ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C437
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 58/2012
(ΥΠΟΘ. ΑΡ. 24/2009)
9 Οκτωβρίου, 2018
[K ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
XXXXX ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσίβλητων/Καθ΄ ων η Αίτηση.
---------------------------
Ο Εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Ευγενία Παπαγεωργίου-Καρακάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα με αρ. 24/2009 ως απαράδεκτη.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, η επίδικη απόφαση ημερομηνίας 31.1.2008, δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική απόφαση αλλά απόφαση βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης την οποία ο εφεσείων δεν προσέβαλε.
Για να είναι κατανοητά τα όσα θα απασχολήσουν στη συνέχεια, επιβάλλεται αναδρομή στα γεγονότα και το ιστορικό. Ο εφεσείων ήταν λήπτης δημόσιου βοηθήματος μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1995, κατόπιν έγκρισης σχετικής αίτησης του ημερομηνίας 7.4.1993, στην οποία δήλωσε ότι εκτός από την κατοικία του, είχε 11 σκάλες χωράφια τα οποία εκμίσθωνε και έπαιρνε £120.- ετησίως. Η καταβολή του βοηθήματος επανήρχισε μετά από νέα αίτηση του εφεσείοντα, αλλά το 2002 τέθηκε θέμα αξιοποίησης και ανάπτυξης της περιουσίας του, ενόψει δήλωσής του ότι δεν απασχολείτο πλέον και δεν ενοικίαζε τα κτήματά του, αλλά τα καλλιεργούσε ο ίδιος. Μετά που διαπιστώθηκε από το Κτηματολόγιο, κατόπιν έρευνας του, ότι η περιουσία του εφεσείοντα ήταν μεγαλύτερη απ΄ ότι είχε αρχικά δηλώσει, η καταβολή του δημόσιου βοηθήματος τερματίστηκε. Ωστόσο, κατόπιν γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, παραχωρήθηκαν σταδιακά στον εφεσείοντα τα αναδρομικά δικαιώματα του δημόσιου βοηθήματος από τον Οκτώβρη 2002 μέχρι 31.12.2005.
Μετά τη ψήφιση του περί Δημόσιου Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006, (Ν.95(Ι)/2006), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1.1.2006, η νομικός σύμβουλος των εφεσιβλήτων, με επιστολή της ημερομηνίας 21.8.2006, ζήτησε από τον εφεσείοντα να παρουσιάσει στοιχεία αξιοποίησης της περιουσίας του, σύμφωνα με το άρθρο 3(14) του εν λόγω Νόμου. Ακολούθησε δεύτερη επιστολή της νομικού συμβούλου, ημερομηνίας 30.10.2006, με την οποία πληροφόρησε τον εφεσείοντα για πρόθεση δέσμευσης της περιουσίας του της οποίας δεν ήταν εφικτή η αξιοποίηση και του ζητήθηκε να απαντήσει.
Ακολούθως, με επιστολή της, ημερομηνίας 23.4.2007, η Επαρχιακή Λειτουργός Ευημερίας, ενημέρωσε τον εφεσείοντα ότι θα του παραχωρείτο δημόσιο βοήθημα μέχρι τις 30.10.2006, αλλά η παροχή του μετά την ημερομηνία εκείνη θα συνεχιζόταν μόνο εάν συγκατατίθετο στη δέσμευση της περιουσίας του. Σε περίπτωση άρνησης του αυτό θα τερματιζόταν. Ο εφεσείων, απαντώντας με επιστολή του ημερομηνίας 22.5.2007, αρνήθηκε να δώσει συγκατάθεση δέσμευσης της περιουσίας του, ισχυριζόμενος ότι αυτή αξιοποιείτο για γεωργικούς σκοπούς και του απέφερε το ετήσιο εισόδημα των €300. Πρόσφερε, παράλληλα, το επιπλέον ποσό των €300 «από την Εκταρική Επιδότηση 2016 . ώστε το ποσό να γίνει £600 ετησίως.».
Η Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας απαντώντας με επιστολή της ημερομηνίας 6.7.2007, υπέδειξε στον εφεσείοντα, μεταξύ άλλων, ότι:
«Η απόφαση για τερματισμό του δημόσιου βοηθήματος από 30/10/06, δεν στηρίχτηκε στην αξιοποίηση ή όχι της περιουσίας σας, αλλά στην ημερομηνία 30/10/06, την οποία φέρει η συστημένη επιστολή του Επαρχιακού Λειτουργού Ευημερίας Λευκωσίας που σας ενημέρωνε για την πρόθεση επιβολής απαγόρευσης επί της περιουσίας σας. Η μη αποδοχή από μέρους σας της επιβολής απαγόρευσης στην περιουσία σας, οδήγησε στον τερματισμό του δημόσιου βοηθήματος από την ημερομηνία αυτή.»
Ο εφεσείων επανήλθε στις 2.11.2007 δηλώνοντας εκ νέου ότι η περιουσία του αξιοποιείται και πως τα χαμηλά εισοδήματα του από την αξιοποίηση της οφείλονταν στις κακές καιρικές συνθήκες. Ζήτησε δε την καταβολή, αναδρομικά, των ποσών που θεωρεί ότι δικαιούται ήτοι από 1.10.2002 μέχρι 30.7.2007, ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με δήλωση του, εργοδοτήθηκε.
Η Επαρχιακή Λειτουργός απάντησε στον εφεσείοντα με επιστολή της ημερομηνίας 31.10.2008, στην οποία ενσωματώνεται η επίδικη διοικητική απόφαση, ως ακολούθως:
«Σας ενημερώνουμε ότι η περίπτωση σας επανεξετάσθηκε με προσοχή και πληροφορείστε ότι η παροχή αναδρομικών δικαιωμάτων Δημοσίου Βοηθήματος μέχρι την ημερομηνία εργοδότησης σας δεν είναι εφικτή και η περίπτωση σας έχει τερματισθεί.
Σύμφωνα με την επιστολή της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ημερομηνίας 6/7/2007 και μετά από οδηγίες που δόθηκαν έχετε λάβει τα αναδρομικά σας δικαιώματα μέχρι και τις 30/10/2006.
Ενημερώνεστε εκ νέου ότι η απόφαση για τερματισμό του Δημοσίου Βοηθήματος δεν στηρίχθηκε στο θέμα αξιοποίησης της περιουσίας σας, αλλά στην μη αποδοχή από μέρους σας της επιβολής απαγόρευσης στην περιουσία σας.»
Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε από τον εφεσείοντα πρωτοδίκως στη βάση ότι συνιστά υπέρβαση εξουσίας. Αποδεχόμενο, όμως, το Δικαστήριο προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείτο εκτελεστότητας, απέρριψε την προσφυγή χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία. Ήταν φανερό, κατά το Δικαστήριο, ότι οι εφεσίβλητοι ενέμεναν στη θέση που είχαν διατυπώσει με την επιστολή τους ημερομηνίας 23.4.2007, η οποία επεξηγήθηκε με την επιστολή της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ημερομηνίας 6.7.2007, πως η καταβολή του δημόσιου βοηθήματος μετά τις 30.10.2006 θα γινόταν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι ο εφεσείων θα έδινε τη συγκατάθεση του για δέσμευση της περιουσίας του. Η απόφαση αυτή παρέμεινε απρόσβλητη, ενώ ο εφεσείων αρνήθηκε να παραχωρήσει τη συγκατάθεση του και «συνέχισε με γραπτά διαβήματα, να ζητά επανεξέταση, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά, τη θέση του ότι η περιουσία του αξιοποιείται, χωρίς να θέσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία προς εξέταση».
Ο εφεσείων, αμφισβητώντας με την παρούσα έφεση την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, θεωρεί ότι η πρόταση του προς την Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας με την επιστολή του ημερομηνίας 22.5.2007, για επιπλέον ποσό €300, ώστε το ετήσιο εισόδημα αξιοποίησης της περιουσίας του να ανέλθει στα €600, επρόκειτο για νέο στοιχείο. Με σκοπό δε την τεκμηρίωση της διενέργειας σχετικής νέας έρευνας και της αποδοχής της πρότασής του, παραπέμπει σε σημείωμα της νομικού συμβούλου των εφεσιβλήτων ημερομηνίας 5.9.2008 με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Μελέτησα την περίπτωση ξανά μετά που ο αναφερόμενος έκαμε ανάκληση της δωρεάς προς τα δύο παιδιά του. Πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να υπολογιστεί υπερπληρωμή γιατί ενώ έπαιρνε δημόσιο βοήθημα μεταβίβασε περιουσία στα δύο παιδιά του που ήταν το ένα ανήλικο και το άλλο ήταν ενήλικο. Παρακαλώ να διερευνηθεί κατά πόσον η αξιοποίηση της ενοικίασης των κτημάτων για 600 λίρες ετησίως είναι ικανοποιητική. Τούτο θα επιβεβαιωθεί από το Υπουργείο Γεωργίας. Ο ίδιος ζητά αναδρομικά δικαιώματα που δεν δόθηκαν. Δεν μπορώ να γνωματεύσω επί του θέματος αν δεν έχω ολοκληρωμένη εικόνα για το αν εφαρμόζεται το άρθρο 3(10) (στ) Ν. 95/1/2006.».
Κατά την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσιβλήτων, τα όσα προβάλλει ο εφεσείων δεν είναι σχετικά και δεν αλλοιώνουν το γεγονός ότι η πράξη που προσέβαλε με την προσφυγή είναι βεβαιωτικής φύσης. Υποστήριξε συναφώς κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης, ότι καμία νέα έρευνα δεν έγινε. Η δε αναφορά στην επιστολή ημερομηνίας 31.10.2008 ότι «η περίπτωση σας επαναεξετάστηκε» δεν είναι ορθή έκφραση και αυτό που εννοείτο ήταν πως η διοίκηση «είδε προσεκτικά» την περίπτωση.
Σύμφωνα με τη πάγια θέση της νομολογίας, η βεβαιωτική πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα με αποτέλεσμα απαραδέκτως να προσβάλλεται. (Βλ. Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559 και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851 στην οποία γίνεται ανασκόπηση των εννοιών της εκτελεστής πράξης και της πράξης βεβαιωτικού χαρακτήρα). Βεβαιωτικές πράξεις, κατά τον κλασσικό ορισμό του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, (14η έκδοση) σελ.121; «. δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης, στερούνται εκτελεστότητας, και εκδίδονται συνήθως ύστερα από νέα αίτηση του διοικούμενου για το ίδιο θέμα ή άσκηση αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής.».
Πράξη ή απόφαση της Διοίκησης που εμμένει σε προηγούμενη της θέση αποτελεί βεβαιωτική πράξη, (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 240 και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 507). Στην Marfin (ανωτέρω) τονίστηκε ότι η αναθεώρηση απόφασης επί τη υποβολή νέων στοιχείων απολήγει σε νέα απόφαση μετά από δέουσα έρευνα. Το τι αποτελεί νέα έρευνα που θα καθιστούσε τη νέα πράξη εκτελεστή, είναι ζήτημα πραγματικό. Η δική μας νομολογία έχει ακολουθήσει τα βήματα της Ελληνικής νομολογίας σχετικά με το ζήτημα. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπόψη νέων ουσιωδών ή πραγματικών στοιχείων. Το χρησιμοποιηθέν όμως νέο υλικό κρίνεται αυστηρά για να μην υπάρχει καταστρατήγηση της προθεσμίας προσβολής εκτελεστής πράξης με τη δημιουργία νέας πράξης που εκδόθηκε κατ΄ επίφαση μεν νέας έρευνας, αλλά κατ΄ ουσία στη βάση των ίδιων στοιχείων. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση από τον διοικούμενο στοιχείων τα οποία δεν μεταβάλλουν την ουσία του πράγματος.
Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι η πράξη που προσέβαλε ο εφεσείων με την προσφυγή του δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά πρόκειται για βεβαιωτική πράξη. Αυτό γιατί η απόφαση της Διοίκησης η οποία περιέχεται στην επιστολή των εφεσιβλήτων ημερομηνίας 23.4.2007 για τερματισμό της παροχής δημόσιου βοηθήματος, η οποία επεξηγήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 6.7.2007, εδραζόταν επί συγκεκριμένης αιτιολογίας που αφορούσε στην άρνηση του εφεσείοντα να συγκατατεθεί στη δέσμευση της περιουσίας του. Σε σχέση με την απόφαση αυτή δεν υποβλήθηκαν από τον εφεσείοντα νέα ουσιώδη πραγματικά ή νομικά στοιχεία ώστε να ενεργοποιείται η υποχρέωση των εφεσιβλήτων να προβούν σε νέα έρευνα και επανεξέταση της πρώτης εκτελεστής απόφασης τους. Ούτε φαίνεται να είχε προηγηθεί τέτοια έρευνα - προϋπόθεση για να υπάρξει νέα εκτελεστή διοικητική πράξη - ή να υπήρξε οποιαδήποτε μεταβολή στο πραγματικό ή νομικό υπόβαθρο λήψης της απόφασης αυτής. Βέβαια, οι καθ΄ ων η αίτηση, αν έτσι έκριναν, είχαν το δικαίωμα να επανεξετάσουν την περίπτωση του εφεσείοντα. Δεν άσκησαν, όμως, τη διακριτική τους ευχέρεια υπέρ της επανεξέτασης, παρά μόνο ενέμειναν με την επιστολή τους ημερομηνίας 31.10.2008 στην πρώτη, εκτελεστή, απόφασή τους.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου