ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μιχαηλίδου, Δέσπω Λιάτσος, Αντώνης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Κ. Χατζηιωάννου, για την Εφεσείουσα. Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα) και Ρ. Πασιουρτίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ν. F.W.W. SUPER DEPARTMENT STORES LTD ΠΡΩΗΝ ΛΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ Δ. ΧΑΙΛΗ (ΑΘΗΑΙΝΙΤΗΣ) ΛΤΔ κ.α., Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 37/2011, 3/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C149

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 37/2011)

 

3 Απριλίου, 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ,  ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

 ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

1.   F.W.W. SUPER DEPARTMENT STORES LTD

(ΠΡΩΗΝ ΛΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ Δ. ΧΑΙΛΗ (ΑΘΗΑΙΝΙΤΗΣ) ΛΤΔ,

2.   ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΙΛΗ,

3.   ΕΛΕΝΑΣ ΧΑΙΛΗ,

4.   ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΙΛΗ,

5.   ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΑΙΛΗ,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

 

Κ. Χατζηιωάννου, για την Εφεσείουσα.

Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα) και Ρ. Πασιουρτίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

 

_ _ _ _ _ _

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί  από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η επίδικη ιδιοκτησία απαλλοτριώθηκε από την Εφεσείουσα - Καθ΄ ης η αίτηση « . για την ανέγερση μέσα σ' αυτή κτιρίων με σκοπό την εγκατάσταση μηχανημάτων για την ανάπτυξη και επέκταση των τηλεπικοινωνιών, για την οποία υπεύθυνη είναι η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου». Το σχετικό Διάταγμα Απαλλοτρίωσης δημοσιεύθηκε στις 29.3.1996.

 

Μετά από πάροδο 12 και πλέον ετών, οι δικηγόροι των Εφεσιβλήτων - Αιτητών, με επιστολή τους, ημερομηνίας 23.5.2008, ζήτησαν επιστροφή του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, προσφέροντας ταυτόχρονα το ποσό της αποζημίωσης που είχε εισπραχθεί.  Όπως ήταν η θέση τους, «ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν κατέστη εφικτός μέσα σε περίοδο των τριών χρόνων από την ημερομηνία της σχετικής απαλλοτρίωσης και/ή μέχρι σήμερα».  Το αίτημά τους απορρίφθηκε με επιστολή της Εφεσείουσας, ημερομηνίας 7.8.2008, με την εξήγηση πως «η ΑΤΗΚ έχει προχωρήσει εντός προθεσμιών και μετέπειτα σε ουσιαστικές ενέργειες που κατέστησαν το έργο για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση εφικτό και προχωρεί στην υλοποίησή του .. περαιτέρω και/ή διαζευκτικά οι αναφερόμενοι πελάτες σας δεν νομιμοποιούνται στο να ζητούν την επιστροφή του ακινήτου που είναι αντικείμενο της απαλλοτρίωσης».

 

Η απόρριψη του αιτήματος για την επιστροφή του κτήματος οδήγησε στην καταχώρηση προσφυγής με Αιτητές την τότε ιδιοκτήτρια του ακινήτου, Εφεσίβλητη 1, και τους τότε μετόχους της, Εφεσίβλητους 2 - 5. Προσβαλλόταν η αρνητική απόφαση και/ή η παράλειψη προς επιστροφή της ακίνητης ιδιοκτησίας.

 

Πρωτοδίκως, υποβλήθηκε προδικαστική ένσταση περί απαράδεκτου της προσφυγής και περί έλλειψης νομιμοποίησης των Αιτητών. Το Δικαστήριο, αναλύοντας το υποβληθέν αίτημα, έκρινε ως αβάσιμη την προδικαστική ένσταση σε σχέση με την Αιτήτρια - Εφεσίβλητη 1. Σε ό,τι όμως αφορούσε τους Αιτητές - Εφεσίβλητους 2 - 5 έκρινε πως δεν νομιμοποιούντο στην άσκηση της προσφυγής. Η κατάληξή του αυτή δεν συνιστά επίδικο ζήτημα ενώπιόν μας και δεν θα απασχολήσει περαιτέρω. Αλλωστε, ταυτόσημη ήταν, τελικά, και η θέση των εν λόγω Αιτητών κατά την πορεία εκδίκασης πρωτοδίκως της προσφυγής. Τόσο οι ίδιοι, όσο και η Εφεσίβλητη 1 δέχθηκαν ότι συνενώθηκαν ως Αιτητές μόνο «για να καλύψουν κάθε ενδεχόμενο».

 

Ως προς την ουσία της υπόθεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και εδραζόμενο στις αρχές που διέπουν το θέμα της υποχρέωσης επιστροφής απαλλοτριωθέντος ακινήτου, όπως έχουν επεξηγηθεί από την Πλήρη Ολομέλεια στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166, κατέληξε πως, στη βάση όλων των δεδομένων, αποτελούσε υποχρέωση της Εφεσείουσας να επιστρέψει το ακίνητο. Υπό το πρίσμα αυτό, έγινε αποδεκτή η προσφυγή της Εφεσίβλητης 1, με έξοδα. Για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν η προσφυγή των υπολοίπων Αιτητών - Εφεσιβλήτων 2 - 5 απορρίφθηκε, χωρίς διαταγή για έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε με διαταγή όπως «.. παν το παραληφθέν έδει να είχε εκτελεστεί.».

 

Η πρωτόδικη κρίση πλήττεται με επτά λόγους έφεσης, σε μεγάλη έκταση αλληλοκαλυπτόμενους. Με τους πρώτους πέντε λόγους έφεσης εγείρεται ενώπιόν μας το ζήτημα της νομιμοποίησης της Εφεσίβλητης 1, σε συσχέτιση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και πιο συγκεκριμένα τις διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώραν μεταξύ των μερών προτού οδηγηθεί η Εφεσείουσα στην απαλλοτρίωση του επιδίκου κτήματος. Παράλληλα, αμφισβητείται και η πρωτόδικη κρίση ως προς το κατά πόσο η Εφεσίβλητη 1 ήταν η ιδιοκτήτρια του απαλλοτριωθέντος κτήματος και το πρόσωπο που νομιμοποιείτο στη λήψη αποζημίωσης. Οι λόγοι έφεσης 6 και 7 αφορούν την ουσία της υπόθεσης και πλήττουν ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση ως προς το ζήτημα της υποχρέωσης επιστροφής του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και την κατάληξη ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν υλοποιήθηκε ή είχε εγκαταλειφθεί.

 

Προκειμένου να γίνει κατανοητή η θέση της Εφεσείουσας που καλύπτει τους πέντε πρώτους λόγους έφεσης είναι επιβεβλημένη η παράθεση των δεδομένων που οδήγησαν στην επίδικη απαλλοτρίωση, όπως αυτά αποτυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«Τα δεδομένα συμπλέκονται και θα βοηθούσε στην κατανόηση της φύσης των επιχειρημάτων της Αρχής, αν τα συνόψιζα εξ αρχής.  Η αιτήτρια 1 εγγράφως πρότεινε στην Αρχή την πώληση του ακινήτου.  Εκδηλώθηκε ενδιαφέρον και συζητήθηκε το τίμημα.  Η αιτήτρια 1 ζητούσε £350.000 ποσό που η Αρχή, ενόψει εκτίμησης που είχε εξασφαλίσει, δεν ήταν έτοιμη να καταβάλει.  Σχετική αναφορά υπάρχει και στο πρακτικό συνάντησης Επιτροπής της Αρχής και του Δ. Χαϊλή εκ μέρους της αιτήτριας 1, ημερομηνίας 17.11.1995.  Σ' αυτό το πρακτικό, εν τέλει, καταγράφεται συμφωνία μεταξύ τους.  Η τιμή θα ήταν £285.000.  Δεν θα πραγματοποιείτο όμως πώληση.  Θα ακολουθείτο, όπως σημειώνεται, «συναινετική διαδικασία απαλλοτρίωσης».  Στο έγγραφό του ημερομηνίας 30.7.08 προς την Αρχή, ο δικηγόρος της, αφού αναφέρεται στην επιμονή των ιδιοκτητών στην τιμή των £350.000 εκτιμά ότι αυτή η παραχώρηση στην τιμή, όπως τη χαρακτηρίζει, οφειλόταν στο ότι λόγω της απαλλοτρίωσης οι ιδιοκτήτες δεν θα υπόκειντο σε φόρο κεφαλαιουχικών κερδών.  Στην πραγματικότητα, όπως εισηγείται ενώπιόν μου η αιτήτρια 1, ήταν η Αρχή που θα ωφελείτο αφού θα αποκτούσε το ακίνητο καταβάλλοντας μόνο £285.000.  Δεν υπάρχει  οπουδήποτε καταχωρημένο οτιδήποτε σε σχέση με το θέμα αλλά παρέμεινε ως γεγονός, δεκτό και από τις δυο πλευρές, ότι η Αρχή απέκτησε εν τέλει το ακίνητο καταβάλλοντας £285.000.  Που θα ήταν το ποσό που θα καρπούτο η αιτήτρια 1, αφού το υπόλοιπο της δικής της απαίτησης, μέχρι τις £350.000, θα καταβαλλόταν από αυτή ως φόρος κεφαλαιουχικών κερδών.  Ακολούθησε η δημοσίευση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, η γραπτή πληροφόρηση της Αρχής από την αιτήτρια 1 πως δεν είχε πρόθεση να ενστεί και η δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, κατά τις ημερομηνίες που ήδη έχω σημειώσει.»

 

 

 

 

Η όλη επιχειρηματολογία του ευπαίδετου συνήγορου της Εφεσείουσας, ταυτόσημη πρωτοδίκως και ενώπιόν μας, κινήθηκε γύρω από τη θέση ότι δεν βρισκόμαστε ενώπιον απαλλοτρίωσης εν τη εννοία του Συντάγματος και του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν. 15/62, ώστε να μπορεί να τίθεται και ζήτημα πραγμάτωσης σκοπού και, κατά προέκταση, εφαρμογής των αρχών που διέπουν το θέμα επιστροφής ακίνητης, απαλλοτριωθείσας περιουσίας. Κατά τον συνήγορο, επρόκειτο για «συναινετική απαλλοτρίωση, δηλαδή, στην ουσία, για συμφωνία πώλησης μετά από πρόταση της Εφεσίβλητης 1 και ως αποτέλεσμα προηγηθείσας διαπραγμάτευσης. Υπό το πρίσμα αυτό, ήταν η προέκταση των θέσεων της πλευράς της Εφεσείουσας, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε μονομερής ενέργεια εκ μέρους της, αντίθετη προς τη βούληση του ιδιοκτήτη, αλλά οικειοθελής παραίτηση από κάθε δικαίωμα στο κτήμα ή την αξία του. Τέθηκε παράλληλα ότι, ένεκα της αμφισβήτησης της αξίας του ακινήτου, το εμπράγματο δικαίωμα των ιδιοκτητών είχε μετατραπεί σε ενοχικό. Πιο συγκεκριμένα μάλιστα - και  σε ό,τι αφορά την αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας της Εφεσίβλητης 1 - ότι το ενοχικό αυτό δικαίωμα εκχωρήθηκε από την ιδιοκτήτρια - Εφεσίβλητη 1 στους Εφεσίβλητους 2 - 5, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της και με μεταγενέστερη συμφωνία πώλησης των μετοχών τους, η οποία προέβλεπε ότι η εισπρακτέα αποζημίωση θα διδόταν απευθείας στους εν λόγω Εφεσίβλητους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως ακολούθως το όλο ζήτημα:

 

«Σε συμφωνία προς τις θέσεις όπως τις ανέπτυξαν οι αιτητές, θεωρώ πως οι προδικαστικές ενστάσεις είναι αβάσιμες.  Ο όρος «συναινετική απαλλοτρίωση» είναι βεβαίως άγνωστος στο Νόμο.  Εδώ δημοσιεύθηκε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και ήταν δυνάμει του που το ακίνητο περιήλθε στην Αρχή.  Ο Νόμος παρέχει τη δυνατότητα υποβολής ένστασης όταν δημοσιεύεται Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης αλλά ασφαλώς η μη υποβολή τέτοιας ένστασης ή ακόμα και η ρητή πληροφόρηση πως δεν υπάρχει ένσταση, δεν αποχαρακτηρίζει το Διάταγμα που εν τέλει δημοσιεύεται ως Διάταγμα Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης στη βάση του οποίου το ακίνητο, εφόσον κατά νόμο καταβληθεί η αποζημίωση, περιέρχεται στην Απαλλοτριούσα Αρχή.  Το ίδιο χωρίς έννομη συνέπεια, όπως την εισηγείται η Αρχή, είναι και το γεγονός της προτέρας διαβούλευσης και της κατάληξης πως το κτήμα θα απαλλοτριωνόταν.  Για λόγους δικούς τους δεν θέλησαν να συνάψουν συμφωνία πώλησης και προχώρησαν σε διαδικασία απαλλοτρίωσης που προϋπέθετε, μάλιστα, και έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Αυτό είναι που καθορίζει το πλαίσιο για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης και δεν θεωρώ ότι η κατάσταση αλλοιώνεται από τις όποιες, εσωτερικές πλέον, διαβουλεύσεις των μερών.  Εσωτερικής σημασίας και μόνο είναι επίσης και όσα συμφωνήθηκαν σε σχέση με την καταβολή της αποζημίωσης. Η αποζημίωση ασφαλώς οφειλόταν στην ιδιοκτήτρια εταιρεία, δηλαδή στην αιτήτρια 1, και η όποια συμφωνία αναφορικά με το ποιος, αντί αυτής ή εκ μέρους της θα την εισέπραττε δεν είναι ζήτημα που μπορεί να αναχθεί σε κατά κάποιο τρόπο εξουδετέρωση της κυριότητας οπότε, όπως απολήγει σε τελική ανάλυση η εισήγηση της Αρχής, ουδείς να νομιμοποιείται στη διεκδίκηση επιστροφής του ακινήτου και στην άσκηση προσφυγής.  Μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης και τη μεταβίβαση δυνάμει του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης στο όνομα της Απαλλοτριούσας Αρχής το ακίνητο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της αιτήτριας 1 και με την πραγμάτωση της απαλλοτρίωσης αυτή νομιμοποιείται να αναμένει τήρηση του Συντάγματος και του Νόμου σε σχέση με την πραγμάτωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Το απόσπασμα από το βιβλίο που έχει επικαλεστεί η Αρχή είναι σε διαφορετικό ζήτημα που αφορά και δεν μπορεί να συσχετισθεί προς την παρούσα υπόθεση ώστε να δικαιολογείται περαιτέρω εξέτασή του.»

 

Μας βρίσκει καθόλα σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Προσθέτουμε μόνο τα ακόλουθα:

 

Η Εφεσείουσα είχε βεβαίως κάθε δικαίωμα αγοράς του επίδικου κτήματος από τους ιδιοκτήτες, εάν προέκυπτε μεταξύ τους συμφωνία. Σε τέτοια περίπτωση θα ήταν αδιαμφισβήτητο δικαίωμά της η εκμετάλλευση του κτήματος χωρίς περιορισμούς. Αντί αυτού, και με δεδομένο το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι διαπραγματεύσεις για πώληση, η Εφεσείουσα, επειδή το συγκεκριμένο ακίνητο της ήταν απολύτως αναγκαίο, αποφάσισε να προχωρήσει σε αναγκαστική απαλλοτρίωσή του, υιοθετώντας σχετική εισήγηση του Γενικού Διευθυντή της, όπως εντοπίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης της ΑΤΗΚ ημερομηνίας 28.11.95. Συνεπώς, ακολουθήθηκε η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, με τους όποιους βεβαίως περιορισμούς και υποχρεώσεις απόρρεαν ως αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε ή δεν ηγέρθηκε οποιαδήποτε ένσταση στη Γνωστοποίηση ή το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και το αδιαμφισβήτητο δεδομένο της κατάληξης σε συμφωνία ως προς το ύψος της αποζημίωσης από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν ενέχει οποιαδήποτε ουσιαστική επίδραση για σκοπούς της υπό κρίση περίπτωσης. Αυτό διότι, ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η υποχρέωση της Απαλλοτριούσας Αρχής να προχωρήσει με την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο η ιδιοκτησία απαλλοτριώθηκε, εξακολουθούσε να υφίσταται, ως απόρροια της συνταγματικής επιταγής του ΄Αρθρου 23.5 και του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα οι λόγοι έφεσης 1 - 5 απορρίπτονται ως αβάσιμοι και οδηγούμαστε στην εξέταση των λόγων έφεσης 6 και 7 που καλύπτουν την ουσία. 

 

Όπως ήδη λέχθηκε, με τους δύο τελευταίους αυτούς λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης σε σχέση με την τελική κατάληξη ότι αποτελούσε υποχρέωση της Εφεσείουσας η επιστροφή του ακινήτου. Είναι η ουσία των θέσεων της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφοντας συνοπτικά τις ενέργειες που μεσολάβησαν καθόλη την περίοδο, παρέβλεψε το συνεχές των προσπαθειών της Εφεσείουσας προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης και εσφαλμένα έκρινε ότι η ανάπτυξη που σχεδιάστηκε και για την οποία εξασφαλίσθηκε άδεια τελικά το 2010 είναι για άλλο σκοπό από αυτό που απαλλοτριώθηκε.

