ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:C317

(2016) 3 ΑΑΔ 258

30 Iουνίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

KRISTIAN BEKEFI,

 

Εφεσείων (Α.Ε. 42/2013) - Αιτητής,

 

GERASIMOS KAPSASKIS,

 

Εφεσείων (Α.Ε. 43/2013) - Αιτητής,

 

ILIEV PAVEL,

 

Εφεσείων (Α.Ε. 44/2013) - Αιτητής,

 

ANGELOV KALIN SLAVOV,

 

Εφεσείων (Α.Ε. 45/2013) - Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 42/2013, 43/2013, 44/2013, 45/2013)

 

 

Αλλοδαποί ― ’δεια παραμονής ― Διάταγμα απαγόρευσης επανεισόδου στη Δημοκρατία για τα επόμενα δέκα χρόνια ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε νόμιμη στην εξετασθείσα υπόθεση.

 

Aλλοδαποί — Aπέλαση ή άρνηση εισόδου — Zήτημα ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης — Aπέλαση για λόγους εθνικής ασφαλείας — Tο θέμα του δικαστικού ελέγχου των λόγων εθνικής ασφάλειας.

 

Οι Εφεσείοντες αμφισβητούν με την Έφεσή τους την πρωτόδικη απόφαση με την οποία η προσφυγή τους απορρίφθηκε και τα διατάγματα που εξέδωσε ο Υπουργός Εσωτερικών με τα οποία απαγορευόταν η επανείσοδος τους στην Δημοκρατία για τα επόμενα 10 χρόνια, επικυρώθηκαν.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση αποφάσισε ότι:

 

Το δικαίωμα ενός πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών - δικαίωμα που επεκτείνεται και στα μέλη της οικογένειας του, που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών - αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο ρυθμίζεται από την Οδηγία 2004/38/ΕΚ, στην οποία διατυπώνονται οι όροι για την άσκηση του δικαιώματος, καθώς και οι περιορισμοί που ένα κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει στην άσκηση του, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Οι πρόνοιες του ’ρθρου 27 της εν λόγω Οδηγίας έχουν ενσωματωθεί στο ’ρθρο 29 του εναρμονιστικού της Οδηγίας Νόμου 7(Ι)/2007.

 

Η απέλαση αποτελεί τον πιο σοβαρό περιορισμό στην ελευθερία κυκλοφορίας, αλλά και εξαίρεση, ταυτοχρόνως, της αρχής που διατυπώνεται στο ’ρθρο 21.2 του Χάρτη της μη διάκρισης λόγω ιθαγένειας, αφού τα κράτη μέλη δεν έχουν την εξουσία να απομακρύνουν τους δικούς τους υπηκόους από την επικράτεια τους ή να απαγορεύσουν την είσοδο τους σ' αυτή, ενώ τέτοια μέτρα μπορούν να λαμβάνονται έναντι των υπηκόων άλλων κρατών μελών. Η απέλαση αλλοδαπών, είτε είναι Ευρωπαίοι πολίτες είτε όχι, παραμένει κυρίαρχο δικαίωμα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Η έννοια της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας δεν ορίζονται στην Οδηγία 2004/38/ΕΚ, ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δε έκταση της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών στον τομέα αυτό, επίσης παραμένει αόριστη και αδιευκρίνιστη. Προφανώς γιατί πρόκειται για ευαίσθητα ζητήματα εμπίπτοντα στη σφαίρα του κυριαρχικού δικαιώματος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ρυθμίζουν και να ελέγχουν τα περί της εισόδου και παραμονής ξένων υπηκόων στο έδαφος τους και που χρήζουν, συνήθως, καθορισμού σε ad hoc βάση.

 

Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα κατ' ουσία να καθορίζουν τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες και αξίες, οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το κράτος και τη χρονική περίοδο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει, όμως, να ερμηνεύονται συσταλτικώς στο πλαίσιο της Ένωσης, αν χρησιμοποιούνται ως δικαιολογητικός λόγος για παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Η έννοια της δημόσιας τάξης προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, η οποία να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης. Συμπεριφορές που αποδέχεται κράτος μέλος όταν εκπορεύονται από δικούς του υπηκόους δεν μπορούν να θεωρούνται ως πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη  και η εφαρμογή της παρέκκλισης για λόγους δημόσιας τάξης τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος υποδοχής έχει λάβει πραγματικά μέτρα καταστολής αυτού του είδους δραστηριοτήτων ασκουμένων από τους δικούς του υπηκόους.

 

Η Οδηγία 2004/38/ΕΚ επαυξάνει την ασφάλεια διαμονής του Ευρωπαίου πολίτη και των μελών της οικογένειας του στο κράτος μέλος υποδοχής παρέχοντας βασικές εγγυήσεις αναλογικότητας και προνοώντας για αριθμό ασφαλιστικών δικλείδων, γενικών και ατομικών. Μεταξύ άλλων, δεν επιτρέπονται οι αυτόματες απελάσεις και κάθε ΅έτρο που λα΅βάνεται για λόγους δη΅όσιας τάξης ή δη΅όσιας ασφάλειας πρέπει να είναι σύ΅φωνο ΅ε την αρχή της αναλογικότητας και, να θε΅ελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συ΅περιφορά του προσώπου που αφορά.  Περαιτέρω, πριν ληφθεί η απόφαση απέλασης πρέπει να συνεκτιμηθούν οι παράγοντες που ορίζει το ’ρθρο 28.1 της εν λόγω Οδηγίας, όπως η διάρκεια της παραμονής στη χώρα υποδοχής, στην οποία αντανακλάται ο βαθμός των δεσμών του ατόμου με τη χώρα, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας του, η οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωση του στη χώρα υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταξη των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους στο κράτος μέλος υποδοχής, τόσο μεγαλύτερη προστασία θα πρέπει να τους παρέχεται έναντι απέλασης. Εισάγεται μια νέα ιεραρχία επιπέδων προστασίας εναντίον της απέλασης βασιζομένης σε κριτήρια αυξανόμενης αυστηρότητας, ανάλογα, μεταξύ άλλων, με τη διάρκεια της διαμονής.  Συνεπώς, στις περιπτώσεις μελών της Ένωσης και των μελών της οικογένειας τους που έχουν αποκτήσει το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτεια του κράτους υποδοχής, δηλαδή μετά την πάροδο 5 ετών, προβλέπεται ότι αυτοί μπορούν να απελαθούν μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή  δημόσιας ασφάλειας (σε αντιδιαστολή με συνήθεις λόγους), ενώ η προστασία αυξάνεται στις περιπτώσεις που υπάρχει διαμονή 10 και πλέον ετών, ώστε να μη χωρεί απέλαση εκτός εάν αυτή βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όλοι οι εφεσείοντες, Ευρωπαίοι πολίτες, κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης απέλασης τους, διέμεναν στην επικράτεια της Δημοκρατίας για χρονικό διάστημα μικρότερο των 5 ετών, ενώ οι εφεσείοντες 1 και 2 δεν είχαν υποβάλει αίτηση για έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής Πολίτη της Ένωσης. Ως εκ τούτου, απολάμβαναν τη βασική προστασία που προνοείται στο ’ρθρο 27.1 της Οδηγίας.

 

Οι εφεσείοντες ανήκαν σε συγκεκριμένη φατρία και όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου, ήταν γνωστό στις διωκτικές αρχές του κράτους οι οποίες θεωρούσαν τις δραστηριότητες της παράνομες.  Η δράση της, μάλιστα, προβλημάτιζε έντονα τις διωκτικές αρχές, μέσω των οποίων η Πολιτεία εκτελεί το δημόσιο καθήκον με το οποίο είναι επιφορτισμένη για την προστασία της έννομης τάξης, στην προκειμένη περίπτωση την Αστυνομία, η οποία σχεδόν καθημερινά δεχόταν πληροφορίες για τις παράνομες δραστηριότητες της, χωρίς όμως να διατυπώνεται επίσημη καταγγελία λόγω εκφοβισμού των θυμάτων. Η σχέση των εφεσειόντων με την εν λόγω ομάδα ή οργάνωση μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως αφορώσα την προσωπική συμπεριφορά καθενός εκ των εφεσειόντων, αφού αντανακλούσε τη συνταύτιση τους με τους στόχους, τα σχέδια και τις δραστηριότητες της, οι οποίες θεωρούνταν από το κράτος, επικαλούμενο τους περιορισμούς της δημόσιας τάξης, ότι συνιστούσαν κοινωνικό κίνδυνο. Η προσωπική συμπεριφορά των εφεσειόντων δεν περιοριζόταν στο γεγονός ότι ανήκαν σε ομάδα που συνδεόταν με το έγκλημα. Πέραν των ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούσαν ή διερευνούνταν εναντίον τους, στη βάση του συνόλου των στοιχείων που η Αστυνομία κατείχε, εκτιμούσε ότι επρόκειτο για επικίνδυνα άτομα. Η δε λήψη μέτρων από το κράτος για καταπολέμηση της συμπεριφοράς αυτής, επεκτεινόταν και στους Κύπριους, μέλη της ομάδας, εναντίον των οποίων προωθούνταν ποινικές διώξεις.

 

Ορθά δε θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι πληροφορίες που η Αστυνομία συγκέντρωσε μπορούσαν να ληφθούν υπόψη εφόσον πληροφορίες που ευλόγως προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στην Κύπρο, εφόσον συγκεντρώνονται από κατάλληλες πηγές, μπορεί να παρέχουν επαρκές πραγματικό έρεισμα για την απέλαση του. Βέβαια, η εκτίμηση των στοιχείων αυτών γίνεται από τη διοίκηση, η οποία πρέπει να αντικρίζει τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης με καλή πίστη, το έργο του Δικαστηρίου περιοριζόμενο στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης υπό το φως των αρχών που διέπουν το όλο ζήτημα.

 

Εν προκειμένω, οι ιδιαίτερες συνθήκες του καθενός από τους εφεσείοντες, όπως τις είχε ενώπιον της η διοίκηση, δεν ήταν αρκετές να αντισταθμίσουν τον τεκμηριωμένο από τη διοίκηση λόγο απέλασης τους, που συνίστατο στην επικινδυνότητα της παρουσίας τους στη Δημοκρατία για τη δημόσια τάξη. Δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Τα δεδομένα και η εναντίον του καθενός από τους εφεσείοντες υπόθεση, δικαιολογούσαν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ 395,

 

Moyo a.o. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203,

 

C-434/10, Petar Aladzhov v. Zamestnik director na Stolichna direktsia na vatreshnite raboti kam Ministerstvo na vatreshnite raboti, ημερ. 17.11.2011,

 

C-268/99 Jany v. Staatssecretaris van Justitie, ημερ. 20.11.2001,

 

Mamatkulov and Askarov v. Turkey 41 EHRR 494 (GC),

 

Maaouia v. France, Application No. 39652/98, ημερ. 12.1.1999,

 

Van Duyn v. Ηνωμένου Βασιλείου, Υπόθεση 41/74, ημερ. 4.12.1974.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 293/2012) ημερ. 20/2/2013.

 

Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι όλοι Ευρωπαίοι πολίτες και, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διέμεναν νόμιμα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 6.9.2011, μετά που ο Υπουργός Εσωτερικών τους κήρυξε ως απαγορευμένους μετανάστες δυνάμει του ’ρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, κρίνοντας παράλληλα ότι αποτελούν πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας, εκδόθηκαν εναντίον τους διατάγματα κράτησης και απέλασης, και απελάθηκαν.

 

Στις 21.2.2012, Ο Υπουργός Εσωτερικών ανακάλεσε τα εν λόγω διατάγματα, έχοντας στο μεταξύ διαπιστώσει πως είχαν εκδοθεί εδραζόμενα σε λανθασμένη νομική βάση. Κρίνοντας στη συνέχεια ότι οι εφεσείοντες, πέραν του ότι κηρύχθηκαν απαγορευμένοι μετανάστες δυνάμει του ’ρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ.105, αποτελούν απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας σύμφωνα και με το ’ρθρο 29 του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, Ν. 7(Ι)/2007, εξέδωσε διατάγματα με τα οποία απαγορευόταν η επανείσοδος τους στη Δημοκρατία για τα επόμενα 10 χρόνια.  Για την απόφαση αυτή οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν με επιστολή ημερομηνίας 21.2.2012.

 

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την απόφαση του Υπουργού καταχωρώντας έκαστος προσφυγή, ισχυριζόμενος ότι ελήφθη κατά παράβαση του ’ρθρου 12 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ’ρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ), τα οποία κατοχυρώνουν το τεκμήριο της αθωότητας, καθώς και του ’ρθρου 29 του Ν. 7(Ι)/2007 και της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να δια΅ένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, ενώ δεν τηρήθηκε ούτε η αρχή της αναλογικότητας.

 

Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν. Ο αδελφός μας δικαστής που επιλήφθηκε των υποθέσεων πρωτοδίκως, απέρριψε τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης και, συνακόλουθα, τις προσφυγές. Θεώρησε αφενός, με αναφορά σε νομολογία*, ότι η διοικητική απόφαση αποτελούσε έκφραση και άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου, η οποία σε περιπτώσεις απέλασης ή άρνησης εισόδου είναι αρκούντως ευρεία, έτσι ώστε να συνάδει με την έννοια της εδαφικής κυριαρχίας. Επομένως, οι εφεσίβλητοι ενήργησαν εντός του πλαισίου της νομιμότητας. Σημείωσε, αφετέρου, με αναφορά στις πρόνοιες του ’ρθρου 29 του Ν.7(Ι)/2007 πως οι εφεσίβλητοι, πριν από τη λήψη της απόφασης, είχαν διεξαγάγει έρευνα αναφορικά με τις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων από την οποία προέκυψε ότι δεν είχαν οποιοδήποτε δεσμό με την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ οι εφεσίβλητοι επικαλούνταν λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, οι οποίοι βασίζονταν σε πληροφορίες της Αστυνομίας αναφορικά με εγκληματικές ενέργειες των εφεσειόντων. Δεδομένα, που με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, καθιστούσαν την προσβαλλόμενη απόφαση εύλογα επιτρεπτή.

 

Θεωρώντας εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, οι εφεσείοντες επιδιώκουν τον παραμερισμό της στη βάση δύο λόγων έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη θεώρηση ότι η απόφαση της διοίκησης δεν παραβίασε το δικαίωμα των εφεσειόντων στο τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται από το ’ρθρο 12 του Συντάγματος, το ’ρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το ’ρθρο 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ο Χάρτης») και ότι η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί έκφραση και άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου, το οποίο ενήργησε εντός του πλαισίου της νομιμότητας και δεν λήφθηκε υπό τη μορφή ποινής. Ο δεύτερος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίαζε το ’ρθρο 29 του Ν.7(Ι)/2007, τις αρχές του κοινοτικού δικαίου και την αρχή της αναλογικότητας.

 

Εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι οι υποθέσεις Eddine και Moyo, βάσει των οποίων το δικαστήριο έκρινε πρωτοδίκως πως οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να αξιολογήσουν τις πληροφορίες που κατείχαν και να απελάσουν τους εφεσείοντες στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής τους εξουσίας και της εδαφικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, είναι άσχετες με την παρούσα καθότι αφορούσαν αλλοδαπούς τρίτων χωρών. ’σχετο δε είναι και το Κεφ. 105, το οποίο δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε κοινοτικούς υπηκόους. Με ιδιαίτερη αναφορά στο ’ρθρο 2.2 του Χάρτη υποστηρίζουν, εν προκειμένω, ότι οι προϋποθέσεις για απέλαση ρυθμίζονται από το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπαγορεύει ότι τα Κράτη Μέλη, κατά την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των δικών τους υπηκόων και των υπηκόων άλλων κρατών μελών, δεν μπορούν να χρησιμοποιούν «διαφορετικά μέτρα και σταθμά», γιατί τούτο θα συνιστούσε παράβαση της αρχής της μη διάκρισης, όπως αυτή εφαρμόζεται στο κοινοτικό δίκαιο. Κανένας Κύπριος υπήκοος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κίνδυνος για τη δημόσια τάξη στη βάση αόριστης φύσης πληροφοριών, ή στη βάση ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη η οποία δεν οδήγησε σε καταδίκη ή και οδήγησε σε αθώωση. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο παραβιάζεται ακόμα και όταν διατυπώνονται υπόνοιες για την ανάμιξη προσώπου σε εγκληματική δράση. Εξάλλου, πέραν από την κατοχύρωση του τεκμηρίου της αθωότητας από το ’ρθρο 48 του Χάρτη, προβλέπεται στο ’ρθρο 45 αυτού πως «Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των Κρατών Μελών». Επομένως, το δικαίωμα των εφεσειόντων να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά θεμελιώδες κοινοτικό ανθρώπινο δικαίωμα στο οποίο μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί μόνο κατ' εξαίρεση και στις συγκεκριμένες περιπτώσεις τις οποίες το κοινοτικό δίκαιο καθορίζει, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.

 

Η αιτιολογία της διοικητικής απόφασης φαίνεται, ουσιαστικά, στην επιστολή του Υπεύθυνου του Κλιμακίου Αλλοδαπών Αμμοχώστου ημερομηνίας 6.9.2011 προς το Διοικητική της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως και στις αξιολογήσεις της οικογενειακής τους κατάστασης από τη διοίκηση (Παραρτήματα 14(α), 15(α), 16(α) και 17(α) στην ένσταση). Σ' αυτήν αναφέρεται ότι οι εφεσείοντες είναι όλοι μέλη συγκεκριμένης «φατρίας» η οποία δραστηριοποιείται παράνομα στην ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου «με διάφορες εγκληματικές ενέργειες, όπως εκβιασμούς πολιτών για παροχή προστασίας, ξυλοδαρμούς Ελληνοκυπρίων αλλά και τουριστών και σχεδόν καθημερινά διαβιβάζονται πληροφορίες στην Αστυνομία για τις παράνομες δραστηριότητες τους χωρίς όμως επίσημη καταγγελία, αφού τα θύματα τους εκβιάζονται.» Συνεχίζει η επιστολή με την παράθεση λεπτομερειών διαφόρων ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση, στις οποίες οι εφεσείοντες ήταν κατηγορούμενοι, καθώς και διερευνώμενων υποθέσεων από την Αστυνομία, ενώ γίνεται αναφορά και στο ότι ο εφεσείων 1, ο οποίος «θεωρείται ως ο "εκτελεστής"», ήταν ο κύριος ύποπτος για απόπειρα φόνου αλλά αθωώθηκε «παρόλο που εναντίον του υπήρχε και επιστημονική μαρτυρία»*. Καταλήγει η επιστολή ότι, ενόψει των πιο πάνω αλλά και του ότι «η δράση της εν λόγο (sic) φατρίας έχει προβληματίσει έντονα την Αστυνομία, έγινε σύσκεψη στην ΑΔΕ Αμμοχώστου, όπου και αποφασίστηκε όπως ζητηθεί η έγκριση του Αρχηγού Αστυνομίας, ούτως ώστε οι εν λόγω υποθέσεις προωθηθούν ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα, με εισήγηση όπως οι πιο πάνω αλλοδαποί που κατηγορούνται ενώπιον του Δικαστηρίου ή διερευνώνται εναντίον τους υποθέσεις απελαθούν από την Κυπριακή Δημοκρατίας (sic) αφού πρόκειται για επικίνδυνα πρόσωπα για τη Δημόσια τάξη και ασφάλεια». Αίτημα το οποίο ο Αρχηγός Αστυνομίας ενέκρινε.

 

Μετά που οι υποθέσεις αυτές τέθηκαν ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα, αυτός έδωσε οδηγίες στις 5.8.2011 όπως «όλοι οι εμπλεκόμενοι αλλοδαποί απελαθούν και τα στοιχεία τους τοποθετηθούν στον κατάλογο STOP-LIST.». Για την περίπτωση των Κυπρίων εμπλεκομένων, ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε οδηγίες όπως οι διώξεις εναντίον τους συνεχιστούν και όπως καταχωρηθούν εναντίον τους οι υποθέσεις που δεν είχαν ακόμα καταχωρηθεί. Ακολούθησε στις 21.2.2012, η απόφαση των εφεσιβλήτων, αντικείμενο των προσφυγών που απασχόλησαν πρωτόδικα.

 

Το δικαίωμα ενός πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών - δικαίωμα που επεκτείνεται και στα μέλη της οικογένειας του, που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών - αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο ρυθμίζεται από την Οδηγία 2004/38/ΕΚ, στην οποία διατυπώνονται οι όροι για την άσκηση του δικαιώματος, καθώς και οι περιορισμοί που ένα κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει στην άσκηση του, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ’ρθρο 27). Οι πρόνοιες του ’ρθρου 27 της εν λόγω Οδηγίας έχουν ενσωματωθεί στο ’ρθρο 29 του εναρμονιστικού της Οδηγίας Νόμου 7(Ι)/2007*.

Η απέλαση αποτελεί τον πιο σοβαρό περιορισμό στην ελευθερία κυκλοφορίας, αλλά και εξαίρεση, ταυτοχρόνως, της αρχής που διατυπώνεται στο ’ρθρο 21.2 του Χάρτη της μη διάκρισης λόγω ιθαγένειας, αφού τα κράτη μέλη δεν έχουν την εξουσία να απομακρύνουν τους δικούς τους υπηκόους από την επικράτεια τους ή να απαγορεύσουν την είσοδο τους σ' αυτή, ενώ τέτοια μέτρα μπορούν να λαμβάνονται έναντι των υπηκόων άλλων κρατών μελών. Η απέλαση αλλοδαπών, είτε είναι Ευρωπαίοι πολίτες είτε όχι, παραμένει κυρίαρχο δικαίωμα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Η έννοια της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας δεν ορίζονται στην Οδηγία 2004/38/ΕΚ, ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Η δε έκταση της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών στον τομέα αυτό, επίσης παραμένει αόριστη και αδιευκρίνιστη. Προφανώς γιατί πρόκειται για ευαίσθητα ζητήματα εμπίπτοντα στη σφαίρα του κυριαρχικού δικαιώματος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ρυθμίζουν και να ελέγχουν τα περί της εισόδου και παραμονής ξένων υπηκόων στο έδαφος τους και που χρήζουν, συνήθως, καθορισμού σε ad hoc βάση. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα από το ΔΕΕ, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα κατ' ουσία να καθορίζουν τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες και αξίες (36/75 Rutili), οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το κράτος και τη χρονική περίοδο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει, όμως, να ερμηνεύονται συσταλτικώς στο πλαίσιο της Ένωσης, αν χρησιμοποιούνται ως δικαιολογητικός λόγος για παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Η έννοια της δημόσιας τάξης προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (βλ.C-434/10, Petar Aladzhov v. Zamestnik director na Stolichna direktsia na vatreshnite raboti kam Ministerstvo na vatreshnite raboti, ημερομηνίας 17.11.2011), η οποία να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης. Συμπεριφορές που αποδέχεται κράτος μέλος όταν εκπορεύονται από δικούς του υπηκόους δεν μπορούν να θεωρούνται ως πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη  και η εφαρμογή της παρέκκλισης για λόγους δημόσιας τάξης τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος υποδοχής έχει λάβει πραγματικά μέτρα καταστολής αυτού του είδους δραστηριοτήτων ασκουμένων από τους δικούς του υπηκόους (βλ. C-268/99 Jany v. Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 20.11.2001).

 

Ο Χάρτης δεσμεύει τα κράτη μέλη όταν αυτά ενεργούν, όπως εδώ, εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως ορθά επισημαίνεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, το ’ρθρο 48.1 κατοχυρώνει την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας, προβλέποντας ότι κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο. Σύμφωνα με το ’ρθρο 52.3, το δικαίωμα αυτό έχει την ίδια έννοια και εμβέλεια με το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ.

 

Η αναφορά σε «κατηγορούμενο» στο ’ρθρο 48.1 του Χάρτη, προϋποθέτει την ύπαρξη ποινικής διαδικασίας εναντίον προσώπου στο οποίο αποδίδεται η διάπραξη ποινικού αδικήματος.   Με αναφορά πάντα στη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στη διοικητική απόφαση για την απέλαση τους, οι εφεσείοντες δεν ήταν κατηγορούμενοι, ούτε επρόκειτο για ποινική διαδικασία, ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής των προνοιών του ’ρθρου 48 του Χάρτη. Ούτε το ’ρθρο 6 της ΕΣΔΑ έχει εδώ εφαρμογή, το ΕΔΑΔ έχοντας καταστήσει σαφές πως το ’ρθρο 6 δεν εφαρμόζεται σε υποθέσεις απέλασης. Κι αυτό, προφανώς, για το λόγο ότι αποφάσεις για την είσοδο, παραμονή και απέλαση αλλοδαπών δεν αφορούν στη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων τους ή σε ποινική κατηγορία, υπό την έννοια του ’ρθρου 6.1. Θεωρούνται, μάλλον, ως δημόσιες πράξεις οι οποίες διέπονται από το δημόσιο δίκαιο (βλ. Mamatkulov and Askarov v. Turkey 41 EHRR 494 (GC) και Maaouia v. France, Application No. 39652/98, 12.1.1999). Η άποψη αυτή ευρίσκει απήχηση και στην αιτιολογική σκέψη της πολύ πρόσφατης Οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, σκοπός της οποίας είναι να ενισχυθεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών με τη θέσπιση κοινών ελάχιστων κανόνων για ορισμένες πτυχές του τεκμηρίου της αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορούμενου στη δίκη. Συμπληρώνοντας, έτσι, η Οδηγία, το νομικό πλαίσιο που παρέχουν ο Χάρτης και η ΕΣΔΑ. Στην παράγραφο 1 της αιτιολογικής σκέψης της εν λόγω Οδηγίας μνημονεύεται η κατοχύρωση της αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, μεταξύ άλλων, από το Χάρτη και το ’ρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ενώ στην παράγραφο 11 αναφέρεται:

 

«Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει μόνο για τις ποινικές διαδικασίες σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο), με την επιφύλαξη της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ισχύει για διοικητικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που μπορούν να επισύρουν κυρώσεις.»

 

Διευκρινίζεται δε περαιτέρω στην παράγραφο 12:

 

«Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται στα φυσικά πρόσωπα που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενα σε ποινικές διαδικασίες.»

 

Εν προκειμένω, η πρωτόδικη απόφαση ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας είναι ορθή.

 

Η κατά το ’ρθρο 29 του Ν.7(Ι)/2007 «πραγματική, ενεστώσα και επαρκής σοβαρή απειλή», συναρτάται κατά τεκμήριο με υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία, εφόσον συνοδεύεται και με προηγούμενες καταδίκες, ενισχύει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά και καθιστά πιο δικαιολογημένη την απέλαση. Βέβαια, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς την ύπαρξη καταδικαστικής δικαστικής απόφασης. Ούτε απαιτείται να συνδέεται με παράνομη δραστηριότητα ή δραστηριότητα που είναι απαγορευμένη για τους πολίτες του κράτους μέλους (Van Duyn v. Ηνωμένου Βασιλείου, Υπόθεση 41/74, ημερομηνίας 4.12.1974). Υποδείξαμε συναφώς, στην απόφαση μας ημερομηνίας 8.9.2015, σχετικά με αίτημα των εφεσειόντων για προδικαστική παραπομπή ερωτημάτων στο ΔΕΕ, μετά από λεπτομερή ανασκόπηση της νομολογίας του ΔΕΕ, σχετικής με τα ζητήματα που εδώ απασχολούν, πως:

 

«Κατά την αξιολόγηση της προσωπικής συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου προσώπου ως προς το κατά πόσον συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή, στρεφομένη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, υπό την έννοια του ’ρθρου 27.2 της Οδηγίας και του ’ρθρου 29(3)(α) του Νόμου, η ενεστώσα συμμετοχή σε οργάνωση, της οποίας οι δραστηριότητες θεωρούνται από το κράτος μέλος ως κοινωνικός κίνδυνος, μπορεί να ληφθεί υπόψιν, όταν ο ενδιαφερόμενος συμμετέχει σε αυτές και συνταυτίζεται με τους σκοπούς ή τα σχέδιά της. Αυτά, ανεξάρτητα από το ζήτημα προηγούμενης καταδίκης ή οποιαδήποτε άλλα ζητήματα που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην έννοια της προσωπικής συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, τα οποία επίσης μπορούν ή και πρέπει να συνεκτιμηθούν στα πλαίσια της ίδιας αξιολόγησης, υπό το φως της σαφούς νομολογίας.»

 

Η Οδηγία 2004/38/ΕΚ επαυξάνει την ασφάλεια διαμονής του Ευρωπαίου πολίτη και των μελών της οικογένειας του στο κράτος μέλος υποδοχής παρέχοντας βασικές εγγυήσεις αναλογικότητας και προνοώντας για αριθμό ασφαλιστικών δικλείδων, γενικών και ατομικών. Μεταξύ άλλων, δεν επιτρέπονται οι αυτόματες απελάσεις και κάθε μέτρο που λα΅βάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του προσώπου που αφορά. Περαιτέρω, πριν ληφθεί η απόφαση απέλασης πρέπει να συνεκτιμηθούν οι παράγοντες που ορίζει το ’ρθρο 28.1 της εν λόγω Οδηγίας, όπως η διάρκεια της παραμονής στη χώρα υποδοχής, στην οποία αντανακλάται ο βαθμός των δεσμών του ατόμου με τη χώρα, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας του, η οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωση του στη χώρα υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταξη των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους στο κράτος μέλος υποδοχής, τόσο μεγαλύτερη προστασία θα πρέπει να τους παρέχεται έναντι απέλασης. Εισάγεται μια νέα ιεραρχία επιπέδων προστασίας εναντίον της απέλασης βασιζομένης σε κριτήρια αυξανόμενης αυστηρότητας, ανάλογα, μεταξύ άλλων, με τη διάρκεια της διαμονής. Συνεπώς, στις περιπτώσεις μελών της Ένωσης και των μελών της οικογένειας τους που έχουν αποκτήσει το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτεια του κράτους υποδοχής, δηλαδή μετά την πάροδο 5 ετών, προβλέπεται ότι αυτοί μπορούν να απελαθούν μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας (σε αντιδιαστολή με συνήθεις λόγους), ενώ η προστασία αυξάνεται στις περιπτώσεις που υπάρχει διαμονή 10 και πλέον ετών, ώστε να μη χωρεί απέλαση εκτός εάν αυτή βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί κοινό τόπο ότι όλοι οι εφεσείοντες, Ευρωπαίοι πολίτες, κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης απέλασης τους, διέμεναν στην επικράτεια της Δημοκρατίας για χρονικό διάστημα μικρότερο των 5 ετών, ενώ οι εφεσείοντες 1 και 2 δεν είχαν υποβάλει αίτηση για έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής Πολίτη της Ένωσης*. Ως εκ τούτου, απολάμβαναν τη βασική προστασία που προνοείται στο ’ρθρο 27.1 της Οδηγίας**.

 

Ότι οι εφεσείοντες ανήκαν σε συγκεκριμένη φατρία φαίνεται, από τα στοιχεία του φακέλου, να ήταν γνωστό στις διωκτικές αρχές του κράτους οι οποίες θεωρούσαν τις δραστηριότητες της παράνομες. Η δράση της, μάλιστα, προβλημάτιζε έντονα τις διωκτικές αρχές, μέσω των οποίων η Πολιτεία εκτελεί το δημόσιο καθήκον με το οποίο είναι επιφορτισμένη για την προστασία της έννομης τάξης, στην προκειμένη περίπτωση την Αστυνομία, η οποία σχεδόν καθημερινά δεχόταν πληροφορίες για τις παράνομες δραστηριότητες της, χωρίς όμως να διατυπώνεται επίσημη καταγγελία λόγω εκφοβισμού των θυμάτων. Η σχέση των εφεσειόντων με την εν λόγω ομάδα ή οργάνωση μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως αφορώσα την προσωπική συμπεριφορά καθενός εκ των εφεσειόντων, αφού αντανακλούσε τη συνταύτιση τους με τους στόχους, τα σχέδια και τις δραστηριότητες της, οι οποίες θεωρούνταν από το κράτος, επικαλούμενο τους περιορισμούς της δημόσιας τάξης, ότι συνιστούσαν κοινωνικό κίνδυνο, (Van Duyn (ανωτέρω)). Η προσωπική συμπεριφορά των εφεσειόντων δεν περιοριζόταν στο γεγονός ότι ανήκαν σε ομάδα που συνδεόταν με το έγκλημα. Πέραν των ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούσαν ή διερευνούνταν εναντίον τους, στη βάση του συνόλου των στοιχείων που η Αστυνομία κατείχε, εκτιμούσε ότι επρόκειτο για επικίνδυνα άτομα. Η δε λήψη μέτρων από το κράτος για καταπολέμηση της συμπεριφοράς αυτής, επεκτεινόταν και στους Κύπριους, μέλη της ομάδας, εναντίον των οποίων προωθούνταν ποινικές διώξεις. Ορθά δε θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι πληροφορίες που η Αστυνομία συγκέντρωσε μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατ' εφαρμογή του σκεπτικού των αποφάσεων Eddine και Moyo (ανωτέρω), σύμφωνα με το οποίο πληροφορίες που ευλόγως προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στην Κύπρο, εφόσον συγκεντρώνονται από κατάλληλες πηγές, μπορεί να παρέχουν επαρκές πραγματικό έρεισμα για την απέλαση του. Βέβαια, η εκτίμηση των στοιχείων αυτών γίνεται από τη διοίκηση, η οποία πρέπει να αντικρίζει τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου πολίτη της ,μΈνωσης με καλή πίστη, το έργο του Δικαστηρίου περιοριζόμενο στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης υπό το φως των αρχών που διέπουν το όλο ζήτημα.

 

Εν προκειμένω, οι ιδιαίτερες συνθήκες του καθενός από τους εφεσείοντες, όπως τις είχε ενώπιον της η διοίκηση, δεν ήταν αρκετές να αντισταθμίσουν τον τεκμηριωμένο από τη διοίκηση λόγο απέλασης τους, που συνίστατο στην επικινδυνότητα της παρουσίας τους στη Δημοκρατία για τη δημόσια τάξη. Δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Τα δεδομένα και η εναντίον του καθενός από τους εφεσείοντες υπόθεση, δικαιολογούσαν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο