ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 360

6 Ιουνίου, 2013

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

ΤΑΣΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΈΡΓΩΝ,

ΤΜΗΜΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,

Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η Αίτηση.

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 159/2009)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου ― Διενεργείται μόνον εφόσον οδηγεί σε επίλυση συγκεκριμένης διοικητικής διαφοράς ― Ειδικά η περίπτωση της αλυσιτελούς προσφυγής ― Πορίσματα της δεσμευτικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του είχε απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Η Ολομέλεια έχει εξετάσει τα επιχειρήματα του εφεσείοντα και δεν έχει οποιοδήποτε ενδοιασμό να τα απορρίψει. Συμφωνεί με τις πρωτόδικες διαπιστώσεις. Όπως ορθά κρίθηκε, ο εφεσείων στερείτο εννόμου συμφέροντος, αφού και σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματός του, με την κήρυξη του Ν. 145(Ι)/2006 αντισυνταγματικού, ο ίδιος δε θα ωφελείτο σε οτιδήποτε. Προσδοκία και μόνο ότι ο νομοθέτης θα προβληματιστεί, κατά την ψήφιση νέου νόμου, δεν του δημιουργεί έννομο συμφέρον. Ανάλογα ζητήματα εξετάστηκαν στη Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550.

 

Έφεση.

Έφεση από τoν Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 646/07), ημερ. 7/9/2009.

Μ. Βιολάρη (κα), για Α. Σοφοκλέους, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv.vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, ιδιοκτήτης του μηχανοκινήτου οχήματος Honda Accord, Αρ. Εγγραφής KJL 839, το οποίο ενεγράφη στο Μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων ως καινούριο στις 11/8/2004, ισχυρίζεται ότι η απόρριψη, ως αλυσιτελούς, της προσφυγής του εναντίον της Βεβαίωσης του ποσού των £140,00, ως ετήσιο τέλος κυκλοφορίας για το εν λόγω όχημα, είναι εσφαλμένη.

Σύμφωνα με τα γεγονότα, κατά την ημερομηνία εγγραφής του πιο πάνω οχήματος, για σκοπούς υπολογισμού του φόρου εγγραφής και των ετήσιων τελών κυκλοφορίας, ίσχυε ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972, (Ν. 86/72), (όπως τροποποιήθηκε μέχρι το Ν. 174(Ι)/2003), (ο «Νόμος»).  Αργότερα, στις 7/11/2006, τέθηκε σε ισχύ ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2006, (Ν. 145(Ι)/2006), ο οποίος καθόρισε διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του φόρου εγγραφής και των ετήσιων τελών κυκλοφορίας για οχήματα που θα εγγράφονταν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του· συγκεκριμένα, τροποποιήθηκε, με την παράγραφο 3(στ) αυτού, η παράγραφος 6 του Μέρους Ι του Παραρτήματος του Νόμου.

Το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, κατά τον υπολογισμό του ετήσιου τέλους κυκλοφορίας για τα οχήματα που έχουν εγγραφεί πριν τεθεί σε ισχύ ο Ν. 145(Ι)/2006, λαμβάνει υπόψη το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία εγγραφής τους.

Ήταν η θέση του εφεσείοντα, πρωτοδίκως, ότι το υπολογισθέν για το όχημά του ποσό των £140,00, ως τέλος κυκλοφορίας για το έτος 2007, υπερβαίνει το ποσό που έχει επιβληθεί ή θα επιβληθεί ως τέτοιο σε οποιοδήποτε όχημα Honda Accord, με τα ίδια με το όχημά του τεχνικά χαρακτηριστικά, το οποίο έχει εγγραφεί ή θα εγγραφεί στη Δημοκρατία, είτε ως καινούριο είτε ως μεταχειρισμένο, από 7/11/2006, ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν. 145((Ι)/2006, συνοδευόμενο από πιστοποιητικό συμμόρφωσης ΕΚ. Οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, ισχυρίστηκε, δημιουργούν αυθαίρετη διάκριση σε βάρος πολιτών, ιδιοκτητών οχημάτων που ενεγράφησαν πριν την 7/11/2006. Με αυτές, παραβιάζονται τα Άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος, αφού οι ιδιοκτήτες ίδιων οχημάτων διαχωρίζονται, αδικαιολόγητα, ανάλογα με το χρόνο εγγραφής των οχημάτων τους.

Αδελφός μας Δικαστής, που επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής, την απέρριψε ως αλυσιτελή. Έκρινε ότι ο εφεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον, αφού, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτός δε θα ωφελείτο, καθ' οιονδήποτε τρόπο.  Η προσδοκία του ότι ο νομοθέτης θα προβληματιζόταν, εάν ο Ν. 145(Ι)/2006 κηρυσσόταν αντισυνταγματικός, δεν αρκούσε για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.

Ο εφεσείων, με τους λόγους έφεσης 1 - 3, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι αυτό κλήθηκε να εξετάσει τη συνταγματικότητα του Ν. 145(Ι)/2006. Από τα νομικά σημεία της αίτησης, υπέβαλε, προκύπτει ότι το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει εάν οι πρόνοιες του Μέρους Ι του Παραρτήματος των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 έως (Αρ. 3) του 2006 βρίσκονταν σε αντίθεση με τα Άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο συνήγορός του, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ανέφερε ότι, σε περίπτωση που ο Ν. 145(Ι)/2006 κριθεί αντισυνταγματικός, θα επανέλθει το καθεστώς που ίσχυε προηγουμένως. Θέση του, υπέβαλε, ήταν ότι η κήρυξη των παραγράφων 1, 6 και 6Γ του Μέρους Ι του Παραρτήματος των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 έως (Αρ. 3) του 2006 ως αντισυνταγματικών, θα δημιουργούσε κενό δικαίου σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού του ετήσιου τέλους κυκλοφορίας του οχήματός του και ο νομοθέτης θα προβληματιζόταν. Εάν η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρωνόταν, ο ίδιος θα είχε όφελος, αφού θα του επιστρεφόταν το καταβληθέν ποσό.

Η θέση του εφεσείοντα πρωτοδίκως, όπως αυτή προκύπτει από τις αγορεύσεις του, ήταν ότι ο Ν. 145(Ι)/2006 δημιούργησε δύο κατηγορίες οχημάτων και, κατ' επέκταση δύο κατηγορίες πολιτών.  Ειδικότερα, στις παραγράφους 3 και 4 της απαντητικής γραπτής αγόρευσής του, αναφέρονται τα εξής:-

«3.  Η θέση του Αιτητή ότι οι επίδικες πρόνοιες, οι οποίες εισήχθηκαν στον σχετικό νόμο με τον περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμο του 2006 (Ν. 145(Ι)/2006), θα έπρεπε από την ημέρα που τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 145(Ι)/2006 (7/11/2006) να τυγχάνουν εφαρμογής σε όλα τα εγγεγραμμένα οχήματα ανεξαρτήτως ημερομηνίας εγγραφής τους. Η αντισυνταγματικότητα των εν λόγω προνοιών έγκειται στον αυθαίρετο και τελείως αδικαιολόγητο αποκλεισμό της εφαρμογής των εν λόγω προνοιών σε οχήματα που εγγράφηκαν στην Κυπριακή Δημοκρατία πριν την 7/11/2006.

4.    Η αντισυνταγματικότητα κατά την άποψη μας έγκειται στον αυθαίρετο διαχωρισμό των πολιτών σε δύο κατηγορίες ανάλογα με το πότε εγγράφηκε το όχημα τους στην Κυπριακή Δημοκρατία. Οι εν λόγω πρόνοιες της νομοθεσίας παραβιάζουν την αρχή της ισότητας αφού οι δύο κατηγορίες πολιτών θα πληρώνουν κάθε χρόνο διαφορετικό ποσό για να ανανεώνουν την ετήσια άδεια κυκλοφορίας του οχήματος τους έστω και εάν κατέχουν τα ίδια οχήματα με ακριβώς τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά.»

Τις ίδιες θέσεις επανέλαβε και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, όπου ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:-

«Το θέμα που εγείρεται είναι ότι η νέα παράγραφος 6 στη σελ. 1554 του Νόμου 145(Ι)/2006 - ... εφαρμόζεται μόνο για οχήματα που εγγράφονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος αυτού του Νόμου και μετά. ...

Το οξύμωρο είναι ότι δε διαχωρίζει καινούρια και μεταχειρισμένα οχήματα.»

Έχουμε εξετάσει τα επιχειρήματα του εφεσείοντα και δεν έχουμε οποιοδήποτε ενδοιασμό να τα απορρίψουμε. Συμφωνούμε με τις πρωτόδικες διαπιστώσεις. Όπως αναφέρεται από τον Π. Δαγτόγλου, στο Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Τέταρτη ΄Εκδοση, 2010, σελ. 123 και 125:-

«Ο δικαστής ..., δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ' αυτού, ... Ο έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με την βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στην νομοθετική εξουσία. ...

9. Ένατη θεμελιώδης πρόταση είναι ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνο, αν η αποδοχή  της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος. Αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής.

Ο λόγος αυτού του περιορισμού είναι ότι τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς. Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως, δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το δικαστήριο δεν χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως.»

Όπως ορθά κρίθηκε, ο εφεσείων στερείτο εννόμου συμφέροντος, αφού και σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματός του, με την κήρυξη του Ν. 145(Ι)/2006 αντισυνταγματικού, ο ίδιος δε θα ωφελείτο σε οτιδήποτε. Προσδοκία και μόνο ότι ο νομοθέτης θα προβληματιστεί, κατά την ψήφιση νέου νόμου, δεν του δημιουργεί έννομο συμφέρον.

Ανάλογα ζητήματα εξετάστηκαν στη Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550.

Η μη εξέταση από το Δικαστήριο της ουσίας της προσφυγής ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απόρριψής της ως αλυσιτελούς και, ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος έφεσης, επίσης, δεν ευσταθεί.

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο