ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C125
(2017) 3 ΑΑΔ 327
5 Απριλίου 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ. 5),
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναφορά Αρ. 5/2016)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση προδικαστικής παραπομπής ― Απαράβατοι όροι της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου μιας τέτοιας αίτησης είναι η ένθεση συγκεκριμένου άρθρου ή κανονισμού που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης.
Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Προδικαστική Παραπομπή στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ενώσεως ― Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να μην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε με την παρούσα Αναφορά γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο για το κατά πόσο «ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 βρίσκεται σε αντίθεση και ασυμφωνία προς τις διατάξεις των Άρθρων 25, 28 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς επίσης και προς τα Άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα Άρθρα 15 και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Στο πλαίσιο της Αναφοράς, υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση για παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διάφορων ερωτημάτων με σκοπό την έκδοση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του Άρθρου 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (εφεξής «η Συνθήκη»).
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γνωμάτευσε ως ακολούθως:
Εξετάζοντας τα εγερθέντα θέματα παρατηρείται ότι η αίτηση παραπομπής είναι πράγματι ελλιπής. Όχι μόνο δεν αναφέρονται τα ουσιαστικά άρθρα της Συνθήκης τα οποία θεωρούνται από τη Βουλή αναγκαία προς ερμηνεία, αλλά και η ίδια η αίτηση δεν περιέχει το λόγο αυτής της ερμηνείας. Ως προς το πρώτο, από τη στιγμή που το αίτημα παραπομπής στηρίζεται στο Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) του 1962, και στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, θα έπρεπε η αίτηση να αναφέρει και τα ουσιαστικά άρθρα επί των οποίων στηρίζεται εφόσον ο συνδυασμός του Κανονισμού 17 των Κανονισμών του 1962 που παραπέμπει στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και της Δ.48 θ.1 & 2, επιβάλλουν την ένθεση του συγκεκριμένου άρθρου ή κανονισμού που υποστηρίζει την αίτηση. Διαφορετικά, η αίτηση παραπομπής παραμένει κενή ουσιαστικού περιεχομένου, ερειδόμενη μόνο στις κανονιστικές διατάξεις.
Το παραπέμπον Δικαστήριο σύμφωνα με τον περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικό Κανονισμό (Αρ. 1) του 2008, πρέπει στην παράκληση παραπομπής να περιλάβει, κατά τον Κανονισμό 3(β)(vii), την επεξήγηση του λόγου για τον οποίο ζητείται η προδικαστική παραπομπή (στο οποίο θα γίνει αναφορά επίσης σε μεταγενέστερο στάδιο), καθώς και, κατά τον Κανονισμό 3(β)(vi), να καταγράψει τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου επί των οποίων ζητείται η ερμηνεία. Αυτό επομένως παραπέμπει ευθέως και στο επιτακτικό της ένθεσης των ουσιαστικών άρθρων της Συνθήκης και επί της ίδιας της αίτησης παραπομπής.
Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες εθνικό Δικαστήριο στην Ευρωπαϊκή Ένωση δύναται ή υποχρεούται, αν είναι τελευταίου βαθμού, να παραπέμψει ζήτημα στο Δικαστήριο ως προδικαστική παραπομπή. Η προδικαστική παραπομπή διέπεται από το Άρθρο 267 της Συνθήκης το οποίο καθορίζει ότι με προδικαστική απόφαση το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της ερμηνείας της Συνθήκης, του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και επί της ερμηνείας των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθηκαν με πράξη του Συμβουλίου. Το εθνικό Δικαστήριο αποστέλλει ερώτημα ακόμη και αυτεπαγγέλτως, έστω και αν το χρησιμοποιηθέν δικονομικό μέτρο από διάδικο είναι ελλιπές ή άκυρο, όπου το ίδιο το Δικαστήριο διαπιστώνει την προς τούτο αναγκαιότητα εφόσον κρίνει ότι το ανακύψαν ζήτημα είναι ουσιώδες και η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του κρίσης. Στο ημεδαπό δίκαιο έχει τεθεί σε ισχύ το Άρθρο 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960, που στην ουσία επαναλαμβάνει τα πιο πάνω.
Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να μην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire. Επίσης εξαίρεση έχει καθιερωθεί στη βάση της αρχής του acte éclairé, η οποία τυγχάνει εφαρμογής όταν το ερώτημα που ανακύπτει έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιωδώς παρόμοιο ερώτημα και έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο.
Κατά το ουσιαστικό δίκαιο όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, το Άρθρο 49 της Συνθήκης (πρώην Άρθρο 43 της Συνθήκης Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων), που απαγορεύει περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, απαγόρευση που εκτείνεται και σε περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών, υπόκειται σε εξαιρέσεις κατά το Άρθρο 51 (πρώην Άρθρο 45 της ΣΕΚ), αναφορικά με δραστηριότητες που συνδέονται με το κράτος αυτό, έστω και περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Όλες οι πιο πάνω εξαιρέσεις, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν περιλαμβάνουν περιορισμούς λόγω γενικού οικονομικού συμφέροντος. Η ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία για λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας και υγείας, δεν αποσκοπούν στον αποκλεισμό ολόκληρων οικονομικών τομέων ή επαγγελμάτων από την εφαρμογή της αρχής, αλλά στοχεύει στο να απαγορεύεται η πρόσβαση ή διαμονή στο έδαφος των κρατών μελών όπου αυτή η είσοδος και διαμονή θα συνιστούσε, αυτή καθ' αυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, ασφάλεια ή υγεία. Ούτε κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος μπορούν να προωθούν ή να επιδιώκουν οικονομικούς σκοπούς. Γενικά δεν δικαιολογείται περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης.
Ως προς τα υπόλοιπα ερωτήματα που τίθενται ισχύουν τα πιο πάνω και πρόκειται για περιορισμούς που τίθενται και θα πρέπει να τύχουν και αυτοί ανάλογης εξέτασης στο πλαίσιο της ουσίας της Αναφοράς ως προς τη συμβατότητα τους με τα προαναφερθέντα άρθρα. Δεν χρειάζεται όμως παραπομπή των ερωτημάτων στο Δικαστήριο για να ερμηνευθούν τα Άρθρα 49 και 56 και πάλι στη βάση σαφούς νομολογίας του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά το εύρος των περιορισμών εκείνων που είναι θεμιτοί.
Οι αιτητές προβάλλουν ακόμη ένα ερώτημα το οποίο σχετίζεται με την Οδηγία 2010/13/ΕΕ, ζήτημα που δεν εγείρεται καν με την Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ούτε και η Οδηγία αυτή έτυχε εφαρμογής στο ημεδαπό δίκαιο ώστε να χρειάζεται να ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Το συγκεκριμένο ερώτημα είναι κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εντελώς ασαφές αφού δεν εστιάζεται σε συγκεκριμένη πρόνοια ή διάταξη της εν λόγω Οδηγίας που θα πρέπει να τύχει ερμηνείας από το Δικαστήριο. Επομένως δεν είναι αναγκαίο να αποσταλεί προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο εφόσον δεν είναι συναφές με τη Γνωμάτευση που επιδιώκεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το ίδιο ασαφή και γενικόλογα κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακόμα δύο ερωτήματα τα οποία πάσχουν από γενικότητα και αοριστία ούτως ώστε να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραπομπής του Άρθρου 267 της Συνθήκης. Παραπομπή τέτοιου είδους ερωτημάτων θα ισοδυναμούσε με αναζήτηση θεωρητικής ανάλυσης και πραγματείας από το Δικαστήριο ως προς την ισχύ και εμβέλεια του ενωσιακού δικαίου και θα αποτελούσε ακαδημαϊκή άσκηση.
Η αίτηση για παραπομπή των προδικαστικών ερωτημάτων απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοφόρου v. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λοΐζος Ιορδάνους Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 743,
Stoeva v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1405/2009, ημερ. 10.11.2009,
SrlCILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981 [1982] E.C.R. 3415,
Cypra Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 305,
Bekefi κ.ά. v. Δημοκρατίας (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C577A.A.Δ. 437,
Επιτροπή v. Πορτογαλίας C-438/08 σκέψη 35, ημερ. 29.10.2008,
Επιτροπή v. Ισπανίας C-114/97 σκέψη 34,
Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti C-451/03 σκέψη 46,
Επιτροπή v. Βελγίου C-355/98 σκέψη 25, ημερ. 9.3.2000,
Επιτροπή v. Φινλανδίας C-54/05 σκέψη 40, ημερ. 15.3.2007,
Attanasio C-384/08, ημερ. 11.3.2010,
Επιτροπή v. Αυστρίας C-393/05, ημερ. 29.11.2007,
Staatssecretaris van Financiën v. B.G.M. Verkooijen C-35/98, ημερ. 6.6.2000,
Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Antonio La Pergola, ημερ. 24.6.1999,
Svensson, Gustavsson v. Ministre de logement et de l' urbanisme (1995) ECR I-3955,
Επιτροπή κατά Ισπανίας C400/08, ΔΕΕ 24.03.2011,
Duringello v. INPS Case C-186/90,
Procureur du Roi v. Marc J.V.C. Debauve κ.ά. (1980) Συλλογή σ. Ι 00443.
Aναφορά - Αίτηση για Προδικαστική Παραπομπή.
Αίτηση για Προδικαστική Παραπομπή επτά ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Αναφοράς για γνωμάτευση κατά πόσο «ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 βρίσκεται σε αντίθεση και ασυμφωνία προς τις διατάξεις των Άρθρων 25, 28 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς επίσης και προς τα Άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα Άρθρα 15 και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Χρ. Κληρίδης, για την Βουλή των Αντιπροσώπων-Αιτήτρια.
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με Γ. Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Κ. Κλεάνθους (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για Πρόεδρο της Δημοκρατίας-Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διά του Γενικού Εισαγγελέα υπέβαλε την πιο πάνω Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο ώστε αυτό να γνωματεύσει κατά πόσο «ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 βρίσκεται σε αντίθεση και ασυμφωνία προς τις διατάξεις των Άρθρων 25, 28 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς επίσης και προς τα Άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα Άρθρα 15 και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η ανάγκη για Αναφορά προέκυψε όταν η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε στις 7.4.2016 τον πιο πάνω Τροποποιητικό Νόμο καθώς και τον περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016. Με τον πρώτο Τροποποιητικό Νόμο, εισάγεται το Άρθρο 12(2) στο βασικό Νόμο σύμφωνα με τον οποίο η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου με αιτιολογημένη απόφαση της δεν χορηγεί νέα άδεια για την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού οργανισμού ή και μετάδοση νέων τηλεοπτικών εκπομπών ή προγραμμάτων στην περίπτωση κατά την οποία με βάση μελέτη εγκεκριμένου ελεγκτικού οίκου, η νέα άδεια θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών. Περαιτέρω προστίθεται το νέο Άρθρο 32Ε στο βασικό Νόμο, σύμφωνα με το οποίο οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες και οι οποίες αναμεταδίδονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, αναμεταδίδονται αυτούσιες, χωρίς τη συμπερίληψη διαφημιστικών ή και οπτικοακουστικών εμπορικών ανακοινώσεων που απευθύνονται στην επικράτεια της Δημοκρατίας. Εξαιρούνται με σχετική επιφύλαξη στο άρθρο, οι μικροί θεματικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος της τροποποίησης ήδη εκπέμπουν κατ' εφαρμογή των προνοιών της Οδηγίας 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 10ης Μαρτίου 2010 και έχουν εξασφαλίσει σχετική άδεια από το κράτος μέλος ή την τρίτη χώρα. Επίσης οι μικροί θεματικοί τηλεοπτικοί οργανισμοί που δεν εκπέμπουν κατ΄ εφαρμογή των προνοιών της εν λόγω Οδηγίας δύνανται να υποβάλλουν αίτηση για τη χορήγηση σχετικής άδειας με βάση τις διατάξεις του Νόμου. Ως ορίζεται, «μικρός θεματικός τηλεοπτικός οργανισμός» σημαίνει τηλεοπτικό οργανισμό που προσφέρει μονοθεματικό πρόγραμμα, ψυχαγωγικού ή και εκπαιδευτικού χαρακτήρα, με προσωπικό που δεν υπερβαίνει τα είκοσι άτομα και με ετήσια έσοδα που δεν υπερβαίνουν το 1.000.000 ευρώ.
Στο πλαίσιο της Αναφοράς, υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση για παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των ερωτημάτων που εκτίθενται στο συνημμένο επί της Αιτήσεως Παράρτημα με σκοπό την έκδοση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του Άρθρου 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (εφεξής «η Συνθήκη»). Τα ερωτήματα των οποίων η παραπομπή επιδιώκεται εκτίθενται ως Παράρτημα στην παρούσα απόφαση. Στην Αίτηση αυτή καταχωρήθηκε ένσταση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ακολούθησαν γραπτές αγορεύσεις στη βάση οδηγιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι βασικές θέσεις που προκύπτουν από την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα είναι οι εξής: Ο Γενικός Εισαγγελέας εγείρει κατ' αρχάς προδικαστική ένσταση στην παραπομπή των ερωτημάτων καθ' ότι θεωρεί την αίτηση ως δικονομικά άκυρη λόγω του ότι υπάρχει ουσιώδης παράλειψη αναφοράς στα Άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης και στα Άρθρα 15 και 16 του Χάρτη, αλλά και στην Οδηγία 2010/13/ΕΕ, η ερμηνεία των οποίων επιδιώκεται διά της αιτήσεως και αποτελούν το αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής. Οι δικονομικές αυτές διατάξεις δεν συνιστούν απλή επίκληση τύπου, αλλά παραπέμπουν στις ουσιαστικές διατάξεις που ως νομικό υπόβαθρο, αποτελούν απαράβατη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της αίτησης. Περαιτέρω, δεν προκύπτει ανάγκη προδικαστικής παραπομπής διότι τέτοια παραπομπή καθίσταται αναγκαία μόνο όπου το αποτέλεσμα της υπόθεσης, στο εθνικό επίπεδο εξαρτάται από την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (εφεξής «το Δικαστήριο»). Το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να ερμηνεύει τη Συνθήκη και τις πράξεις των κοινοτικών οργάνων και όχι να εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία επί της οποίας δεν έχει δικαιοδοσία, ούτε και ενεργεί ως Εφετείο κατά αποφάσεων εθνικών Δικαστηρίων. Καμία από τις προϋποθέσεις παραπομπής δεν ισχύει εφόσον κατά την αρχή του «acte clair», τα εθνικά Δικαστήρια, ακόμη και τελικού βαθμού, δεν υποχρεούνται να παραπέμψουν ερώτημα εφόσον η ορθή εφαρμογή και ερμηνεία της διάταξης του ενωσιακού δικαίου είναι τόσο σαφής ή εμφανής που δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης ή εύλογης υποψίας ως προς τον τρόπο που θα πρέπει να ερμηνευθεί ή να απαντηθεί το επίδικο ερώτημα. Πρόσθετα, το εθνικό Δικαστήριο απαλλάσσεται από την υποχρέωση παραπομπής όταν η σχετική διάταξη του ενωσιακού δικαίου έχει ήδη ερμηνευθεί αυθεντικά από το Δικαστήριο, οπότε ισχύει η αρχή του «acte éclairé». Η προτεινόμενη νομοθεσία αντίκειται προς το ενωσιακό δίκαιο διότι εξαρτά την χορήγηση νέων αδειών από τον ενδεχόμενο κίνδυνο της οικονομικής βιωσιμότητας των υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών. Αυτό αγγίζει τον πυρήνα του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης που προστατεύει η Ευρωπαϊκή έννομη τάξη, θέτοντας εμπόδια οικονομικής μάλιστα φύσεως, με υπέρμετρο προστατευτισμό υπέρ των υφιστάμενων εγχωρίων παρόχων. Εισάγει επίσης διάκριση στη βάση της ιθαγένειας εφόσον κατά το χρόνο ψήφισης του Τροποποιητικού Νόμου, οι υφιστάμενοι σταθμοί ήσαν μόνο Κυπριακών συμφερόντων.
Ως προς τα ερωτήματα που σχετίζονται με τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων χωρίς τη συμπερίληψη διαφημιστικών και εμπορικών ανακοινώσεων και πάλι εισάγεται, κατ' αντίθεση προς τα Άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης, απαγόρευση και περιορισμός στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ενώ η Αναφορά δεν εγείρει ζήτημα ασυμβατότητας του Νόμου με την Οδηγία 2010/13/ΕΕ, και, επομένως, τα ερωτήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία της Οδηγίας ούτε αναγκαία είναι προς προδικαστική παραπομπή, αλλά ούτε και σχετίζονται με την ίδια την Αναφορά.
Η θέση της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι ότι οι ουσιαστικές πρόνοιες δικαίου δεν είθισται να συμπεριλαμβάνονται στην αίτηση ως νομικό υπόβαθρο, αλλά μόνο οι αναγκαίοι δικονομικοί θεσμοί που την υποστηρίζουν, οι οποίοι και τη θεμελιώνουν επαρκώς. Ως προς την ουσία του θέματος είναι πρόδηλο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 267, όχι μόνο διότι η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε άλλο εσωτερικό ένδικο μέσο, αλλά και διότι η παραπομπή είναι αναγκαία εφόσον έχουν ανακύψει ζητήματα που αφορούν την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης και του Χάρτη, ερμηνεία με ευρύτερο αντίκτυπο τόσο στο ενωσιακό δίκαιο, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Ούτε η αρχή του acte clair, αλλά ούτε και η αρχή του acte éclairé τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση διότι υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων του Ευρωπαϊκού δικαίου ώστε να μην θεωρείται ότι το ζήτημα είναι τόσο καθαρό ώστε να είναι πασιφανές, ενώ τα ερωτήματα των οποίων επιδιώκεται η παραπομπή δεν έχουν ήδη απαντηθεί επί ουσιωδώς ομοίων ερωτήσεων. Και οι δύο αρχές σχετίζονται και έχουν ως απώτερο σκοπό τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Εάν υπάρχει έστω και από ένα μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου, τότε υπάρχει υποχρέωση παραπομπής διότι μόνο εκεί όπου το εθνικό Δικαστήριο μπορεί να επιλύσει το ζήτημα με απόλυτη αυτοπεποίθηση δεν επιβάλλεται η προδικαστσική παραπομπή.
Εξετάζοντας τα εγερθέντα θέματα παρατηρείται πρωτίστως, επί της προδικαστικής ενστάσεως, ότι η αίτηση παραπομπής είναι πράγματι ελλιπής. Όχι μόνο δεν αναφέρονται τα ουσιαστικά άρθρα της Συνθήκης τα οποία θεωρούνται από τη Βουλή αναγκαία προς ερμηνεία, αλλά και η ίδια η αίτηση δεν περιέχει το λόγο αυτής της ερμηνείας. Ως προς το πρώτο, από τη στιγμή που το αίτημα παραπομπής στηρίζεται στο Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) του 1962, και στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, θα έπρεπε η αίτηση να αναφέρει και τα ουσιαστικά άρθρα επί των οποίων στηρίζεται εφόσον ο συνδυασμός του Κανονισμού 17 των Κανονισμών του 1962 που παραπέμπει στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και της Δ.48 θ.1 & 2, επιβάλλουν την ένθεση του συγκεκριμένου άρθρου ή κανονισμού που υποστηρίζει την αίτηση. Διαφορετικά, η αίτηση παραπομπής παραμένει κενή ουσιαστικού περιεχομένου, ερειδόμενη μόνο στις κανονιστικές διατάξεις, (Χριστοφόρου v. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λοΐζος Ιορδάνους Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 743, Stoeva v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1405/2009, ημερ. 10.11.2009, κ.ά.).
Ως προς το δεύτερο, το παραπέμπον Δικαστήριο σύμφωνα με τον περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικό Κανονισμό (Αρ. 1) του 2008, πρέπει στην παράκληση παραπομπής να περιλάβει, κατά τον Κανονισμό 3(β)(vii), την επεξήγηση του λόγου για τον οποίο ζητείται η προδικαστική παραπομπή (στο οποίο θα γίνει αναφορά επίσης σε μεταγενέστερο στάδιο), καθώς και, κατά τον Κανονισμό 3(β)(vi), να καταγράψει τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου επί των οποίων ζητείται η ερμηνεία. Αυτό επομένως παραπέμπει ευθέως και στο επιτακτικό της ένθεσης των ουσιαστικών άρθρων της Συνθήκης και επί της ίδιας της αίτησης παραπομπής.
Πρόσθετα προς τα πιο πάνω, κρίνεται σκόπιμο έχοντας υπόψη τη σπουδαιότητα των συζητηθέντων θεμάτων επί των οποίων έγινε εκτενής επιχειρηματολογία από τους διαδίκους να εξεταστεί και επί της ουσίας το αίτημα παραπομπής. Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες εθνικό Δικαστήριο στην Ευρωπαϊκή Ένωση δύναται ή υποχρεούται, αν είναι τελευταίου βαθμού, να παραπέμψει ζήτημα στο Δικαστήριο ως προδικαστική παραπομπή. Η προδικαστική παραπομπή διέπεται από το Άρθρο 267 της Συνθήκης το οποίο καθορίζει ότι με προδικαστική απόφαση το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της ερμηνείας της Συνθήκης, του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και επί της ερμηνείας των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθηκαν με πράξη του Συμβουλίου. Το εθνικό Δικαστήριο αποστέλλει ερώτημα ακόμη και αυτεπαγγέλτως, έστω και αν το χρησιμοποιηθέν δικονομικό μέτρο από διάδικο είναι ελλιπές ή άκυρο, όπου το ίδιο το Δικαστήριο διαπιστώνει την προς τούτο αναγκαιότητα εφόσον κρίνει ότι το ανακύψαν ζήτημα είναι ουσιώδες και η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του κρίσης. Στο ημεδαπό δίκαιο έχει τεθεί σε ισχύ το Άρθρο 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960, που στην ουσία επαναλαμβάνει τα πιο πάνω.
Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να μην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire όπως έχει καθιερωθεί στην υπόθεση Srl CILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981 [1982] E.C.R. 3415. Επίσης εξαίρεση έχει καθιερωθεί στη βάση της αρχής του acte éclairé, η οποία τυγχάνει εφαρμογής όταν το ερώτημα που ανακύπτει έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιωδώς παρόμοιο ερώτημα και έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο. Η Κυπριακή σχετική νομολογία επί των θεμάτων της προδικαστικής παραπομπής έχει αναφερθεί και συνοψισθεί σε αρκετές αποφάσεις μεταξύ των οποίων η Cypra Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 305 και Bekefi κ.ά. v. Δημοκρατίας (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C577A.A.Δ. 437. Για το διαδικαστικό μέρος μιας παραπομπής έχει δημοσιευθεί ο προαναφερθείς περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικός Κανονισμός (Αρ. 1) του 2008, κατά τον οποίο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας σχετική διαταγή παραπομπής είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αίτησης διαδίκου, εκθέτοντας σε Παράρτημα την παράκληση προς το Δικαστήριο για έκδοση προδικαστικής απόφασης εξειδικεύοντας το ερώτημα και όλα τα σχετικά στοιχεία που καθορίζονται στον Κανονισμό.
Κατά το ουσιαστικό δίκαιο όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, το Άρθρο 49 της Συνθήκης (πρώην Άρθρο 43 της Συνθήκης Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων), που απαγορεύει περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, απαγόρευση που εκτείνεται και σε περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών, υπόκειται σε εξαιρέσεις κατά το Άρθρο 51 (πρώην Άρθρο 45 της ΣΕΚ), αναφορικά με δραστηριότητες που συνδέονται με το κράτος αυτό, έστω και περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Κατά δε το Άρθρο 52, (πρώην Άρθρο 46), οι διατάξεις του κεφαλαίου περί ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα εφαρμογής νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που προβλέπουν ειδικό καθεστώς για αλλοδαπούς υπηκόους που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφάλειας και δημοσίας υγείας.
Όλες οι πιο πάνω εξαιρέσεις, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν περιλαμβάνουν περιορισμούς λόγω γενικού οικονομικού συμφέροντος. Η ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία για λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας και υγείας, δεν αποσκοπούν στον αποκλεισμό ολόκληρων οικονομικών τομέων ή επαγγελμάτων από την εφαρμογή της αρχής, αλλά στοχεύει στο να απαγορεύεται η πρόσβαση ή διαμονή στο έδαφος των κρατών μελών όπου αυτή η είσοδος και διαμονή θα συνιστούσε, αυτή καθ' αυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, ασφάλεια ή υγεία. Ούτε κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος μπορούν να προωθούν ή να επιδιώκουν οικονομικούς σκοπούς.
Η ίδια νομολογία εφαρμόζεται και για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που καλύπτει το Άρθρο 56. Δεν νοούνται περιορισμοί όταν αυτοί είναι καθαρά οικονομικού χαρακτήρα. Περιορισμοί δικαιολογούνται μόνο για εξαιρετικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, τάξεως, ασφάλειας και υγείας ή για λόγους άσκησης δημόσιας εξουσίας.
Και στις δύο περιπτώσεις, η ερμηνεία που δίδεται από το Δικαστήριο είναι συσταλτική ακριβώς επειδή πρόκειται για εξαίρεση από τις κατοχυρωμένες ελευθερίες ώστε να μην ακυρώνεται ο σκοπός προώθησης και εμπέδωσης των αντίστοιχων ελευθεριών, (Επιτροπή v. Πορτογαλίας C-438/08 σκέψη 35, ημερ. 29.10.2008, Επιτροπή v. Ισπανίας C-114/97 σκέψη 34). Μόνο δραστηριότητες που επάγονται αυτές καθαυτές άσκηση δημόσιας εξουσίας μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δεκτικό των εξαιρέσεων, (Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti C-451/03 σκέψη 46, Επιτροπή v. Βελγίου C-355/98 σκέψη 25, ημερ. 9.3.2000, κ.ά.).
Στους λόγους γενικού δημοσίου συμφέροντος που δυνατόν να δικαιολογούν περιορισμούς στις ελευθερίες έχουν αναγνωρισθεί, μεταξύ άλλων, η οδική ασφάλεια (Επιτροπή v. Φινλανδίας C-54/05 σκέψη 40, ημερ. 15.3.2007), η προστασία του περιβάλλοντος (Attanasio C-384/08, ημερ. 11.3.2010), η προστασία των καταναλωτών (Επιτροπή v. Αυστρίας C-393/05, ημερ. 29.11.2007), κλπ.. Οι επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος δεν περιλαμβάνουν οικονομικές επιδιώξεις. Στην Staatssecretaris van Financiën v. B.G.M. Verkooijen C-35/98, ημερ. 6.6.2000, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τις εισηγήσεις της Ολλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η προώθηση της οικονομίας μιας χώρας ή η ανάγκη διατήρησης της συνοχής του φορολογικού συστήματος, ενέπιπταν στους περιορισμούς εκείνους που δικαιολογούνταν στις ελευθερίες της Συνθήκης. Στόχοι οικονομικής φύσεως έχουν επανειλημμένα αποκλειστεί από το Δικαστήριο, (Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Antonio La Pergola ημερ. 24.6.1999). Στην Svensson, Gustavsson v. Ministre de logement et de l' urbanisme [1995] ECR I-3955, ο Γενικός Εισαγγελέας M. Elmer, παρατήρησε ότι «εθνικές νομοθετικές διατάξεις μπορούν εκ πρώτης όψεως να φαίνονται δικαιολογημένες υπό το στενό πρίσμα της εθνικής οικονομίας, μολονότι αντίκεινται στους κοινοτικούς κανόνες.».
Γενικά δεν δικαιολογείται περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης. Το Δικαστήριο δέχθηκε, για παράδειγμα, ότι η εξάρτηση της χορήγησης άδειας για την ίδρυση μεγάλων καταστημάτων λιανικής πώλησης από την τήρηση ανωτάτων ορίων αναφορικά με το ποσοστό διείσδυσης στην οικεία αγορά της αιτούσας επιχείρησης και τις επιπτώσεις του νέου καταστήματος επί του προϋπάρχοντος λιανικού εμπορίου, συνιστά περιορισμό στο δικαίωμα εγκατάστασης που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, καθώς τα όρια που τίθενται συναρτώνται με την προστασία συμφερόντων αμιγώς οικονομικής φύσεως (Επιτροπή κατά Ισπανίας C400/08, ΔΕΕ 24.03.2011).
Το Guide to the Case Law of the European Court of Justice on Articles 56 et seq. TFEU: Freedom to Provide Services, που εξέδωσε στις 19.5.2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έκτασης 307 σελίδων, περιέχει πλήρη αναφορά επί της νομολογίας του Δικαστηρίου επί της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Παρόμοια, το Guide της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Άρθρο 49 κ.επ. για το Freedom of Establishment, ιδίας ημερομηνίας έκδοσης 19.5.2016, περιέχει αντίστοιχα πλούσια νομολογία για την ελευθερία εγκατάστασης. Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στο σύγγραμμα των Καλαβρού-Γεωργόπουλου: Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Ουσιαστικό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 105-115.
Τα ερωτήματα που τίθενται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, κατά το συνήγορο της, αναφέρονται και επιβάλλουν την ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Δικαίου αναφορικά με το κατά πόσο η παρεμπόδιση οποιασδήποτε ρύθμισης ή περιορισμού στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα γενικώς, επιτρέπεται. Διαπιστώνεται, κατ' αρχάς, η γενικότητα της διατύπωσης των ερωτημάτων αυτών. Ουτε στην αίτηση παραπομπής, ούτε σε άλλο μέρος των ερωτημάτων, καθορίζεται με ακρίβεια ο λόγος ή οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η ερμηνεία, που θα πρέπει να τίθενται εν πάση περιπτώσει σε μια παράκληση κατά τις πρόνοιες του Καν. 3(β)(vii), του Κανονισμού περί Προδικαστικής Παραπομπής στον οποίο έγινε αναφορά προηγουμένως. Τα ερωτήματα όπως καταγράφηκαν ζητούν απλώς τη γνωμάτευση του Δικαστηρίου κατά πόσο τα Άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης και τα Άρθρα 15 και 16 του Χάρτη, απαγορεύουν τη θέσπιση των Άρθρων 3 και 32 Ε(1) του προτεινόμενου Νόμου που εισάγει νέα άρθρα στο βασικό κείμενο. Αυτό, πέραν της γενικότητας των ερωτημάτων που δεν εξειδικεύουν το ζητούμενο, προσκρούει και στο γεγονός ότι η διατύπωση τους αναφέρεται και επιδιώκει γνωμάτευση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη συμβατότητα εθνικής νομοθεσίας και με τη Συνθήκη και όχι αμιγή ερμηνεία των άρθρων της Συνθήκης. Όπως έχει αποφασιστεί και στη Bekefi - ανωτέρω - αυτό θα αποτελούσε, κατά ανεπίτρεπτο τρόπο, απαίτηση για εφαρμογή από το Δικαστήριο του προτεινόμενου Νόμου επί των γεγονότων.
Περαιτέρω, παραγνωρίζεται η πιο πάνω θεμελιώδης ερμηνεία που έχει δοθεί στις εξαιρέσεις από το ίδιο το Δικαστήριο. Πρόδηλο είναι από τη διατύπωση των ερωτημάτων ότι όλα έχουν ως αναγκαίο υπόβαθρο, αλλά και αιτιολογία τους, την «... οικονομική βιωσιμότητα υφισταμένων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών.». Κατ' επέκταση και σε συσχετισμό με τα Άρθρα 15 και 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, (προστασία του επαγγέλματος και δικαιώματα σε εργασία και επιχειρηματική ελευθερία), ο πυρήνας της προτεινόμενης ρύθμισης με τον υπό Αναφορά Νόμο είναι αμιγώς οικονομικός, και έρχεται σε ασυμφωνία με τη νομολογία του Δικαστηρίου.
Έπεται ότι η παραπομπή των προδικαστικών ερωτημάτων δεν είναι αναγκαία για την επίλυση ζητημάτων ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, ως επιτακτική προϋπόθεση για την Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της Αναφοράς του Προέδρου. Άλλωστε, όπως είναι διατυπωμένα τα ερωτήματα, αυτά δεν είναι την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου που επιδιώκουν σύμφωνα με το Άρθρο 267, αλλά στοχεύουν στον έλεγχο της συμβατότητας της εσωτερικής νομοθεσίας με το ενωσιακό δίκαιο. Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του εθνικού δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο (Duringello v. INPS Case C-186/90).
Υπενθυμίζεται ότι η Αναφορά συναρτά το προβληματικό του προτεινόμενου Νόμου και με τα Άρθρα 25, 28 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, ως πρόσθετο και ταυτόχρονα ανεξάρτητο ζήτημα ασυμβατότητας.
Ως προς τα υπόλοιπα ερωτήματα υπ' αριθμό (δ), (ε), (στ) και (ζ), ισχύουν τα όσα προηγουμένως αναφέρθησαν αναφορικά με τη νομολογία του Δικαστηρίου επί των Άρθρων 49 και 56 της Συνθήκης. Πρόκειται για περιορισμούς που τίθενται και θα πρέπει να τύχουν και αυτοί ανάλογης εξέτασης στο πλαίσιο της ουσίας της Αναφοράς ως προς τη συμβατότητα τους με τα προαναφερθέντα άρθρα. Δεν χρειάζεται όμως παραπομπή των ερωτημάτων στο Δικαστήριο για να ερμηνευθούν τα Άρθρα 49 και 56 και πάλι στη βάση σαφούς νομολογίας του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά το εύρος των περιορισμών εκείνων που είναι θεμιτοί, (δέστε και την υπόθεση Procureur du Roi κατά Marc J.V.C. Debauve κ.ά. [1980] Συλλογή σ. Ι 00443), η οποία αφορούσε ακριβώς τη μη μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων.).
Περαιτέρω, όσον αφορά ιδιαίτερα το ερώτημα υπό στοιχείο (ε), παρατηρείται ότι το ερώτημα σχετίζεται με την Οδηγία 2010/13/ΕΕ, ζήτημα που δεν εγείρεται καν με την Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ούτε και η Οδηγία αυτή έτυχε εφαρμογής στο ημεδαπό δίκαιο ώστε να χρειάζεται να ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Πρόσθετα, το συγκεκριμένο ερώτημα είναι εντελώς ασαφές αφού δεν εστιάζεται σε συγκεκριμένη πρόνοια ή διάταξη της εν λόγω Οδηγίας που θα πρέπει να τύχει ερμηνείας από το Δικαστήριο. Επομένως δεν είναι αναγκαίο να αποσταλεί προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο εφόσον δεν είναι συναφές με τη Γνωμάτευση που επιδιώκεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το ίδιο ασαφές και γενικόλογο είναι το ερώτημα υπό στοιχείο (στ), διότι δεν είναι δυνατό να αποσταλεί τέτοιου είδους ερώτημα στο Δικαστήριο χωρίς συγκεκριμένη εξειδίκευση. Παρόμοια και το τελευταίο ερώτημα υπό στοιχείο (ζ), πάσχει από γενικότητα και αοριστία ούτως ώστε να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραπομπής του Άρθρου 267 της Συνθήκης. Παραπομπή τέτοιου είδους ερωτημάτων θα ισοδυναμούσε με αναζήτηση θεωρητικής ανάλυσης και πραγματείας από το Δικαστήριο ως προς την ισχύ και εμβέλεια του ενωσιακού δικαίου και θα αποτελούσε ακαδημαϊκή άσκηση.
Ενόψει όλων των ανωτέρω η αίτηση για παραπομπή των επτά προδικαστικών ερωτημάτων απορρίπτεται.
Παράρτημα Α
(α) Κατά πόσο το Άρθρο 49 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει τη θέσπιση του Άρθρου 3 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών Νόμου του 2016 με το οποίο εισάγεται το Άρθρο 12(2) του βασικού Νόμου σύμφωνα με το οποίο η Αρχή με αιτιολογημένη απόφαση της δεν χορηγεί νέα άδεια για την ίδρυση, εγκατάσταση λειτουργία τηλεοπτικού οργανισμού ή/και μετάδοση νέων τηλεοπτικών εκπομπών ή προγραμμάτων στην Κύπρο στην περίπτωση κατά την οποία με βάση μελέτη εγκεκριμένου ελεγκτικού οίκου η νέα άδεια θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών.
(β) Κατά πόσο το Άρθρο 56 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ελευθερία παροχής υπηρεσιών) απαγορεύει τη θέσπιση του πιο πάνω άρθρου σύμφωνα με το οποίο η Αρχή με αιτιολογημένη απόφαση της δεν χορηγεί νέα άδεια για την ίδρυση, εγκατάσταση λειτουργία τηλεοπτικού οργανισμού ή/και μετάδοση νέων τηλεοπτικών εκπομπών ή προγραμμάτων στην Κύπρο στην περίπτωση κατά την οποία με βάση μελέτη εγκεκριμένου ελεγκτικού οίκου η νέα άδεια θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών.
(γ) Κατά πόσο τα Άρθρα 15 και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προστατεύουν την ελευθερία του επαγγέλματος και δικαίωμα προς εργασία και την επιχειρηματική ελευθερία απαγορεύουν τη θέσπιση της πιο πάνω πρόνοιας του Άρθρου 3 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών Νόμου του 2016, που εισάγει το Άρθρο 12 στη Νομοθεσία.
(δ) Κατά πόσο οι πιο πάνω πρόνοιες, Άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαγορεύουν καθ οιονδήποτε τρόπο τη θέσπιση του Άρθρου 32 Ε (1) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών Νόμου 2016 που εισάγει το νέο Άρθρο 14 στο Βασικό Νόμο σύμφωνα με το οποίο οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες και οι οποίες αναμεταδίδονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, αναμεταδίδονται αυτούσιες, χωρίς τη συμπερίληψη διαφημιστικών και οπτικοακουστικών εμπορικών ανακοινώσεων που απευθύνονται στην επικράτεια της Δημοκρατίας.
(ε) Κατά πόσο η Οδηγία 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαρτίου 2010 και η οποιαδήποτε πρόνοια του απαγορεύουν τη θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών Νόμου 2016.
(στ) Κατά πόσο το Κοινοτικό Δίκαιο απαγορεύει στα Κράτη Μέλη να διατυπώνουν τους όρους και προϋποθέσεις χορήγησης νέας άδειας για την ίδρυση εγκατάστασης λειτουργίας τηλεοπτικών οργανισμών ή και τη μετάδοση νέων τηλεοπτικών προγραμμάτων.
(ζ) Κατά πόσο το Κοινοτικό Δίκαιο απαγορεύει στα Κράτη Μέλη τη ρύθμιση αναμετάδοσης υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες αποκλείοντας τη συμπερίληψη διαφημίσεων ή εμπορικών ανακοινώσεων που απευθύνονται στην επικράτεια του Κράτους Μέλους.
Η αίτηση για παραπομπή των προδικαστικών ερωτημάτων απορρίπτεται.