 

Τα σχετικά δεδομένα αποτυπώθηκαν ως ακολούθως από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Επί της ουσίας τώρα.  Είναι δεκτό πως κατά τα 12 χρόνια περίπου που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και τη διεκδίκηση της επιστροφής, δεν πραγματοποιήθηκε οποιαδήποτε εργασία στο ακίνητο.  Αυτό βρίσκεται ακριβώς στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν κατά το χρόνο του διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Θεωρεί, όμως, η Αρχή πως έχει καταστήσει εφικτό το σκοπό και πως, κατά τις αρχές, όπως αυτές έχουν επανειλημμένα εξηγηθεί, δεν είναι δικαιολογημένη η αξίωση για επιστροφή του ακινήτου.  Η αντιγνωμία δεν αφορά στις αρχές που διέπουν το θέμα οι οποίες άλλωστε έχουν επεξηγηθεί από την Πλήρη Ολομέλεια στη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166 την οποία και οι δυο πλευρές επικαλούνται.  Η αντιγνωμία αφορά στη σημασία όσων έγιναν που και αυτά, στη γενικότητά τους είναι παραδεκτά.

 

Στο ακίνητο βρισκόταν θέσμιος ενοικιαστής και η κατοχή αναλήφθηκε το 1998.  Ως τότε δεν είχε γίνει οτιδήποτε άλλο προς την κατεύθυνση της προώθησης του σκοπού και την πρώτη κίνηση τη βρίσκουμε στους φακέλους με αναφορά σε μελέτη που άρχισε.  Με αναφορά όμως σε νέα διοικητικά γραφεία.  Τα βασικά δεδομένα περιέχονται στους φακέλους και συνοψίζονται στο έγγραφο της Αρχής ημερομηνίας 19.6.08, Παράρτημα Α10 στην ένστασή τους. Το 1999 αποφασίστηκε η διεξαγωγή αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και η αναγκαία αίτηση για πολεοδομική άδεια, κατά παρέκκλιση, υποβλήθηκε στις 27.11.2000 δηλαδή, τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Σημειώνουμε πως η παρέκκλιση χρειαζόταν γιατί το ακίνητο βρισκόταν σε οικιστική ζώνη πράγμα, βεβαίως, εξ αρχής γνωστό.   Η πολεοδομική άδεια εκδόθηκε στις 24.7.01 «για ανέγερση γραφείων σε οικιστική ζώνη», συνεχίστηκαν τα περί αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και το 2002 ανατέθηκε η εκπόνηση της μελέτης για την ανέγερση του κτιρίου.  Εν τούτοις, στις 18.11.02, υποβλήθηκε νέα αίτηση για πολεοδομική άδεια και ενώ είχε γίνει και προκήρυξη προσφορών εκδόθηκε νέα πολεοδομική άδεια στις 14.10.03.  Υποβλήθηκαν προσφορές και αίτηση για άδεια οικοδομής στις 18.12.03 για να ακολουθήσει άλλη, ριζική αλλαγή.  Στις 17.5.04 η Αρχή αποφάσισε την ακύρωση όλων των προσφορών και, μήνες μετά, στις 23.2.05 απέσυρε την αίτηση για άδεια οικοδομής.  Μετά από ένα περίπου χρόνο, στις 27.2.06, υποβλήθηκε αίτηση για νέα πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση μετά από απόφαση της Αρχής «να ετοιμαστούν νέα σχέδια για μικρότερου μεγέθους κτιρίου γραφείων» και αναφέρονται στο έγγραφο ημερομηνίας 19.6.08 τα αφορώντα στην προώθηση εκείνης της αίτησης.  Ως κατάληξη έχουμε την έκδοση, τελικά, πολεοδομικής άδειας στις 12.3.10 στην οποία η ανάπτυξη περιγράφεται ως ανέγερση διώροφης οικοδομής αποτελούμενης από γραφεία.

 

Η Αρχή είχε υποχρέωση μέσα στα τρία χρόνια από τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, να προβεί στις εύλογα αναγκαίες ενέργειες προς υλοποίηση του έργου, ώστε ο σκοπός να καταστεί εφικτός, με την έννοια του Συντάγματος και του Νόμου.  Αλλά, βεβαίως, και αυτό να υπήρχε, να ανταποκρινόταν στη συνεχή υποχρέωση της προκειμένου ο σκοπός να καθίσταται, με την ίδια έννοια, συνεχώς εφικτός.  Σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η ανέγερση κτιρίων για την εγκατάσταση σ' αυτά μηχανημάτων για την ανάπτυξη και επέκταση των τηλεπικοινωνιών.  Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι προφανές, δεν έγινε απολύτως τίποτε.  Όσα έγιναν αφορούσαν σε κτίριο για γραφεία, σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση.  Και αυτά, όμως, με μακροχρόνια καθυστέρηση και παλινδρομήσεις, αποκαλυπτικές αβεβαιότητας περί το πρακτέο για να έχουμε την τωρινή πολεοδομική άδεια, περίπου 14 χρόνια μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης.  Προφανώς για να ακολουθήσουν από εδώ και πέρα όλα τα άλλα που σε κάθε περίπτωση χρειάζονται.  Δεν νομίζω πως δικαιολογείται να προχωρήσω σε άλλες εξειδικεύσεις.  Η κατάληξή μου είναι πως στη βάση των δεδομένων, αποτελεί υποχρέωση της Αρχής να επιστρέψει το ακίνητο.» 

 

 

Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος. Η παράγραφος 5 του υπό αναφορά ΄Αρθρου διαλαμβάνει:

 

«23.5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι΄ ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ΄ ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ΄ όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.»

 

 

 

Το άρθρο 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν. 15/62, οι πρόνοιες του οποίου δομούνται στη βάση της πιο πάνω συνταγματικής επιταγής, επαναλαμβάνει την πάρα πάνω απορρέουσα εκ του Συντάγματος υποχρέωση και ρυθμίζει λεπτομερώς τις εκατέρωθεν ευθύνες και δικαιώματα. Σύμφωνα με το προαναφερθέν Άρθρο 15(1):

 

«15.-(1) Οσάκις ακίvητoς ιδιoκτησία απηλλoτριώθη μετά τηv έvαρξιv της ισχύoς τoυ Συvτάγματoς, και εvτός τριώv ετώv, από της ημερoμηvίας καθ' ηv η ιδιoκτησία περιήλθεv εις τηv απαλλoτριoύσαv αρχήv, δεv επετεύχθη o σκoπός δι' ov εγέvετo η απαλλoτρίωσις ή η επίτευξις τoυ τoιoύτoυ σκoπoύ εγκατελείφθη υπό της απαλλoτριoύσης αρχής, ή τo όλov ή μέρoς της τoιαύτης ιδιoκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίvει τας πραγματικάς αvάγκας της απαλλoτριoύσης αρχής, θα εφαρμόζωvται αι ακόλoυθoι διατάξεις, ήτoι-..»

 

 

 

Στην  Ευθυμιάδης (ανωτέρω),  η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε, όπως επαναλαμβάνεται και στη Μορίτση κα ν. Δημοκρατίας (2012) 3 ΑΑΔ 420, 425, ότι:

 

 «.. η απαλλοτριούσα αρχή πρέπει να λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης «εφικτά υλοποιήσιμο» μέσα στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα περίοδο, δηλαδή σε εύλογο χρονικό διάστημα. Τονίστηκε συναφώς, πως αν το κριτήριο του εφικτά πραγματοποιήσιμου συναρτάται προς την υποκείμενη διάθεση της διοίκησης να εξακολουθεί να επιθυμεί και να ενδιαφέρεται για την πραγμάτωση του έργου στο μέλλον χωρίς όμως να έχει εμπράκτως προβεί στις ενέργειες που είναι ευλόγως αναγκαίες για την υλοποίηση του σκοπού τότε θα αφίσταται του συνταγματικού κριτηρίου εφόσον θα παρέχεται εσαεί στη διοίκηση το δικαίωμα να κατακρατά την ιδιοκτησία χωρίς να πραγματώνεται ο σκοπός της κτήσης της. Σχετική επ΄ αυτού είναι η πιο κάτω περικοπή της απόφασης:

 

«Η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου, η οποία συναρτά την εφαρμογή του Αρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες.»

 

 

 

 

Στην Ευθυμιάδης τονίστηκε ότι στις περιπτώσεις όπου η διοίκηση αρνείται να επιστρέψει το απαλλοτριωθέν ακίνητο, ο αιτητής έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι η διοίκηση παρέλειψε να προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που θα ήταν ευλόγως αναγκαίες για την υλοποίηση του έργου. Το κατά πόσο έχει καταστεί εφικτό να πραγματοποιηθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είναι ζήτημα που θα κριθεί με αναφορά σε όλα τα αντικειμενικά δεδομένα όπως είχαν διαμορφωθεί αφότου δημοσιεύθηκε η γνωστοποίηση αλλά και εκείνων που ακολούθησαν την απαλλοτρίωση.

 

Ο δικαστικός λόγος της Ευθυμιάδης ακολουθήθηκε από το σύνολο των μεταγενέστερων, σχετικών, αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην Ανδρέας Λ. Νικολούδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 133/2010, ημερ. 13.5.2015, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η νομολογία στο θέμα των απαλλοτριώσεων και της εκ των υστέρων επιδίωξης επιστροφής απαλλοτριωθέντος τεμαχίου γης, έχει αποκρυσταλλωθεί ιδιαίτερα μετά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Estates Ltd v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166.  Η απόφαση αυτή έχει ερμηνεύσει τη συνταγματική διάταξη του Άρθρου 23.5  ως προς την έννοια του εφικτά υλοποιήσιμου του σκοπού της απαλλοτρίωσης, συναρτώντας την υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει ακίνητη ιδιοκτησία που δεν χρησιμοποιείται, όχι μόνο εντός των τριών ετών που καθορίζει η εν λόγω πρόνοια, αλλά και σε οποιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο εφόσον η υποχρέωση της Δημοκρατίας είναι εν προκειμένω διαρκής, (δέστε και Ελένη Κώστα Γεωργιάδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 202/2010, ημερ. 9.3.2015).  Περαιτέρω, έχει αποσαφηνιστεί ότι οι σκοποί που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης συνεξετάζονται με το περιεχόμενο της μελέτης ή σχεδίου που αποτελούν προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Η διοίκηση δεν προχωρά σε απαλλοτρίωση πριν να εξετάσει τα σχέδια που δείχνουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο και γίνεται η απαλλοτρίωση.  Ταυτόχρονα, η απαλλοτριούσα αρχή οφείλει να εξετάζει και τις δυνατότητες πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και είναι υπό αυτό το δεδομένο που καθίσταται αναγκαία η ετοιμασία προηγούμενης ολοκληρωμένης σχετικής μελέτης, (δέστε σχετικά Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677, Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76 και Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13).

 

Όντως η επιλογή της γης, η προώθηση της απαλλοτρίωσης και η κρίση της αρμοδίας αρχής σε σχέση με την όλη αναγκαιότητα του επιδιωκόμενου έργου, αποτελούν ζητήματα κατ΄ εξοχήν διοικητικής φύσεως και ταυτόχρονα τεχνικά θέματα, στα οποία το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, (Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543).  Το ανέλεγκτο όμως των τεχνικών ζητημάτων δεν απαλλάσσει τη διοίκηση και ιδιαίτερα την απαλλοτριούσα αρχή από την υποχρέωση της να έχει εκπονήσει ολοκληρωμένη μελέτη αναφορικά με το σκοπό της απαλλοτρίωσης πριν τη λήψη της τελικής απόφασης και τη δημοσίευση στη συνέχεια της γνωστοποίησης και του διατάγματος απαλλοτρίωσης που συναποτελούν τη σύνθετη πράξη του όλου εγχειρήματος, (Σταυρίδη ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303 και Λουκά ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 413).»

 

 

 

 

Περαιτέρω, εντοπίζονται τα ακόλουθα στην πιο πρόσφατη απόφαση επί του θέματος Παντελής Νικολάου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 152/2011, ημερ. 2.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:C52 (απόφαση πλειοψηφίας):

 

«Το Άρθρο 23.3 και 23.4 του Συντάγματος απαιτεί την εξειδίκευση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, ορίζοντας τοιουτοτρόπως την εμβέλεια του περιορισμού του θεμελιακού δικαιώματος της ιδιοκτησίας και την υποχρέωση περιορισμού της απαλλοτρίωσης στα αυστηρά πλαίσια που καθορίζουν την ανάγκη.  Ό,τι θεωρούμε ορίζει τη σωστή ερμηνεία των αποφάσεων είναι η υποχρέωση της Απαλλοτριούσης Αρχής να επιστρέψει την απαλλοτριωθείσα περιουσία, αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το Σύνταγμα δεν λάβει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτό, δηλαδή υλοποιήσιμο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Προσέγγιση που συνάδει με την αντίληψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως προς το εύλογο του χρόνου που επιτρέπεται στο κράτος να ενεργήσει, με προεξάρχον κριτήριο τη διατήρηση της αναγκαίας ισορροπίας που προϋποθέτει η αρχή της αναλογικότητας.  Το βάρος που εναποτίθεται στον αιτητή δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή κατέστη ανέφικτος, ή ότι είναι πέραν του αναγκαίου, αλλά ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που θα ήταν εύλογα αναγκαίες στη βάση των αντικειμενικών δεδομένων της κάθε περίπτωσης για την υλοποίηση του  (Ευθυμιάδης (ανωτέρω)).

 

Οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ διαχρονικά υπενθυμίζουν ότι κάθε μέτρο επέμβασης στο δικαίωμα για σεβασμό της περιουσίας, πρέπει να τηρεί δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και στις επιταγές της προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Strrog και Lönnroth κατά της Σουηδίας, 23.9.1982, serie A, No. 52, σ.26, §69).  Τα συμβαλλόμενα κράτη τυγχάνουν μεγάλου περιθωρίου εκτίμησης για την καθοδήγηση της πολεοδομικής τους πολιτικής (Housing Association of War, Disabled and Victims of War of Attica and Et Auture, s §47, Elia S.R.r.l. (EPE) κατά Ιταλίας).»

 

 

Εν τέλει, η ορθή ερμηνεία ως προς το εύρος του ΄Αρθρου 23.5 του Συντάγματος, πρέπει να συνάδει και να ταυτίζεται με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας, γι΄ αυτό και η Απαλλοτριούσα Αρχή δεσμεύεται από το ίδιο το Σύνταγμα προς λήψη ουσιαστικών μέτρων που να καθιστούν τον σκοπό της απαλλοτρίωσης υλοποιήσιμο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 824, η οποία επιδοκιμάστηκε στην Ευθυμιάδης (ανωτέρω)).

 

Κάθε υπόθεση καλύπτεται βεβαίως από τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και είναι υπό το φως αυτών των ξεχωριστών δεδομένων που θα πρέπει να αντικρίζεται και να αντιμετωπίζεται. Ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, το οποίο στην πράξη, σημαίνει ότι η διοίκηση δεν πρέπει να αδρανεί σε βαθμό που να αποστερεί την ακίνητη ιδιοκτησία του πολίτη χωρίς ουσιαστικό λόγο. (Θεοφάνους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 ΑΑΔ 53, Νικολούδης (ανωτέρω)). Όπως τονίζεται στην Νικολούδης:

 

«Το εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης συναρτάται με την εξ αρχής δομημένη μελέτη που η διοίκηση οφείλει να εκπονήσει πριν ή κατά το χρόνο της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης.

 

 Η διοίκηση οφείλει να λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν τον σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτά πραγματοποιήσιμο πάντοτε εντός ευλόγου χρόνου, λαμβάνοντας υπόψη και τις τυχόν πρακτικές δυσκολίες που δυνατό να προκύψουν στην πορεία υλοποίησης του έργου, (Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 824, η οποία έτυχε επιδοκιμασίας στην Ζήνων Ευθυμιάδης - ανωτέρω -).  Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν μπορεί να καθορίζεται με υπέρμετρη γενικότητα ούτως ώστε η διοίκηση να καλύπτεται πίσω από αυτή την αοριστία εσαεί, ακόμη και όταν η περίπτωση είναι ιδιάζουσα, όπως εν προκειμένω, σκοπείτο η μετακίνηση ενός ολόκληρου χωριού.»

 

 

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εξειδικεύεται στη δημοσιευθείσα σχετική γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, ημερομηνίας 8.12.1995, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

« . για την ανέγερση μέσα σ' αυτή κτιρίων με σκοπό την εγκατάσταση μηχανημάτων για την ανάπτυξη και επέκταση των τηλεπικοινωνιών, για την οποία υπεύθυνη είναι η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου».

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε με ακρίβεια και λεπτομέρεια τα πραγματικά δεδομένα που καλύπτουν το υπό κρίση ακίνητο. Επιμαρτυρούν την αδικαιολόγητη κατακράτηση της επίδικης ιδιοκτησίας, την εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης και το ανέφικτο πλέον της πραγμάτωσής του.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η έννοια του εφικτού έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης, αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου. Στην προκείμενη περίπτωση η Εφεσείουσα, αντικειμενικά, όχι μόνο δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια προς την κατεύθυνση υλοποίησης του σκοπού για τον οποίο το επίδικο ακίνητο απαλλοτριώθηκε, αλλά, αντιθέτως οι όποιες ενέργειές της αφορούσαν σε πραγμάτωση σκοπού άλλου από εκείνο για τον οποίο προωθήθηκε η απαλλοτρίωση.

 

 

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εις βάρος της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                      ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                      Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο