ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 27/2009)
20 Ιουλίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,
2. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,
4. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ,
5. ΜΟΝΙΚΑ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΣΥΡΙΜΗ,
6. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
7. ΒΕΡΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
8. ΔΗΜΗΤΡΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
9. ΤΑΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
Εφεσείοντες/Αιτητές,
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσίβλητου/Καθ'ου η αίτηση.
_________________________________
Γ. Φαίδωνος και Π. Φαίδωνος, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Μελίδης και Ε. Ρήγα (κα) για Α. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.
Παρούσα επίσης είναι και η νομική λειτουργός του Δήμου Λεμεσού, Χρ. Χρίστου (κα).
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
---------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες είναι κληρονόμοι του αποβιώσαντος Τάκη Επαμεινώνδα, τέως από τη Λεμεσό. Πριν από 50 περίπου χρόνια και συγκεκριμένα το 1961, ο Εφεσίβλητος Δήμος απαλλοτρίωσε πέντε τεμάχια γης, συνολικής έκτασης 18.262 τ.μ. ή 13,64 σκαλών τα οποία ανήκαν στον Τάκη Επαμεινώνδα. Σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η δημιουργία Χονδρικής Αγοράς Πώλησης Φθαρτών και Χώρου Στάθμευσης Οχημάτων. Αφού ο Δήμος κατέβαλε τη σχετική αποζημίωση των £20.000, τα κτήματα ενεγράφησαν στο Δήμο το 1962.
Το 1966 οι κληρονόμοι του Τάκη Επαμεινώνδα ζήτησαν επιστροφή των κτημάτων, επειδή ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν τα κτήματα, δεν κατέστη εφικτός μέσα στην προθεσμία των τριών ετών που ορίζεται στο Άρθρο 23.4 του Συντάγματος και στο άρθρο 15(1) του Νόμου 15/62. Όταν ο Δήμος αρνήθηκε να επιστρέψει τα κτήματα, οι κληρονόμοι καταχώρησαν την προσφυγή 286/66 για ακύρωση της άρνησης του Δήμου. Η προσφυγή δεν εκδικάστηκε, αλλά την 21.7.1967 αποσύρθηκε ως διευθετηθείσα, αφού ο Δήμος αποδέχθηκε να πληρώσει στους κληρονόμους Λ.Κ.£4.500 ως αντάλλαγμα για την απόσυρση της προσφυγής ως διευθετηθείσας.
Το 1978 οι κληρονόμοι επανήλθαν με νέο αίτημα για επιστροφή των κτημάτων. Ο Δήμος Λεμεσού απέρριψε το αίτημα, επικαλούμενος τη διευθέτηση που έγινε στα πλαίσια της προσφυγής 286/66. Οι κληρονόμοι οι οποίοι θεώρησαν ότι εκείνη η διευθέτηση δεν τους δέσμευε και ότι είχαν δικαίωμα να πάρουν πίσω την περιουσία τους, καταχώρησαν την προσφυγή 86/79 για ακύρωση της άρνησης του Δήμου. Η προσφυγή απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη, καθώς και η ασκηθείσα έφεση (βλ. Epaminonda and Others v. Municipality of Limassol (1984) 3(Β) ΑΑΔ 1534).
Το 2007 οι Αιτητές, ως οι επιζώντες κληρονόμοι του Τάκη Επαμεινώνδα, με επιστολή τους ζήτησαν εκ νέου την επιστροφή των απαλλοτριωθέντων κτημάτων, επικαλούμενοι την οριστική εγκατάλειψη του αρχικού σκοπού της απαλλοτρίωσης, αφού το έργο είχε προ πολλού χρόνου γίνει σε άλλη περιοχή. Ο Δήμος αρνήθηκε, επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση του, ότι το θέμα είχε κριθεί οριστικά με τη διευθέτηση που έγινε. Οι Εφεσείοντες προσέφυγαν στο Δικαστήριο με την προσφυγή 650/2007. Ο αδελφός Δικαστής ο οποίος επιλήφθηκε της προσφυγής, παρά τη διαπίστωσή του ότι στη βάση της νέας αντίληψης της νομολογίας της Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166 ο σκοπός κατέστη μη εφικτός, απέρριψε την προσφυγή αποδεχόμενος προδικαστική ένσταση του Δήμου, ότι η απόσυρση της προσφυγής 286/66 ως διευθετηθείσας, συνιστούσε κώλυμα για την προώθηση νέου αιτήματος για επιστροφή των κτημάτων.
Οι Εφεσείοντες με την παρούσα έφεση προσέβαλαν την απόφαση του αδελφού μας Δικαστή. Με απόφασή μας ημερ. 21.12.2011, κρίναμε ότι η απόσυρση της προσφυγής 286/66 και η μετέπειτα απόρριψη της προσφυγής 86/79 και της έφεσης στην Epaminonda v. Municipality of Limassol, ανωτέρω, δεν συνιστούσαν δεδικασμένο για σκοπούς περαιτέρω προώθησης του αιτήματος για επιστροφή του κτήματος. Ως αποτέλεσμα κρίναμε ότι η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει, να παραμεριστεί η εφεσιβαλλόμενη απόφαση και να ανοίξει ο δρόμος για εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης της ουσίας της προσφυγής, που είναι και το επίδικο θέμα της παρούσας απόφασης.
Οι λόγοι έφεσης αρχικά ήταν εννέα. Όμως οι λόγοι 1, 2, 3 και 7 έχουν κριθεί με την πιο πάνω απόφασή μας, ημερ. 21.12.2011 επί του θέματος του κωλύματος, του δεδικασμένου και του εκπροθέσμου της προσφυγής, ως αποτέλεσμα της απόρριψης της έφεσης των Εφεσειόντων στην Epaminonda v. Municipality of Limassol, ανωτέρω.
Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης έχουν ως κεντρικό άξονα την αντίθεση της απόφασης για μη επιστροφή των κτημάτων με τις αρχές που τέθηκαν στη Ζήνων Ευθυμιάδης, ανωτέρω και την παράλληλη παραβίαση του ρητού θεμελιώδους δικαιώματος προστασίας της ακίνητης ιδιοκτησίας, το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων στην προφορική αγόρευσή του εισηγήθηκε ότι η ουσία της προσφυγής επιλύθηκε με την απόφαση μας ημερ. 21.12.2011, η οποία και αποτελεί δεδικασμένο ως προς την οριστική εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης και της συνεχιζόμενης άρνησης του Δήμου να επιστρέψει τα κτήματα.
Από την άλλη, ο δικηγόρος του Δήμου αγνοώντας τα όσα προέκυπταν από την απόφασή μας, ημερ. 21.12.2011, επέμεινε στις αρχικές του θέσεις ότι «το όλο θέμα έχει κλείσει και/ή επήλθε διευθέτηση με την απόσυρση της προσφυγής 286/66 το 1967.». Προς υποστήριξη της εισήγησης του, έκαμε αναφορά στις προηγούμενες υποθέσεις μεταξύ των διαδίκων και παραθέτοντας απόσπασμα από τη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, σελ. 179, στο οποίο, όπως εισηγείται, γίνεται διαφοροποίηση της Epaminonda, ανωτέρω, για το λόγο ότι εκεί επήλθε συμβιβασμός, με αποτέλεσμα την απόσυρση της προσφυγής ως διευθετηθείσας.
Οι εισηγήσεις του δικηγόρου του Δήμου δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Αντίθετα, συμφωνούμε με το δικηγόρο των Εφεσειόντων, ότι η ουσία της προσφυγής έχει ήδη κριθεί με τα ευρήματα που διατυπώσαμε στην απόφασή μας ημερ. 21.12.2011, τα οποία όπως ορθά υποδεικνύει ο κ. Φαίδωνος, είναι δεσμευτικά. Εκεί καταλήξαμε ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης «έχει καταστεί οριστικώς και πλήρως εγκαταλειφθείς και ως εκ τούτου μη εφικτός». Παραθέτουμε αντί άλλης αιτιολογίας, το σκεπτικό μας από την πιο πάνω απόφασή μας, το οποίο μιλά από μόνο του:-
«Το ενώπιον μας θέμα λοιπόν αφορά ευθέως την απόσυρση της 286/66 και την έκταση του δεδικασμένου της. Το ερώτημα όμως δεν είναι αν η επιστολή απόσυρσης περιέχει όρους που να συνδέουν τη δυνατότητα των Εφεσειόντων να επανέλθουν προς την ανάληψη υποχρέωσης του Δήμου να υλοποιήσει το έργο, όπως εισηγείται ο Εφεσίβλητος. Ούτε εξαντλείται το θέμα στο ότι, όπως και πάλι λέγει ο Εφεσίβλητος, η απόσυρση ήταν άνευ όρων, αφού το ερώτημα της ερμηνείας παραμένει. Το κρίσιμο ερώτημα είναι το οπoío ήταν το αντικείμενο της διευθέτησης - η ίδια η προσφυγή και η μέσω αυτής απαίτηση επιστροφής, όπως εισηγούνται οι Εφεσείοντες, ή το όλο δικαίωμα τους να ζητήσουν επιστροφή και στο μέλλον, όπως εισηγείται ο Εφεσίβλητος.
Η κατάληξή μας είναι ότι ήταν το πρώτο. Κατ΄ αρχήν, η ίδια η επιστολή αναφέρεται σε διευθέτηση της προσφυγής. Ουδεμία αναφορά γίνεται σε εγκατάλειψη, μέσω της διευθέτησης, του δικαιώματος των Εφεσειόντων να διεκδικήσουν επιστροφή στο μέλλον. Και συμφωνούμε με τους Εφεσείοντες ότι θα εχρειάζετο ρητές και σαφείς αναφορές προς τούτο, προκειμένου όχι μόνο περί θεμελιακού δικαιώματος αλλά, προ πάντων, περί δικαιώματος το οποίο εκ της φύσης του συναρτάται προς μια βασική παράμετρο - την υλοποίηση του έργου. Εδώ δεν είναι η συνήθης περίπτωση υφιστάμενων δικαιωμάτων τα οποία εγκαταλείπονται συμβιβαζόμενα έναντι ανταλλάγματος. Το δικαίωμα απαίτησης επιστροφής συναρτάται προς εκείνη την κατάσταση πραγμάτων που, σε κάποιο χρόνο, ενδεχομένως μελλοντικό, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν υλοποιείται, οπότε και το δικαίωμα γεννάται. Είναι για αυτό το λόγο που οι συνθήκες που περιέβαλλαν την απόσυρση της προσφυγής, και που ο αδελφός μας Δικαστής θεώρησε ως μη σχετικές, αποκτούν τεράστια σημασία. Όπως προκύπτει από τις συνθήκες αυτές, η απόσυρση της προσφυγής συναρτάτο προς τη θέση του Δήμου ότι το έργο, όχι μόνο δεν είχε καταστεί ανέφικτο, αλλά υλοποιείτο ενεργώς αφού είχαν ήδη δοθεί οδηγίες για να ζητηθούν προσφορές και μάλιστα είχαν απαλλοτριωθεί και άλλα ακίνητα για την υλοποίησή του. Να σημειώσουμε μάλιστα και την αναφορά των ίδιων των Εφεσιβλήτων στην επιστολή που είχαν αποστείλει στο Δήμο ότι η διευθέτηση εγίνετο «μόνον εν τη επιθυμία των όπως εξυπηρετήσουν τον Δήμον της πόλεώς των». Υπό αυτές τις συνθήκες, η διευθέτηση σαφώς έγινε στη βάση ότι το έργο θα συνέχιζε να υλοποιείται, και ουδόλως ευσταθεί η εισήγηση που ο Εφεσίβλητος διετύπωσε, ότι με τη διευθέτηση και απόσυρση της προσφυγής οι Εφεσείοντες και ο Εφεσίβλητος ουσιαστικά αντικατέστησαν την απαλλοτρίωση και τις συνέπειες της με ιδιωτική συμφωνία πώλησης των ακινήτων (προσέγγιση που ούτε στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση συναντάται) ώστε ο Δήμος να είχε πλέον το ελεύθερο να υλοποιήσει ή όχι το έργο. Κάτι τέτοιο, εξ άλλου, θα ήταν ενάντια σε κάθε αντίληψη καλής πίστης και χρηστής διοίκησης και θα συνιστούσε παράβαση εκ μέρους του Δήμου της υποχρέωσής του να υλοποιήσει το έργο, υποχρέωση που είχε, πέραν των Εφεσειόντων, και έναντι των δημοτών του. Ούτε οι Εφεσείοντες ούτε ο Δήμος αποσκοπούσαν σε τέτοια συμφωνία μέσω της διευθέτησης και απόσυρσης της προσφυγής.
Η αντίληψη ότι το αντικείμενο της διευθέτησης ήταν η ίδια η προσφυγή, σε σχέση με το οποιοδήποτε τότε δικαίωμα των Εφεσειόντων να ζητήσουν επιστροφή, και όχι το περαιτέρω δικαίωμά τους να ζητήσουν επιστροφή στο μέλλον, συνάδει και με την προσέγγιση που καθιέρωσε η Ευθυμιάδης. Η ιδέα η οποία διέπει την Ευθυμιάδης είναι ότι, καθ΄όσον η υποχρέωση υλοποίησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης είναι συνεχής, συνεχής είναι και η υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει ακίνητο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός. Ο πρώην ιδιοκτήτης διατηρεί λοιπόν, ανεξαρτήτως προηγούμενων αρνήσεων της διοίκησης ή ανεπιτυχών δικαστικών προσπαθειών του για επιστροφή, συνεχές δικαίωμα, συναρτώμενο προς την αντίστοιχη συνεχή υποχρέωση οφειλόμενης ενέργειας της διοίκησης, να ζητήσει επιστροφή επί οποιασδήποτε νέας διαμορφωθείσας κατάστασης των πραγμάτων που αφορούν την πρόοδο του έργου. Τοσούτο μάλλον στην περίπτωση, όπως η προκειμένη, που το έργο έχει οριστικώς εγκαταλειφθεί. Αυτή ακριβώς η διαχρονική διατήρηση του δικαιώματος του πρώην ιδιοκτήτη να επανέρχεται αναλόγως της εκάστοτε διαμορφωθείσας κατάστασης, καθιστά λογική την ερμηνεία της διευθέτησης και απόσυρσης της προσφυγής 286/66 ως περιοριζόμενης στην ίδια την προσφυγή επί των τότε ισχυόντων δικών της δεδομένων και μη εξωπραγματική την ερμηνεία ότι η διευθέτηση και απόσυρση επενεργούσαν και επί του μελλοντικού δικαιώματος ασκουμένου επί άλλων δεδομένων. Και μάλιστα σε περίπτωση που η απαλλοτριούσα αρχή όχι μόνο δεν ισχυρίζεται πλέον ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είναι εφικτός και υλοποιούμενος αλλά δέχεται ότι αυτός έχει καταστεί οριστικώς και πλήρως εγκαταλειφθείς και ως εκ τούτου μη εφικτός. Τέτοια περίπτωση ασφαλώς δεν θα εκαλύπτετο από τη διευθέτηση της 286/66, η οποία, και αν ακόμα είχε εκδικασθεί, δεν θα δημιουργούσε κώλυμα στους Εφεσείοντες να επανέλθουν επί άλλων δεδομένων.»
Ενόψει της σαφούς κατάληξής μας ότι:- (α) η προηγούμενη διευθέτηση δεν δημιούργησε κώλυμα στους Εφεσείοντες να επανέλθουν και (β) ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει οριστικά εγκαταλειφθεί και ως εκ τούτου δεν είναι πλέον εφικτός, θεωρούμε ότι τα κτήματα θα πρέπει να επιστραφούν. Υπό τις περιστάσεις, δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων και ιδιαίτερα αυτόν που αφορά στην παραβίαση της αρχής της ισότητας, λόγω της επιστροφής σε άλλους ιδιοκτήτες άλλων απαλλοτριωθέντων κτημάτων για τον ίδιο σκοπό.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση του Δήμου για μη επιστροφή των επίδικων κτημάτων σύμφωνα με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και το άρθρο 15 του Νόμου 15/62, κηρύσσεται άκυρη και παν το παραλειφθέν ως προς τούτο, δέον όπως εκτελεσθεί.
Τόσο τα πρωτόδικα, όσο και τα έξοδα έφεσης, πλέον ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον του Εφεσίβλητου Δήμου.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΠσ