ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C231
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 39/2012)
15 Μαΐου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΛΟΥΚΑΣ ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση,
ΚΑΙ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΚΟΥΖΑΡΙΔΗ,
Ενδιαφερομένου Μέρους.
_________________________
Θεογνωσία Κουσπή, για τον Εφεσείοντα.
΄Αννα Χρίστου, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
Ανδρέας Καρεκλάς, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με απόφαση της εφεσίβλητης, καθ' ης η αίτηση, Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, (η «Αρχή»), ημερομηνίας 7.7.2009, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην παρούσα διαδικασία, Ευστάθιος Κουζαρίδης, προάχθηκε στη μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνικού - Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία, Επιθεώρηση Εγκαταστάσεων) - Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακας, από 1.8.2009. Η εν λόγω απόφαση αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής με αρ. 1293/2009, την οποία καταχώρισε ο εφεσείων, αιτητής, υποψήφιος, επίσης, για την πιο πάνω θέση, ισχυριζόμενος ότι αυτή ήταν προϊόν πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας και μη επαρκώς αιτιολογημένη.
Αποτέλεσε, κατ' αρχάς, εισήγηση, πρωτόδικα, του εφεσείοντος ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, (η «Συμβουλευτική Υπεπιτροπή»), ήταν αναιτιολόγητη, αντίθετη προς τους σχετικούς Κανονισμούς και δεν υποστηριζόταν από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων των υποψηφίων. ΄Ηταν η θέση του ότι η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή περιορίστηκε σε απλή αναφορά στα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, αποφεύγοντας να αξιολογήσει τα στοιχεία ενός εκάστου των υποψηφίων, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε γενικά και αβάσιμα συμπεράσματα. Σημειώνεται πως τα μέλη της διαφώνησαν με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του υποψηφίου Πέτρου Κωνσταντίνου και, αντί αυτού, σύστησαν ομόφωνα για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
΄Ηταν, περαιτέρω, η θέση του εφεσείοντος, πρωτόδικα, πως αδικαιολόγητα η Αρχή και, προηγουμένως, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κατέληξαν στην επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου, δεδομένου ότι ο ίδιος υπερείχε αυτού καταφανώς σε αρχαιότητα, ενώ, ως προς τα προσόντα, αυτοί ήταν ισοδύναμοι, αφού και οι δύο κατείχαν πρόσθετα προσόντα. Το μόνο στοιχείο, επεσήμανε, στο οποίο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε έναντί του, και σε αυτό οριακά και αμελητέα, ήταν στη βαθμολογημένη αξία. Συγκεκριμένα, υπέβαλε ότι το προβάδισμα του ενδιαφερομένου προσώπου στις αξιολογήσεις των τελευταίων πέντε ετών, που λήφθηκαν υπόψη, (2003 έως 2007), ήταν «της τάξης των 3 Α», ενώ η υπεροχή του ιδίου σε αρχαιότητα, που αφορούσε στην αμέσως προηγούμενη της υπό αναφορά θέση, υπερέβαινε τα οκτώ έτη. Τόνισε δε ότι η εν λόγω υπεροχή του συνιστούσε υπεροχή του και σε πείρα.
Τέλος, ο εφεσείων, σε σχέση με τον ισχυρισμό του περί έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, υπέδειξε, πρωτόδικα, ότι η απόφαση της Αρχής, ως προς την άσκηση της κρίσης της, αντί να είναι το αποτέλεσμα ξεχωριστής διερεύνησης, περιείχε πανομοιότυπο, σχεδόν, λεκτικό με εκείνο της γνωμοδότησης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και, ως εκ τούτου, έπασχε, για τους ίδιους, ακριβώς, λόγους, που έπασχε και η άσκηση κρίσης από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή. Ισχυρίστηκε, ακόμη, πως η όποια αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν αντιφατική και παράνομη, γιατί τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής χρησιμοποίησαν, ανάλογα με τον υποψήφιο με τον οποίο ή τους υποψηφίους με τους οποίους σύγκριναν, διαφορετικό μέτρο κρίσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι η Αρχή έσφαλε στην εκτίμηση και στη στάθμιση των διαφόρων κριτηρίων επιλογής, ή ότι αυτή άσκησε την κρίση της μη εύλογα. Καταλήγοντας δε ότι η απόφασή της λήφθηκε εντός των νομίμων πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας, απέρριψε την προσφυγή. Συγκεκριμένα, αφού σημείωσε ότι η υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου, έναντι του εφεσείοντος, σε βαθμολογημένη αξία ήταν της τάξεως των 4 Α και όχι των 3 Α, όπως, εσφαλμένα, υποστηρίχθηκε στη γραπτή αγόρευση του εφεσείοντος, έκρινε ότι η εν λόγω υπεροχή ήταν μια ουσιαστική και όχι αμελητέα διαφορά σε αξία, που ανέτρεπε, υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου, την όποια ισοδυναμία τους, με αποτέλεσμα η αρχαιότητα του εφεσείοντος να μην προσλάμβανε αποφασιστική σημασία. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγήθηκε, με παραπομπή σε νομολογία, όπου αποφασίστηκε, όπως ανέφερε, ότι: «... η αρχαιότητα αποκτά βαρύνουσα σημασία εκεί όπου οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι ως προς τα στοιχεία της αξίας και των προσόντων.»[1] και ότι «..., το βασικό κριτήριο για προαγωγή ή διορισμό είναι η αξία»[2].
Ως προς την υπεροχή σε αξία, παρέπεμψε, επίσης, σε νομολογία, όπου κρίθηκε ότι, αναφορικά με τη βαθμολογημένη αξία, η υπεροχή προσώπου κατά 4 «εξαίρετα» συνιστούσε υπέρτερη αξία αυτού[3] και η υπεροχή κατά 5 Α έδιδε στον κάτοχό της σημαντικό προβάδισμα[4]. Περαιτέρω, ως προς το στοιχείο της πείρας, το οποίο, όπως ήδη λέχθηκε, επίσης, επικαλέστηκε υπέρ του ο εφεσείων, ανέφερε πως το συγκεκριμένο κριτήριο: «... δεν συμπίπτει με την αρχαιότητα, αλλά συναρτάται με τη γενικότερη αξία υποψηφίου. ΄Οπως τονίστηκε και στην υπόθεση Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 ΑΑΔ 624, η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας, η οποία και αποκτάται ως πρακτική γνώση κάποιου ο οποίος επιδίδεται σε ένα συγκεκριμένο τομέα ή είδος εργασίας.»
Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς την εισήγηση ότι το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν όμοιο ή πανομοιότυπο με εκείνο της γνωμοδότησης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναιτιολόγητη η τελική απόφαση της Αρχής, κατέληξε ότι το γεγονός αυτό, από μόνο του, δεν καταδείκνυε έλλειψη δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας. Κατά την κρίση του, οι προσεγγίσεις της Αρχής τεκμηριώνονταν από το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων των υποψηφίων. ΄Οπως δε χαρακτηριστικά κατέγραψε, εφόσον τα κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη κατά τη διενέργεια της υπό αναφορά προαγωγής καταγράφηκαν στο σχετικό πρακτικό της Αρχής και αυτά ήταν τα θεσμοθετημένα και εφόσον, από την αντιπαραβολή των στοιχείων, δεν προέκυπτε διαφορετική εικόνα για τους δύο υποψηφίους ή έκδηλη υπεροχή του εφεσείοντος έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου, η Αρχή, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ενήργησε εντός των νομίμων πλαισίων της διακριτικής της εξουσίας.
Εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε η υπό εξέταση έφεση, με την οποία αμφισβητείται η ορθότητά της, στο σύνολό της. Η βασική πτυχή της στρέφεται γύρω από την κρίση του ότι η Αρχή είναι στα ορθά πλαίσια που έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε σε αξία έναντι του εφεσείοντος, αντισταθμίζοντας, έτσι, την αρχαιότητά του.
Ειδικότερα, ο εφεσείων εισηγείται ότι η Αρχή ενήργησε υπό πλάνη όσον αφορά την αξία και την αρχαιότητα του ιδίου και του ενδιαφερομένου προσώπου. Πλανήθηκε, επίσης, ισχυρίζεται, ως προς την πείρα του, προσθετική της αξίας του, την οποία παρασιώπησε. Η ευπαίδευτη συνήγορός του δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι, κατά την πενταετία 2003 έως 2007, η οποία λήφθηκε υπόψη, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε του εφεσείοντος στις αξιολογήσεις κατά 4 Α. ΄Ηταν, όμως, η θέση της ότι μια τέτοια διαφορά, της έκτασης των 3 έως 4 Α, στις αξιολογήσεις των συγκρινομένων υποψηφίων κατά τα τελευταία πέντε έτη υπηρεσίας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, δεν προσδίδει υπεροχή στην αξία στον υποψήφιο που κατέχει αυτήν υπέρ του, αλλά, αντίθετα, καθιστά τους συγκρινομένους υποψηφίους απόλυτα ισοδύναμους στο συγκεκριμένο κριτήριο. Παρέπεμψε δε, προς τούτο, σε αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου ανάλογες διαφορές χαρακτηρίστηκαν οριακές, οι οποίες αναδείκνυαν, ουσιαστικά, ισοδύναμους σε αξία υποψηφίους.
Περαιτέρω, η συνήγορος του εφεσείοντος, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, εισηγήθηκε πως, ενόψει της ισοδυναμίας των δύο υποψηφίων σε αξία, δεν μπορούσε να αποτιμηθεί ως μη αποφασιστικής ή μη βαρύνουσας σημασίας η υπεροχή του εφεσείοντος, έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου, σε αρχαιότητα, κατά οκτώ και πλέον έτη στην προηγούμενη της υπό αναφορά θέση. Παρέπεμψε, σχετικά, σε αποφάσεις, όπου μεγάλη διαφορά στην αρχαιότητα, (πέραν των 16 ετών), κρίθηκε ικανή για παράκαμψη του πλεονεκτήματος. Αναφέρθηκε δε στην αρχή, σύμφωνα με την οποία η αρχαιότητα επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου, λόγω της πείρας, που, ως λογική απόρροια, προέρχεται από αυτή.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος της Αρχής τόνισε το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε στην αξία κατά 4 Α και παρέπεμψε σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία ο υποψήφιος με υψηλότερη αξία εκτελεί αποτελεσματικότερα και αποδοτικότερα τα καθήκοντα της θέσης. Υπενθύμισε δε τη βασική αρχή πως το κύριο κριτήριο για προαγωγή ή διορισμό είναι η αξία. Αναφορικά δε με την αρχαιότητα, επεσήμανε ότι αυτή θα ήταν αποφασιστικός παράγοντας, αν οι υποψήφιοι ήταν, κατά τα άλλα, ισοδύναμοι. Η Αρχή, υπέδειξε, δεν παραγνώρισε την αρχαιότητα του εφεσείοντος, αλλά, συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιόν της δεδομένα, κατέληξε, εύλογα, στην επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου. Τέλος, ως προς την πείρα, επανέλαβε τα όσα αποφασίστηκαν, σχετικά, από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Σύμφωνα με τον Κ. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86), οι προαγωγές αποφασίζονται με βάση την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα, τα προσόντα, σε συσχετισμό με το ισχύον για τη θέση σχέδιο υπηρεσίας, και την επίδοση κάθε υποψηφίου. Σημειώνεται πως, στην παρούσα περίπτωση, το σχετικό πρακτικό της Αρχής καταδεικνύει ότι τα εν λόγω κριτήρια λήφθηκαν υπόψη. Αυτά δε υποστηρίζονται από τα στοιχεία των φακέλων.
΄Εχει, ήδη, παρατεθεί η εικόνα του εφεσείοντος και του ενδιαφερομένου προσώπου, σε ό,τι αφορά τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Κατ' αρχάς, αναφορικά με το κριτήριο της αξίας, εκείνο που, με ασφάλεια, προκύπτει από τη νομολογία είναι πως το εν λόγω κριτήριο, παρόλο που δεν έχει τοποθετηθεί από το νομοθέτη στην κορυφή των κριτηρίων αξιολόγησης, καθιερώθηκε ως το βασικό κριτήριο για προαγωγή ή διορισμό, (βλ. Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217, σελίδα 1221) και Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω). Συνεπώς, η υπεροχή, εν προκειμένω, του ενδιαφερομένου προσώπου, έναντι του εφεσείοντος, κατά 4 Α, σε αξία δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι του προσδίδει ένα σημαντικό προβάδισμα. Πρόσθετα, η συγκεκριμένη υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου καταδεικνύει και την υπεροχή του στα κριτήρια της ικανότητας και της πείρας. Αναφορικά με το κριτήριο της ικανότητας, έχει νομολογηθεί ότι η ικανότητα ενός υποψηφίου κρίνεται από την αντικειμενική αξία, η οποία εξάγεται από τις βαθμολογίες του στις εμπιστευτικές του εκθέσεις, (βλ. Γεωργίου ν. Α.Η.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 674, σελίδα 679). ΄Οσον αφορά δε το κριτήριο της πείρας, έχει νομολογηθεί ότι αυτό «δεν εξαρτάται μόνο από τη χρονική διάρκεια της υπηρεσίας, αλλά και από την αξία του καθενός», (βλ. Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, σελίδα 118). Η θέση, λοιπόν, του εφεσείοντος ότι αυτός είναι ισοδύναμος σε αξία με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν ευσταθεί. Δεδομένης δε της συνολικής εικόνας των εν λόγω υποψηφίων, σε ό,τι αφορά το σύνολο των κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη, διαπιστώνεται ότι η Αρχή ενήργησε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας και η απόφασή της για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν εύλογα επιτρεπτή.
΄Εχει, ήδη, αναφερθεί ότι το μόνο στοιχείο στο οποίο υπερτερούσε ο εφεσείων ήταν αυτό της αρχαιότητας. Η αρχαιότητα, όμως, από μόνη της, δεν αποτελεί το ρυθμιστικό παράγοντα, (βλ. Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377, σελίδα 381), ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν οι υποψήφιοι δεν είναι, κατά τα άλλα, ίσοι, (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά., πιο πάνω). ΄Εχει, εξάλλου, νομολογηθεί ότι το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο εκεί όπου αυτό ικανοποιείται ότι ο αιτητής υπερέχει έκδηλα του επιλεγέντος, (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, σελίδα 338), και η παρούσα δεν είναι τέτοια περίπτωση.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, συν Φ.Π.Α.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756, σελίδα 763
[2] Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 560, σελίδα 562
[4] Τσιερκέζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 792/2002, 12.8.2003