ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Α. Χατζησέργης, για εφεσείουσα Δ. Εργατούδη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-10-31 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 256/2012, 31/10/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C471

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 256/2012

 

 

 

 31 Oκτωβρίου, 2018

 

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

                  ΛΙΑΤΣΟΥ, Δ., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]

 

 

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

                                

XXXXX ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

                                                                   Εφεσείουσας/Aιτήτριας

 

ΚΑΙ

         

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.     ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ

 

                                                                   Εφεσιβλήτων/Καθ' ων η

.......

 

Α. Χατζησέργης, για εφεσείουσα

Δ. Εργατούδη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσίβλητους

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:     Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου

 

 A Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Κατ΄ επίκληση της παρ. 1(β) του Παραρτήματος Β, του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας (στο εξής το Σχέδιο), η Πολεοδομική Αρχή (Π/Α) απέρριψε, στις 18.7.06, αίτηση των ιδιοκτητών του τεμαχίου 2XXXXX2, Φ/Σχ. ΧΧΙ/63.Ε1, Τμήμα 2, στην Αγλαντζιά (στο εξής το τεμάχιο) για χορήγηση πολεοδομικής άδειας προς ανέγερση στο τεμάχιο μιας κατοικίας.  Και αυτό με την αιτιολογία ότι «η ανάπτυξη προτείνεται να πραγματοποιηθεί σε τεμάχιο το οποίο δεν έχει μετατραπεί σε οικόπεδο και από το οποίο δεν έχουν διασφαλιστεί οι απαραίτητες συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου 1(β) του Παραρτήματος Β, του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.  Συγκεκριμένα δεν έχουν προσκομιστεί σχέδια στα οποία να υιοθετείται με ακρίβεια η γραμμή ρυμοτομίας, ο πεζόδρομος και ο δημόσιος χώρος πρασίνου που επηρεάζουν το τεμάχιο».

 

      Οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου - μεταξύ των οποίων και η εφεσείουσα - αντέδρασαν στην απόρριψη της αίτησής τους με ιεραρχική προσφυγή, πλην όμως χωρίς επιτυχία.  Στη συνέχεια όμως, δικαιώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή 1404/2007 το οποίο αποφάνθηκε ότι το τεμάχιο δεν ήταν χωράφι αλλά οικόπεδο και ως εκ τούτου ακύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Π/Α ως μη δεόντως αιτιολογημένη (βλ. Μαρία Οικονόμου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1404/2007, ημερ. 14.9.2009).

 

      Η προαναφερθείσα πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εφεσιβλήθηκε με την Α.Ε.171/2009, αλλά ως αποτέλεσμα υποδείξεων της Ολομέλειας αποσύρθηκε στις 11.12.2012 λόγω απώλειας του αντικειμένου της.  Τούτο γιατί, στο μεταξύ και συγκεκριμένα στις 28.2.2008, οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου είχαν υποβάλει δύο πολεοδομικές αιτήσεις για άδεια μετατροπής του τεμαχίου σε οικόπεδο (Αιτ. Αρ. ΛΕΥ/0358/08) και για ανέγερση δύο κατοικιών και μιας πολυκατοικίας εννέα διαμερισμάτων (Αιτ. Αρ. ΛΕΥ/0359/08).  Με επιφύλαξη όμως, όπως σημείωσαν στις αιτήσεις τους, των δικαιωμάτων τους λόγω του ότι εκκρεμούσε η προσφυγή 1404/2007 (ανωτέρω).

 

      Η Π/Α ενέκρινε τις  προαναφερθείσες αιτήσεις με απόφασή της ημερ. 21.4.2008, αλλά οι όροι που έθεσε κρίθηκαν από τους ιδιοκτήτες του τεμαχίου επαχθείς και στη βάση αυτή την προσέβαλαν με ιεραρχική προσφυγή.  Χωρίς όμως επιτυχία, αφού στις 14.9.2009 η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή την απέρριψε.  Ακολούθησε η καταχώριση από την εφεσείουσα της υπ΄ αρ. 1710/2009 προσφυγής, με την οποία προσέβαλε την εν λόγω απόφαση, προβάλλοντας βασικά ότι αυτή δεν ήταν προϊόν δέουσας έρευνας σ΄ ότι αφορά ιδιαίτερα το εύρημα ότι το τεμάχιο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως οικόπεδο. Το τεμάχιο, σύμφωνα με τη θέση της, είχε οικοπεδοποιηθεί από τις 27.7.1978 όταν ο Έπαρχος Λευκωσίας είχε χορηγήσει στην τότε ιδιοκτήτριά του, τη Ρεβέκκα Γιάγκου, την υπ΄ αρ. Ε12721 άδεια οικοδομής για ανέγερση κατοικίας και σ΄ αυτή το τεμάχιο περιγραφόταν ως οικόπεδο.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την προσφυγή της εφεσείουσας, κατέληξε ότι ορθά οι εφεσίβλητοι θεώρησαν πως το τεμάχιο δεν ήταν οικόπεδο και στην απουσία άδειας διαίρεσης γης ή οικοπεδοποίησης κατά τα προβλεπόμενα στην σχετική ερμηνεία του όρου «οικόπεδο» του Παραρτήματος Α του Σχεδίου, η απλή αναφορά σε ένα τυποποιημένο έντυπο άδειας οικοδομής του 1978 σε «οικόπεδο» αντί τεμάχιο δεν καθιστούσε λανθασμένη την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής, ούτε και στοιχειοθετούσε έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

      Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την υπό κρίση έφεση την προσβάλλει με ένα λόγο έφεσης.  Δηλαδή, ότι το  πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ορισμό της λέξης «οικόπεδο» του Παραρτήματος Α του Σχεδίου και/ή δεν έλαβε υπόψη την απόφαση στην προσφυγή 1404/2007, με την οποία κρίθηκε ότι το επίδικο τεμάχιο ήταν οικόπεδο. Ισχυρίζεται συναφώς ότι:-

 

1.   Η απόφαση στην προσφυγή 1404/2007 δημιούργησε για τη Διοίκηση και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεδικασμένο ως προς το ότι το τεμάχιο ήταν οικόπεδο.  Κατά την επ΄ ακροατηρίω, όμως, συζήτηση της υπόθεσης διαφοροποίησε τη θέση της υποστηρίζοντας ότι η εν λόγω απόφαση δεν δημιούργησε δεδικασμένο, αλλά είχε πειστικό χαρακτήρα,

 

2.   Το τεμάχιο είχε χαρακτηριστεί ως «οικόπεδο» από το 1978, δηλαδή πριν τεθεί σε ισχύ ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972 (Ν.90/72) και ενόψει τούτου εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τον ορισμό που αποδίδεται στο «οικόπεδο» από το Παράρτημα Α του Σχεδίου.  Θέση που δεν είναι ορθή εφόσον ο Νόμος 90/1972 δημοσιεύθηκε στις 8.12.1972 και

 

3.   Η Διοίκηση έδρασε αντιφατικά και κακόπιστα καθότι αναίρεσε κεκτημένα δικαιώματα της, με σκοπό να εξασφαλίσει περιοριστικούς όρους υπέρ του δημοσίου χωρίς να επωμισθεί κόστος.

 

      Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.  Το τεμάχιο, εισηγήθηκαν, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως οικόπεδο γιατί ουδέποτε χορηγήθηκε άδεια μετατροπής του σε οικόπεδο είτε βάσει του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 είτε βάσει του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.  Επιπρόσθετα, η οικοπεδοποίηση του τεμαχίου αποτελούσε κατά πάντα χρόνο απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση άδειας ανάπτυξης, γεγονός το οποίο αναγνωρίστηκε από την ίδια την εφεσείουσα με την υποβολή της αίτησης διαχωρισμού στις 28.2.2008.  Με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, το οποίο εν προκειμένω θέτει εν αμφιβόλω το έννομο συμφέρον της εφεσείουσας να προωθήσει την παρούσα έφεση.

 

      Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων.  Να παρατηρήσουμε κατ΄ αρχάς ότι ο ισχυρισμός ότι η Διοίκηση έδρασε αντιφατικά και κακόπιστα δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και συνεπώς δεν μπορεί να προβάλλεται κατ' έφεση.   Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στον σταθερό νομολογιακό κανόνα ότι, με εξαίρεση ζητήματα δημοσίας τάξης, δεν μπορούν να προβάλλονται κατ' έφεση λόγοι για την ακύρωση διοικητικής πράξης διαφορετικοί από εκείνους που στοιχειοθέτησαν την προσφυγή και προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Κυπριανού v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 510, Κανέλλης κ.ά., v. Kοινοτικού Συμβουλίου Παλιομετόχου (2004) 3 ΑΑΔ 426, Λουγκρού Χατζησυμεού v. Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση αρ. 152/2010, ημερ. 20.10.2015), ECLI:CY:AD:2015:C694.

 

      Αναφορικά τώρα με την εισήγηση των εφεσιβλήτων ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης εφαρμόζεται η αρχή της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, να υπενθυμίσουμε ότι η υπό αναφορά αρχή εφαρμόζεται όταν ο ενδιαφερόμενος είχε προηγουμένως αποδεχτεί την προσβαλλόμενη πράξη οπόταν και το έννομο συμφέρον του εξαλείφεται. Υπάρχουν όμως δύο προϋποθέσεις, ότι ο ενδιαφερόμενος προβαίνει στην αποδοχή (α) έχοντας πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών και (β) χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 260-261, Παπαδόπουλος κ.α. v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, Κωνσταντίνου κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 282, Kαπακιώτης και Παπαέλληνας Λτδ, Αναθ. Έφεση Αρ. 91/2011, ημερ. 21.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:C568).   Στην παρούσα όμως περίπτωση η αίτηση μετατροπής του επίδικου τεμαχίου σε οικόπεδο ημερ. 28.2.2008 είχε υποβληθεί άνευ βλάβης δικαιωμάτων και με συνημμένη επιστολή στην οποία οι ιδιοκτήτες είχαν εκδηλώσει τη σαφή αντίθεσή τους στην προηγηθείσα σχετική απόφαση της Π/Α, στοιχείο που αποκαλύπτει πως δεν έχει αποδειχθεί ανεπιφύλακτη αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπώς δεν παρέχεται έδαφος για εφαρμογή του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

 

      Eπί της ουσίας, τώρα, το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι το κατά πόσο με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν και το νομοθετικό καθεστώς που διήπε την περίπτωση κατά τον κρίσιμο χρόνο, το επίδικο τεμάχιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως οικόπεδο για σκοπούς πολεοδομικής ανάπτυξης.

 

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη θέση των εφεσίβλητων σημείωσε επί του θέματος τα ακόλουθα:

 

«Η αιτήτρια περαιτέρω θεωρεί πως οι καθ' ων η αίτηση λανθασμένα θεώρησαν ότι το επίδικο τεμάχιο δεν ήταν οικόπεδο. Και αυτό διότι οι συνθήκες οικοπεδοποίησης του συγκεκριμένου τεμαχίου έχουν διασφαλιστεί όταν το 1978 ο Έπαρχος Λευκωσίας, που ήταν τότε η αρμόδια αρχή, χορήγησε άδεια οικοδομής για ανέγερση κατοικίας στο εν λόγω τεμάχιο περιγράφοντας το ως οικόπεδο.

 

Σύμφωνα με το Παράρτημα Α του Τοπικού Σχεδίου, ο όρος οικόπεδο, σημαίνει "τεμάχιο γης, που έχει προκύψει με την υλοποίηση Πολεοδομικής Άδειας ή/και άδειας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ.96), που αφορά διαίρεση γης σε χωριστά οικόπεδα ή οικοπεδοποίηση γης, και για την τελευταία έχει εκδοθεί Πιστοποιητικό Εγκρίσεως από την Αρμόδια Αρχή".

 

Ενώ η αιτήτρια παραπέμπει στον πιο πάνω ορισμό, δεν υπάρχει ισχυρισμός πως υπήρξε άδεια διαίρεσης γης ή οικοπεδοποίηση της ως η πιο πάνω αναφερόμενη. Μόνο ισχυρισμός πως το επίδικο τεμάχιο είναι οικόπεδο, με βάση την απλή αναφορά μόνο στην άδεια οικοδομής του 1978 στη λέξη "οικόπεδο". Ιδίως, μάλιστα, όταν η λέξη "οικόπεδο" στην εν λόγω άδεια οικοδομής, πράγματι ήταν μέρος τυποποιημένου εντύπου, έξω από τα όσα χειρόγραφα στην ίδια άδεια προστέθηκαν, στα οποία γίνεται αναφορά σε "τεμάχιο" και όχι "οικόπεδο".

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, καταλήγω ότι ορθά οι καθ΄ ων η αίτηση, στα πλαίσια της ενώπιόν τους αίτησης για πολεοδομική άδεια, θεώρησαν πως το εν λόγω τεμάχιο δεν ήταν οικόπεδο, οπότε ούτε και εδώ στοιχειοθετείται έλλειψη δέουσας έρευνας».

 

 

     Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 «οικόπεδο» σημαίνει «τεμάχιο γης κατάλληλο για οικοδομικούς σκοπούς, το οποίο έχει προκύψει με την υλοποίηση πολεοδομικής άδειας δυνάμει του παρόντος Νόμου ή και άδειας διαίρεσης δυνάμει του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, για μετατροπή ή και διαίρεση ακίνητης ιδιοκτησίας σε οικόπεδο ή και σε χωριστά οικόπεδα και για την τελευταία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή».

 

      Ο πιο πάνω ορισμός υιοθετείται και στο Παράρτημα Α του Σχεδίου[1], οι πρόνοιες του οποίου δυνάμει του άρθρου 26(1) του Νόμου 90/72 λαμβάνονται υπόψη από την Πολεοδομική Αρχή στα πλαίσια λήψης πολεοδομικής απόφασης.   Στο δε άρθρο 3(1)(γ) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ.96), δυνάμει του οποίου είχε εκδοθεί στις 21.7.1978 η άδεια οικοδομής για το επίδικο τεμάχιο, προβλέπεται ότι «κανένα πρόσωπο δεν δύναται να διανοίγει ή να διαιρεί οποιαδήποτε γη (ανεξάρτητα από το αν οποιεσδήποτε άλλες οικοδομές ή οικοδομές που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για γεωργία ή δασοκομία, υπάρχουν επ' αυτής ή όχι) σε χωρισμένα οικόπεδα. χωρίς άδεια γι' αυτό, η οποία λαμβάνεται προηγουμένως από την αρμόδια αρχή όπως καθορίζεται στο εδάφιο (2) ή όταν η άδεια εκδίδεται δυνάμει της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου (2) του άρθρου 14, από το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως».

 

    Όπως ορθά παρατηρήθηκε στην πρωτόδικη απόφαση ενώ η εφεσείουσα αναφέρεται στον πιο πάνω ορισμό, δεν έχει παρουσιάσει ούτε και εισηγήθηκε ότι υπάρχει η έχει εκδοθεί προς όφελος του τεμαχίου καθ' οιονδήποτε χρόνο η ανάλογη   πολεοδομική άδεια βάσει του Ν.90/72 ή η αντίστοιχη άδεια διαίρεσης ή οικοπεδοποίησης του άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ. 96).  Αντίθετα, στηρίζει αποκλειστικά την αξίωση της στο έντυπο της  άδεια οικοδομής αρ. 12721 του 1978 και πιο συγκεκριμένα στη λέξη «οικόπεδο» που αναφέρεται στην παράγραφο 1 των όρων αυτής της άδειας.

 

   Στο σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών προς την Υπουργική Επιτροπή για σκοπούς της ιεραρχικής προσφυγής η Πολεοδομική Αρχή, εξετάζοντας το πιο πάνω ζήτημα υπό το φως του σχετικού ισχυρισμού της εφεσείουσας, κατέγραψε τα ακόλουθα:

 

«. ουδέποτε το τεμάχιο μετατράπηκε σε οικόπεδο κατόπιν χορήγησης άδειας διαχωρισμού. Η αναφορά αυτή γίνεται σε ένα τυποποιημένο υπηρεσιακό έγγραφο στο οποίο όλα τα τεμάχια για τα οποία υποβαλλόταν αίτηση για χορήγηση άδεια οικοδομής αναφέρονταν ως τεμάχια».

  Σημειώνεται ότι με την πιο πάνω άποψη συμφώνησε ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ο Δήμος Αγλαντζιάς και το Υπουργείο Εσωτερικών το οποίο σημείωσε περαιτέρω ότι «ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι στον τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου (Παράρτημα Θ) αυτό περιγράφεται ως οικόπεδο, δεν ευσταθεί, καθώς στον τίτλο το τεμάχιο περιγράφεται ως ισόγεια κατοικία με αυλή, εξωτερικά κτίρια και λάκκο».

 

 

    Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, είναι προφανές ότι η έρευνα που διεξήχθη από τη Διοίκηση ήταν πλήρης και η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής εύλογη και αιτιολογημένη, η δε πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και σύμφωνη με τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί.  Η απόφαση στην προσφυγή αρ. 1404/2007 επί της οποίας στηρίχθηκε σε μέγιστο βαθμό η επιχειρηματολογία της εφεσείουσας, δεν αποτελούσε δεσμευτικό προηγούμενο ούτε και ήταν υποχρεωμένο το πρωτόδικο Δικαστήριο να την ακολουθήσει (βλ. Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363).

 

      Υπό το φως των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται, με €2.500 έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

                                                                                               

                                                                             Μ. Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                                             Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                             Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                             Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                                             Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

/κβπ



[1] «οικόπεδο» σημαίνει τεμάχιο γης, που έχει προκύψει με την υλοποίηση Πολεοδομικής Άδειας και/ή άδειας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ. 96), που αφορά διαίρεση γης σε χωριστά οικόπεδα ή οικοπεδοποίηση της και για την τελευταία έχει εκδοθεί Πιστοποιητικό Εγγραφής από την Αρμόδια Αρχή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο