίνεται μια εκτενής ανάλυση, με αναφορά στις εφετειακές αποφάσεις, της διαφορετικής αντιμετώπισης του θέματος από τη νομολογία.
"Το κρίσιμο ζήτημα που καλούμαστε να αποφασίσουμε ήτοι, η απώλεια ή όχι του δικαιώματος για προώθηση έφεσης, σε περίπτωση επανεξέτασης πριν τη συμπλήρωση της έφεσης, και δη σε περίπτωση επαναδιορισμού της εφεσείουσας, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παρόλο που, αποτελεί πάγια αρχή ότι, κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών και γεγονότων, πιστεύουμε ότι είναι αναγκαίο να προβούμε σε μια σύντομη ανάλυση της υφιστάμενης νομολογίας.
Στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη (ανωτέρω), η εφεσίβλητη - αιτήτρια πέτυχε την ακύρωση του διορισμού της εφεσείουσας λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ως προς τα προσόντα της τελευταίας. Εναντίον της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης ασκήθηκε έφεση. Η διοίκηση, όμως, προέβηκε σε επανεξέταση, μετά από σχετική έρευνα ως προς τα προσόντα της εφεσείουσας, και την διόρισε εκ νέου. Η Ολομέλεια διαφοροποιούμενη, ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης Ιωάννου (ανωτέρω), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον της για προώθηση της έφεσης. Σημειώθηκε προς τούτο ότι στην υπόθεση Ιωάννου η διοίκηση, κατά την επανεξέταση, συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση, συνεπώς, δεν είχε παραμείνει οτιδήποτε προς συζήτηση, ενώ στη νέα προσφυγή που είχε καταχωρηθεί, το επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο η ΕΔΥ είχε ασκήσει ευλόγως τη διακριτική της ευχέρεια και αν είχε προβεί σε δέουσα έρευνα. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η εφεσείουσα απώλεσε το δικαίωμα προώθησης της έφεσης της, καθότι είχε αποδεχθεί τον επαναδιορισμό της και ως αποτέλεσμα του νέου διορισμού, εκδόθηκε μια νέα διοικητική πράξη.
Σε μια πιο πρόσφατη απόφαση, και αναφερόμαστε στην Α.Ε. 199/2009 κ.ά., Ταρτίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 2014, ακολουθήθηκε το σκεπτικό της υπόθεσης Λαμπρατσιώτη και η αιτήτρια κρίθηκε ότι στερείτο του δικαιώματος προώθησης της έφεσης. Σημειώνουμε, όμως, ότι στην υπόθεση Ταρτίου η εφεσείουσα δεν είχε ασκήσει προσφυγή εναντίον της μεταγενέστερης απόφασης, που εκδόθηκε κατά την επανεξέταση, και η οποία επέφερε νέα αποτελέσματα τα οποία δεν είχαν, ποσώς, αμφισβητηθεί με προσφυγή και ως εκ τούτου, παρέμειναν ισχυρά.
Ακολούθως, στην Α.Ε. 118/2010, Χαραλάμπους ν. Πίλλας, ημερ. 2 Δεκεμβρίου 2015, ασκήθηκε έφεση μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης, που επέφερε την ακύρωση της προαγωγής του εφεσείοντα. Σε επανεξέταση που ακολούθησε, η ΕΔΥ προχώρησε και επαναπροήξε τον εφεσείοντα αναδρομικά. Ακολούθησε νέα προσφυγή από τον τότε εφεσίβλητο και στη συνέχεια η εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση, δεν εφεσιβλήθηκε. Έγινε νέα επανεξέταση και διορίστηκε ο εφεσίβλητος. Ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή και το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα όσα είχαν αποφασιστεί στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη, έκρινε ότι ο εφεσείων στερείτο του εννόμου συμφέροντος για προώθηση της έφεσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, από τη στιγμή που ο εφεσείων, παρά το ακυρωτικό αποτέλεσμα της δεύτερης πράξης δεν εφεσίβαλε την απόφαση, αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη και ως εκ τούτου, είχε επενεργήσει καταλυτικά στο δικαίωμα του για προώθηση της έφεσης.
Υπήρξε και μεταγενέστερη απόφαση, στην Α.Ε. 13/2010, Νανιώτης ν. Χρίστου, ημερ. 9 Οκτωβρίου 2015, όπου και πάλι κρίθηκε ότι ο εφεσείων είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του καθότι, δεν είχε καταχωρίσει έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης και το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, ο εφεσείων θα βρεθεί αντιμέτωπος με το δημιουργηθέν δεδικασμένο.
Στο σημείο αυτό θα παραθέσουμε νομολογία η οποία έχει διαφορετική προσέγγιση από τις πιο πάνω αποφάσεις.
Αρχικώς, στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Πουλλικά (ανωτέρω), ο εφεσείων - ενδιαφερόμενος είχε προαχθεί και η προαγωγή του ακυρώθηκε, μετά από προσφυγή που καταχώρισε ο εφεσίβλητος. Ο εφεσείων προχώρησε με την καταχώριση έφεσης και πριν την εκδίκαση της, η ΕΔΥ είχε προχωρήσει σε επανεξέταση και διόρισε τον εφεσίβλητο - αιτητή. Ο εφεσείων δεν καταχώρισε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης. Είχε, αναποφεύκτως, εγερθεί θέμα ως προς τη δυνατότητα του εφεσείοντα να προχωρήσει με την εκδίκαση της έφεσης ή αν αυτός δεσμευόταν από τη νέα απόφαση, την οποία ο ίδιος δεν είχε προσβάλει. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος, εφεσείων, δεν δεσμευόταν από την απόφαση της διοίκησης για συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Η έφεση δεν απώλεσε το αντικείμενο της γιατί, όπως τονίστηκε, αν και εφόσον η έφεση είχε επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου, θα επικυρωνόταν η επίδικη προσβαλλόμενη απόφαση, τότε το διοικητικό όργανο θα είχε υποχρέωση να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συμμορφούμενη με το αποτέλεσμα της έφεσης.
Μεταγενέστερα, στην υπόθεση Ιωάννου ν. Γραβανή (ανωτέρω) η ασκηθείσα προσφυγή εναντίον του διορισμού του εφεσείοντα είχε επιτυχή κατάληξη και η απόφαση για διορισμό ακυρώθηκε, λόγω πάσχουσας σύνθεσης του διοικητικού οργάνου. Καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα έφεση. Η διοίκηση προχώρησε σε επανεξέταση και διόρισε αναδρομικά τον εφεσείοντα, ενώ ο εφεσίβλητος καταχώρισε προσφυγή εναντίον του πιο πάνω διορισμού. Ο εφεσίβλητος ήγειρε θέμα εννόμου συμφέροντος και το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η συμμόρφωση της διοίκησης με την ακυρωτική απόφαση και η προώθηση διαδικασίας επανεξέτασης, δεν επενεργούσε καταλυτικά στο δικαίωμα του εφεσείοντα για συνέχιση και προώθηση της έφεσης του. Παράλληλα, αποφασίστηκε ότι, ούτε ο επαναδιορισμός του μπορούσε να επενεργήσει κατασταλτικά ώστε να θεωρηθεί ως τερματισθείσα η έφεση. Η ανεπιφύλακτη, όπως λέχθηκε, αποδοχή του επαναδιορισμού του δεν συνδεόταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με το δικαίωμα έφεσης το οποίο αυτός είχε, και άσκησε, πριν από τον επαναδιορισμό του.
Τέλος, στην πρόσφατη απόφαση Α.Ε. 102/2010, Χατζηχάννας ν. Παρέλλη, ημερ. 1ης Φεβρουαρίου 2016, η Ολομέλεια συζήτησε και ανέλυσε εκτενώς το θέμα του δικαιώματος προώθησης της έφεσης. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε ένα τέτοιο δικαίωμα, ανεξαρτήτως των ενεργειών της ΕΔΥ, ήτοι, της προώθησης διαδικασίας επανεξέτασης, διορίζοντας άλλο πρόσωπο από τον εφεσείοντα και ασχέτως εάν η μεταγενέστερη απόφαση, τελικώς, δεν είχε προσβληθεί. Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας:
″Σε όλες τις περιπτώσεις που ενώ εκκρεμεί έφεση, η ΕΔΥ επανεξετάζει και διορίζει άλλο πρόσωπο από τον Εφεσείοντα, ο τελευταίος διατηρεί το δικαίωμα:- (α) να εμμείνει στη συνέχιση της έφεσης του η οποία αν επιτύχει θα υποχρεώσει την ΕΔΥ να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση της για διορισμό άλλου προσώπου, και (β) να προσβάλει και τη νέα απόφαση.
Οι δύο διαδικασίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και ο Εφεσείων μπορεί να προωθήσει είτε τη μια είτε την άλλη ή και τις δυο. Σε περίπτωση που, όπως εδώ, προωθήσει μόνο την έφεση, σύμφωνα με τη Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., ανωτέρω, θα έχει την ευκαιρία να επιτύχει την ακύρωση της απόφασης με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του, οπότε η διοίκηση θα είναι υποχρεωμένη, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, να αποδεχθεί το αποτέλεσμα της έφεσης, να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφασή της και να προχωρήσει σε νέα επανεξέταση ενόψει των καινούργιων δεδομένων. Δεν βλέπουμε κανένα λόγο γιατί ο Εφεσείων σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να θεωρηθεί ότι χάνει το δικαίωμα του να συνεχίσει την προώθηση της έφεσης του κατά μιας απόφασης που τον επηρεάζει άμεσα, εφόσον κάτι τέτοιο θα σήμαινε ανεπίτρεπτο επηρεασμό των συνταγματικών του δικαιωμάτων όπως η ελευθερία πρόσβασης στα δικαστήρια (Άρθρα 30 και 155 του Συντάγματος).
Πέραν τούτου, αποστέρηση από τον Εφεσείοντα του δικαιώματος του να προωθήσει την έφεσή του, συνεπάγεται τη δημιουργία απρόσβλητου δεδικασμένου στη βάση του οποίου η διοίκηση θα κινηθεί στα πλαίσια της επανεξέτασης. Κατά την εισήγηση, με την έκδοση νέας πράξης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης, πρέπει να παραμείνει ανέλεγκτη η πράξη από την οποία γεννήθηκε το εν λόγω δεδικασμένο και να υποχρεούται ο Εφεσείοντας να δεχθεί το ακυρωτικό αποτέλεσμα και να διεκδικήσει το δίκαιό του, όπως ο ίδιος το αισθάνεται, αλλά κινούμενος πλέον μέσα στο περιοριστικό πλαίσιο που θέτει μια νέα διοικητική απόφαση η οποία εκδόθηκε σε συμμόρφωση με δεδικασμένο και συνεπώς, πιθανώς, όχι εφ' όλων των ζητημάτων. Θα είχαμε έτσι το παράδοξο ο Εφεσείων να αποστερείται του δικαιώματος να στραφεί εναντίον της πρωτόδικης απόφασης από την οποία γεννήθηκε το δεδικασμένο επειδή έχει δικαίωμα να προσβάλει τη νέα απόφαση η οποία εκδόθηκε στη βάση ακριβώς αυτού του δεδικασμένου. Γι' αυτό το λόγο δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση πως υπό το φως της Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου (2013) 3 ΑΑΔ 202 και Ταρτίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 199/09 κ.α., ημερ. 29.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:C722 ο Εφεσείων έχει απωλέσει το δικαίωμα της έφεσης του. Εν προκειμένω, δεν είναι εναντίον της απόφασης που εξαφανίστηκε με την ακυρωτική απόφαση που στρέφεται η Έφεση αλλά εναντίον της πρωτόδικης απόφασης (βλ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, 1988, σελ. 223).
Σε συμφωνία δε με την Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., ανωτέρω, «δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν την εγκατέλειπε [την έφεση] αν θα μπορούσε να προβάλει λόγους ακυρότητας για τη δεύτερη απόφαση, λόγους που ίσως έχει να προβάλει στην παρούσα έφεση».
Τέλος, τυχόν ανατρεπτικό αποτέλεσμα της έφεσης, επενεργεί αναδρομικά οπότε η πρωτόδικη απόφαση παύει να έχει τον τελικό της χαρακτήρα (Kyproxil Designs Ltd v. Panos Englezos & Co Ltd (1988) 1 CLR 546).″
Εξετάσαμε με προσοχή τα πιο πάνω όπως επίσης και άλλες υποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στο εξεταζόμενο ζήτημα (βλ. Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατία Α.Ε. 162/2010 ημερ. 22.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:C703, Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Φανίδη Α.Ε. 148/2010 ημερ. 24.3.2016), ECLI:CY:AD:2016:C169 και καταλήξαμε ότι ο λόγος της πλειοψηφίας στην Ταρτίου (άνω) είναι ο ορθός στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Στην Χατζηχάννας στηρίζεται το όλο οικοδόμημα στην Πουλικκάς (άνω) όπου λέχθηκε ότι με την προώθηση της Έφεσης ο Εφεσείων θα έχει την ευκαιρία εάν επιτύχει να υποχρεώσει το Διοικητικό Όργανο (ΕΔΥ) να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση του για διορισμό άλλου προσώπου και να προχωρήσει σε νέα επανεξέταση ενόψει των καινούργιων δεδομένων. Η θέση αυτή απαντάται, ορθά κατά την άποψη μας, στην Ταρτίου (άνω). Σύμφωνα με αυτή με την επανεξέταση επήλθαν νέα τετελεσμένα τα οποία, εφόσον δεν αμφισβητήθηκαν με άσκηση προσφυγής, παραμένουν ισχυρά. Με την επανεξέταση προέκυψε νέα διοικητική πράξη κατά την οποία το Διοικητικό Όργανο (ΕΔΥ) άσκησε διακριτική ευχέρεια ως διοικητικό όργανο, προβαίνοντας σε νέα επιλογή. Κατά πόσο αυτή η απόφαση είναι ορθή ή όχι δεν είναι πλέον δυνατό να αμφισβητείται, ούτε να τίθεται εμμέσως υπό έλεγχο εφόσον δεν ασκήθηκε επ' αυτής προσφυγή από τον Εφεσείοντα. Η προηγηθείσα πράξη του Διοικητικού Οργάνου (ΕΔΥ) η οποία αμφισβητήθηκε πρωτόδικα με την ακυρωτική απόφαση εξαφανίστηκε σύμφωνα με το Άρθρο 57 του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158/1999. Το δε διοικητικό όργανο, θεωρώντας προφανώς ότι η ακυρωτική απόφαση ήταν ορθή, προχώρησε προς όφελος και της εύρυθμης λειτουργίας του ευρύτερου δημόσιου μηχανισμού να επανεξετάσει τα δεδομένα και να επανακρίνει την περίπτωση υπό το φως των ακυρωτικών δεδικασμένων.
Σε σχέση δε ειδικά με την Πουλικκάς (άνω) η Ολομέλεια στην Ταρτίου ανέφερε τα ακόλουθα:
"Στη Χαραλάμπους ν. Πουλικκάς - ανωτέρω -, λέχθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος που δεν προσέβαλε το διορισμό ή την προαγωγή του έτερου υποψηφίου μετά από επανεξέταση της υπόθεσης κατ΄ ακολουθίαν ακυρωτικού αποτελέσματος, δεν είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του να προχωρήσει την έφεση εναντίον της ακυρωτικής πράξης. Θεωρήθηκε ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης το διοικητικό όργανο θα υποχρεούτο να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση συμμορφούμενο με το αποτέλεσμα της. Και περαιτέρω ότι δεν μπορεί το ενδιαφερόμενο μέρος να δεσμευτεί από την απόφαση του διοικητικού οργάνου προς βλάβη του, με την επανεξέταση.
Πρέπει όμως να σημειωθούν τα εξής προς σφαιρική αντίκρυση του θέματος. Πρώτον, στην Πουλικκάς δεν φαίνεται να απασχόλησε ή να συζητήθηκε η επίπτωση της δημιουργίας νέας διοικητικής πράξης μετά την επανεξέταση, έχοντας υπόψη ότι η πρώτη ακυρωθείσα πράξη εξαφανίσθηκε. Η επανεξέταση οδηγεί σε τετελεσμένα που δεν θα ήταν δυνατόν να ανατραπούν εκ των υστέρων με την επιτυχία της έφεσης. Η άποψη που εκφράστηκε στην Πουλικκάς ότι το διοικητικό όργανο θα υποχρεωθεί να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συμμορφούμενο με το αποτέλεσμα της έφεσης παραγνωρίζει (i) ότι η δεύτερη απόφαση δεν συναρτάται πλέον με την πρώτη και δεν αποτελεί συνέχεια της εφόσον ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης με την έκδοση νέας αυτοτελούς διοικητικής πράξης, (ii) ότι ο διορισμός ή προαγωγή που αποφασίστηκε μετά την επανεξέταση δεν είναι δυνατόν σε παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση, να ακυρωθεί μετά πάροδο χρόνου όταν αποφασιστεί πλέον η έφεση, και (iii) η επανεξέταση μπορεί να είναι προς όφελος και πάλι του ενδιαφερόμενου μέρους ή ακόμη και υπέρ τρίτου, επιφέροντας έτσι διαφορετικά αποτελέσματα κάθε φορά.
Δεύτερο, η Πουλικκάς δεν ανεφέρθη και στην άλλη αρχή ότι η εμπλοκή του ενδιαφερόμενου μέρους στην όλη διαδικασία είναι να συνδράμει και να υποστηρίξει τη διοικητική πράξη και απόφαση και δεν μπορεί να προβάλλει αιτιάσεις έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης, (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου - ανωτέρω -. Για την όλη υπόσταση και εμβέλεια της ανάμειξης του ενδιαφερόμενου μέρους δέστε Γεώργιος Φινόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1729/11, 33/12 και 194/12, ημερ. 10.12.2013.
Τίθεται εν αμφιβόλω, η δυνατότητα χειρισμού διαφορετικού από την απόφαση του διοικητικού οργάνου, όταν αυτό αποφασίζει να αποδεκτεί την ακυρωτική απόφαση, ενεργώντας εννοείται αμερόληπτα, αποστασιοποιημένα και πέραν των προσωπικών συμφερόντων των υποψηφίων. Γνώμονας του διοικητικού οργάνου, το οποίο παρήγαγε τη διοικητική πράξη και μάλιστα χωρίς τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου μέρους, είναι η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για διορισμό ή προαγωγή. Η αποδοχή από το διοικητικό όργανο της απόφασης ακύρωσης από το κατ΄ εξοχήν αρμόδιο συνταγματικό όργανο, το Ανώτατο Δικαστήριο, δείχνει και σεβασμό προς την απόφαση, αλλά και αναγνώριση των λαθών που διέπραξε κατά την παραγωγή της διοικητικής πράξης."
Όσον αφορά το έτερο σκέλος που προβάλλεται στη Χατζηχάννας (άνω) ότι δηλαδή εάν δεν επιτραπεί στον Εφεσείοντα συνέχιση της προώθησης της έφεσης του, κατά μία απόφασης που τον επηρεάζει άμεσα, θα σήμαινε ανεπίτρεπτα επηρεασμό των συνταγματικών του δικαιωμάτων όπως η ελευθερία πρόσβασης στα Δικαστήρια (Άρθρα 30 και 35 του Συντάγματος), με όλο το σεβασμό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Η άσκηση του άνω δικαιώματος δεν είναι απόλυτη, υπόκειται σε περιορισμούς, δικονομικούς και ουσιαστικούς, ένας εκ των οποίων είναι αναμφίβολα η συνύπαρξη έννομου συμφέροντος. Είναι υπό αυτή την σκοπιά που εξετάζεται η άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος του Εφεσείοντα και όχι αυθαίρετα άνευ δικαιολογίας.
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω και για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, είναι η κρίση μας ότι ο Εφεσείων απώλεσε το έννομο συμφέρον προώθησης της παρούσας Έφεσης.
Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ
/γκ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 99/2012)
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 158/2009 και 213/2009)
16 Οκτωβρίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
XXXXX ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσείων-
Ενδιαφερόμενο Μέρος,
ν.
1. XXXXX ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
2. XXXXX ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ' ου η Αίτηση.
_________________________
Αλεξία Κουντουρή, για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο 1.
Διονύσιος Νικολεττόπουλος, για Ευστάθιο Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο 2.
Ρούλα Ιάσονος, για Chrysses Demetriades & Co L.L.C., για τον Καθ' ου η Αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Το ζήτημα που εδώ εγείρεται για απόφαση αφορά στο κατά πόσο ο εφεσείων, κ. XXXXX Παπαθεοδώρου, έχει απολέσει ή όχι το δικαίωμα έφεσης στην παρούσα έφεση, (η έφεση). Αυτό, σημειώνεται, προέκυψε κατά το στάδιο που η έφεση ήταν ορισμένη για ακρόαση. Πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, παρατηρείται ότι αυτή καταχωρίστηκε συνεπεία της απόφασης στις προσφυγές αρ. 158/2009 και αρ. 213/2009, με βάση την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του εφεσείοντος στη θέση Βοηθού Αρχιεπιστάτη του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, (το Συμβούλιο). Απέναντι, λοιπόν, στον εφεσείοντα, στην έφεση, σε σχέση με το υπό εξέταση θέμα, βρίσκονται, εκτός από το Συμβούλιο, και οι αιτητές στις πιο πάνω προσφυγές, ως εφεσίβλητοι 1 και 2, αντίστοιχα.
Κατά το χρόνο που, όπως έχει αναφερθεί, η έφεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, δηλώθηκε από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ότι, μετά την καταχώρισή της, το Συμβούλιο προέβη σε επανεξέταση και διορισμό στην προαναφερθείσα θέση του εφεσίβλητου 2, κ. XXXXX Αντωνίου. Την πιο πάνω απόφαση προσέβαλε με προσφυγή ο εφεσίβλητος 1, κ. XXXXX Χαραλάμπους. Δεν έπραξε το ίδιο, όμως, και ο εφεσείων. Τέθηκε, έτσι, θέμα «εννόμου συμφέροντος» του τελευταίου να προωθήσει, περαιτέρω, την έφεση. Η θέση, σχετικά, όλων των άλλων διαδίκων, πλην του ιδίου, ήταν αρνητική. ΄Ελαβε δε τη μορφή ότι η παράλειψή του να προσβάλει την απόφαση η οποία είχε προκύψει από την επανεξέταση ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη του εν λόγω «συμφέροντός» του. Ο εφεσείων, ουσιαστικά, αντέταξε ότι η εμμονή του στην προώθηση της έφεσης καταρρίπτει την πιο πάνω θέση, και, ειδικά, τη θέση ότι αυτός εγκατέλειψε το συγκεκριμένο δικαίωμά του, δηλαδή της έφεσης. Η κάθε πλευρά παρέπεμψε στη διαφορετική νομολογία η οποία υποστηρίζει την άποψή της, η οποία έχει προκύψει στην πορεία του χρόνου, ώστε η απάντηση στο υπό εξέταση ζήτημα να καθίσταται, πράγματι, δυσχερής.
Το ζήτημα που έχει, ως ανωτέρω, εγερθεί, στην πραγματικότητα, αφορά ευθέως στο δικαίωμα αποτυχόντος διάδικου μέρους σε προσφυγή να ασκήσει έφεση εναντίον ακυρωτικής απόφασης πρωτόδικου αναθεωρητικού δικαστηρίου και κατά πόσο θεωρείται ότι αυτό εγκαταλείπεται, όπου συντρέχουν περιστάσεις όπως αυτές στην παρούσα έφεση, οι οποίες αναφέρονται προηγουμένως.
Σαφώς, το εν λόγω δικαίωμα έφεσης δεν είναι ταυτόσημο με το «έννομο συμφέρον» που πρέπει να έχει ένας αιτητής, κατά την καταχώριση προσφυγής δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος. Μπορεί, όμως, η απώλειά του να καθιστά μια έφεση άνευ αντικειμένου, οδηγώντας, έτσι, στην κατάργησή της. ΄Οταν δε αυτό συμβαίνει και οδηγεί στο πιο πάνω αποτέλεσμα, είναι επειδή, ο παράγοντας αυτός έχει τη συγκεκριμένη επίδραση στη συνέχιση της έφεσης. Δεν έχει, εν προκειμένω, τεθεί θέμα η έφεση να έχει απολέσει το αντικείμενό της, με την πιο πάνω έννοια. Ανεξάρτητα, δεν είναι, επίσης, νομικά ορθό να γίνεται λόγος, ειδικά, στον πιο πάνω παράγοντα, τη στιγμή που ο εφεσείων ήταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην προσφυγή και όχι ο αιτητής, (βλ. Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, σελίδα 319).
Σύμφωνα με το άρθρο 57 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999):-
«57. ΄Επειτα από ακυρωτική απόφαση η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.»
Η διοίκηση, όμως, δεν έχει και υποχρέωση να προβαίνει σε επανεξέταση, εκτός, βέβαια, αν η ίδια κρίνει τούτο αναγκαίο, επειδή εξακολουθεί να υφίσταται ο λόγος για τον οποίο έχει εκδοθεί η ακυρωθείσα διοικητική απόφαση. Αυτό είναι που έπραξε, στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο, προφανώς, προς το σκοπό ικανοποίησης των αναγκών του. ΄Ο,τι, όμως, το Συμβούλιο έκρινε ως καθήκον του, δηλαδή να προβεί σε επανεξέταση, η οποία κατέληξε στο διορισμό, αυτήν τη φορά, του εφεσίβλητου 2, ουδόλως ανταγωνίζεται το δικαίωμα της έφεσης, που ο εφεσείων είχε, ήδη, ασκήσει εναντίον της ακυρωτικής απόφασης στις προηγηθείσες δύο προσφυγές. ΄Οπως τέθηκε το θέμα στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 685, σε τέτοια περίπτωση, (σελίδα 687):-
«..., θα καταλήγαμε στο ανεπίτρεπτο αποτέλεσμα πως η διοίκηση μπορούσε να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να στερήσει το ΕΜ του δικαιώματός του να προσβάλει την περί ης ο λόγος απόφαση.»
Η υπόθεση Χαραλάμπους ν. Πουλλικά, ανωτέρω, αφορούσε σε περιστατικά παρόμοια με αυτά της παρούσας. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για περίπτωση όπου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προσέβαλε με έφεση τη σε βάρος του ακυρωτική πρωτόδικη απόφαση. ΄Οταν δε, ακολούθως, εκκρεμούσης της έφεσης, η διοίκηση προέβη σε επανεξέταση και έκδοση νέας απόφασης, αρνητικής για τα συμφέροντά του, αυτός δεν την προσέβαλε με προσφυγή. Κατά την ακρόαση της έφεσης, τέθηκε, όπως και στην παρούσα, ότι η έφεση απώλεσε το αντικείμενό της. Η απάντηση, σχετικά, της Ολομέλειας ήταν η εξής:- (σελίδες 687 έως 688)
«Ο εφεσείων έχει επιλέξει να συνεχίσει την έφεση του και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν την εγκατέλειπε αν θα μπορούσε να προβάλει λόγους ακυρότητας για τη δεύτερη απόφαση, λόγους που ίσως έχει να προβάλει στην παρούσα έφεση. Δεν δεχόμαστε ότι η έφεση δεν έχει πλέον αντικείμενο. Αν ο εφεσείων-ΕΜ επιτύχει στην έφεση του και επικυρωθεί η επίδικη διοικητική απόφαση με ανατροπή της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η καθ' ης η αίτηση Αρχή Ηλεκτρισμού θα έχει τότε την υποχρέωση να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συμμορφούμενη με το αποτέλεσμα της έφεσης.»
Η τελευταία παρατήρηση στο πιο πάνω απόσπασμα προσδιορίζει την αποφασιστικής σημασίας επίδραση απόφασης εφετείου στη διαφορά των επηρεαζομένων από αυτή μερών, με τον οριστικό καθορισμό του νομικού και πραγματικού πλαισίου που την διέπει, θέτοντας, έτσι, τέλος στην αντιδικία τους. ΄Ενα σημαντικό θέμα της διαφοράς των διαδίκων μερών στην προκειμένη περίπτωση προέκυψε από τη διαπίστωση της πρωτόδικης απόφασης για παραβίαση δεδικασμένου, το οποίο τίθεται ευθέως προς εξέταση, με την παρούσα έφεση. Σημειώνεται ότι αυτό είχε εγερθεί, στο πλαίσιο των προαναφερθεισών δύο προσφυγών, ως λόγος ακύρωσης της απόφασης του Συμβουλίου, η έφεση δε αυτή, ακριβώς, προσφέρει το κατάλληλο πεδίο για οριστική επίλυσή του.
Στην πιο πάνω υπόθεση, δεν εξετάστηκε, στην πραγματικότητα, ο λόγος για τον οποίο η έφεση θα μπορούσε να είχε απολέσει το αντικείμενό της. ΄Οπως, ακριβώς, και στην προκειμένη περίπτωση, η εισήγηση του εφεσίβλητου 1 ήταν ότι αυτό είχε συμβεί, από το γεγονός και μόνο ότι ο εφεσείων δεν είχε ασκήσει προσφυγή κατά της, σε βάρος του, απόφασης, η οποία είχε ληφθεί μετά από την επανεξέταση. Η σχετική εισήγηση, όμως, δεν εξηγεί γιατί το γεγονός αυτό, από μόνο του, να έχει τέτοια καταλυτική επίδραση στο δικαίωμα έφεσης του εφεσείοντος, ειδικά, δεδομένης της εμμονής του τελευταίου για διατήρησή της, προκειμένου αυτή να εξεταστεί επί της ουσίας.
Το λόγο, ανωτέρω, της υπόθεσης Χαραλάμπους ν. Πουλλικά, δέχτηκαν και εφάρμοσαν και άλλες υποθέσεις[1], στην πορεία, με παρόμοια περιστατικά. Ειδικά, το δικαίωμα εφεσείοντος στην προώθηση της έφεσής του, παρά την επακολουθήσασα επανεξέταση, αναγνωρίστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 2/2016 και 7/2016, 3.3.2017, στην οποία, μάλιστα, εφεσείουσα ήταν το διοικητικό όργανο το οποίο είχε διενεργήσει την επανεξέταση.
΄Οπως κατέδειξε η εισήγηση εκ μέρους του εφεσίβλητου 1, υπάρχει και παράλληλη νομολογία[2], με την οποία έχει υποστηριχτεί η αντίθετη άποψη και είναι αυτό που δημιουργεί τη δυσχέρεια η οποία έχει προαναφερθεί. Βέβαια, είναι αξιοσημείωτο ότι η νομολογία που παρατίθεται στην υποσημείωση 1 δεν έχει ανατραπεί, με βάσει τις αρχές τις οποίες έχει αναγνωρίσει και υιοθετήσει η υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, με αποτέλεσμα αυτή να διατηρεί τη δεσμευτικότητά της.
Επομένως, για τους λόγους που εκτίθενται πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση, εκ μέρους του εφεσίβλητου 1, δε θα μπορούσε να έχει επιτυχή έκβαση.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] Ενδεικτικές είναι: Δήμος Αραδίππου κ.ά. ν. Γεωργίου (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 25, Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 913, Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Μιχάλη Παρέλλη, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 102/2010, 1.2.2016, Χριστιάνα Δημητρίου κ.ά. ν. Λεωνίδα Λεωνίδου κ.ά., Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2/2015 και 14/2015, 4.5.2017.
[2] Ενδεικτικά, γίνεται παραπομπή στις υποθέσεις: Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202, Μωυσής Ταρτίου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 199/2009 και 202/2009, 29.9.2014, Ανδρέας Χαραλάμπους ν. Κυριάκου Πιλλά, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 118/2010, 2.12.2015, The Onisi Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 202Α/2010, 13.2.2017.