ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C121
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 153/12]
(Υπόθεση Αρ. 1286/10)
20 Μαρτίου, 2018
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
PHILIPS COLLEGE LTD
Εφεσείοντες / Αιτητές
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
3. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ
Εφεσίβλητων/ Καθ' ων η αίτηση
---------
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους εφεσείοντες.
Μ. Κυπριανού (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.
---------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: H αίτηση των εφεσειόντων-αιτητών ημερ. 9.3.2006, (η αίτηση για εγγραφή) για ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικού πανεπιστημίου και εγγραφή στο μητρώο πανεπιστημίων, του υπό ίδρυση ιδιωτικού πανεπιστημίου Philips, διήλθε από την εν λόγω ημερομηνία μέχρι και την ημέρα της εκδίκασης της έφεσης διάφορες φάσεις, οι οποίες κατέληξαν σε ανάλογες αποφάσεις των εφεσιβλήτων, οι οποίες προσεβλήθησαν όλες δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Προηγήθηκε η προσφυγή υπ΄ αρ. 1627/07, Philips College Ltd v. Δημοκρατίας, (στο εξής η προσφυγή 1627/07) και η απόφαση του Δικαστηρίου (Κωνσταντινίδης, Δ.) ημερ. 7.2.2011, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης Ιδιωτικών Πανεπιστημίων (στο εξής ΕΑΙΠ) για αναβολή της εξέτασης της ως άνω αίτησης για δύο χρόνια, λόγω κακής συγκρότησης της ΕΑΙΠ.
Πριν όμως την έκδοση της απόφασης στην προσφυγή 1627/07 ανωτέρω, εξεδόθη η υπό εξέταση απόφαση ημερ. 23.6.2010, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση για εγγραφή, λόγω του ότι, μετά από πάροδο δύο χρόνων, οι εφεσείοντες παρέλειψαν να παράσχουν τα αναγκαία στοιχεία, όπως τους ζητήθηκαν από την ΕΑΙΠ που να την υποστηρίζουν.
Οι εφεσείοντες, θεωρώντας και πάλι την ως άνω απόφαση έκνομη, καταχώρισαν προσφυγή προς έλεγχο της. Μεσούσης όμως της πρωτόδικης διαδικασίας, το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερομηνίας 9.6.2011, ανακάλεσε την απόφαση του, (η προσβαλλόμενη απόφαση) στη βάση πρότασης που υπέβαλε το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (Αρ. Π. 571/2011), καθ΄ ων η αίτηση-εφεσίβλητοι 2, ώστε να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο που παρήχθη από την απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή 1627/07.
Ακολούθως, το Υπουργικό Συμβούλιο επανεξέτασε την αίτηση για εγγραφή, υπό το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της ανακληθείσας πράξης και την απέρριψε εκ νέου με απόφαση του, αρ. 74.659 και ημερομηνίας 5.2.2011, με ταυτόσημη αιτιολογία ως προηγουμένως: οι αιτητές δεν προσκόμισαν τα στοιχεία που τους ζητήθηκαν από την ΕΑΙΠ. Εναντίον της τελευταίας απόφασης καταχωρίστηκε από τους αιτητές άλλη προσφυγή, υπ΄ αρ. 4773/2013, η οποία εκκρεμεί.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τις θέσεις των εφεσειόντων, ότι παρά την ανάκληση, η προσβαλλόμενη απόφαση άφησε ζημιογόνο κατάλοιπο, εξ ου και διατηρείτο το έννομο συμφέρον προς συνέχιση της εκδίκασης της προσφυγής, υιοθέτησε τις θέσεις των εφεσιβλήτων οι οποίοι υποστήριξαν τα αντίθετα, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Θεωρώ ότι με τα στοιχεία που οι αιτητές έθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου δεν απέδειξαν, εκ πρώτης όψεως, κατάλοιπο ζημιάς ως αποτέλεσμα της ανακληθείσας προσβληθείσας απόφασης καθότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι αιτητές είχαν αυθύπαρκτο δικαίωμα σε έγκριση της αίτησης τους να εγγραφούν ως πανεπιστήμιο και ότι ως αποτέλεσμα της μη έγκρισης της αίτησης τους αυτοί, ευθέως, απώλεσαν εισοδήματα υπό μορφή απωλεσθέντων ή μειωθέντων διδάκτρων. Έδωσαν στοιχεία οι αιτητές για μείωση του αριθμού των φοιτητών στη σχολή τους αλλά κατά την εκτίμηση μου δεν έχει καταδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μείωσης του αριθμού των φοιτητών τους και της απόφασης που προσβλήθηκε με την παρούσα προσφυγή, η οποία στη συνέχεια ανακλήθηκε.
Σύμφωνα με την νομολογία ένας αιτητής για να επιτύχει να αποδείξει ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη, πριν την ανάκληση της, θα πρέπει να αποδείξει ότι, ήδη, έχουν προκύψει σ΄ αυτόν τέτοιες ζημιογόνες συνέπειες. Δεν είναι αρκετό δηλαδή να δείξει ότι αυτός, δυνητικά, θα μπορούσε να υποστεί ζημιογόνες συνέπειες. Το βάρος της απόδειξης, εκ πρώτης όψεως ζημιογόνων συνεπειών, το έχει ο ίδιος ο αιτητής (Δέστε την υπόθεση Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643 και Γιωργάκης ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2091).
Στην προκείμενη περίπτωση ναι μεν διαπιστώθηκε στην προαναφερόμενη προσφυγή 1627/07 ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης Ιδιωτικών Πανεπιστημίων είχε κακή σύνθεση κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά αυτό, κατά την κρίση μου, δεν συνεπάγεται ότι οι αιτητές απέδειξαν δικαίωμα εγγραφής τους ως ιδιωτικό πανεπιστήμιο και ακόμη περισσότερο ότι εξαιτίας της μη εγγραφής τους υπέστησαν χρηματική ζημιά.»
Με τον 1ο λόγο έφεσης, πλήττεται το εσφαλμένο της κρίσης του Δικαστηρίου το οποίο αναρμοδίως και κατ΄ αντίθεση με τα νομολογηθέντα, υπεισήλθε κατά τρόπο εξαντλητικό στο ζήτημα της ύπαρξης υλικής ζημιάς και μάλιστα χωρίς να ακούσει μαρτυρία και άρα, κατά τους εφεσείοντες, και στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ενώ γνώριζε ότι εκκρεμούσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή για αποζημιώσεις λόγω της ακύρωσης της πρώτης απόφασης στην προσφυγή 1627/07, παραγνωρίζοντας ότι έστω και αν δεν υφίστατο χρηματικό ή υλικό συμφέρον, υφίστατο, θεωρούν οι εφεσείοντες, ηθικό συμφέρον το οποίο ευθέως προσεβλήθη.
Με τον 2ο, πλήττεται ως εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι η προσφυγή παρέμεινε άνευ αντικειμένου: κακώς τέθηκε, θεωρούν οι εφεσείοντες, υπό την προϋπόθεση της απόδειξης του δικαιώματος τους να εγγραφούν ως ιδιωτικό πανεπιστήμιο. Είναι άσχετο, θεωρεί ο κ. Αγγελίδης, αν οι εφεσείοντες απέδειξαν ότι είχαν δικαίωμα να εγγραφούν ως ιδιωτικό πανεπιστήμιο, εφόσον οι ζημιές που έχουν υποστεί, ήσαν απότοκο και της αδράνειας της διοίκησης στο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την πρώτη ακυρωτική απόφαση ανωτέρω, μέχρι τη λήψη της υπό εξέταση προσβαλλόμενης απόφασης. Παραπέμπει ο κ. Αγγελίδης στους Κανόνες Διοικητικής Δικονομίας, Οργάνωση των Διοικητικών Δικαστηρίων και Βασικές Αρχές της Διοικητικής Δίκης, Μέρος 2, της Ελληνικής Δημοκρατίας και συγκεκριμένα στον κανόνα ΧΒ2 «Κατάργηση της δίκης μετά από ανάκληση, ακύρωση και λήξη ισχύος προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης»: βλ. άρθρο 32 π.δ. 18/1989, για να υποστηρίξει ότι τα περί κατάργησης της δίκης ισχύουν ακόμα και όταν προσβάλλεται ανακλητική πράξη περιορισμένης χρονικής ισχύος.
Οι εφεσίβλητοι, παραπέμποντας ανάμεσα σε άλλες, στις Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643 και Γιωργάκης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1993) 4 Α.Α.Δ. 2091, υποστηρίζουν ως απόλυτα ορθά τα επιμέρους συμπεράσματα και την κατάληξη του Δικαστηρίου, τονίζοντας συν τω χρόνω, δύο τινά, τα οποία θεωρούν ως σημαντικά: η αγωγή που καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο, μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης στην προσφυγή 1627/07, εκκρεμεί και ότι οι εφεσείοντες, μετά την έκδοση νέας απορριπτικής απόφασης προσέφυγαν εκ νέου στο Ανώτατο Δικαστήριο με την προσφυγή αρ. 4773/13 ανωτέρω.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σαφώς θέτει τις παραμέτρους στα πλαίσια των οποίων κρίνεται και η απάντηση στο ερώτημα και που περιορίζεται αυστηρά στη διαπίστωση ύπαρξης εκ πρώτης όψεως ζημιάς ή βλάβης, η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση, ώστε να αποφανθεί τελικά το Δικαστήριο αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται (Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3Β Α.Α.Δ. 974 και Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490).
Οι εξουσίες των εφεσιβλήτων και τα αντίστοιχα δικαιώματα των εφεσειόντων ορίζονται στο γράμμα του Νόμου, που διέπει το καθεστώς ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, Ο Περί Ιδιωτικών Πανεπιστημίων (Ίδρυση, Λειτουργία και Έλεγχος) Νόμος του 2005, Ν. 109(Ι)/05. Απαγορεύεται η ίδρυση στη Δημοκρατία πανεπιστημίου εκτός αν αυτό είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο και ο ιδρυτής του κατέχει πιστοποιητικό εγγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. Ένα πανεπιστήμιο όμως, ακόμα και αν έχει εγγραφεί στο μητρώο, δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός αν ο ιδρυτής του κατέχει αρχική άδεια λειτουργίας ή άδεια λειτουργίας η οποία είχε χορηγηθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5(1).
Για να εγγραφεί ένα πανεπιστήμιο στο μητρώο και να εκδοθεί άδεια λειτουργίας, υποβάλλεται αίτηση στον Υπουργό από τον ιδρυτή του πανεπιστημίου ή το νόμιμο εκπρόσωπο του, η οποία και πρέπει να συνοδεύεται από μια σειρά πιστοποιητικών, άρθρο 8(1) του Νόμου. Σύμφωνα με το εδ. (4) του άρθρου 8, εάν με την αίτηση επιδιώκεται η εξασφάλιση άδειας λειτουργίας πανεπιστημίου από σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ήδη λειτουργεί, ως η περίπτωση, τότε για την εξέταση της αίτησης θα πρέπει, εκτός από τα ανωτέρω προαπαιτούμενα, άρθρο 8(1), και εκτός κάποιων εξαιρέσεων, να ικανοποιούνται και άλλες προϋποθέσεις ως το εδάφιο (4) του άρθρου 8 ορίζει. Η αίτηση για εγγραφή πανεπιστημίου στο μητρώο εξετάζεται από επταμελή Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία καταρτίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν εισήγησης του αρμοδίου Υπουργού. Οι αρμοδιότητες της και η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ορίζονται στο άρθρο 11 του Νόμου.
Δυνάμει του άρθρου 11(5) του Νόμου παρέχονται στην Επιτροπή τρεις δυνατότητες: Να υποβάλει αιτιολογημένη εισήγηση για έγκριση της αίτησης, οπότε όπως παρατηρεί και ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην απόφαση του ανωτέρω, σε τέτοια περίπτωση, το Υπουργικό Συμβούλιο κατά το άρθρο 12 του Νόμου έχει την εξουσία είτε να απορρίψει την αίτηση, χωρίς να δεσμεύεται από την εισήγηση της Επιτροπής ή σε πρώτο στάδιο να επιτρέψει την εγγραφή του Πανεπιστημίου στο μητρώο, για να ακολουθήσει στην τελευταία περίπτωση διαδικασία προς έκδοση αδείας λειτουργίας, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 14 και επόμενα του Νόμου. ΄Η να υποβάλει αιτιολογημένη εισήγηση για απόρριψη της αίτησης, η οποία είναι δεσμευτική για το Υπουργικό Συμβούλιο, οπότε η όλη διαδικασία οδηγείται σε λήξη. Κατά την τρίτη δυνατότητα η Επιτροπή υποβάλλει αιτιολογημένη εισήγηση για «αναβολή λήψης απόφασης για συγκεκριμένη χρονική περίοδο μέσα στην οποία οι αιτητές θα λάβουν τα κατάλληλα μέτρα που θα οδηγήσουν στην έγκριση της αίτησης». Δυνάμει του άρθρου 11(7) του Νόμου η προνοούμενη ως ανωτέρω αναβολή παραχωρείται: «για μια φορά και για μια συγκεκριμένη περίοδο που καθορίζει και η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη του ενός έτους και ούτε μεγαλύτερη των δύο ετών, παρέχοντας πλήρη αιτιολογία για την αναβολή και εισηγήσεις προς τους αιτητές για τη λήψη κατάλληλων μέτρων που θα οδηγήσουν στην ικανοποίηση των προϋποθέσεων εγγραφής του πανεπιστημίου στο Μητρώο». Το άρθρο 13 του Νόμου ορίζει τη διαδικασία σε περίπτωση που η λήψη της απόφασης αναβάλλεται, σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 11, με σκοπό να υποβληθεί από την Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή προς τον Υπουργό, έκθεση προόδου, «στην οποία να αναφέρονται τα συγκεκριμένα μέτρα που έχουν ληφθεί από τους αιτητές προκειμένου να επιτραπεί η εγγραφή του πανεπιστημίου στο Μητρώο. Εάν η έκθεση προόδου δεν υποβληθεί έγκαιρα, η αίτηση απορρίπτεται.»
Η πρώτη απόφαση των εφεσιβλήτων, η οποία προσεβλήθη ενώπιον του Κωνσταντινίδη, Δ., ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος: απόφαση για αναβολή εξέτασης της αίτησης όπως προβλεπόταν εκ του Νόμου, άρθρο 11(7) ανωτέρω, οπότε στο χρονικό αυτό διάστημα οι εφεσείοντες ήσαν υπόχρεοι να παράσχουν τα αναγκαία στοιχεία, όπως τους ζητήθηκαν από την Επιτροπή και δεν το έπραξαν, με αποτέλεσμα να απορριφθεί κατά την επανεξέταση η αίτηση, για τους λόγους που καταγράφονται στην επίδικη απόφαση όπως κοινοποιήθηκε στους αιτητές:
«...μετά την αναβολή λήψης απόφασης που είχε εισηγηθεί η Επιτροπή Αξιολόγησης Ιδιωτικών Πανεπιστημίων για περίοδο δύο ετών, για την οποία σας είχαμε ενημερώσει στις 13 Σεπτεμβρίου 2007, και σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο Νόμος για επανεξέταση της αίτησης σας, η Επιτροπή υπέβαλε τις Τελικές Εισηγήσεις της στις 24 Νοεμβρίου 2009, με βάση τις οποίες έχει ήδη ληφθεί Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου σχετικά με την αίτηση. Στην παράγραφο (5) των Τελικών Εισηγήσεων της Επιτροπής, που επισυνάπτονται για ενημέρωση σας, αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν την Επιτροπή στην απόφαση της.
Η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 23 Ιουνίου 2010, απορρίπτει την αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο Πανεπιστημίων του υπό ίδρυση Ιδιωτικού Πανεπιστημίου Philips. Με βάση τις πρόνοιες των Περί Ιδιωτικών Πανεπιστημίων Νόμων του 2005 έως 2010, μπορείτε να υποβάλετε και πάλι αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο, μετά την πάροδο τουλάχιστον ενός έτους από την ημερομηνία της απόρριψης της, δηλ. στην περίπτωση σας στις 23 Ιουνίου 2011.»
Εάν μετά την καταχώριση αίτησης ακυρώσεως κατά διοικητικής πράξης αυτή ανακληθεί, για λόγους αναγόμενους στη νομιμότητα της, κακή συγκρότηση του αποφασίζοντος οργάνου, λόγω και του δεδικασμένου που παρήχθη από την απόφαση στην 1627/07, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, η ανάκληση ανατρέχει στο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης (ex tunc), οπότε συντρέχει περίπτωση κατάργησης της δίκης. Τούτο τυγχάνει της αυτής εφαρμογής και στο δικαϊκό Ελληνικό σύστημα, κάτω από τις πρόνοιες του άρθρου 32, παράγραφος 1 του π.δ. 18/89:
«32.1.Η δίκη καταργείται αν μετά την άσκηση του ένδικου μέσου η προσβαλλόμενη πράξη ή δικαστική απόφαση ανακλήθηκε, ακυρώθηκε ή εξαφανίσθηκε.»
Η δίκη επίσης καταργείται, όπως προνοεί η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου, τις πρόνοιες του οποίου επικαλείται ο κ. Αγγελίδης προς υποστήριξη των λόγων έφεσης:
«2.Καταργείται ομοίως η δίκη αν μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. Η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για διαιτητικές αποφάσεις ή πράξεις που κηρύσσουν εκτελεστές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.»
Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε στην υπόθεση Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου ν. Θεοδωρίδη, Α.Ε. 213/10, 3.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:C509, στην οποία και υιοθετήθηκε το κατωτέρω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 2, 14η έκδοση, σελ. 85:
«. όταν το αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης εξέλιπε για διάφορους λόγους ή η προσβαλλόμενη πράξη εξαφανίστηκε εξαρχής . ή για οποιονδήποτε λόγο (ανάκληση, ακύρωση, κατάργηση, λήξη χρόνου ισχύος) έπαψε η ισχύς της πριν από τον χρόνο της πρώτης συζήτησης (ΣΕ 130/2002) ή έληξε η προθεσμία μέσα στην οποία έπρεπε να προβεί σε ορισμένη ενέργεια ο διοικούμενος (ΣΕ1636/1973).
Εάν το έννομο συμφέρον εξέλιπε πριν από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΣΕ2033/1991, 2157/1998). Εάν εξέλιπε μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και πριν από την πρώτη συζήτηση, η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου .»
Για να συνεχιστεί η δίκη θα πρέπει να θεμελιωθεί, όπως σχολιάζεται στο σύγγραμμα της Ευγενίας Πρεβεδούρου, καθηγήτριας Διοικητικού Δικαίου, Η Κατάργηση της διοικητικής δίκης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σ.265, ιδιαίτερο ή ειδικό έννομο συμφέρον που απορρέει από τις βλαπτικές συνέπειες που προκάλεσε στον αιτούντα η προσβαλλόμενη πράξη κατά τη διάρκεια της ισχύος της, η οποία δεν ανατρέπεται εξ υπαρχής, αλλά παύει να ισχύει για το μέλλον ενώ εκκρεμεί η κατά αυτής ακυρωτική δίκη, και οι οποίες (συνέπειες) μπορούν να αρθούν μόνο με τη δικαστική ακύρωση της πράξης. Οι συνέπειες δε αυτές, πρέπει να είναι διοικητικής φύσης, να συνδέονται δηλαδή με την εφαρμογή της διοικητικής νομοθεσίας.
Η νομολογία του ΣτΕ και το δικαϊκό Ελληνικό σύστημα αποκλείει τη δυνατότητα συνέχισης της δίκης, κατ΄ επίκληση ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος, ΣτΕ 3714/2009: «εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ότι ανακλήθηκε, «ανεξαρτήτως του κατά πόσον υφίσταται έννομο συμφέρον του αιτούντος για άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, η παρούσα δίκη δεν έχει πλέον αντικείμενο».[1]
Με την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης πράξης εξ αρχής από το νομικό στερέωμα, παύουν να αναπτύσσονται δυσμενείς έννομες συνέπειες, που θα μπορούσαν να αρθούν μόνο με δικαστική ακύρωση της, ως επιδιώκουν οι εφεσείοντες. Όπως σχολιάζεται από την συγγραφέα στη σελ. 177 του ανωτέρω συγγράμματος:
«Ο ισχυρισμός, επομένως, ότι υφίσταται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση δίκης με αντικείμενο ανακληθείσα, ακυρωθείσα ή άλλως πως εξαφανισθείσα εξ υπαρχής διοικητική πράξη, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής, ότι εν προκειμένων είναι εφαρμοστέα η παράγραφος 2 του άρθρου 32.» [2]
Ως εκ των ανωτέρω και με θεμελιωμένο ότι η προσβαλλόμενη πράξη ανατράπηκε εξ υπαρχής φέρνει τη συζήτηση στο τέλος της, χάριν όμως πληρότητας, προχωρούμε να εξετάσουμε τις θέσεις των εφεσειόντων όπως αντικατοπτρίζονται μέσα από το λόγο του Δικαστηρίου: οι αιτητές «.δεν είχαν αυθύπαρκτο δικαίωμα σε έγκριση της αίτησης τους να εγγραφούν ως πανεπιστήμιο και ότι ως αποτέλεσμα της μη έγκρισης της αίτησης τους αυτοί, ευθέως, απώλεσαν εισοδήματα υπό μορφή απωλεσθέντων ή μειωθέντων διδάκτρων.»
Κυρίαρχη κατεύθυνση εν Ελλάδι αλλά και στα καθ΄ ημάς κρατούντα είναι πως απαιτείται να υπάρχει βεβαιότητα ως προς τις βλαπτικές συνέπειες της προσβαλλόμενης πράξης, ζήτημα που δεν συντρέχει αν αυτές συναρτώνται προς μελλοντικά και αβέβαια γεγονότα.
Δεν αρκεί η επίκληση βλαπτικών συνεπειών από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης για να θεμελιωθεί ενεστώς ίδιον έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης: οι εφεσείοντες δεν είχαν κεκτημένο δικαίωμα προς αποδοχή της αίτησης τους και εγγραφή του ιδρύματος τους ως πανεπιστημίου, παρά μόνο προσδοκία για έγκριση της, κάτω από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος.
Χρήσιμη προς τούτο αναφορά γίνεται και στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Π. Σιούτη «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, 1998, σελ. 157, όπως υιοθετείται και στην Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου ν. Θεοδωρίδη, ανωτέρω.
«Η νομολογία, παγίως δέχεται ότι "όταν δεν υπάρχει η ειδικώς καθορισμένη νομική κατάσταση του αιτούντος ή ο λόγω της ιδιαίτερης ιδιότητας του σύνδεσμος με την πράξη και η συναφής βλάβη δεν έχει επέλθει αλλά εμφανίζεται ως μέλλουσα και ενδεχόμενη, υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, που καθιστά την αίτηση ακυρώσεως απαράδεκτη". Το έννομο συμφέρον χαρακτηρίζεται ως ενδεχόμενο και στην περίπτωση, που αποτελεί απλή προσδοκία, εφόσον τυχόν ακύρωση της πράξης που προσβάλλεται, δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου του αιτούντος. Δεν θεωρείται, επίσης, ενεστώς το έννομο συμφέρον, όταν από την προσβαλλόμενη πράξη δεν προκύπτει συγκεκριμένη βλάβη, αλλά προβάλλονται ενδεχόμενες συνέπειες, οι οποίες, θα επέλθουν κατά την άποψη του αιτούντος.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας).
Άμεσα σχετική με τα γεγονότα της υπό κρίση είναι και η απόφαση του ΣτΕ 55/1979, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας σε όχημα το οποίο είχε εισαχθεί από το εξωτερικό, εφόσον η αναστολή εφαρμογής της απόφασης, ως έκρινε το ΣτΕ:
«.δεν έθιξε κεκτημένα δικαιώματα των κυρίων των αυτοκινήτων
τούτων, εφ' όσον ούτοι, προ της λήψεως της αδείας κυκλοφορίας, δια της οποίας τελειούται η σχετική διαδικασία, είχον μόνον προσδοκίαν, ότι θα τύχουν τοιαύτης αδείας και εάν έτι είχεν εκδοθή πράξις εγκρίνουσα την έκδοσιν αυτής, δεδομένου ότι, και εις την περίπτωσιν ταύτην, απέκειτο εις τους ιδίους ίνα, εντός της τριμήνου ισχύος της εγκρίσεως ταύτης, επιδιώξουν περαιτέρω την χορήγησιν της οικείας αδείας κυκλοφορίας.»
Για να απαντήσει το ΣτΕ και στα περί κατ΄ ισχυρισμό των προσφευγόντων παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων, ως ακολούθως:
«.΄Οθεν, η ως άνω υπό του ν. 383/1976 γενομένη ρύθμισης και,
ειδικώτερον αι μεταβατικού χαρακτήρος διατάξεις του άρθρου 16 αυτού δεν αντιτίθενται προς αρχήν τινα του Συντάγματος, δεδομένου ότι η θέσπισις περιορισμών της ιδιωτικής πρωτοβουλίας εις το τομέα των Συγκοινωνιών, ένθα προέχει η εξυπηρέτησις του κοινωνικού συμφέροντος, ουδόλως αντίκειται εις τα ας κατοχυρούσας την επαγγελματικήν ελευθερίαν διατάξεις του άρθρου 5 του Συντάγματος .»
Ως εκ τούτου δεν έχει παραβλαφθεί ούτε και οποιοδήποτε συνταγματικό δικαίωμα, δικαίωμα εξασκήσεως επαγγέλματος - εγγραφή των εφεσειόντων ως πανεπιστήμιο - ή ηθικό, όπως υποστηρίζεται από τους εφεσείοντες. Παρατηρούμε συναφώς επί του τελευταίου, όπως και η νομολογία του ΣτΕ δέχεται, ότι το ηθικό συμφέρον ορίζεται και συνδέεται άμεσα με την κατάσταση του προσώπου, προσβολή της προσωπικότητας, της υπηρεσιακής οντότητας, της υπόληψης και γενικά την ηθική απομείωση του αιτούντος[3], νοουμένου ότι υφίστατο ένα τέτοιο δικαίωμα ως ήδη αναλύσαμε, και προσιδιάζει με καταστάσεις δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, όπως παράλειψη πρόσληψης σε συγκεκριμένη θέση ή προαγωγή ή εξέλιξη, είτε λόγω περιορισμένης χρονικής ισχύος της, είτε λόγω της λήξης της υπηρεσιακής σχέσης του αποδέκτη και αποχώρηση του από την υπηρεσία, καταστάσεις που δεν συνεπάγονται οπωσδήποτε την κήρυξη της δίκης καταργημένης. Βλ. στο ανωτέρω σύγγραμμα της Ευγενίας Πρεβεδούρου, σ. 266, όπου με παραπομπή σε συναφείς αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, αναλύονται η ποικιλία των υποθέσεων που απασχόλησαν κατά καιρούς το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Με δεδομένο ότι η επίδικη πράξη ανακλήθηκε ex tunc, ότι οι εφεσείοντες δεν διατηρούσαν κεκτημένο δικαίωμα να εγγραφούν ως πανεπιστήμιο αλλά απλή προσδοκία, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει ο συναφής Νόμος, ορθά υπ΄ αυτή την έννοια, κατέληξε το Δικαστήριο, αυτό δεν συνεπάγεται ότι: «.οι αιτητές απέδειξαν δικαίωμα εγγραφής τους ως ιδιωτικό πανεπιστήμιο και ακόμη περισσότερο ότι εξαιτίας της μη εγγραφής τους υπέστησαν χρηματική ζημιά.»
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα σε βάρος εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/φκ
[1] Βλ. και ΣτΕ 684/2009 («συντρέχει περίπτωση κατάργησης δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 του π.δ. 18/89, χωρίς να επιτρέπεται στην περίπτωση αυτή η επίκληση ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για τη συνέχιση της δίκης»), 1111/2008, 1635, 1909, 3120/2007.»
[2] ΣτΕ Ολ 3176/07: κατάργηση της δίκης, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, λόγω ανάκλησης της πράξης στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη διακήρυξη του διαγωνισμού, δηλαδή της έγκρισης εντολής διενέργειας του διαγωνισμού με βάση τη διακήρυξη κατά της οποίας ασκήθηκε η αίτηση ακύρωσης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας τόνισε συναφώς ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης χώρησε μετά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης ούτε ότι η αιτούσα διατηρεί, κατά τους ισχυρισμούς της, ιδιαίτερο έννομο συμφέρον προς συνέχιση της δίκης, συνιστάμενο στο γεγονός ότι οι ανταγωνίστριές της επιχειρήσεις απέκτησαν με τη σύναψη της σύμβασης που έγινε στα πλαίσια διαγωνισμού που ξεκίνησε με την προσβαλλόμενη διακήρυξη, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι αυτής, το οποίο έγκειται στην απόκτηση εμπειρίας που θα μπορούν να προβάλλουν σε επόμενους διαγωνισμούς.
[3] ΣτΕ 264/2011: μολονότι η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα αθλήτρια η πειθαρχική ποινή διετούς αποκλεισμού από επίσημες διοργανώσεις λόγω παραβίασης των κανόνων περί φαρμακοδιέγερσης, είναι περιορισμένης χρονικής ισχύος και είχε ήδη λήξει κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η αιτούσα διατηρεί ηθικό έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/89. Βλ. και ΣτΕ 3667/2009, ΔΕφΑθ 2365/2010.