ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:C169

(2016) 3 ΑΑΔ 158

24 Μαρτίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,

 

v.

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΦΑΝΙΔΗ,

 

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 148/2010)

 

 

Αναθεωρητική Έφεση ― H έφεση του διοικητικού οργάνου που προβαίνει σε επανεξέταση, σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, καθίσταται άνευ αντικειμένου.

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Η επανεξέταση ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης υποδηλώνει αποδοχή του ακυρωτικού αποτελέσματος της ― Συνέχιση της έφεσης μετά την τη νέα απόφαση, καθιστά την έφεση άνευ αντικειμένου.

 

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε με την έφεσή της, την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί η επίδικη απόφαση της Αρχής Λιμένων. Η έφεση εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους 1, Ευγένιου Ζήνωνος, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, κατόπιν έγγραφου αιτήματος των συνηγόρων της εφεσείουσας. Ακολούθως, η εφεσείουσα προχώρησε σε επανεξέταση της υπόθεσης σε σχέση με τον Ευγένιο Ζήνωνος, αποφασίζοντας να τον διορίσει αναδρομικά από 11.8.1997 και να τον προαγάγει αναδρομικά στη θέση Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 1ης Τάξεως από 1.9.2000 και στη θέση Ανώτερου Πλοηγού από 15.1.2008. Εναντίον της απόφασης αυτής, έχει καταχωρηθεί η υπ' αριθμό 955/2014 προσφυγή από το άλλο ενδιαφερόμενο μέρος, τον Ανδρέα Πάρη. Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου πρόβαλε προδικαστική ένσταση πως η προώθηση της έφεσης είναι άνευ εννόμου συμφέροντος, εφόσον η επανεξέταση αποτελεί πράξη αποδοχής της ακυρωτικής απόφασης.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Η επανεξέταση ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης υποδηλώνει αποδοχή του ακυρωτικού αποτελέσματος της. Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, ο λόγος ακύρωσης ήταν ένας και κοινός και για τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Με το σκεπτικό αυτό συναρτώνται άμεσα και οι λόγοι έφεσης. Μία δε, ήταν και η πράξη που απασχόλησε πρωτόδικα, με την οποία η εφεσείουσα διόρισε εκ νέου τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 2ας τάξης και ως τέτοια προσεγγίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο αλλά και από τους διάδικους. Η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσείουσας και του ενδιαφερομένου μέρους 2 ότι επρόκειτο για δύο πράξεις, δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον τους υλικό.

 

Όπως ανέφερε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφαρμογή εδώ έχει η αρχή που τέθηκε στην υπόθεση ΚΟΑ ν. Σάββα, ότι η επανεξέταση έγινε σε σχέση με ένα μόνο από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, είναι αδιάφορο για το ζήτημα που απασχολεί. Σημασία έχει ότι μετά την επανεξέταση του θέματος από την εφεσείουσα, προς συμμόρφωση και υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης, δεν παραμένει στην έφεση αυτή αντικείμενο, αφού το αντικείμενο της πρωτόδικης απόφασης ήταν το ίδιο για αμφότερα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ ίδιο ήταν και το δεδικασμένο ως προς τα κριθέντα ζητήματα. Κανένα δε άλλο, επί μέρους ζήτημα, δεν υπάρχει προς εξέταση. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η διοίκηση δεν μπορεί, επιδοκιμάζοντας και αποδοκιμάζοντας την πρωτόδικη κρίση, από τη μια να δέχεται την ορθότητα της και το γεννώμενο από αυτή δεδικασμένο, για το ένα ενδιαφερόμενο μέρος, προβαίνοντας σε επανεξέταση του αντικειμένου της, και παράλληλα να την αμφισβητεί επιδιώκοντας την ανατροπή της με την έφεση, σε ό,τι αφορά το άλλο ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Το ζήτημα κατά πόσο η έφεση έχει αντικείμενο προς εξέταση είναι ζήτημα που αφορά πρωτίστως το δικαστήριο - το οποίο δεν ενεργεί επί ματαίω ούτε προχωρεί στην επίλυση ακαδημαϊκών ζητημάτων - ενώ μπορεί να εγερθεί και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ο ισχυρισμός περί κωλύματος κρίνεται αβάσιμος. Για τους πιο πάνω λόγους, η προδικαστική ένσταση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ευσταθεί.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1100,

 

Δημοκρατία ν. Multi Klima Maliotis Engineering Ltd (2002) A.A.Δ. 307,

Χρυσοστόμου κ.ά. v. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316,

 

Νατιώτης ν. Γερολέμου (2015) 3 Α.Α.Δ. 521, ECLI:CY:AD:2015:D668,

 

Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 685,

 

Δήμος Αραδίππου κ.ά. ν. Γεωργίου (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 25,

 

Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 913,

 

Χριστοφή ν. Αντωνίου κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 99, ECLI:CY:AD:2014:C236,

 

Ταρτίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 333, ECLI:CY:AD:2014:C722,

 

Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά (2013) 3 Α.Α.Δ. 202.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Καθ' ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 185/2009), ημερ. 20/7/2010.

 

Στ. Χ. Μαξούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλο & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Π. Παναγιώτου για Αλ. Μαρκίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, με την υπ. Αρ. 185/2009 προσφυγή του προσέβαλε για τέταρτη φορά, επιτυχώς, το διορισμό των δύο ενδιαφερόμενων μερών, στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 2ας τάξεως στην Αρχή Λιμένων Κύπρου. Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεση.

 

Σε κάποιο στάδιο η έφεση εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους 1, Ευγένιου Ζήνωνος, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, κατόπιν έγγραφου αιτήματος των συνηγόρων της εφεσείουσας, συνοδευόμενη από ενυπόγραφη δήλωση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι δεν έφερε ένσταση και πως η «δήλωση» των συνηγόρων της εφεσείουσας ισοδυναμούσε με «επιβεβαίωση ότι ορθά ακυρώθηκε Πρωτόδικα η προαγωγή του συγκεκριμένου ενδιαφ.προσώπου». Ακολούθως, η εφεσείουσα προχώρησε σε επανεξέταση της υπόθεσης σε σχέση με τον Ευγένιο Ζήνωνος, αποφασίζοντας να τον διορίσει αναδρομικά από 11.8.1997 και να τον προαγάγει αναδρομικά στη θέση Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 1ης Τάξεως από 1.9.2000 και στη θέση Ανώτερου Πλοηγού από 15.1.2008. Εναντίον της απόφασης αυτής, έχει καταχωρηθεί η υπ' αριθμό 955/2014 προσφυγή από το άλλο ενδιαφερόμενο μέρος, τον Ανδρέα Πάρη.

 

Την προηγούμενη της ημερομηνίας κατά την οποία η παρούσα έφεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο συνήγορος του εφεσίβλητου πληροφόρησε γραπτώς το Δικαστήριο, με κοινοποίηση στους δικηγόρους των λοιπών διάδικων μερών, για την πρόθεση του να εγείρει κατά τη δικάσιμο θέμα ότι «η απόσυρση της Έφεσης για ότι αφορά το Ενδιαφ. Πρόσωπο 1 και η γενομένη . επανεξέταση αποτελεί πράξη αποδοχής της ακυρωτικής απόφασης και άρα άνευ έννομου συμφέροντος και αντιφατικά συνεχίζει από πλευράς Αρχής Λιμένων Κύπρου η παρούσα Έφεση».  Όπως αναφέρει, επίσης, ο συνήγορος του εφεσίβλητου, για την επανεξέταση πληροφορήθηκε «πρόσφατα». Ενόψει των αντίθετων θέσεων των συνηγόρων των διαδίκων για το θέμα ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ορθό όπως αυτό εξεταστεί προδικαστικά και προς τούτο έδωσε οδηγίες για την καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων.

 

Επισημαίνοντας ότι αντικείμενο της ακυρωτικής απόφασης δεν ήταν δύο ξεχωριστές πράξεις και ότι ο λόγος ακύρωσης ήταν ένας και κοινός, ήτοι η έλλειψη αιτιολογίας, ο συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγείται, με αναφορά σε νομολογία, ιδιαίτερα στην υπόθεση Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1100, πως η διενεργηθείσα επανεξέταση μετά την καταχώρηση της έφεσης, ισοδυναμεί με αποδοχή από το διοικητικό όργανο της ακυρωτικής απόφασης.

 

Τόσο η συνήγορος της εφεσείουσας, όσο και ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους 2, υποστηρίζουν αντιθέτως ότι αντικείμενο της προσφυγής υπ' αρ. 185/2009 ήταν δύο ξεχωριστές αποφάσεις, τις οποίες η εφεσείουσα εξέδωσε μετά από επανεξέταση, σε σχέση με τις οποίες ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να ασκήσει δύο ξεχωριστές προσφυγές. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι το πρωτοδίκως εκδικάσαν δικαστήριο ανέφερε ότι «Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται» δεν καθιστά τις δύο πράξεις μία, ούτε η απόσυρση της έφεσης εναντίον του ενός εκ των ενδιαφερόμενων μερών επηρεάζει το έννομο συμφέρον της εφεσείουσας να προωθεί την έφεση. Δεδομένου, μάλιστα, ότι ο εφεσίβλητος συναίνεσε στην απόσυρση της έφεσης κατά το μέρος που αφορούσε στο ενδιαφερόμενο μέρος 1, επιδοκιμάζοντας και αποδεχόμενος στην ουσία ότι πρόκειται για δύο πράξεις για τις οποίες μπορεί να συνεχιστεί η ξεχωριστή προώθηση της έφεσης, κωλύεται τώρα να αποδοκιμάζει την προώθηση της έφεσης κατά το μέρος που αφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος 2.

 

Στην ΚΟΑ ν Σάββα (ανωτέρω), κρίθηκε από την Ολομέλεια ότι η υποβολή έφεσης συνιστά αντινομία όταν η διοίκηση αποδεχόμενη το ακυρωτικό αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης παράλληλα επανεξετάζει το θέμα.

 

Εν προκειμένω, μας έχει καλέσει η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας να μην ακολουθήσουμε την ΚΟΑ ν. Σάββα αλλά να εφαρμόσουμε κατ' αναλογία, τα αποφασισθέντα στην Δημοκρατία ν. Multi Klima Maliotis Engineering Ltd (2002) 3 A.A.Δ. 307 στην οποία κρίθηκε πως η καταχώρηση έφεσης εναντίον της απόφασης σε μία μόνο από δύο συνεκδικασθείσες προσφυγές δεν εμπόδιζε την προώθηση της έφεσης.  Αφού σημείωσε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως οι προσφυγές έγιναν αποδεκτές από το πρωτόδικο δικαστήριο γιατί διαπιστώθηκε πως το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ήταν δεόντως συγκροτημένο, έκρινε πως η αρχή που τέθηκε στην ΚΟΑ ν. Σάββα δεν είχε εφαρμογή στα γεγονότα της ενώπιον της έφεσης. Παρατήρησε σχετικά, πως η εφεσείουσα είχε εισηγηθεί πρωτόδικα ότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν ήταν προσφοροδότρια στον επίδικο διαγωνισμό, ενώ το δικαστήριο αποφάνθηκε περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή ήταν μεταξύ των προσφοροδοτών. Η κρίση της Ολομέλειας για το ζήτημα, αφορούσε ευθέως τη λειτουργία της διοίκησης κατά την επανεξέταση στην οποία θα προέβαινε ενόψει της ακυρωτικής απόφασης στην συνεκδικασθείσα προσφυγή η οποία δεν είχε προσβληθεί με έφεση, επομένως η έφεση είχε αντικείμενο προς εξέταση.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος είχε ισχυριστεί πρωτόδικα, ότι παρά το γεγονός ότι η απόφαση της εφεσείουσας ακυρώθηκε τρεις φορές - την τελευταία φορά από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία αποδέχθηκε ότι υπήρχε εκ μέρους της εφεσείουσας παράβαση της υποχρέωσης για επαρκή αιτιολόγηση της απόφασης της - και η εφεσείουσα όφειλε να αιτιολογήσει την απόφαση της, υπήρχε κενό το οποίο παραβίαζε το δεδικασμένο.  Δεν αιτιολογήθηκε γιατί παραγνωρίστηκαν τα προσόντα του εφεσίβλητου, τα οποία, κατά τον τελευταίο, ήταν υπέρτερα των ενδιαφερομένων μερών, και γιατί παραγνωρίστηκε η μεγαλύτερη πείρα που είχε ο εφεσίβλητος έναντι των ενδιαφερόμενων μερών.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την απόφαση της εφεσείουσας αναιτιολόγητη, ακυρώνοντας την με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Επανερχόμενος στο πρακτικό του Συμβουλίου ημερ. 21 Οκτωβρίου 2008, παρατηρώ ότι η γραπτή εξέταση που έγινε για διαπίστωση του απαιτούμενου προσόντος της «πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας», στην οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη «εξασφάλισαν ψηλότερη βαθμολογία έναντι των υπολοίπων», απετέλεσε το επιπλέον στοιχείο, για προτίμηση και επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, αφού όπως τονίζεται, όλα τα κριτήρια μεταξύ των υποψηφίων ήταν «ισάξια».

 

Στην κρινόμενη όμως περίπτωση βρίσκω ότι είναι ανεπίτρεπτο από το διορίζον όργανο, την Αρχή, να χρησιμοποιεί μια διαδικασία, που έγινε αποκλειστικώς για τη διαπίστωση ενός απαιτουμένου προσόντος, της «πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας» και να στηρίζεται σ' αυτό για να προσδώσει υπεροχή στα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης κ.ά ν. Χριστοφή κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 269:

 

«.. Η επιτυχία στο διαγωνισμό είναι μεν απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένας προσοντούχος υποψήφιος για τη θέση, η απόδοση όμως στο διαγωνισμό δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική μεταξύ των υποψηφίων.»

 

Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286 όπου αναφέρθηκε ότι ο διαγωνισμός δεν ήταν ανταγωνιστικός, αλλά διαγωνισμός πρόκρισης, για διαπίστωση του ποιοί από τους υποψηφίους κατείχαν το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο γνώσης των εξεταστέων θεμάτων.

 

Το ίδιο τούτο το προβληθέν επιχείρημα αντιμάχεται το προγενέστερα εγερθέν, σχετικά με την πείρα των υποψηφίων στη θέση κυβερνήτη ποντοπόρου σκάφους άνω των 3000 κόρων, που θεωρήθηκε ότι κάλυπτε το επιπρόσθετο προσόν για όλους τους υποψήφιους, όπως αναλύθηκε στην ΑΕ 60/06. Συνεπώς κρινόμενη από αυτή τη σκοπιά, η συμπερίληψη της παραγ.8-5(δ) στο πρακτικό του Συμβουλίου της Αρχής ημερ. 21 Οκτωβρίου 2008, (όπως αναφέρθηκε πιο πάνω) ουδόλως ικανοποιεί την υποχρέωση, που επιβάλλει η νομολογία, για παράθεση από τη διοίκηση σαφών και ικανοποιητικών λόγων κάλυψης της επιλογής των επιλεγέντων υποψηφίων ώστε να είναι εφικτός ο διοικητικός έλεγχος.(Φανίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Ηροδότου ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 148/2007, ημερ. 11 Μαΐου 2010).»*

 

Βέβαια, το ερώτημα που τίθεται προς εξέταση, παρά την αναφορά του δικηγόρου του εφεσίβλητου σε έλλειψη εννόμου συμφέροντος της εφεσείουσας, είναι κατά πόσο, ενόψει της επανεξέτασης από τη διοίκηση, σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος 1, η έφεση διατηρεί το αντικείμενο της και όχι κατά πόσο η εφεσείουσα, διοίκηση, έχει έννομο συμφέρον στην προώθηση της έφεσης, έννοια η οποία συναρτάται από τη νομολογία με τη νομιμοποίηση του προσφεύγοντος να ασκήσει προσφυγή (βλ. Χρυσοστόμου κ.ά ν. Κωνσταντινίδου κ.ά (1998) 3 Α.Α.Δ. 316 στην οποία λέχθηκε πως η κατοχή του έννομου συμφέροντος «συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιμα στάδια, (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) και όχι του ενδιαφερομένου προσώπου που είναι η ιδιότητα του εφεσείοντος»).

 

Χρήσιμη αναφορά για το ζήτημα που εδώ απασχολεί μπορεί να γίνει, κατ' αναλογία, στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Νατιώτης ν. Γερολέμου κ.ά. (2015) 3 Α.Α.Δ. 521, ECLI:CY:AD:2015:D668 , η οποία εξετάζοντας το θέμα του έννομου συμφέροντος υπέδειξε τα ακόλουθα, με αναφορά σε νομολογία:**

 

«Ένα κοινό κριτήριο, το οποίο με σαφήνεια εξάγεται από τη νομολογία αυτή και παρέχει καθοδήγηση για αντιμετώπιση κάθε τέτοιας περίπτωσης, αφορά στο κατά πόσο η περαιτέρω προώθηση της έφεσης θα αποφέρει οποιοδήποτε απτό νομικό ή πραγματικό όφελος στον εφεσείοντα. Όπως, ουσιαστικά, αναφέρθηκε στη Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά., πιο πάνω, στη σελίδα 320, για να δικαιολογείται η εκ προοιμίου απόρριψη έφεσης, πρέπει να «καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απολέσει το αντικείμενό της», με την έννοια, προφανώς, πως, αν αυτό συμβεί, ο εφεσείων δε θα έχει οποιοδήποτε όφελος από την περαιτέρω προώθησή της.

 

Η επανεξέταση ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης υποδηλώνει αποδοχή του ακυρωτικού αποτελέσματος της (Βλ. Δήμου Αραδίππου κ.ά ν. Γεωργίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 25 και Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά (2013) 3 Α.Α.Δ. 202). Όπως προκύπτει από το παραπάνω σκεπτικό του αδελφού μας δικαστή, ο λόγος ακύρωσης ήταν ένας και κοινός και για τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Με το σκεπτικό αυτό συναρτώνται άμεσα και οι λόγοι έφεσης. Μία δε, ήταν και η πράξη που απασχόλησε πρωτόδικα, με την οποία η εφεσείουσα διόρισε εκ νέου τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού 2ας τάξης και ως τέτοια προσεγγίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο αλλά και από τους διάδικους. Η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσείουσας και του ενδιαφερομένου μέρους 2 ότι επρόκειτο για δύο πράξεις, δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον μας υλικό.

 

Έχουμε λοιπόν τη γνώμη πως εφαρμογή εδώ έχει η αρχή που τέθηκε στην υπόθεση ΚΟΑ ν. Σάββα. Ότι η επανεξέταση έγινε σε σχέση με ένα μόνο από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, είναι αδιάφορο για το ζήτημα που απασχολεί. Σημασία έχει ότι μετά την επανεξέταση του θέματος από τους εφεσείοντες, προς συμμόρφωση και υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης, δεν παραμένει στην έφεση αυτή αντικείμενο, αφού το αντικείμενο της πρωτόδικης απόφασης ήταν το ίδιο για αμφότερα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ ίδιο ήταν και το δεδικασμένο ως προς τα κριθέντα ζητήματα. Κανένα δε άλλο, επί μέρους ζήτημα, δεν υπάρχει προς εξέταση, όπως στη Δημοκρατία ν. Multi Klima Maliotis Engineering Ltd - από την οποία η παρούσα διακρίνεται στη βάση των γεγονότων της - ώστε η κατ' έφεση κρίση επί αυτού να άπτεται ευθέως της λειτουργίας της διοίκησης κατά την επανεξέταση. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η διοίκηση δεν μπορεί, επιδοκιμάζοντας και αποδοκιμάζοντας την πρωτόδικη κρίση, από τη μια να δέχεται την ορθότητα της και το γεννώμενο από αυτή δεδικασμένο, για το ένα ενδιαφερόμενο μέρος, προβαίνοντας σε επανεξέταση του αντικειμένου της, και παράλληλα να την αμφισβητεί επιδιώκοντας την ανατροπή της με την έφεση, σε ό,τι αφορά το άλλο ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ούτε η θέση ότι υπάρχει κώλυμα να εγείρει ο εφεσίβλητος το ζήτημα του έννομου συμφέροντος για το λόγο ότι ο δικηγόρος του δεν έφερε ένσταση για την απόσυρση της έφεσης, υπογράφοντας σχετική δήλωση, όπως περιγράφεται ανωτέρω. Θα περιοριστούμε να σημειώσουμε ότι η ειδοποίηση για την απόσυρση της έφεσης, στην οποία περιλαμβανόταν η πιο πάνω δήλωση, καταχωρήθηκε στο δικαστήριο την ίδια μέρα που έγινε η επανεξέταση, για την οποία ο δικηγόρος το εφεσίβλητου φαίνεται να πληροφορήθηκε αρκετές μέρες μεταγενέστερα. Εν πάση περιπτώσει, δοθέντος ότι το ζήτημα κατά πόσο η έφεση έχει αντικείμενο προς εξέταση είναι ζήτημα που αφορά πρωτίστως το δικαστήριο - το οποίο δεν ενεργεί επί ματαίω ούτε προχωρεί στην επίλυση ακαδημαϊκών ζητημάτων - ενώ μπορεί να εγερθεί και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ο ισχυρισμός περί κωλύματος κρίνεται αβάσιμος.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η προδικαστική ένσταση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ευσταθεί. Συνεπώς, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο