ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:C174

(2016) 3 ΑΑΔ 167

28 Μαρτίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

Αναφορικα με το Αρθρο 139 του ΣυντΑγματοΣ

 

1. ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ,

 

Αιτητές,

 

v.

 

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

 

Καθ' ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1695/2015)

 

 

Προθεσμία καταχωρήσεως προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 139 — Σύνταγμα ― Άρθρο 139.4.

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Δικαστικό προηγούμενο — Το ερώτημα κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να ανατρέψει προηγούμενη απόφασή του — Οι προϋποθέσεις απόκλισης από προηγούμενη απόφαση καθορίστηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφασή της Γουότς κ.ά. ν. Λαούρης κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474 — Δεν εφαρμόζεται υπό τις περιστάσεις.

 

Οι αιτητές κατ' επίκληση του Άρθρου 139.3 του Συντάγματος ζητούν όπως η απόφαση ημερ. 10.12.2015, της Βουλής των Αντιπροσώπων (Καθ' ης η αίτηση), να απορρίψει/ακυρώσει τους περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας των Καταστημάτων (Όρια Τουριστικών Περιοχών/Ζωνών, Τουριστική Περίοδος, Ωράρια Λειτουργίας, Αργίες) Κανονισμούς του 2015, παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών και πως οι προαναφερόμενοι Κανονισμοί είναι έγκυροι και επιτρέπεται να δημοσιευτούν στην Επίσημη Εφημερίδα και να τεθούν σε ισχύ, παρά την προαναφερόμενη απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή κατά πλειοψηφία, με απόφαση του Δικαστή Νικολάτου, συμφωνούντων των Δικαστών Ναθαναήλ, Παναγή, Παρπαρίνος, Λιάτσος, Γιασεμής και Οικονόμου, αποφάσισε ότι:

 

Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, καθότι η οποιαδήποτε σύγκρουση εξουσιών ή αρμοδιοτήτων προέκυψε στις 27.3.2015, όταν δηλαδή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Ν 36(Ι)/2015, με τον οποίο αφαιρείτο από την Εκτελεστική Εξουσία η αρμοδιότητα ρύθμισης του θέματος με διατάγματα της Υπουργού και εδίδετο η εξουσία αυτή στο Υπουργικό Συμβούλιο. Εξουσία την οποία θα πρέπει να ασκεί μέσω Κανονισμών, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή προς έγκριση, απόρριψη ή τροποποίηση.  Εν πάση περιπτώσει η σύγκρουση εξουσιών συνέβηκε, και στην πραγματικότητα, στις 7.5.2015, όταν δηλαδή η Καθ' ης η αίτηση απέρριψε τους πρώτους Κανονισμούς που είχαν κατατεθεί βάσει του Ν 36(Ι)/2015 και όχι την 10.12.2015 κατά την οποία η Καθ' ης η αίτηση απέρριψε, εκ δευτέρου, τους πανομοιότυπους, επίδικους, Κανονισμούς (που κατατέθηκαν την 2.12.2015). Το ζήτημα του εκπροθέσμου απασχόλησε το Δικαστήριο κατά προτεραιότητα.

 

Η προθεσμία, όπως και στην περίπτωση του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος, σε σχέση με διοικητικές προσφυγές, τίθεται αυστηρά ως ζήτημα δημόσιας τάξης. Δεν είναι διαδικαστικό ή τυπικό θέμα, αλλά ουσιαστικό και ιδιαίτερης συνταγματικής διάστασης. Εν προκειμένω, μάλιστα, εφόσον εγείρονται, κατ' εξοχήν, ζητήματα πολιτειακής τάξης, είναι πρόδηλη η σημασία της έγκαιρης επίλυσης τους, όπως προκύπτει και από τη συντομότερη προθεσμία που προβλέπεται στο Άρθρο 139, καθότι η σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσιών μεταξύ Αρχών και Οργάνων της Δημοκρατίας, δεν είναι θέμα το οποίο μπορεί να αναμένει επ' αόριστον, για να εγερθεί. Αντίθετα θα πρέπει να εγείρεται και να αποφασίζεται, προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, το συντομότερο δυνατό, εξ ου και η προθεσμία των 30 ημερών για την καταχώριση της προσφυγής.

 

Το ζήτημα της προθεσμίας του Άρθρου 139 εξετάστηκε στην υπόθεση Υπουργικό Συμβούλιο ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1176, ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οπότε η προσφυγή κρίθηκε ως εκπρόθεσμη, αφού δεν καταχωρήθηκε μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών που προβλέπει το Άρθρο 139.4 του Συντάγματος και το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε τονίζοντας ότι η προσφυγή «πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη και συνεπώς δεν είναι δυνατό για το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί για το επίδικο θέμα».

Οι προϋποθέσεις απόκλισης από προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν τονιστεί, πρόσφατα, στην απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γουότς κ.ά. ν. Λαούρης κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474. Στην υπόθεση εκείνη τονίστηκε ότι απόκλιση μπορεί να γίνει για λόγους κεφαλαιώδους σημασίας, όπως για παράδειγμα η ουσιώδης μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες βασίστηκε η αρχή δικαίου η οποία διατυπώθηκε στην προηγούμενη απόφαση. Απόκλιση μπορεί να γίνει επίσης εάν η προηγούμενη απόφαση βασίστηκε σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή εάν η εφαρμογή της οδηγεί καταφανώς σε άδικα αποτελέσματα. Είναι γεγονός ότι αναγνωρίζεται μεγαλύτερη ευχέρεια απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις, οι οποίες αφορούν σε θεμελιακές συνταγματικές αρχές δικαίου, αλλά και σ' αυτή την περίπτωση το Δικαστήριο θεωρεί ότι θα πρέπει να συντρέχουν προϋποθέσεις ανάλογες με τις προαναφερόμενες, ενόψει της ανάγκης για βεβαιότητα  Δικαίου. Στην προκείμενη περίπτωση καμιά από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις δεν ισχύει.

 

Από την ημερομηνία δημοσίευσης ή θέσης σε ισχύ του Ν 36(Ι)/2015, στις 14.5.2015 αλλά και από την πρώτη απόρριψη των πανομοιότυπων Κανονισμών με αυτούς που αναφέρονται στην παρούσα προσφυγή, η οποία έγινε στις 7.5.2015, η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, εφόσον καταχωρήθηκε την 31.12.2015, μετά δηλαδή την εκπνοή της ανατρεπτικής προθεσμίας των 30 ημερών, η οποία προνοείται στο Άρθρο 139.4 του Συντάγματος.

 

Η απόφαση ως προς το εκπρόθεσμο της παρούσας προσφυγής καθιστά ακαδημαϊκή και νομικά ανεπιθύμητη την ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, το οποίο ηγέρθη.

 

Ο Δικαστής Ερωτοκρίτου, συμφωνεί με την κατάληξη της πλειοψηφίας αλλά με διαφορετικό σκεπτικό, και με αυτή συμφωνεί ο Δικαστής Χριστοδούλου. Διϊστάμενη απόφαση έδωσε ο Δικαστής Παμπαλλής και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Μιχαηλίδου και Σταματίου. Διϊστάμενη απόφαση, με άλλο σκεπτικό και άλλο αποτέλεσμα, έδωσε επίσης η Δικαστής Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Η προσφυγή απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2015) 3 Α.Α.Δ. 622, ECLI:CY:AD:2015:C811,

 

Υπουργικό Συμβούλιο ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R.  1176,

 

Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474,

 

Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77.

 

The Turkish Communal Chamber v. The Council of Ministers 5 RSCC 59,

 

Δήμος Αγ. Αθανασίου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 533,

 

Δημοκρατία ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1159,

 

Partastampo Shipping and Fishing Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 370,

 

Papaphilippou and the Republic 1 R.S.C.C. 62,

 

Police v. Hondrou a.a. 3 R.S.C.C. 82,

 

Pastellopoullos v. Republic (1985) 2 C.R.R. 165,

 

Keramourgia «Αίας» Ltd v. Christoforou (1975) 1 C.R.R. 38,

 

Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής (Αρ. 4) (1990) 3 Α.Α.Δ. 389,

 

Σάββα ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 98,

 

Utah Construction & Engineering Pty Ltd a.a. v. Pataky [1965] 3 All E.R. 650,

 

ΡΙΚ ν. Καραγιώργης (1991) 3 Α.Α.Δ. 159.

 

Προσφυγή.

 

Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, για τους Αιτητές.

 

Αλ. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου, Ν. Βανέζου (κα) και Κ. Πατσαλίδου (κα), για την Καθ' ης η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Πρόεδρος Νικολάτος και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Ναθαναήλ, Παναγή, Παρπαρίνος, Λιάτσος, Γιασεμής και Οικονόμου. Με την κατάληξη συμφωνούν οι Δικαστές Ερωτοκρίτου και Χριστοδούλου, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό, το οποίο θα δώσει ο Δικαστής Ερωτοκρίτου. Διϊστάμενη απόφαση θα δώσει ο Δικαστής Παμπαλλής και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Μιχαηλίδου και Σταματίου. Διϊστάμενη απόφαση, με άλλο σκεπτικό και άλλο αποτέλεσμα, θα δώσει επίσης η Δικαστής Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Το Άρθρο 139.2 του Συντάγματος προνοεί ότι οσάκις αναφύεται ζήτημα της αρμοδιότητος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου επί οιουδήποτε θέματος, το Δικαστήριο επιλύει παν ζήτημα της αρμοδιότητός του. Το Άρθρον 139.3 προνοεί ότι η, κατά την πρώτην παράγραφο του Άρθρου 139, προσφυγή ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου (α) υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας (οι παράγραφοι (β) και (γ) είναι άσχετες για την παρούσα διαδικασία) ή (δ) υπό παντός άλλου Οργάνου της Δημοκρατίας ή Αρχής στη Δημοκρατία εφόσον άπαντες είναι ενδιαφερόμενα, εν τη συγκρούσει ή τη αμφισβητήσει, μέρη.

 

Κατ' επίκληση των προνοιών του πιο πάνω Άρθρου, οι Αιτητές, Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Υπουργικό Συμβούλιο, ζητούν από το Δικαστήριο τις εξής δύο θεραπείες:

 

(α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση ημερ. 10.12.2015, της Βουλής των Αντιπροσώπων (Καθ' ης η αίτηση), να απορρίψει/ακυρώσει τους περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας των Καταστημάτων (Όρια Τουριστικών Περιοχών/Ζωνών, Τουριστική Περίοδος, Ωράρια Λειτουργίας, Αργίες) Κανονισμούς του 2015, οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον της από το Υπουργικό Συμβούλιο, εγείρει θέμα αμφισβήτησης και σύγκρουσης με την αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να ρυθμίζει τα ωράρια λειτουργίας και τις αργίες των καταστημάτων και συνεπώς παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως αυτή αναλύθηκε με την ομόφωνη γνωμάτευση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2015) 3 Α.Α.Δ. 622, ECLI:CY:AD:2015:C811, και ότι επομένως η εν λόγω απόφαση είναι εξυπαρχής άκυρη και άνευ νομικού αποτελέσματος, και

 

(β) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι προαναφερόμενοι Κανονισμοί είναι έγκυροι και επιτρέπεται να δημοσιευτούν στην Επίσημη Εφημερίδα και να τεθούν σε ισχύ, παρά την προαναφερόμενη απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων.

 

Το βασικό υπόβαθρο των γεγονότων που οδήγησαν στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής και στην ανάγκη αναζήτησης των πιο πάνω θεραπειών, έχει ως ακολούθως:

 

Το θέμα της ρύθμισης των ωραρίων λειτουργίας των καταστημάτων, γενικά, διέπεται από τους περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους Νόμους του 2006 έως (αρ. 3) του 2015 (στη συνέχεια οι οικείοι Νόμοι). Συγκεκριμένα το Άρθρο 20 των οικείων Νόμων ρυθμίζει το ωράριο λειτουργίας των γενικών καταστημάτων, το δε Άρθρο 21 ρυθμίζει το ωράριο λειτουργίας των ειδικών καταστημάτων.  Το Άρθρο 27(1) επιτρέπει σε φορέα της Εκτελεστικής Εξουσίας  να καθορίζει τα όρια τουριστικών περιοχών/ζωνών, την τουριστική περίοδο, τα ωράρια λειτουργίας και τις αργίες για τα τουριστικά καταστήματα, αφού λάβει υπόψιν του τις εισηγήσεις αρμοδίων συμβουλευτικών επιτροπών.

 

Αρχικά ο φορέας της Εκτελεστικής Εξουσίας ήταν ο Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος ενεργούσε μέσω διαταγμάτων του που δημοσιεύονταν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στη συνέχεια, όμως, με τον περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους (Τροποποιητικό) Νόμο του 2015 (Ν 36(Ι)/2015), τροποποιήθηκε το Άρθρο 27(1) των οικείων Νόμων, έτσι ώστε η αρμοδιότητα καθορισμού των ορίων τουριστικών περιοχών/ζωνών, της τουριστικής περιόδου, των ωραρίων λειτουργίας και των αργιών (τουριστικών) καταστημάτων, να μεταφερθεί από τον Υπουργό, μέσω διατάγματος του, στο Υπουργικό Συμβούλιο, μέσω Κανονισμών του. Στην έκθεση της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, που συναρτάται με το Ν 36(Ι)/2015, διασαφηνίζεται ότι η Καθ' ης η αίτηση μετέφερε την αρμοδιότητα καθορισμού ωραρίων λειτουργίας και αργιών καταστημάτων, από την αρμόδια Υπουργό μέσω διατάγματος της, στο Υπουργικό Συμβούλιο μέσω Κανονισμών του, ακριβώς ώστε η Καθ' ης η αίτηση να έχει λόγο στη ρύθμιση του θέματος αυτού.

 

Παρά το ότι οι οικείοι Νόμοι δεν προβλέπουν για κατάθεση των σχετικών Κανονισμών στη Βουλή, οι Αιτητές θεώρησαν ότι, λόγω του Άρθρου 3 των περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων Κανονισμών, που εκδίδονται με εξουσιοδότηση Νόμων του 1989 μέχρι 2010 (Ν 99/1989, όπως τροποποιήθηκε), το Υπουργικό Συμβούλιο ή οποιοδήποτε Μέλος του το οποίον έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς, οφείλει να καταθέτει τους Κανονισμούς αυτούς στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του Ν 99/1989, όπως τροποποιήθηκε.

 

Στη βάση του προαναφερόμενου Άρθρου 3, το Υπουργικό Συμβούλιο (Αιτητής 2) υπέβαλε σχετικούς Κανονισμούς για έγκριση από την Καθ' ης η αίτηση, η οποία και τους απέρριψε την 7.5.2015.   Την ίδια ημερομηνία, 7.5.2015, η Καθ' ης η αίτηση ψήφισε τον περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των  Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους (Τροποποιητικό) (Αρ. 4) Νόμο του 2015, ο οποίος έτυχε Αναφοράς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Αιτητή 1), στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η Πλήρης Ολομέλεια, με τη Γνωμάτευση της ημερ. 3.12.2015, στα πλαίσια της Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2015) 3 Α.Α.Δ. 622, ECLI:CY:AD:2015:C811, έκρινε ότι η ρύθμιση του ωραρίου των καταστημάτων, ο καθορισμός των ορίων των τουριστικών περιοχών/ζωνών, αλλά και η δημιουργία ειδικού καθεστώτος για κάποια καταστήματα, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας και συνιστά, ουσιαστικά, ρύθμιση διοικητικής φύσης και, επομένως, ότι ο αναφερθείς Νόμος ήταν αντισυνταγματικός.

 

Μετά την προαναφερόμενη Γνωμάτευση, η Καθ' ης η αίτηση συζήτησε τους Κανονισμούς οι οποίοι επανεκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο, δυνάμει του Άρθρου 27 των οικείων Νόμων, και κατατέθηκαν στην Καθ' ης η αίτηση προς έγκριση την 2.12.2015 «για λόγους τυπικής συμμόρφωσης με το Άρθρο 3 του Ν 99/1989», όπως το έθεσαν οι Αιτητές. Παρά την αντίθετη εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η Καθ' ης η αίτηση απέρριψε/ακύρωσε τους προαναφερόμενους Κανονισμούς την 10.12.2015.

 

Είναι η θέση των Αιτητών ότι η προαναφερόμενη πράξη της Καθ' ης η αίτηση, καταστρατηγεί, σύμφωνα και με τη Γνωμάτευση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (ανωτέρω), τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών και είναι άκυρη. Περαιτέρω, οι Αιτητές εισηγούνται ότι οι Κανονισμοί που απορρίφθηκαν από την Καθ' ης η αίτηση την 10.12.2015 είναι έγκυροι και μπορούν  να δημοσιευθούν, υπό τις περιστάσεις, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, χωρίς την έγκριση της Καθ' ης η αίτηση.

 

Η Καθ' ης η αίτηση προβάλλει σωρείαν λόγων ένστασης, όπως ότι η παρούσα αίτηση-προσφυγή δεν αφορά στο Άρθρο 139 του Συντάγματος, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της παρούσας προσφυγής, ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, ότι οι αιτητές κωλύονται να εγείρουν την προσφυγή, ότι το επίδικο θέμα καλύπτεται από την υπάρχουσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ότι η θεραπεία, υπό στοιχείο Β, είναι συνταγματικά ανεπίτρεπτη.

 

Αναφορικά με το εκπρόσθεσμο, η ένσταση είναι ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, καθότι η οποιαδήποτε σύγκρουση εξουσιών ή αρμοδιοτήτων προέκυψε στις 27.3.2015, όταν δηλαδή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Ν 36(Ι)/2015, με τον οποίο αφαιρείτο από την Εκτελεστική Εξουσία η αρμοδιότητα ρύθμισης του θέματος με διατάγματα της Υπουργού και εδίδετο η εξουσία αυτή στο Υπουργικό Συμβούλιο. Εξουσία την οποία θα πρέπει να ασκεί μέσω Κανονισμών, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή προς έγκριση, απόρριψη ή τροποποίηση. Εν πάση περιπτώσει η σύγκρουση εξουσιών συνέβηκε, και στην πραγματικότητα, στις 7.5.2015, όταν δηλαδή η Καθ' ης η αίτηση απέρριψε τους πρώτους Κανονισμούς που είχαν κατατεθεί βάσει του Ν 36(Ι)/2015 και όχι την 10.12.2015 κατά την οποία η Καθ' ης η αίτηση απέρριψε, εκ δευτέρου, τους πανομοιότυπους, επίδικους, Κανονισμούς (που κατατέθηκαν την 2.12.2015).

 

Το ζήτημα του εκπροθέσμου μας απασχόλησε κατά προτεραιότητα, δεδομένης της καθοριστικής σημασίας του για την έκβαση της υπό κρίση περίπτωσης και του γεγονότος ότι άπτεται και της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής αλλά και της δημόσιας τάξης, γενικότερα.

 

Έστω δηλαδή και εάν οι Αιτητές νομιμοποιούνται να εγείρουν την παρούσα προσφυγή και έστω και εάν στην προκείμενη περίπτωση αναφύεται ζήτημα σύγκρουσης ή αμφισβήτησης εξουσιών ή αρμοδιοτήτων ώστε να ενεργοποιείται η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του πιο πάνω Άρθρου «η προσφυγή ασκείται εντός τριάκοντα ημερών, αφ' ης η εν λόγω εξουσία ή αρμοδιότης αμφισβητείται».

 

Η προθεσμία, όπως και στην περίπτωση του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος, σε σχέση με διοικητικές προσφυγές, τίθεται αυστηρά ως ζήτημα δημόσιας τάξης. Δεν είναι διαδικαστικό ή τυπικό θέμα, αλλά ουσιαστικό και ιδιαίτερης συνταγματικής διάστασης. Εν προκειμένω, μάλιστα, εφόσον εγείρονται, κατ' εξοχήν, ζητήματα πολιτειακής τάξης, είναι πρόδηλη η σημασία της έγκαιρης επίλυσης τους, όπως προκύπτει και από τη συντομότερη προθεσμία που προβλέπεται στο Άρθρο 139, καθότι η σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσιών μεταξύ Αρχών και Οργάνων της Δημοκρατίας, δεν είναι θέμα το οποίο μπορεί να αναμένει επ' αόριστον, για να εγερθεί.  Αντίθετα θα πρέπει να εγείρεται και να αποφασίζεται, προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, το συντομότερο δυνατό, εξ ου και η προθεσμία των 30 ημερών για την καταχώριση της προσφυγής.

 

Το ζήτημα της προθεσμίας του Άρθρου 139 εξετάστηκε στην υπόθεση Υπουργικό Συμβούλιο ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1176, ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο καταχώρησε την προσφυγή εκείνη δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος και το ερώτημα που ανεφύη κατά τη διαδικασία ήταν το πότε προέκυψε, αν προέκυψε στην περίπτωση εκείνη, σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και του Υπουργικού Συμβουλίου. Αποφασίστηκε ομόφωνα ότι, ακόμα και αν μπορούσε να λεχθεί πως προέκυψε τέτοια σύγκρουση ή αμφισβήτηση, αυτό συνέβηκε όταν δημοσιεύθηκε, στην Επίσημη Εφημερίδα, ο περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικός) Νόμος 68/1985, ο οποίος τροποποίησε το Άρθρο 19 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300Α, έτσι ώστε να προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει Κανονισμούς, τους οποίους η Βουλή μπορεί να τροποποιήσει ή να ακυρώσει. Οπότε η προσφυγή κρίθηκε ως εκπρόθεσμη, αφού δεν καταχωρήθηκε μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών που προβλέπει το Άρθρο 139.4 του Συντάγματος και το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε τονίζοντας ότι η προσφυγή «πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη και συνεπώς δεν είναι δυνατό για το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί για το επίδικο θέμα».

 

Η ουσία και ο δεσμευτικός λόγος της εν λόγω απόφασης συνίσταται στο ότι η τυχόν σύγκρουση ή αμφισβήτηση επέρχεται δια της δημοσιεύσεως και της ενάρξεως της ισχύος του νόμου, δια του οποίου η Βουλή επιχειρεί να αποκτήσει αρμοδιότητα και λόγο, σε τομέα που μέχρι τότε είχε, αποκλειστικά, η εκτελεστική εξουσία.

 

Κατ' εφαρμογή, συνεπώς, της εν λόγω απόφασης προκύπτει ότι η οποιαδήποτε σύγκρουση ή αμφισβήτηση, από τη Νομοθετική Εξουσία, της εξουσίας ή της αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας να ρυθμίζει τα ζητήματα των ωραρίων των καταστημάτων, των τουριστικών περιοχών, των τουριστικών περιόδων και των αργιών, προέκυψε με το Ν 36(Ι)/2015, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27.3.2015 και τέθηκε σε ισχύ, τελικά, την 14.5.2015. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Νόμος εκείνος αφαίρεσε από την Εκτελεστική Εξουσία την αποκλειστικήν αρμοδιότητα ρύθμισης των προαναφερομένων ζητημάτων, δια της εκδόσεως διαταγμάτων του αρμοδίου Υπουργού (δυνάμει του Άρθρου 27 του Ν. 155(Ι)/2006), (διαταγμάτων που ακριβώς ήσαν, εγγενώς, επέκταση ως εκ της φύσεως τους, της ίδιας της διοικητικής λειτουργίας) και έδωσε την εξουσία αυτή στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο, όμως, θα πρέπει να ασκεί την εξουσία του με Κανονισμούς, οι οποίοι, σύμφωνα με το Άρθρο 3 του περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου (Ν. 99/1989, όπως τροποποιήθηκε) κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, προς έγκριση.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ' ης η αίτηση εισηγήθηκε ότι η απόφαση στην υπόθεση Υπουργικό Συμβούλιο (ανωτέρω), έχει ευθεία εφαρμογή δημιουργώντας δεσμευτικό προηγούμενο, χωρίς περιθώρια απόκλισης. Αντίθετα, ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας εισηγήθηκε ότι η παρούσα υπόθεση διακρίνεται ως προς τα γεγονότα της διότι, εν προκειμένω, μετά την πρώτη απόρριψη των οικείων Κανονισμών στις 7.5.2015, ακολούθησε, στις 3.12.2015, η Γνωμάτευση της Πλήρους Ολομέλειας, στα πλαίσια της Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (ανωτέρω), όπου κρίθηκε ως αντισυνταγματικός ο τροποποιητικός Νόμος 4/2015.

 

Όμως, από τη σύγκριση της απόφασης Υπουργικό Συμβούλιο (ανωτέρω) δεν προκύπτει διάκριση, επί των γεγονότων, με την παρούσα υπόθεση. Εάν έχουμε περίπτωση σύγκρουσης ή αμφισβήτησης εξουσιών ή αρμοδιοτήτων, αυτή επήλθε με τη θέσπιση του Νόμου 36(Ι)/2015, και εν πάση περιπτώσει, όπως εξηγούμε κατωτέρω, με την απόρριψη των πανομοιότυπων, προηγούμενων, Κανονισμών. Ο Νόμος εκείνος δημοσιεύτηκε στις 27.3.2015 με αρχική πρόνοια να τεθεί σε ισχύ από την 1.5.2015, αλλά ακολούθως η έναρξη της ισχύος του μετατέθηκε, διά του Νόμου 55/2015, την 14.5.2015 και οι πανομοιότυποι Κανονισμοί είχαν ήδη απορριφθεί στις 7.5.2015.

 

Άλλωστε, ο σκοπός της Καθ' ης η αίτηση όταν θέσπισε το Ν. 36(Ι)/2015 ήταν πασιφανής και από τη σχετική αιτιολογική έκθεση, όπου αναγράφεται ότι, με την τροποποίηση, η Βουλή αποκτά εξουσία έγκρισης, τροποποίησης ή απόρριψης των Κανονισμών.  Ήταν επομένως απόλυτα σαφής η πρόθεση της Καθ' ης η αίτηση να υποβάλει την εξουσία που, μέχρι τότε είχε η Εκτελεστική Εξουσία, στη δική της σφαίρα αρμοδιότητας.

Θεωρούμε ότι η προαναφερόμενη ομόφωνη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν μπορεί επίσης να διαχωριστεί, από την παρούσα υπόθεση επειδή στο Ν 68/1985 προνοείτο, ρητά, η εξουσία της Βουλής να τροποποιεί ή να ακυρώνει τους Κανονισμούς. Στην παρούσα υπόθεση η Βουλή έχει παρόμοιες εξουσίες δυνάμει του Άρθρου 3 του Ν 99/1989, όπως τροποποιήθηκε.

 

Το ότι η αντιδικία επεκτάθηκε και σε σχέση με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 4/2015, που κρίθηκε ως αντισυνταγματικός, δεν επηρεάζει την παραπάνω διαπίστωση. Το μόνο που προσθέτει είναι η διεύρυνση του όλου πλαισίου πολιτειακής διελκυστίνδας με δεδομένο, όμως, ότι η κατάσταση που ενδεχομένως να αποτελεί σύγκρουση ή αμφισβήτηση εν τη εννοία του Άρθρου 139 ήταν ήδη υπαρκτή, τόσο εν τη εννοία της απόφασης Υπουργικό Συμβούλιο (ανωτέρω), όσο και εν τοις πράγμασι.

 

Μας κάλεσε, επίσης, ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας να αποκλίνουμε από την προηγούμενη εκείνη απόφαση ως εσφαλμένη, εισηγούμενος ότι προκειμένου να υπάρξει σύγκρουση ή αμφισβήτηση εν τη εννοία του Άρθρου 139, θα πρέπει η Βουλή να επέμβει, τω όντι, στη βούληση του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή να έχει πράγματι τροποποιήσει ή απορρίψει τους Κανονισμούς, χωρίς να αρκεί η θέσπιση απλώς του Νόμου.  Σημειώνουμε, όμως, ότι έστω και αν η σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσιών ή αρμοδιοτήτων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν προέκυψε όταν δημοσιεύθηκε ή όταν τέθηκε σε ισχύ ο προαναφερόμενος Νόμος, σίγουρα και σαφώς προέκυψε, στην πραγματικότητα, όταν πανομοιότυποι Κανονισμοί, με αυτούς που απορρίφθηκαν στις 10.12.2015, είχαν απορριφθεί από τη Βουλή και προηγουμένως, και συγκεκριμένα στις 7.5.2015. Αποκτά ιδιαίτερη δε σημασία ότι εναντίον της απόρριψης εκείνης δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος και δεν υπήρξε οποιαδήποτε άλλη αμφισβήτησή της. Με την απόρριψη των (πανομοιότυπων) Κανονισμών στις 7.5.2015, η Καθ' ης η αίτηση αμφισβήτησε, στην πραγματικότητα, την εξουσία της Εκτελεστικής Εξουσίας, διεκδικώντας και, ταυτόχρονα, ασκώντας  δικαίωμα απόρριψης των Κανονισμών του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για να αποστούμε από την προηγούμενη δεσμευτική απόφαση. Οι προϋποθέσεις απόκλισης από προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν τονιστεί, πρόσφατα, στην απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γουότς κ.ά. ν. Λαούρης κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474. Στην υπόθεση εκείνη τονίστηκε ότι απόκλιση μπορεί να γίνει για λόγους κεφαλαιώδους σημασίας, όπως για παράδειγμα η ουσιώδης μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες βασίστηκε η αρχή δικαίου η οποία διατυπώθηκε στην προηγούμενη απόφαση (Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77). Απόκλιση μπορεί να γίνει επίσης εάν η προηγούμενη απόφαση βασίστηκε σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή εάν η εφαρμογή της οδηγεί καταφανώς σε άδικα αποτελέσματα. Είναι γεγονός ότι αναγνωρίζεται μεγαλύτερη ευχέρεια απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις, οι οποίες αφορούν σε θεμελιακές συνταγματικές αρχές δικαίου, αλλά και σ΄ αυτή την περίπτωση θεωρούμε ότι θα πρέπει να συντρέχουν προϋποθέσεις ανάλογες με τις προαναφερόμενες, ενόψει της ανάγκης για βεβαιότητα  Δικαίου.

 

Στην προκείμενη περίπτωση καμιά από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις δεν ισχύει. Ούτε ουσιώδης μεταβολή των περιστάσεων έγινε ισχυρισμός ότι υφίσταται, ούτε, αδιαμφισβήτητα, εσφαλμένη αρχή δικαίου επί της οποίας βασίστηκε και αποφασίστηκε η προηγούμενη απόφαση υπάρχει, ούτε και σε, καταφανώς, άδικα αποτελέσματα οδηγεί η εφαρμογή του σκεπτικού της προαναφερόμενης, προηγούμενης απόφασης, στα γεγονότα της παρούσας.

 

Από την ημερομηνία δημοσίευσης ή θέσης σε ισχύ του Ν 36(Ι)/2015, στις 14.5.2015 αλλά και από την πρώτη απόρριψη των πανομοιότυπων Κανονισμών με αυτούς που αναφέρονται στην παρούσα προσφυγή, η οποία  έγινε στις 7.5.2015, η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, εφόσον καταχωρήθηκε την 31.12.2015, μετά δηλαδή την εκπνοή της ανατρεπτικής προθεσμίας των 30 ημερών, η οποία προνοείται στο Άρθρο 139.4 του Συντάγματος.

 

Η απόφαση μας ως προς το εκπρόθεσμο της παρούσας προσφυγής καθιστά ακαδημαϊκή και νομικά ανεπιθύμητη την ενασχόληση μας με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, το οποίο ηγέρθη (Δέστε:  Υπουργικό Συμβούλιο (ανωτέρω)).

 

Κατά συνέπεια, έστω και εάν, στην παρούσα περίπτωση, θεωρηθεί ότι προέκυψε σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ της Καθ' ης η αίτηση και των Αιτητών και έστω και εάν οι Αιτητές νομιμοποιούνται να εγείρουν την παρούσα προσφυγή, για τους λόγους που εξηγήσαμε η προσφυγή απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη.

 

Η παρούσα απόφαση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 139.6 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με κάθε σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω με το σκεπτικό της απόφασης της πλειοψηφίας ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, για το λόγο ότι η οποιαδήποτε σύγκρουση ή αμφισβήτηση από τη Νομοθετική Εξουσία της εξουσίας ή της αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας να ρυθμίζει τα ζητήματα των ωραρίων καταστημάτων των τουριστικών περιοχών, των τουριστικών περιόδων και των αργιών, έγινε είτε στις 27.3.2015 που δημοσιεύτηκε ο Νόμος 36(Ι)/15, είτε στις 7.5.2015 που έγινε η πρώτη απόρριψη των Κανονισμών.  Υπενθυμίζω ότι ο συγκεκριμένος Νόμος με την τροποποίηση του Άρθρου 27 του βασικού Νόμου Ν. 155(Ι)/06, αφαίρεσε από την αρμόδια Υπουργό την εξουσία να ρυθμίζει τα ωράρια, τις περιόδους και τις αργίες των καταστημάτων σε τουριστικές περιοχές και την έδωσε στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο εξουσιοδοτήθηκε να τα ρυθμίζει με Κανονισμούς οι οποίοι θα έπρεπε να κατατίθενται στη Βουλή για έγκριση, απόρριψη ή τροποποίηση.

 

Με όλο το σεβασμό, διαφωνώ με την κρίση ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή (είτε 27.3.2015, είτε 7.5.2015) υπήρξε οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ Νομοθετικής και Εκτελεστικής Εξουσίας, αφού η εξουσία για ρύθμιση του θέματος παρέμεινε στην Εκτελεστική Εξουσία, ανεξάρτητα αν μεταφέρθηκε από την Υπουργό στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το ότι αρχικά τα ωράρια ρυθμίζονταν με Διάταγμα που δεν μπορούσε να ελεγχθεί από τη Βουλή, ενώ με την πιο πάνω τροποποίηση η ρύθμιση θα γινόταν με Κανονισμούς οι οποίοι θα έπρεπε να κατατεθούν στη Βουλή για έγκριση, δεν δημιουργεί, κατά την άποψή μου, οποιαδήποτε παρεκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια.

 

Πέραν τούτου, ούτε οι ίδιοι οι Αιτητές εισηγούνται ότι η κατ' ισχυρισμό σύγκρουση ή αμφισβήτηση έγινε στις 27.3.2015 ή στις 7.5.2015. Αντίθετα, ισχυρίζονται, όπως αναφέρουν στο αιτητικό της Αίτησής τους, ότι ήταν η απόφαση της Βουλής ημερ. 10.12.2015, με την οποία απέρριψε τους Κανονισμούς, που «εγείρει θέμα αμφισβήτησης και σύγκρουσης με την αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να ρυθμίζει» το θέμα και ως εκ τούτου ζητούν όπως η εν λόγω απόφαση κηρυχθεί εξ υπαρχής άκυρη. Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι Αιτητές οριοθετούν ως ημερομηνία που επήλθε η κατ' ισχυρισμό σύγκρουση την 10.12.2015, δεν μπορώ, με κάθε σεβασμό στην αντίθετη άποψη, να μεταθέσω την ημερομηνία είτε 9, είτε 7 μήνες νωρίτερα. Το ότι οι Αιτητές θεωρούν ότι δεν είναι κατ' αυτές τις ημερομηνίες (27.3.2015 ή 7.5.2015) που επήλθε η σύγκρουση, καθίσταται φανερό και από το γεγονός ότι η Εκτελεστική Εξουσία δεν ήγειρε κατά τον ουσιώδη χρόνο (27.3.2015 ή 7.5.2015) και μέσα στην προθεσμία του ενός μηνός που τάσσει το Άρθρο 139.4 του Συντάγματος, οποιοδήποτε θέμα σύγκρουσης, αλλά ούτε έλαβε οποιοδήποτε άλλο μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση, όπως για παράδειγμα την κατάθεση Αναφοράς δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όχι μόνο δεν λήφθηκε οποιοδήποτε μέτρο, αλλά αντίθετα το Υπουργικό Συμβούλιο βασίστηκε στο Άρθρο 27 του Νόμου 155(Ι)/06 (όπως αυτός τροποποιήθηκε από το Νόμο 36(Ι)/15) για να συντάξει τους Κανονισμούς τους οποίους κατάθεσε δύο φορές στη Βουλή για έγκριση. Δεν είναι δυνατό, κατά την κρίση μου, να επιτραπεί στο Υπουργικό Συμβούλιο να επιδοκιμάζει και ταυτόχρονα να αποδοκιμάζει, κατά παράβαση της σχετικής αρχής δικαίου.

 

Οποιαδήποτε μετάθεση της ημερομηνίας ενέχει τον κίνδυνο εξουδετέρωσης της συνταγματικής επιταγής του Άρθρου 139.4 που προβλέπει για άσκηση προσφυγής εντός τριάντα ημερών «αφ' ης η εν λόγω εξουσία ή αρμοδιότης αμφισβητείται».

 

Κατά την κρίση μου, η μόνη ημερομηνία που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη για να κριθεί το εμπρόθεσμο ή όχι της προσφυγής, είναι η ημερομηνία που επέλεξαν οι ίδιοι οι Αιτητές στην Αίτησή τους, ήτοι η 10.12.2015, που η Βουλή απέρριψε τους Κανονισμούς.  Με δεδομένο ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρίστηκε την 31.12.2015, καθίσταται φανερό ότι αυτή δεν είναι εκπρόθεσμη, εφόσον δεν παραβιάζει την προθεσμία των 30 ημερών που τάσσεται στο Άρθρο 139.4 του Συντάγματος για καταχώρηση προσφυγής δυνάμει του συγκεκριμένου Άρθρου.

 

Κρίνοντας την προσφυγή εμπρόθεσμη, θα προχωρήσω να εξετάσω το ζήτημα που εγείρεται με την πρώτη ένσταση των Καθ' ων η αίτηση. Κατά την άποψή μου η συγκεκριμένη ένσταση δεν είναι προδικαστική, εφόσον με αυτήν δεν τίθεται, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, θέμα δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιληφθεί της αίτησης δυνάμει του Άρθρου 139, αλλά θέμα ουσίας. Η διαφορά εξηγείται στην The Turkish Communal Chamber v. The Council of Ministers 5 RSCC 59 και δεν χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Η Βουλή θεωρεί ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι με βάση τις συνταγματικές και νομοθετικές εξουσίες της Εκτελεστικής και της Νομοθετικής Εξουσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι επί της ουσίας υπήρξε συνταγματική εκτροπή και ως εκ τούτου σύγκρουση και/ή αμφισβήτηση εξουσίας και/ή αρμοδιότητας, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 139 του Συντάγματος, θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ της Βουλής. Θεωρώ το ζήτημα όχι μόνο υψίστης, αλλά και καταλυτικής σημασίας και θα πρέπει να επιλυθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια του Άρθρου 139 του Συντάγματος.

 

Θα αρχίσω με το να παραθέσω το σχετικό μέρος του Άρθρου 139 του Συντάγματος, το οποίο έχει ως εξής:-

 

«                               ΑΡΘΡΟΝ 139.

 

1. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος εγειρομένης μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας. H παρούσα όμως διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί των μεταξύ των δικαστηρίων ή δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας συγκρούσεων ή αμφισβητήσεων, αίτινες επιλύονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο όρος «δικαστήρια ή δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας» εν τη παρούση παραγράφω δεν περιλαμβάνει το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.

2. Οσάκις αναφύεται ζήτημα αρμοδιότητος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, τούτο, επί οιουδήποτε θέματος, επιλύει παν ζήτημα της αρμοδιότητος του.

3. Η κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προσφυγή ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου:

(α) υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ή

(β) υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ή

(γ) υπό εκατέρας ή αμφοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων, ή

(δ) υπό παντός άλλου οργάνου της Δημοκρατίας ή αρχής εν τη Δημοκρατία,

Εφ' όσον άπαντες οι ανωτέρω είναι ενδιαφερόμενα εν τη συγκρούσει ή τη αμφισβητήσει μέρη.

4. Η προσφυγή ασκείται εντός τριάκοντα ημερών, αφ' ης η εν λόγω εξουσία ή αρμοδιότης αμφισβητείται.

.........................».

 

Είναι προφανές ότι το Άρθρο 139 του Συντάγματος στην ουσία καθιερώνει μηχανισμό προς αποφυγή εκτροπής από τα συνταγματικά θέσμια. Σχετική είναι η Δήμος Αγ. Αθανασίου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 533. Επομένως, ως θέμα ουσίας, θα πρέπει να απαντηθεί το καίριο ερώτημα αν στην προκειμένη περίπτωση όντως διαπιστώνεται τέτοια εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια. Το κατά πόσο στην προκειμένη περίπτωση παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές, αποτέλεσε τον πυρήνα της σύγκρουσης στη βάση του οποίου το Ανώτατο Δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος (βλ. The Turkish Communal Chamber v. The Council of Ministers, ανωτέρω).

 

Ακόμη και αν θεωρήσω για διευκόλυνση της συζήτησης, ότι οι διάδικοι αποτελούν όργανα ή αρχές της Δημοκρατίας μέσα στην έννοια του Άρθρου 139, δεν διαπιστώνω να υπάρχει εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές. Κατ' αρχάς το Υπουργικό Συμβούλιο έχει γενική εξουσία δυνάμει του Άρθρου 54(ζ) του Συντάγματος να εκδίδει Κανονισμούς ως οι Νόμοι ορίζουν. Στην προκειμένη περίπτωση το Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδοτήθηκε διά Νόμου να θεσπίζει Κανονισμούς τους οποίους οφείλει, δυνάμει του Άρθρου 3 του περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου, Νόμου του 1989 (Ν. 99/1989), να τους καταθέτει στη Βουλή, η οποία έχει την εξουσία να τους εγκρίνει, να τους απορρίπτει ή να τους τροποποιεί. Όπως κρίθηκε από την πλειοψηφία στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1159, «η άσκηση από το Υπουργικό Συμβούλιο της εξουσίας του για έκδοση Κανονισμών, δυνάμει του Άρθρου 54(ζ) του Συντάγματος, δεν αποτελεί άσκηση αυτόνομης νομοθετικής εξουσίας, αλλά άσκηση δευτερογενούς νομοθετικής εξουσίας σύμφωνα με τη νομοθετική εξουσιοδότηση που του δίνεται σε κάθε περίπτωση με νόμο της Βουλής των Αντιπροσώπων.». Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Partastampo Shipping and Fishing Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 370 στην οποία επιβεβαιώθηκαν οι πιο πάνω διαχρονικές αρχές που ισχύουν σε όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Βουλή ενεργώντας εντός των θεσμικών της εξουσιών, αλλά και τηρώντας κατά γράμμα τα δικαιώματα που είχε δυνάμει του Νόμου 99/89, του Νόμου 36(Ι)/15 και του Άρθρου 54(ζ) του Συντάγματος, επέλεξε, εν τη σοφία της, να απορρίψει τους Κανονισμούς. Η επιλογή της δεν παραβιάζει ούτε το σχετικό Νόμο, ούτε το Σύνταγμα εφόσον η εξουσία για έγκριση εξυπακούει νομοτελειακά και εξουσία για μη έγκριση και επί τούτου συμφωνώ με τη θέση του κ. Μαρκίδη ότι είναι αντινομικό να υποστηρίζεται ότι η έγκριση δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών αλλά η μη έγκριση, συνιστά.

 

Με τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2015) 3 Α.Α.Δ. 622, ECLI:CY:AD:2015:C811, δεν αποφασίστηκε, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές, οτιδήποτε που να περιορίζει την εξουσία της Βουλής να εγκρίνει, απορρίπτει ή τροποποιεί Κανονισμούς που κατατίθενται από την Εκτελεστική Εξουσία.

 

Κατά συνέπεια θεωρώ ότι η απόρριψη των Κανονισμών από τη Βουλή στις 10.12.2015 ήταν μια καθ' όλα νόμιμη ενέργεια και ως τέτοια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει οποιαδήποτε εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια. Μπορεί η σύγκρουση των δύο εξουσιών που επήλθε να επέφερε κάποιο αδιέξοδο, αλλά αυτό είναι αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών της κάθε Εξουσίας επί του συγκεκριμένου θέματος. Όπως έχω ήδη αναφέρει, το Άρθρο 139 του Συντάγματος καθιερώνει μηχανισμό προς αποφυγή εκτροπής από τα συνταγματικά θέσμια και όχι μηχανισμό για επίλυση πολιτικών αδιεξόδων.

 

Εν πάση περιπτώσει, σε μια Δημοκρατία ποτέ δεν δημιουργούνται αδιέξοδα που να μην μπορούν να επιλυθούν με διάλογο και καλή πίστη εκ μέρους των εμπλεκόμενων εξουσιών, ώστε να βρεθεί η κοινή συνισταμένη η οποία θα εξυπηρετεί καλύτερα το δημόσιο συμφέρον που θα πρέπει να είναι κοινός στόχος όλων. Κατά την ταπεινή μου άποψη, προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει συναινετικά και νηφάλια να πορευθούν οι δύο εμπλεκόμενες Εξουσίες, αντί της αντιπαράθεσης και της συχνής καταφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, επιζητώντας νομική λύση σ' ένα πρόβλημα που είναι περισσότερο πολιτικο-κοινωνικό, παρά νομικό.

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω σε απόρριψη της αίτησης, αλλά για διαφορετικό λόγο από αυτό της πλειοψηφίας.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Έχω μελετήσει με προσοχή την απόφαση που ετοίμασε ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και με την οποία συμφωνεί η πλειοψηφία, καθώς επίσης και τις αποφάσεις που ετοιμάστηκαν από τους αδελφούς Δικαστές Ψαρά-Μιλτιάδου, Παμπαλλή, και Ερωτοκρίτου. Κατέληξα, σε συμφωνία με το σκεπτικό που δίδεται από τον αδελφό Δικαστή Ερωτοκρίτου, ότι η προσφυγή δεν είναι εκπρόθεσμη. Περαιτέρω υιοθετώντας το σκεπτικό που δίδεται από τον αδελφό Δικαστή Ερωτοκρίτου, κατέληξα ότι η επιλογή της Βουλής να μην εγκρίνει τους επίδικους Κανονισμούς που κατατέθηκαν ενώπιον της προς έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν εντός των θεσμικών εξουσιών της και κατά συνέπεια θεωρώ την προσφυγή αβάσιμη.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με όλο το σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, την οποία είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε, πλην, όμως, δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε.

 

Μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, κατά τη γνώμη μας, είναι, παρόλο που αναγράφονται στην πλειοψηφική απόφαση και σ' αυτή των συναδέλφων μας Ερωτοκρίτου και Ψαρά-Μιλτιάδου, απαραίτητη.

 

Δοθέντος ότι, στη βάση του μέχρι το Μάρτη του 2015, ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου και ειδικώς του Άρθρου 27(1) του περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης Υπαλλήλων τους Νόμου του 2006 (Ν. 155(Ι)/2006), η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εξέδιδε, μονομερώς, διατάγματα για τη ρύθμιση των ορίων των τουριστικών περιοχών, της τουριστικής περιόδου, όπως και του ωραρίου λειτουργίας των τουριστικών καταστημάτων, παγκυπρίως. Τα εν λόγω διατάγματα ετίθεντο σε εφαρμογή με τη δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

 

Στις 27 Μαρτίου 2015, η Βουλή, με τη θέσπιση του περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας των Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους Νόμου του 2015 (Ν. 36(Ι)/2015), που είναι τροποποιητικός του Ν. 155(Ι)/2006, αποφάσισε να διαφοροποιήσει, άρδην, το θέμα του ρυθμιστή της λειτουργίας του ωραρίου των καταστημάτων, αφαιρώντας την πιο πάνω μονομερή αποκλειστική αρμοδιότητα της Υπουργού Εργασίας και εναποθέτοντας την στο Υπουργικό Συμβούλιο, όπου αντί, πλέον, διαταγμάτων, επέβαλε την αναγκαιότητα έκδοσης σχετικών Κανονισμών. Είναι αποδεχτό, και τούτο εξάγεται ευθέως από τα πρακτικά της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Βουλής, ότι, το νομοθετικό σώμα, ήθελε, με αυτή την τροποποίηση, να ελέγχει την εξουσία του νέου ρυθμιστή, ήτοι του Υπουργικού Συμβουλίου. Η τροποποίηση αυτή, προφανώς, είχε στόχο την ενεργοποίηση των προνοιών του Άρθρου 3(1) του περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου, Νόμος του 1989 (Ν. 99/89). Ο τροποποιητικός Νόμος (Ν. 36(Ι)/2015), όμως, δεν τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή, από της δημοσίευσης του, ως συνήθως συμβαίνει, αλλά τέθηκε μεταβατική διάταξη, που προσδιόριζε ως έναρξη εφαρμογής του, την 1η Μαΐου 2015.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο, υλοποιώντας τη νέα νομοθετική πρόνοια εξέδωσε στις 2 Απριλίου 2015 τους περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων (Όρια Τουριστικών Περιοχών / Ζωνών, Τουριστική Περίοδος, Ωράρια Λειτουργίας, Αργίες) Κανονισμούς του 2015, προς ρύθμιση του, κατά την επιθυμία του, ωραρίου λειτουργίας των τουριστικών καταστημάτων. Εξουσιοδότησε δε την Υπουργό Εργασίας να τους καταθέσει στη Βουλή προς έγκριση. Τούτο έγινε στις 7 Απριλίου 2015. Στις 30 Απριλίου 2015, την προτεραία έναρξης της ισχύος του Ν. 36(Ι)/2015, ψηφίστηκε ο περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας των Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2015 (Ν. 55(Ι)/2015) ο οποίος, τη μόνη διαφοροποίηση που επέφερε στη θεσπισθείσα με τον 36(Ι)/2015 νομοθεσία, ήταν, η μετάθεση της έναρξης εφαρμογής του εν λόγω Νόμου από 1η Μαΐου 2015, στις 14 Μαΐου 2015.

 

Οι κατατεθέντες Κανονισμοί συζητήθηκαν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις 4 και 5 Μαΐου 2015, όπου στις 7 Μαΐου 2015 η Ολομέλεια της Βουλής τους "απέρριψε". Ταυτοχρόνως, την ιδία ημέρα, η Ολομέλεια ψήφισε πρόταση νόμου, ήτοι το Νόμο περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους (Αρ. 4) Νόμο του 2015, σύμφωνα με τον οποίο, ρυθμιστής πλέον του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, κατέστη η ίδια η Βουλή, προσδιορίζοντας όχι μόνο το ωράριο, αλλά και τις περιοχές λειτουργίας του προκαθορισθέντος ωραρίου.

 

Η εν λόγω νομοθεσία δεν έτυχε της έγκρισης του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος αρνήθηκε να την υπογράψει και, τελικώς,                   με την Αναφορά 1/2015 που κατέθεσε στο Ανώτατο Δικαστήριο, αμφισβήτησε την παρασχεθείσα, στα πλαίσια του Νόμου, εξουσία της Βουλής για ρύθμιση του ωραρίου. Υποστηρίχθηκε, στο πλαίσιο της εν λόγω Αναφοράς ότι, η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, καθότι παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και επεμβαίνει, με τρόπο σαφή, στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας της Κυβερνήσεως. Δοθέντος δε, ότι η εφαρμογή του Ν. 36(Ι)/2015, είχε αναβληθεί για τις 14 Μαΐου 2015, η Υπουργός, στο πλαίσιο του μέχρι τότε υφιστάμενου Άρθρου 27, εξέδωσε, στις 13 Μαΐου 2015, διατάγματα ρύθμισης της λειτουργίας των καταστημάτων η ισχύς των οποίων έληγε στις 30 Νοεμβρίου 2015. Ενόψει του γεγονότος ότι, τα εν λόγω διατάγματα έληγαν, το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε στις 24 Νοεμβρίου 2015 νέους Κανονισμούς, που υπάρχει δεδομένο ότι ήταν οι ίδιοι, με τους απορριφθέντες από τη Βουλή στις 7 Μαΐου 2015, και στις 2 Δεκεμβρίου 2015 τους κατέθεσε στη Βουλή προς έγκριση, υλοποιώντας την κείμενη πλέον, από τις 14 Μαΐου 2015, νομοθετική της υποχρέωση.

 

Την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 3 Δεκεμβρίου 2015, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την επιφυλαχθείσα γνωμοδότηση του, στο πλαίσιο της Αναφοράς 1/2015, με την οποία κήρυξε, το σύνολο του Νόμου, που ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 7 Μαΐου 2015, ως αντισυνταγματικό, καθότι, διαπιστώθηκε κατάφορα παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και προσδιορίστηκε ότι, η αποκλειστική αρμοδιότητα ρύθμισης του ωραρίου των καταστημάτων, ανήκει στην εκτελεστική εξουσία. Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι η εκτελεστική εξουσία, με βάση το Άρθρο 54 του Συντάγματος, εκτός των προσδιορισθέντων εξουσιών που επιμερίζονται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ασκείται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Ιδιαιτέρως το εδάφιο (ζ) του Αρ. 54 αναφέρει:

 

"Αρ. 54(ζ) την έκδοσιν κανονιστικών και εκτελεστικών των νόμων διαταγμάτων, ως οι νόμοι ορίζουσιν."

 

Οι ήδη, από τις 2 Δεκεμβρίου 2015, κατατεθέντες στη Βουλή, Κανονισμοί, συζητήθηκαν στις 4 και 7 Δεκεμβρίου 2015, και παρόλη την εκδοθείσα γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που καθηκόντως γνωστοποιήθηκε και στον Πρόεδρο της Βουλής, απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια του Σώματος στις 10 Δεκεμβρίου 2015. Η προσφυγή που βρίσκεται υπό εκδίκαση κατατέθηκε από τους: 1. Πρόεδρο της Δημοκρατίας και 2. Υπουργικό Συμβούλιο, αιτητές, στις  31 Δεκεμβρίου 2015.

 

Παρατηρούμε, συναφώς, τα πιο κάτω χρονικά ορόσημα, πάντοτε στο πλαίσιο εξέτασης του, εκπροθέσμου ή μη, διαδικαστικού διαβήματος κατάθεσης της υπό εκδίκαση προσφυγής:

 

α) 27 Μαρτίου θεσπίζεται ο Νόμος 36(Ι)/2015 που αφαιρεί την εξουσία έκδοσης διαταγμάτων από την Υπουργό Εργασίας και την παραχωρεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, που εξουσιοδοτείται να εκδίδει Κανονισμούς.

 

β)  Οι κατατεθέντες Κανονισμοί απορρίπτονται από τη Βουλή στις 7 Μαΐου 2015.

γ)       Ο Νόμος 36(Ι)/2015 τέθηκε σε ισχύ στις 14 Μαΐου 2015.

 

δ)  2 Δεκεμβρίου 2015, κατατίθενται προς έγκριση στη Βουλή, νέοι Κανονισμοί.

 

ε)  3 Δεκεμβρίου 2015 εκδίδεται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της Αναφοράς 1/2015.

 

στ) 10 Δεκεμβρίου 2015 η Βουλή απορρίπτει τους κατατεθέντες                  (2 Δεκεμβρίου 2015) Κανονισμούς.

 

Στο πλαίσιο της συζήτησης της υπόθεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση υποστήριξε ότι, καθοριστική, για τον υπολογισμό της περιόδου των 30 ημερών εφαρμογής της παραγράφου 4 του Άρθρου 139 του Συντάγματος, είναι η ημερομηνία τροποποίησης του Άρθρου 27 του Νόμου 155(Ι)/2006 ήτοι, η 27η Μαρτίου 2015. Η αφαίρεση της εξουσίας της Υπουργού, για έκδοση διαταγμάτων, και, η εναπόθεση της εξουσίας αυτής στο Υπουργικό Συμβούλιο, με την υποχρέωση έκδοσης Κανονισμών, δεν αμφισβητήθηκε. Τούτου μη αμφισβητουμένου κρίνεται, όπως υποστήριξε ο κ. Μαρκίδης, ως καθοριστικό για την απεμπόλιση του δικαιώματος αμφισβήτησης από τους αιτητές. Προς επίρρωση της θέσης του έκαμε αναφορά στην υπόθεση Υπουργικό Συμβούλιο ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 Α.Α.Δ. 1176.

 

Εν πάση περιπτώσει, καθοριστική επίσης, υποστηρίχθηκε, από πλευράς των καθ'ων η αίτηση, είναι η ημερομηνία απόρριψης των Κανονισμών από τη Βουλή που έγινε στις 7 Μαΐου 2015. Είναι αποδεκτό, υποστήριξε ο συνήγορος, ότι οι, εκ νέου, κατατεθέντες Κανονισμοί του Δεκεμβρίου 2015, ήταν πανομοιότυποι με τους ήδη απορριφθέντες στις 7 Μαΐου 2015. Αυτές οι δύο ενέργειες δεν μπορούν να διαχωριστούν, υποστηρίχθηκε, καθότι, αποτελούν μια ενιαία προσέγγιση της Βουλής, η οποία είχε ως εναρκτήρια ημερομηνία την 7η Μαΐου 2015. Συνεπώς, η αίτηση θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως εκπρόθεσμη.

 

Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τα γεγονότα της υπόθεσης Υπουργικό Συμβούλιο ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (άνω) έχουν ως βάση τα ίδια χαρακτηριστικά με την παρούσα υπόθεση, πλην, όμως, κατά τη γνώμη μας, υπάρχει σοβαρή διαφοροποίηση επί των γεγονότων που καθιστά την εν λόγω υπόθεση μη εφαρμόσιμη επί του προκειμένου. Στην υπόθεση εκείνη, όντως, η Βουλή τροποποίησε στις 28 Ιουνίου 1985, με τη θέσπιση του Νόμου 68/85, το Άρθρο 19 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300Α, καθιστώντας υποχρεωτική την κατάθεση των εκδοθέντων, από το Υπουργικό Συμβούλιο, Κανονισμών στη Βουλή, προσφέροντας τη δυνατότητα στην τελευταία να τους τροποποιήσει ή να τους ακυρώσει. Το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε Κανονισμούς στις 12 Σεπτεμβρίου 1985, τους οποίους η Βουλή τροποποίησε, πριν τη δημοσίευση τους, στις 31 Οκτωβρίου 1985. Η προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1985, κρίθηκε ως εκπρόθεσμη, στη βάση της απραξίας που παρατηρήθηκε από πλευράς Υπουργικού Συμβουλίου μεταξύ της τροποποίησης, που έγινε στις 28 Ιουνίου 1985, και της καταχώρισης της προσφυγής, που έγινε στις 18 Νοεμβρίου 1985.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, υπάρχουν και άλλα, μεταγενέστερα της τροποποίησης, γεγονότα που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η Βουλή τροποποίησε το Νόμο περί Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους, Νόμο 155(Ι)/2006, στις 27 Μαρτίου 2015. Με την εν λόγω τροποποίηση η άσκηση της διοικητικής λειτουργίας, για τη ρύθμιση του ωραρίου των καταστημάτων, δεν έχει αφαιρεθεί από την εκτελεστική εξουσία, η οποία, όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, εκτελείται δυνάμει του Άρθρου 54 του Συντάγματος από το Υπουργικό Συμβούλιο. Συνεπώς, παρατηρείται ότι δεν στερήθηκε τέτοιας εξουσίας η διοίκηση υπό την ευρεία έννοια, έτσι ώστε να ενεργοποιηθεί η αναγκαιότητα προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Η ίδια η συμπεριφορά του Υπουργικού Συμβουλίου, με την έκδοση Κανονισμών, στη βάση της πιο πάνω τροποποίησης του Άρθρου 27, που έγινε στις 2 Απριλίου 2015 και η κατάθεση τους στη Βουλή προς έγκριση στις 7 Απριλίου 2015, καταδεικνύει ότι δεν αμφισβητήθηκε, με οποιοδήποτε τρόπο, η επιβληθείσα νέα ρύθμιση πραγμάτων. Συνεπώς, δεν θα ήταν εφικτό να αποτελέσει το βάθρο, κατά τη γνώμη μας, το Δικαστήριο και να θεωρήσει ότι, η όποια αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας, όπως προνοείται στο Άρθρο 139 του Συντάγματος, έγινε στις 27 Μαρτίου 2015.

 

Η επόμενη καθοριστικής σημασίας ημερομηνία, για υποστήριξη του επιχειρήματος του εκπροθέσμου, ήταν η 7η Μαΐου 2015. Κατά την ημερομηνία εκείνη η Βουλή απέρριψε τους εκδοθέντες, από το Υπουργικό Συμβούλιο, Κανονισμούς. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε ότι δεν υπήρχε τέτοια εξουσία στη Βουλή για απόρριψη των Κανονισμών καθότι, με βάση την τροποποίηση του Ν. 55(Ι)/2015, η εφαρμογή της νέας ρύθμισης του Άρθρου 27, για έκδοση Κανονισμών και υποβολή τους για έγκριση, τέθηκε σε εφαρμογή στις 14 Μαΐου 2015. Εν πάση περιπτώσει, τη συγκεκριμένη ημερομηνία, 7 Μαΐου 2015, η Βουλή θέσπισε τον περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμο του 2015, σύμφωνα με τον οποίο η ρύθμιση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, με βάση το Άρθρο 20 και ο τοπικός προσδιορισμός εφαρμογής του προκαθορισθέντος ωραρίου, με βάση το Άρθρο 21 του Νόμου, ρυθμιζόταν πλέον νομοθετικά. Παρατηρείται συναφώς ότι, η εξουσία ρύθμισης εκφεύγει από τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και εναποτίθεται στη νομοθετική, ήτοι στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι, ως αποτέλεσμα της ψήφισης αυτού του Νόμου, που ουσιαστικώς αναβίωσε την προηγούμενη ρύθμιση του Νόμου 155(Ι)/2006, η Υπουργός Εργασίας εξέδωσε διατάγματα ρύθμισης της λειτουργίας των καταστημάτων στις 13 Μαΐου 2015, που ίσχυσαν μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2015.

 

Καθίσταται, ως εκ των ανωτέρω, έκδηλο ότι η εκτελεστική εξουσία θεωρώντας ότι η ρύθμιση του ωραρίου πλέον έχει διαφοροποιηθεί άρδην, αναφορικά με τον τρόπο εφαρμογής της νομοθεσίας, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο με την Αναφορά του Προέδρου του Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ 1) (2015) 3 Α.Α.Δ. 622, ECLI:CY:AD:2015:C811.

 

Η Αναφορά αυτή εκδικάστηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε, στις 3 Δεκεμβρίου 2015, ότι «Ολόκληρος ο Νόμος, όπως θεσπίστηκε, σαφώς εμπεριέχει στοιχεία διοικητικής λειτουργίας και, ως εκ τούτου, καταστρατηγεί τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών», και γνωμοδότησε ότι «Ο Νόμος στο σύνολο του, βρίσκεται σε αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και επομένως είναι αντισυνταγματικός». Παρατηρούμε δε ότι, η αντίδραση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την έκδοση στις 2 Δεκεμβρίου 2015 Κανονισμών, μια ημέρα πριν της έκδοσης της Γνωμοδότησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τη ρύθμιση της λειτουργίας των καταστημάτων, και κατάθεση τους, εκ νέου, στη Βουλή προς έγκριση, καταδεικνύει την ανυπαρξία αντίθεσης ως προς τις πρόνοιες του Νόμου 36(Ι)/2015 και ενισχύει το επιχείρημα ότι η θέσπιση του δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αμφισβήτηση της εκτελεστικής εξουσίας για να ενεργοποιηθεί το Άρθρο 139 του Συντάγματος.

 

Όταν, υπαρχούσης της γνωμοδότησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί της αποκλειστικής αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας να ρυθμίζει τα ωράρια των καταστημάτων (Αναφορά 1/2015), η Βουλή απέρριψε τους Κανονισμούς που ήδη κατατέθηκαν, όπως ανωτέρω σημειώνουμε, στις 10 Δεκεμβρίου 2015, καταδεικνύει ότι, καθοριστικής σημασίας ημερομηνία είναι η τελευταία. Αφήνουμε ότι μπορεί να υποστηριχθεί ότι η σύγκρουση ή αμφισβήτηση θα μπορούσε να συσχετιστεί όχι μόνο με το εξουσιοδοτικό πλαίσιο θέσπισης νομοθεσίας ή λήψης απόφασης, αλλά και με τις συνέπειες που ενδεχομένως επιφέρει η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση. Σχετική είναι η υπόθεση The Turkish Communal Chamber v. The Council of Ministers, 5 R.S.C.C. 59, όπου η εφαρμογή της νομοθεσίας οδήγησε σε σύγκρουση και όχι η ίδια η φύση της διαφοροποίησης που έγινε. Δεν θα επεκταθούμε, όμως, επί της ουσίας του θέματος της διαφοράς, καθότι είμαστε της γνώμης ότι, από τη στιγμή που διαπιστώνουμε ως ημερομηνία έναρξης της, κατ' ισχυρισμό, σύγκρουσης ή της αμφισβήτησης την 10η Δεκεμβρίου 2015, συνεπώς, εμπρόθεσμη την προσφυγή και η απόφαση της πλειοψηφίας, απολύτως σεβαστή, προκρίνει την προσφυγή ως απαράδεκτη, το θέμα θεωρείται κριθέν.

 

Για τους πιο πάνω λόγους είμαστε της γνώμης ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη και σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσαμε επί της ουσίας της υπόθεσης και των άλλων ενστάσεων που προβλήθηκαν, πλην, όμως, δεν θα το πράξουμε καθότι θεωρούμε ότι δεν είναι επωφελές να εμπλακούμε σε αυτή τη θεωρητική προσέγγιση του θέματος.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Όπως γίνεται επισήμανση διαχρονικά στην κυπριακή νομολογία, τη δομή του Κυπριακού Συντάγματος τη χαρακτηρίζει η διάκριση των εξουσιών* και ο καταμερισμός αυτών με λεπτομερή και σαφή τρόπο (βλ. Papaphilippou and the Republic 1 R.S.C.C. 62, Police v. Hondrou a.a. 3 R.S.C.C. 82, Pastellopoullos v. Republic (1985) 2 C.R.R. 165, Keramourgia «Αίας» Ltd v. Yiannakis Christoforou (1975) 1 C.R.R. 38 και Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής (αρ.4) (1990) 3 Α.Α.Δ. 389).

 

H παρούσα αίτηση στηρίζεται στο Άρθρ.139 του Συντάγματος το οποίο έχει ως εξής:

 

«1. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος εγειρομένης µμεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και µμεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας. H παρούσα όμως διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί των μεταξύ των δικαστηρίων ή δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας συγκρούσεων ή αμφισβητήσεων, αίτινες επιλύονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Ο όρος «δικαστήρια ή δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας» εν τη παρούση παραγράφω δεν περιλαμβάνει το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.

 

2. Οσάκις αναφύεται ζήτημα αρμοδιότητος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, τούτο, επί οιουδήποτε θέματος, επιλύει παν ζήτημα της αρμοδιότητος του.

 

3. Η κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προσφυγή ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου:

 

(α) υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ή

(β) υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ή

(γ) υπό εκατέρας ή αμφοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων, ή

(δ) υπό παντός άλλου οργάνου της Δημοκρατίας ή αρχής εν τη  Δημοκρατία,

 

Εφ' όσον άπαντες οι ανωτέρω είναι ενδιαφερόμενα εν τη συγκρούσει ή τη αμφισβητήσει μέρη.

 

4. Η προσφυγή ασκείται εντός τριάκοντα ημερών, αφ' ης η εν λόγω εξουσία ή αρμοδιότης αμφισβητείται.

 

5. Επί τοιαύτης προσφυγής το Δικαστήριον δύναται να αποφανθή ότι το αντικείμενον της προσφυγής, νόμος ή απόφασις ή πράξις, είναι άκυρον και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος, είτε αφ' ου χρονικού σημείου η σύγκρουσις εγένετο ή η αμφισβήτησις ηγέρθη, είτε εξ υπαρχής, είτε εν όλω είτε εν μέρει, επί τω λόγω ότι ο τοιούτος νόμος ή πράξις εγένετο ή η απόφασις ελήφθη άνευ εξουσίας ή αρμοδιότητος και εν εκατέρα περιπτώσει το Δικαστήριον δύναται να αποφασίση όσον αφορά την ισχύν οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως γενομένης δυνάμει του τοιούτου νόμου ή αποφάσεως ή πράξεως.

 

6. Η επί τοιαύτης προσφυγής εκδιδομένη απόφασις του Δικαστηρίου κοινοποιείται αμέσως προς πάντα τα ενδιαφερόμενα μέρη και προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες οφείλουσι να δημοσιεύωσι ταύτην παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.

 

7. Ασκηθείσης τοιαύτης προσφυγής, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη την αναστολήν του αντικειμένου της προσφυγής, νόμου ή αποφάσεως ή πράξεως αναλόγως της περιπτώσεως, μέχρις ου αποφανθή το Δικαστήριον· η τοιαύτη περί αναστολής απόφασις δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.»

 

Το Άρθρο 139 του Συντάγματος είναι απτό παράδειγμα της έγνοιας του Συνταγματικού Νομοθέτη ως προς την ανάγκη διαφύλαξης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Ειδικά από την τελευταία απόφαση Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου (ανωτέρω) μεταφέρω τα λεχθέντα υπό Νικήτα Δ., (όπως ήταν τότε), σελ.379:

 

«Η διάταξη (Άρθρο 139 του Συντάγματος) εισάγει μια μορφή απευθείας δικαστικού ελέγχου της αρμοδιότητας των οργάνων (ή αρχών που αναφέρει) αυτών συντελώντας έτσι στη διαφύλαξη της αρχής του χωρισμού των εξουσιών που είναι διάχυτη σε ολόκληρο το Σύνταγμα».

 

Από τα πιο πάνω συνάγεται ακλόνητο το καθήκον του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ασκεί έλεγχο αν διαπιστώσει σημαντικές παραβιάσεις της αρχής της διάκρισης των εξουσιών (βλ. σελ.390 της ίδια απόφασης). Από την πολύ παλαιά απόφαση Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση ν. Υπουργικού Συμβουλίου, 5 Α.Α.Σ.Δ. 59, στη σελ.60 τονίστηκε ότι είναι παραδεκτή η προσφυγή δυνάμει του Άρθρ.139 αν κατ' αρχάς το Δικαστήριο διαπιστώσει, λαμβάνοντας σαν δεδομένη την ορθότητα των θέσεων του προσφεύγοντος, ότι η ενέργεια που αποτελεί αντικείμενο προσφυγής θα συνιστούσε παραβίαση ή υφαρπαγή εξουσιών ή αρμοδιοτήτων στα πλαίσια του άρθ.139.

 

Επανερχόμενη στη συνέχεια της απόφασης της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου (ανωτέρω) παραθέτω και τα εξής (σελ.392)  «... το Σύνταγμα είναι διάχυτο με διατάξεις που εξισορροπούν την κατανομή των εξουσιών (checks and balances) και που αποσκοπούν στην αποτροπή κινδύνων ενδεχόμενης κατάχρησης τους».

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου αποδεικνύει τη σημασία του Άρθρου 139, αφού, όπως επισημαίνεται, αν αποκλειόταν ο δικαστικός έλεγχος, με τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν, θα τραυματιζόταν ανεπανόρθωτα η αρχή της διάκρισης των εξουσιών που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του κράτους δικαίου, οι δε σχετικές διατάξεις θα παρέμεναν γράμμα κενό.

 

Στην κρινόμενη υπόθεση δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου 139 του Συντάγματος, οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο τις εξής δύο θεραπείες:

 

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση ημερ. 10.12.2015 της Βουλής των Αντιπροσώπων να απορρίψει/ακυρώσει τους περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας των Καταστημάτων (Όρια τουριστικών Περιοχών/Ζωνών, τουριστική Περίοδος, Ωράρια Λειτουργίας, Αργίες) Κανονισμούς του 2015, οι οποίοι τέθηκαν ενώπιον της από το Υπουργικό Συμβούλιο, εγείρει θέμα αμφισβήτησης και σύγκρουσης με την αποκλειστική αρμοδιότητα και εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να ρυθμίζει ωράρια λειτουργίας και τις αργίες των καταστημάτων, και συνεπώς παραβιάζει τη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, όπως αυτή η αρχή ιδιαιτέρως αναλύθηκε με την ομόφωνη Γνωμάτευση ημερ. 3.12.2015 της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2015) 3 Α.Α.Δ. 622, ECLI:CY:AD:2015:C811, και ότι επομένως η εν λόγω απόφαση είναι εξ υπαρχής άκυρη και άνευ νομικού αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι προαναφερόμενοι Κανονισμοί είναι έγκυροι και επιτρέπεται να δημοσιευτούν στην Επίσημη Εφημερίδα και να τεθούν σε ισχύ, παρά την προαναφερόμενη απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων.»

 

Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής:

 

Η Γενική Διευθύντρια της Βουλής των Αντιπροσώπων με επιστολή της ημερ. 13.3.2015 προς τον Υφυπουργό παρά τω Προέδρω της Δημοκρατίας κοινοποίησε προς δημοσίευση τον περί Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους (τροπ.) Νόμο του 2015 (εφεξής «ο Νόμος 36(1) του 2015»).

 

Την 27.3.2015 δημοσιεύτηκε ο Νόμος  ο οποίος τροποποίησε το Άρθρο 27 των περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους, Νόμων του 2006 έως (Αρ.3) του 2015 (εφεξής «οι οικείοι Νόμοι»), μεταθέτοντας έτσι την αρμοδιότητα καθορισμού ορίων τουριστικών περιοχών/ζωνών, της τουριστικής περιόδου, των ωραρίων λειτουργίας και των αργιών (τουριστικών) καταστημάτων, από την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής «η Υπουργός») μέσω διαταγμάτων της, στο Υπουργικό Συμβούλιο μέσω Κανονισμών του. Στις 2.4.2015, το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του ως άνω Άρθρου 27, τους οικείους Κανονισμούς. Στις 7.4.2015 ο Γενικός Διευθυντής του αρμόδιου Υπουργείου κατέθεσε στη Βουλή των Αντιπροσώπων προς έγκριση, τους οικείους Κανονισμούς και στις 8.5.2015 η Γενική Διευθύντρια της Βουλής ενημέρωσε το Γενικό Διευθυντή του αρμόδιου Υπουργείου ότι απορρίφθηκαν οι οικείοι Κανονισμοί την 7.5.2015.

 

Μετά την ακύρωση των οικείων Κανονισμών από τη Βουλή των Αντιπροσώπων η Υπουργός την 24.11.2015 ζήτησε από το Υπουργικό Συμβούλιο την εκ νέου έκδοση τους. Μετά δε την εκ νέου έκδοση των οικείων Κανονισμών από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Γενικός Διευθυντής του αρμόδιου Υπουργείου τους επανακατέθεσε προς έγκριση στη Βουλή.

 

Ακολούθως η Γενική Διευθύντρια της Βουλής με επιστολή της ημερ. 15.12.2015, ενημέρωσε το Γενικό Διευθυντή του αρμόδιου Υπουργείου ότι οι οικείοι Κανονισμοί απορρίφθηκαν στις 10.12.2015.

 

Να σημειωθεί ότι ο Ν.36(1)/15 δημοσιεύθηκε μεν την 27.3.2015 αλλά τέθηκε σε ισχύ την 14.5.2015 λόγω του περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους Τροποποιητικός (Αρ.2) Νόμος του 2015 (Ν.55(Ι)/2015) που ανέβαλε την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου 36(Ι)/2015.

 

Η έκθεση της αρμοδίας κοινοβουλευτικής επιτροπής που συναρτάται με το Ν.36(Ι)/15 διασαφηνίζει ότι το Κοινοβούλιο μετέφερε την αρμοδιότητα καθορισμού ωραρίων λειτουργίας από την Υπουργό μέσω διατάγματος της στο Υπουργικό μέσω Κανονισμών ώστε το Κοινοβούλιο να επεμβαίνει στη ρύθμιση του θέματος. Υπό αυτή την έννοια είναι βέβαια σχετικός ο Νόμος 99/1989, Άρθρο 3. Στη βάση λοιπόν του Άρθρου 3 του Ν.99/1989 το Υπουργικό Συμβούλιο υπέβαλε τους σχετικούς Κανονισμούς για έγκριση στη Βουλή η οποία και τους απέρριψε στις 7.5.2015. Την ίδια ημέρα η Βουλή  ψήφισε τον περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων απασχόλησης των Υπαλλήλων τους (τροπ.) («Αρ.4) Νόμο του 2015 ο οποίος αναφέρθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δυνάμει των Άρθρων 140 και 141 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, στο Ανώτατο Δικαστήριο, η Πλήρης Ολομέλεια του οποίου γνωμάτευσε την 3.12.2015, στα πλαίσια της Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (ανωτέρω) ότι ο αναφερόμενος Νόμος αντίκειτο στη συνταγματική Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, με το μεταξύ άλλων σκεπτικό ότι:

 

«... η ρύθμιση του ωραρίου των καταστημάτων, ο καθορισμός των ορίων των τουριστικών περιοχών/ζωνών αλλά και η δημιουργία ειδικού καθεστώτος για κάποια καταστήματα, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας και συνιστά, ουσιαστικά, ρύθμιση διοικητικής φύσεως.»

 

Στην παρούσα αίτηση ο Γενικός Εισαγγελέας προβάλλει τα ακόλουθα:

 

«την 4.12.2015 και 7.12.2015, δηλαδή μετά την έκδοση της άνω δικαστικής Γνωμάτευσης, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής «η αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή») συζήτησε τους οικείους Κανονισμούς οι οποίοι επανεκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο περί την 24.11.2015 δυνάμει του Άρθρου 27 των οικείων Νόμων και κατατέθηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων προς έγκριση για λόγους τυπικής συμμόρφωσης με το Άρθρο 3 του Νόμου 99 του 1989.

 

Στη συνεδρία ημερ. 4.12.2015 ενώπιον της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, παρέστη ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο οποίος διασαφηνίστηκε στα πλαίσια της Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (ανωτέρω) - η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν ηδύνατο να τροποποιήσει ή απορρίψει τους οικείους Κανονισμούς (παρά την περί αντιθέτου ρητή πρόνοια του Άρθρου 3 του Νόμου 99 του 1989) ώστε να μην υπερβεί τις συνταγματικές της αρμοδιότητες, όπερ σημαίνει ότι ηδύνατο μόνο να εγκρίνει τους οικείους Κανονισμούς, τυπικά και υπό δέσμια - εκ του Συντάγματoς - εξουσία.

 

Παρά τη σαφή τοποθέτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η Βουλή των Αντιπροσώπων απέρριψε/ακύρωσε τους οικείους Κανονισμούς την 10.12.2015.

 

Οι Αιτητές υποστηρίζουν, για τους ακόλουθους λόγους, ότι η άνω απορριπτική/ακυρωτική απόφαση των οικείων Κανονισμών από τη Βουλή των Αντιπροσώπων αμφισβητεί και συγκρούεται με την αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου για τον καθορισμό των ωραρίων λειτουργίας και των αργιών των καταστημάτων, όπως αυτή η αρμοδιότητα απορρέει από την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών ως ερμηνεύθηκε ιδίως από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά αρ.1/2015.»

 

Προβάλλεται η θέση των αιτητών δια του Γενικού Εισαγγελέα ότι η επίδικη απόφαση της Βουλής είναι ασύμβατη με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Αντίθετη βεβαίως είναι η θεώρηση της Βουλής, η οποία προβάλλει επί της ένστασης της και "προδικαστικής" φύσεως λόγους οι οποίοι εκ του περιεχομένου τους αναγκαστικά θα απασχολήσουν πρωταρχικά.

 

Α΄ ένσταση ως προς την ύπαρξη δύο αιτητών:

 

Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Βουλής ότι είναι απαράδεκτη η συμπερίληψη του Προέδρου της Δημοκρατίας ως αιτητή, εφόσον σαφώς από τα γεγονότα ο Πρόεδρος δεν μπορεί να κριθεί ενδιαφερόμενο μέρος δυνάμει του Άρθρ.139.3.

 

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρεται ρητώς ως έχων ενεργητική νομιμοποίηση για αίτηση δυνάμει του 139 από το ίδιο το Άρθρ.139.3(α). Άλλωστε, οτιδήποτε άλλο θα ήταν παράλογο, επειδή ο Πρόεδρος ως εκ της ιδιότητας του δεν μπορεί να μην έχει την ιδιότητα του αιτητή, αν οι περιστάσεις είναι τέτοιες που διασαλεύουν την όλη λειτουργία του κράτους, έκφανση και πυρήνας του οποίου είναι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η προδικαστική αυτή ένσταση απορρίπτεται.

 

Β΄ προδικαστική ένσταση για το εκπρόθεσμο της αίτησης και κώλυμα προώθησης της προσφυγής:

 

Η καθ' ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι η παρούσα Προσφυγή είναι εκπρόθεσμη κατά παράβαση του Άρθρου 139.4 του Συντάγματος εφόσον η τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας και η κατάργηση της εξουσίας της Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων να εκδίδει διατάγματα και η αντικατάσταση αυτής με την απονομή της εξουσίας στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει Κανονισμούς, ψηφίσθηκε από την Καθ' ης η Αίτηση στις 12.03.2015 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27.3.2015 (Ν.36(Ι)/2015). Κατά συνέπεια, η όποια σύγκρουση είχε προκύψει κατά τον τότε χρόνο ή τουλάχιστον όταν η Βουλή απέρριψε την 07.05.2015 τους πρώτους Κανονισμούς που είχαν κατατεθεί βάσει του εν λόγω Νόμου. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η σύγκρουση προέκυψε κατά την 10.12.2015, ημερομηνία κατά την οποία η καθ' ης η αίτηση απέρριψε τους πανομοιότυπους Κανονισμούς, που είχαν κατατεθεί την 02.12.2015. (βλ. σχετική ανάλυση στην αγόρευση σελ.25-35).

 

Γίνεται δε συσχετισμός της προθεσμίας των 30 ημερών εκ του Άρθρ.139.4 με την προθεσμία εκ του Άρθρ. 146 για διοικητικές προσφυγές. Επικαλείται δε προς επίρρωση της ένστασης του, ο κ. Μαρκίδης, την υπόθεση Υπουργικό Συμβούλιο ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 Α.Α.Δ. 1176 στην οποία η Πλήρης Ολομέλεια είχε απορρίψει προσφυγή δυνάμει του Άρθ.139 κρίνοντας ότι η όποια σύγκρουση ή αμφισβήτηση είχε προκύψει από την τροποποίηση του περί ΡΙΚ νόμου, δυνάμει του οποίου το Υπουργικό Συμβούλιο μπορούσε να εκδώσει Κανονισμούς, οι οποίοι εγκρίνονται από τη Βουλή, και όχι από την ίδια την απόρριψη ή τροποποίηση των Κανονισμών.

 

Έχω μελετήσει τα σχετικά επιχειρήματα και δεν θα συμφωνήσω μ' αυτά. Με όλο το σεβασμό δεν βρίσκω ότι η πιο πάνω αυθεντία Υπουργικό Συμβούλιο ν. Βουλής των Αντιπροσώπων λειτουργεί με τέτοιο δυναμικό και καταλυτικό τρόπο στην κρινόμενη περίπτωση ώστε να την καλύπτει. Και θα εξηγήσω τις ιδιαιτερότητες που ισχύουν εν προκειμένω.

 

Δεν θα διαφωνήσω ότι η αφετηρία μιας σύγκρουσης ή αμφισβήτησης αρμοδιοτήτων μπορεί να θεωρηθεί ότι σχηματίζεται με την απόρριψη των πρώτων κανονισμών, όμως δεν κρίνω ότι  η αρχή και το τέλος της σύγκρουσης προσδιορίζεται στη θέσπιση του ίδιου του νόμου 36(Ι)/2015 αφού, εν δυνάμει και εν τοις πράγμασι, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα μη έγκριση των Κανονισμών. Αν δηλαδή εγκρίνονταν οι Κανονισμοί δεν θα υπήρχε ρήξη εξουσιών, ή αν τροποποιούντο με τρόπο συμβατό με το πνεύμα του Νόμου - όπως βέβαια  για σκοπούς νομικής ανάλυσης θα το θεωρούσαμε - και πάλι δεν θα συντελείτο σύγκρουση.

 

Όμως η συγκεκριμένη πράξη της ad hoc τότε μη αποδοχής των Κανονισμών την πρώτη φορά συνοδεύτηκε, ταυτόχρονα με την έγκριση ενός Νόμου που ο Πρόεδρος θεώρησε αντισυνταγματικό γι' αυτό και η καταχώρηση της Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (ανωτέρω). Ο Νόμος αντικείμενο της Αναφοράς, στην πραγματικότητα έθετε εκ ποδών τη σημασία για την αποδοχή ή όχι των Κανονισμών.

Είναι η κρίση μου ότι είναι ανεπιθύμητο εν προκειμένω να απομονώνονται γεγονότα, πράξεις ή παραλείψεις ώστε να κριθεί το θέμα της προθεσμίας.

 

Τα γεγονότα είχαν μια συνέχεια από την αφετηρία της συγκρουσιακής κατάστασης τον Μάη 2015, όμως, με κανένα τρόπο δεν θα θεωρούσα ότι η σύγκρουση αυτή αποκρυσταλλώθηκε με το συγκεκριμένο τρόπο που παρουσιάζεται τώρα με την παρούσα προσφυγή.

 

Η αποκρυστάλλωση της σύγκρουσης, όπως γίνεται αντιληπτή από την ίδια την αλληλουχία των γεγονότων, έγινε με την εκ νέου αποστολή των Κανονισμών για έγκριση όταν μεσολάβησαν οι πράξεις που ανέφερα.  Υπήρχε κάτι που εμπόδιζε το Υπουργικό Συμβούλιο να ξαναζητήσει την έγκριση των Κανονισμών, αφού μάλιστα η ίδια η Βουλή στο ενδιάμεσο διάστημα, επιχειρεί να «εκφύγει» από το Ν.36(Ι)/15  και προχωρεί στην έγκριση ενός νόμου αντικείμενο της Αναφοράς, ο οποίος Νόμος, αν δεν θεωρείτο αντισυνταγματικός, θα καταργούσε και στην πράξη το νόμο 36(Ι)/15 με βάση τον οποίο η Βουλή δεν ενέκρινε τους Κανονισμούς; 

 

Είναι σαφές, κατά την κρίση μου, ότι υπήρξε ένα συνεχόμενο δρώμενο «ενδεχόμενης» αρχικά, σύγκρουσης εξουσιών στο οποίο το τοπίο ήταν όντως θολό, όμως, με κανένα τρόπο δεν θα θεωρούσα, ότι αυτή η όντως πολύπλοκη νομική πραγματικότητα που εν τέλει διαμορφώθηκε θα μπορούσε να εξισωθεί με την υπόθεση Υπουργικού Συμβουλίου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (ως άνω).  Με όλη την εκτίμηση στη διαφορετική άποψη, δεν με βρίσκει σύμφωνη ούτε η ταύτιση των δεδομένων της υπόθεσης με την παρούσα υπόθεση, ούτε εν πάση περιπτώσει συμφωνώ ότι τίθεται θέμα εκπροθέσμου της προσφυγής. Θεωρώ λοιπόν εμπρόθεσμη την παρούσα αίτηση, εφόσον η προθεσμία άρχεται από τις 10.12.2015 και η παρούσα προσφυγή καταχωρείται στις 31.12.2015.

 

Άλλες ενστάσεις:

 

Έχω μελετήσει και τις λοιπές προβαλλόμενες ενστάσεις. Δεν βρίσκω ότι έχουν βάση και εν πολλοίς απαντώνται στη συνέχεια επί της ουσίας της υπόθεσης. Ειδικά το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, εκτός του ότι δεν αφορά σε συνταγματικά θέματα, στην πράξη δεν ισχύει καν αφού η στάση της εκτελεστής εξουσίας δεν έδειξε τέτοια τάση. Επίσης επί του θέματος ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εκδικάσει την παρούσα προσφυγή εφόσον αυτή δεν στρέφεται εναντίον νόμου, πράξης ή απόφασης, το ίδιο το περιεχόμενο του Άρθρου 139 καθιστά την ένσταση αυτή άνευ περιεχομένου αφού ακριβώς επιτρέπει προσφυγή που αφορά γενικά σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας καθ' οιονδήποτε τρόπο και αν εκδηλώνετο.  Οι λοιπές νομικές ενστάσεις είναι συνυφασμένες με την ίδια την ουσία της εξέτασης της προσφυγής στην οποία και θα προχωρήσω.

 

Τελικά συμπεράσματα:

 

Η νομιμοποίηση των αιτητών προκύπτει ως αυτονόητο συμπέρασμα ως εκ της ανάγνωσης των γεγονότων και βεβαίως του κειμένου του Άρθρου 139 όπως διαχρονικά νομολογήθηκε.

 

Και η σύγκρουση, κατά την κρίση μου, είναι εκ των πραγμάτων υπαρκτή και δεν μπορεί να αγνοηθεί το πρόβλημα σε ένα τόσο σοβαρό θέμα όπως είναι η λειτουργία των καταστημάτων, θέμα που αφορά και καλύπτει την καθημερινότητα των πολιτών, θέσεις εργασίας και συνιστά σοβαρή πτυχή του οικονομικού γίγνεσθαι του κοινωνικού συνόλου.

 

Με την γνωμάτευση μας αρ.1/15 σαφώς τοποθετηθήκαμε ότι το θέμα ρύθμισης και λειτουργίας των καταστημάτων ως εκ της φύσεως του ενέπιπτε στο πλαίσιο άσκησης εκτελεστικής εξουσίας.  Γ΄αυτό και κρίναμε ότι η προσπάθεια της Βουλής να νομοθετήσει επ' αυτού του θέματος με τον ως άνω Νόμο συνιστούσε πράξη που έπληττε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Αφού ο Γενικός Εισαγγελέας θεώρησε ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός και αφού ενήργησε φέροντας το θέμα στο Ανώτατο Δικαστήριο, η εκτελεστική εξουσία παρουσίασε εκ νέου τους επίδικους Κανονισμούς στη Βουλή και η Βουλή δεν τους ενέκρινε. Η έκδοση της γνωμάτευσης δεν οδήγησε τη Βουλή σε άλλες σκέψεις ως προς τη μη αποδοχή των Κανονισμών, οπότε εν τέλει τους απορρίπτει και στις 15.12.2015 το γνωστοποιεί στην εκτελεστική εξουσία. Ο Γενικός Εισαγγελέας τόνισε ότι δεν αμφισβητεί την εξουσία της Βουλής να μην εγκρίνει Κανονισμούς.  Είναι τη συγκεκριμένη πράξη, υπό τις ιδιαίτερες της περιστάσεις, που την θεωρεί σύγκρουση εξουσίας υπό το πρίσμα της κρίσης μας ότι το θέμα εμπίπτει στη σφαίρα ενεργειών της εκτελεστικής εξουσίας. Τίθεται δε με καθαρότητα στην αγόρευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλει τη γενική εφαρμογή του Ν.99/89.

 

Προβάλλεται εύλογα το ερώτημα τι νόημα θα είχε η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αν αφενός αναγνωρίζαμε την εξουσία στην εκτελεστική εξουσία «αφαιρώντας» την, στην ουσία, από τη νομοθετική εξουσία που τη διεκδικούσε με το συγκεκριμένο νόμο ως αποτέλεσμα της δικαστικής μας κρίσης και αφετέρου, πράτταμε ακριβώς το αντίθετο με το να μην ελέγξουμε, ως εν προκειμένω μας ζητείται, την άρνηση της Βουλής να εγκρίνει τους Κανονισμούς για τους οποίους θεωρήσαμε την εκτελεστική εξουσία (άρα το Υπουργικό Συμβούλιο) αποκλειστικά υπεύθυνο στην κατάρτιση τους;

 

Ενόψει του ότι δεν αμφισβητείται γενικώς η έγκριση ή μη κανονισμών, θεωρώ ότι δεν στοιχειοθετείται η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Βουλής ότι η Partastampo Shipping & Fishing Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 370 θα συνιστούσε προηγούμενο τέτοιας εμβέλειας, ώστε για να αποφασίσουμε υπέρ της Αίτησης, θα έπρεπε να ανατρέψουμε την ισχύ της. Δεν τίθεται τέτοιο θέμα, όπως ορθά επισημαίνει ο Γενικός Εισαγγελέας στην αγόρευση του.

 

Το Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος είναι ομοίως σαφές ως προς τη διατύπωση του για το θέμα της διάκρισης των εξουσιών. Βέβαια η καθ' ης η αίτηση το επικαλείται ουσιαστικά προβάλλοντας το ως ασπίδα προστασίας στην εφαρμογή του Άρθρ.139. Το Άρθρο 54(ζ) έχει ως εξής:

 

«Εξαιρουμένης της εκτελεστικής εξουσίας της υπό των Άρθρων 47, 48 και 49 ρητώς διαφυλασσομένης υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ενεργούντων εκατέρου ιδία ή από κοινού τι Υπουργικόν Συμβούλιον ασκεί εκτελεστικήν εξουσίαν επί παντός θέματος πλήν των δυνάμει ρητής διατάξεως του Συντάγματος υπαχθέντων εις την αρμοδιότητα Κοινοτικής Συνελεύσεως. Η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα εξής θέματα:

...........................

(ζ) την έκδοσιν κανονιστικών και εκτελεστικών των νόμων διαταγμάτων, ως οι νόμοι ορίζουσιν»

 

Δεν συμφωνώ με τα επιχειρήματα της πλευράς της καθ' ης η αίτηση. Το ως «οι νόμοι ορίζουσι» της τελευταίας φράσης του εδαφίου σαφώς και παραπέμπει στο ότι οι Κανονισμοί πρέπει να είναι υπό το πρίσμα και πλέγμα του νόμου, να μην είναι ultra vires εξυπηρετώντας το πνεύμα αυτού.

 

Δεν εμπλέκεται στη φράση αυτή το θέμα της εκχώρησης της νομοθετικής εξουσίας προς την εκτελεστική εξουσία. Η εκχώρηση αυτή αφορά συνταγματική πρόνοια που μετουσιώνεται σε μια μορφή διασφάλισης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Aυτό δε, δεν σημαίνει ότι η εξουσία επανέρχεται στη Βουλή. Η εξουσιοδότηση του Νόμου για θέσπιση Κανονισμών δεν σημαίνει κάτι άλλο από ότι (α) οι Κανονισμοί πρέπει να είναι απαραίτητοι για την εφαρμογή του Νόμου και (β) πρέπει να συνάδουν με τις πρόνοιες του Νόμου (Σάββα ν. Δημοκρατίας (2003)3 Α.Α.Δ. 98 και Utah Construction & Engineering Pty Ltd a.a. v. Pataky [1965] 3 All E.R. 650).

 

Όπως σοφά τίθεται το θέμα στην αφετηριακή ως προς την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας απόφαση Police ν. Hondrou (ανωτέρω) σελ.85 και 86:

 

"There is nothing in our Constitution to prevent the House of Representatives from delegating its power to legislate to other organs in the Republic in accordance with the accepted principles of Constitutional Law and the doctrine of "delegated legislation" and, in fact, express provision is made in paragraph (g) of Article 54 of the Constitution empowering the Council of Ministers to make "any order or regulation for the carrying into effect of any law as provided by such law". It should be observed that the inclusion of the making of delegated legislation by the Council of Ministers under the terminology of "executive power" in the said Article 54 cannot be taken as having intended to change the essential nature of such function because the aforesaid expression in Article 54 has merely been used as a comprehensive description of the powers exercised by the Council of Ministers which is an executive organ.

 

The Court in this Case has had to consider whether, and if so to what extent, the House of Representatives is entitled to delegate its power of legislation in relation to the imposition of restrictions or limitations on the fundamental rights and liberties guaranteed by Part II of the Constitution in view of the special nature of the provisions of such Part.

 

It is only the people of a country themselves, through their elected legislators, who can decide to what extent its fundamental rights and liberties, as safeguarded by the Constitution, should be restricted or limited and this principle is inherently contained in all constitutions, such as ours, which expressly safeguard the fundamental rights and liberties and adopt the doctrine of the separation of powers."

 

(η υπογράμμιση δική μου)

Με όλο το σεβασμό, καταλήγω ότι η εκχώρηση αυτή δεν ισοδυναμεί με «υποκατάσταση εξουσίας» ώστε η Βουλή να ξαναποφασίζει με άλλο τρόπο θέματα τα οποία εμπίπτουν στην εκτελεστική εξουσία. (βλ. ΡΙΚ ν. Καραγιώργης (1991) 3 Α.Α.Δ. 159).

 

Ακριβώς, η πρόνοια για δικαστικό έλεγχο προϋποθέτει τη δυνατότητα σε κάποιες ειδικές περιστάσεις να μπορεί το Δικαστήριο να διαπιστώσει σύγκρουση εξουσιών και να ενεργήσει καθηκόντως, εφόσον του ζητήθηκε, στα πλαίσια του Άρθρου 139.

 

Αυτό θεωρώ ότι θα πρέπει να γίνει. Η διαπίστωση σύγκρουσης εξουσίας σχεδόν απορρέει άνευ ετέρου από την προηγηθείσα απόφαση μας και τις ενέργειες που ακολούθησαν οι οποίες δεν συνάδουν με το ratio της διατυπωθείσας δικανικής μας κρίσης.

 

Στη βάση όλων αυτών που προσπάθησα να εξηγήσω, θα θεωρούσα ότι η προσφυγή πρέπει να επιτύχει.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο