ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D668
(2015) 3 ΑΑΔ 521
9 Οκτωβρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΤΙΩΤΗΣ,
Εφεσείων - Ενδιαφερόμενο Μέρος,
ν.
ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσιβλήτου - Αιτητή,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 13/2010)
Έννομο Συμφέρον ― Εφεσείοντος να συνεχίσει την προώθηση αναθεωρητικής έφεσης παρόλο που κατέλαβε θέση ανάλογη με την επίδικη διά υπεραρίθμου διορισμού ― Επισκόπηση της συναφούς νομολογίας και εφαρμογή της στα επίδικα γεγονότα.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης ακύρωσης του διορισμού του ως Μηχανικού Αστυνομικών Ακάτων, 3ης Τάξεως, αλλά στην πορεία της ακρόασης τέθηκε ζήτημα κατά πόσο η έφεση διατηρούσε το αντικείμενό της υπό τα ιδιαίτερα περιστατικά που επεσυνέβησαν μετά την καταχώρισή της.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το έννομο συμφέρον, το οποίο είχε αναγνωριστεί στον εφεσείοντα, ως αιτητή στην προσφυγή 1563/2010, αναφερόταν στην προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, προκειμένου κάποιο πρόσωπο να νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή δυνάμει αυτού. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, στη σελίδα 319, η κατοχή του «συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιμα στάδια, (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) και όχι του ενδιαφερομένου προσώπου που είναι η ιδιότητα του εφεσείοντος». Διαφορετικά τιθέμενου του θέματος, το προαναφερθέν έννομο συμφέρον δε συναρτάται με το δικαίωμα ενδιαφερομένου μέρους να ασκήσει έφεση κατά απόφασης σε προσφυγή, υπό την ιδιότητά του αυτή. Το ζήτημα δε που έχει, εν προκειμένω, εγερθεί για εξέταση προδικαστικά αφορά, ακριβώς, στο κατά πόσο εξακολουθεί να υφίσταται, υπό το φως των πιο πάνω περιστάσεων, το εν λόγω δικαίωμα του εφεσείοντος, ενδιαφερομένου μέρους πρωτοδίκως, σε σχέση με την παρούσα έφεση. Η σχετική επί του θέματος νομολογία καταδεικνύει πως κάθε υπόθεση έχει κριθεί με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Στην παρούσα δε υπόθεση, δεν απαιτείται να γίνει αναφορά στα γεγονότα οποιασδήποτε προηγούμενης υπόθεσης, για σκοπούς συζήτησης. Ένα κοινό κριτήριο, το οποίο με σαφήνεια εξάγεται από τη νομολογία αυτή και παρέχει καθοδήγηση για αντιμετώπιση κάθε τέτοιας περίπτωσης, αφορά στο κατά πόσο η περαιτέρω προώθηση της έφεσης θα αποφέρει οποιοδήποτε απτό νομικό ή πραγματικό όφελος στον εφεσείοντα. Όπως, ουσιαστικά, αναφέρθηκε στη Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά., πιο πάνω, στη σελίδα 320, για να δικαιολογείται η εκ προοιμίου απόρριψη έφεσης, πρέπει να «καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απωλέσει το αντικείμενό της», με την έννοια, προφανώς, πως, αν αυτό συμβεί, ο εφεσείων δε θα έχει οποιοδήποτε όφελος από την περαιτέρω προώθησή της. Στην προκειμένη περίπτωση, δε χρειάζεται να εξεταστεί ποια μπορεί να είναι η επίδραση στο δικαίωμα έφεσης του εφεσείοντος από το γεγονός ότι αυτός έχει αποδεχθεί ανεπιφύλακτα την προαγωγή του στη θέση Λοχία της Αστυνομικής Δύναμης. Η αποδοχή προαγωγής, η οποία είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης από τη διοίκηση, δεν καταργεί το δικαίωμα έφεσης το οποίο ασκείται, στο μεταξύ, από τον επανεκλεγέντα, σε σχέση με την προηγούμενη ακυρωτική απόφαση επί του ιδίου θέματος. Το θέμα, όμως, αυτό δε χρήζει περαιτέρω εξέτασης. Η παρούσα περίπτωση, σαφώς, είναι διαφορετική από τις πιο πάνω υποθέσεις. Εδώ, ο εφεσείων άσκησε την προσφυγή 1563/2010 κατά της τελευταίας απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας, με την οποία διορίστηκε στη θέση Μηχανικού ο εφεσίβλητος, θέση την οποία ο ίδιος φέρεται να συνεχίζει να διεκδικεί με την έφεσή του, και η προσφυγή εκείνη απορρίφθηκε. Ο εφεσείων δεν άσκησε έφεση κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης. Η απόφαση δε αυτή, σύμφωνα με το Άρθρο 59(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), είναι δεσμευτική έναντι του εφεσείοντος, ως αιτητή στην εν λόγω προσφυγή. Τυχόν επιτυχής έκβαση της έφεσης θα βρει τόσο τον εφεσείοντα όσο και τη διοίκηση, δηλαδή τον Αρχηγό Αστυνομίας, αντιμέτωπους με το δεδικασμένο, το οποίο έχει, ήδη, ως ανωτέρω, δημιουργηθεί, συνεπεία του αποτελέσματος της μεταγενέστερης προσφυγής. Εν ολίγοις, το απορριπτικό αποτέλεσμά της έχει, πλέον, εδραιώσει τον εφεσίβλητο, ενδιαφερόμενο μέρος σε αυτή, ως το νόμιμο κάτοχο της θέσης Μηχανικού Αστυνομικών Ακάτων, 3ης Τάξης, με το βαθμό του Λοχία. Επομένως, η συνέχιση της παρούσας έφεσης κανένα όφελος δε θα αποφέρει στον εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316,
Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά. (2002)3 Α.Α.Δ. 685,
Δήμος Αραδίππου κ.ά. ν. Γεωργίου (Αρ. 1) (2003) 3 ΑΑΔ 25,
Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 913,
Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202,
Χριστοφή ν. Αντωνίου κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 99, ECLI:CY:AD:2014:C236,
Ταρτίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 333, ECLI:CY:AD:2014:C722.
Έφεση.
Έφεση από το Ενδιαφερόμενο Μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κληρίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 33/08), ημερομηνίας 17/12/2009.
Ξ. Ευγενίου (κα), για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Καραπατάκης, για τον Εφεσίβλητο.
Μ. Στυλιανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η απόφαση στην προσφυγή του εφεσίβλητου υπ' αριθμό 33/2008, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας να διορίσει τον εφεσείοντα, ενδιαφερόμενο μέρος, στη θέση Μηχανικού Αστυνομικών Ακάτων, 3ης Τάξης, με το βαθμό του Λοχία. Είχαν προηγηθεί άλλες δύο προσφυγές, οι υπ' αρ. 478/2004 και 1491/2005, οι οποίες είχαν, επίσης, καταχωριστεί από τον εφεσίβλητο. Με την κάθε μια από αυτές, ο εφεσίβλητος, ως αιτητής, πρόσβαλλε απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, με την οποία διοριζόταν ο εφεσείων στην προαναφερθείσα θέση. Είχαν και αυτές επιτυχή κατάληξη.
Η πιο πάνω θέση ήταν μια από τέσσερις, που είχαν προκηρυχθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31.10.2003, και ήταν πρώτου διορισμού. Γι' αυτές, είχαν υποβάλει αίτηση, μεταξύ άλλων, ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος στην παρούσα έφεση. Με απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, οι θέσεις πληρώθηκαν με το διορισμό τεσσάρων από τους υποψηφίους. Σε αυτούς, περιλαμβανόταν και ο εφεσείων. Τότε ο εφεσίβλητος καταχώρισε την πρώτη προσφυγή, αρ. 478/2004, και πέτυχε την ακύρωση του διορισμού του εφεσείοντος μόνο. Ακολούθησε επανεξέταση και επαναδιορισμός του τελευταίου στην ίδια θέση, με αναδρομική ισχύ από τις 9.3.2004. Η σχετική απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας ακυρώθηκε με τη δεύτερη προσφυγή, αρ. 1491/2005. Ακολούθησε νέα επανεξέταση και λήψη νέας απόφασης, με το ίδιο, ακριβώς, αποτέλεσμα όπως και η προηγούμενη. Ακυρώθηκε, όμως, και αυτή, στο πλαίσιο της τρίτης προσφυγής, αρ. 33/2008, με την απόφαση η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Η επίδικη ακυρωτική απόφαση προσβάλλεται με αριθμό λόγων έφεσης, οι οποίοι αφορούν στη νομική αιτιολόγησή της. Στο μεταξύ, όμως, μετά την καταχώριση της παρούσας έφεσης, έλαβαν χώρα κάποια σημαντικά, για τα εμπλεκόμενα σε αυτή μέρη, γεγονότα. Συγκεκριμένα, κατόπιν επανεξέτασης, ο Αρχηγός Αστυνομίας, με απόφαση του ημερομηνίας 15.9.2010, τελικώς, διόρισε στην προαναφερθείσα θέση Μηχανικού τον εφεσίβλητο, με το βαθμό του Λοχία. Είναι η θέση την οποία αυτός διεκδικούσε από το 2004, όμως, ο διορισμός του σε αυτή ίσχυε από τις 15.9.2010. Παράλληλα, ο Αρχηγός Αστυνομίας, με άλλη απόφασή του, ίδιας ημερομηνίας, προήγαγε τον εφεσείοντα σε υπεράριθμη θέση στο βαθμό του Λοχία, από τις 9.3.2004, δηλαδή, με αναδρομική ισχύ, όπως οι προηγούμενοι διορισμοί του στη θέση Μηχανικού, που είχαν ακυρωθεί. Ο Αρχηγός Αστυνομίας έλαβε τις πιο πάνω αποφάσεις, στο πλαίσιο εξουσιών τις οποίες του παρέχουν συγκεκριμένα άρθρα του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, (Ν. 73(Ι)/2004), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, και, στις 17.9.2010, αυτές έτυχαν της έγκρισης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, όπως και οι προηγούμενες αποφάσεις του, σύμφωνα με πρόνοιες του ιδίου νόμου, ανωτέρω.
Η τελευταία απόφαση για διορισμό του εφεσίβλητου στην προαναφερθείσα θέση Μηχανικού δε βρήκε σύμφωνο τον εφεσείοντα, ο οποίος καταχώρισε, προς το σκοπό ακύρωσής της, την προσφυγή 1563/2010, η οποία, όμως, απορρίφθηκε. Διαπιστώθηκε πως η εν λόγω απόφαση ήταν αιτιολογημένη, παρά τον περί αντιθέτου προβληθέντα σχετικό λόγο ακύρωσής της. Ο εφεσείων δεν εφεσίβαλε την απόφαση στην εν λόγω προσφυγή, ενώ αποδέχθηκε και την προαγωγή του στην υπεράριθμη θέση στο βαθμό του Λοχία με αναδρομική ισχύ, γεγονός το οποίο επισημαίνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου. Τα πιο πάνω γεγονότα, που, όπως αναφέρθηκε, προέκυψαν μετά την καταχώριση της παρούσας έφεσης, τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου από τους συνηγόρους κατά το στάδιο των αγορεύσεων και αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, περιλαμβανομένης της Δημοκρατίας.
Δεδομένων των εν λόγω γεγονότων, ο συνήγορος του εφεσίβλητου, στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής του, πρόβαλε, υπό μορφή προδικαστικής ένστασης, ότι η υπό εξέταση έφεση, ουσιαστικά, απώλεσε το αντικείμενό της και, άρα, θα πρέπει να απορριφθεί. Προς αντίκρουση της πιο πάνω ένστασης, η συνήγορος του εφεσείοντος παρέπεμψε στην απόφαση η οποία εκδόθηκε στην προσφυγή 1563/2010 και στην εκεί γενομένη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων, ως αιτητής, είχε έννομο συμφέρον στην προώθησή της. Έτσι απαντάτο ανάλογη προδικαστική ένσταση εκ μέρους της Δημοκρατίας, με την οποία είχε υποβληθεί η θέση πως, υπό το φως της προαγωγής του εφεσείοντος στην υπεράριθμη θέση στο βαθμό του Λοχία, αυτός δεν είχε έννομο συμφέρον στην προώθηση της υπό αναφορά προσφυγής.
Το έννομο συμφέρον, το οποίο είχε αναγνωριστεί στον εφεσείοντα, ως αιτητής στην προσφυγή 1563/2010, αναφερόταν στην προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, προκειμένου κάποιο πρόσωπο να νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή δυνάμει αυτού. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, στη σελίδα 319, η κατοχή του «συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιμα στάδια, (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) και όχι του ενδιαφερομένου προσώπου που είναι η ιδιότητα του εφεσείοντος». Διαφορετικά τιθέμενου του θέματος, το προαναφερθέν έννομο συμφέρον δε συναρτάται με το δικαίωμα ενδιαφερομένου μέρους να ασκήσει έφεση κατά απόφασης σε προσφυγή, υπό την ιδιότητά του αυτή. Το ζήτημα δε που έχει, εν προκειμένω, εγερθεί για εξέταση προδικαστικά αφορά, ακριβώς, στο κατά πόσο εξακολουθεί να υφίσταται, υπό το φως των πιο πάνω περιστάσεων, το εν λόγω δικαίωμα του εφεσείοντος, ενδιαφερομένου μέρους πρωτοδίκως, σε σχέση με την παρούσα έφεση.
Η σχετική επί του θέματος νομολογία* καταδεικνύει πως κάθε υπόθεση έχει κριθεί με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Στην παρούσα δε υπόθεση, δεν απαιτείται να γίνει αναφορά στα γεγονότα οποιασδήποτε προηγούμενης υπόθεσης, για σκοπούς συζήτησης. Ένα κοινό κριτήριο, το οποίο με σαφήνεια εξάγεται από τη νομολογία αυτή και παρέχει καθοδήγηση για αντιμετώπιση κάθε τέτοιας περίπτωσης, αφορά στο κατά πόσο η περαιτέρω προώθηση της έφεσης θα αποφέρει οποιοδήποτε απτό νομικό ή πραγματικό όφελος στον εφεσείοντα. Όπως, ουσιαστικά, αναφέρθηκε στη Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά., πιο πάνω, στη σελίδα 320, για να δικαιολογείται η εκ προοιμίου απόρριψη έφεσης, πρέπει να «καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απολέσει το αντικείμενό της», με την έννοια, προφανώς, πως, αν αυτό συμβεί, ο εφεσείων δε θα έχει οποιοδήποτε όφελος από την περαιτέρω προώθησή της.
Στην προκειμένη περίπτωση, δε χρειάζεται να εξεταστεί ποια μπορεί να είναι η επίδραση στο δικαίωμα έφεσης του εφεσείοντος από το γεγονός ότι αυτός έχει αποδεχθεί ανεπιφύλακτα την προαγωγή του στη θέση Λοχία της Αστυνομικής Δύναμης. Σύμφωνα με τις υποθέσεις Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. και Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά., πιο πάνω, η αποδοχή προαγωγής, η οποία είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης από τη διοίκηση, δεν καταργεί το δικαίωμα έφεσης το οποίο ασκείται, στο μεταξύ, από τον επανεκλεγέντα, σε σχέση με την προηγούμενη ακυρωτική απόφαση επί του ιδίου θέματος. Το θέμα, όμως, αυτό δε χρήζει περαιτέρω εξέτασης.
Η παρούσα περίπτωση, σαφώς, είναι διαφορετική από τις πιο πάνω υποθέσεις. Εδώ, ο εφεσείων άσκησε την προσφυγή 1563/2010 κατά της τελευταίας απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας, με την οποία διορίστηκε στη θέση Μηχανικού ο εφεσίβλητος, θέση την οποία ο ίδιος φέρεται να συνεχίζει να διεκδικεί με την έφεσή του, και η προσφυγή εκείνη απορρίφθηκε. Ο εφεσείων δεν άσκησε έφεση κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης. Η απόφαση δε αυτή, σύμφωνα με το Άρθρο 59(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), είναι δεσμευτική έναντι του εφεσείοντος, ως αιτητή στην εν λόγω προσφυγή. Τυχόν επιτυχής έκβαση της έφεσης θα βρει τόσο τον εφεσείοντα όσο και τη διοίκηση, δηλαδή τον Αρχηγό Αστυνομίας, αντιμέτωπους με το δεδικασμένο, το οποίο έχει, ήδη, ως ανωτέρω, δημιουργηθεί, συνεπεία του αποτελέσματος της μεταγενέστερης προσφυγής. Εν ολίγοις, το απορριπτικό αποτέλεσμά της έχει, πλέον, εδραιώσει τον εφεσίβλητο, ενδιαφερόμενο μέρος σε αυτή, ως το νόμιμο κάτοχο της θέσης Μηχανικού Αστυνομικών Ακάτων, 3ης Τάξης, με το βαθμό του Λοχία. Επομένως, η συνέχιση της παρούσας έφεσης κανένα όφελος δε θα αποφέρει στον εφεσείοντα.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000,00, πλέον Φ.Π.Α.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.