ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 851
1 Δεκεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,
Εφεσείουσα,
v.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ
ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 17/2009)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα η οποία στερείται εκτελεστότητας ― Περιστάσεις του βεβαιωτικού χαρακτήρα της προσβληθείσας απόφασης του Εφόρου Εταιρειών στην κριθείσα περίπτωση ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.
Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε κριθεί ως απαράδεκτη (επειδή προσέβαλε βεβαιωτική και όχι εκτελεστή απόφαση) η προσφυγή της κατά της επίδικης επιβολής τέλους ύψους Λ.Κ. 600.000.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η έφεση δεν είναι δυνατόν να επιτύχει. Αναδρομή στις καλά καθιερωμένες αρχές της νομολογίας επιβεβαιώνει την πρωτόδικη κρίση, ότι εκτελεστή διοικητική πράξη ήταν η αρχικώς ληφθείσα τον Αύγουστο 2005 ή στις 29.8.2005 το αργότερο, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη πράξη να είναι απλώς βεβαιωτική. Το γεγονός της επιβολής του επίδικου τέλους των £600.000 από τον Αύγουστο 2005, επιβεβαιώνεται και από τη δεύτερη επιστολή των συνηγόρων της εφεσείουσας ημερ. 16.8.2007, όπου και πάλι ρητά καταγράφηκε, ότι στις 29.8.2005 η εφεσείουσα ειδοποιήθηκε ως προς το λανθασμένο της επιβολής τέλους ύψους £600 και ότι στην πραγματικότητα οφειλόταν το αυξημένο ποσό των £600.000.
Επομένως, η πράξη επιβολής του οφειλόμενου τέλους των £600.000 έλαβε χώραν στις 29.8.2005 ή τουλάχιστον κατά αυτή την ημερομηνία πληροφορήθηκε η εφεσείουσα περί του ορθού τέλους. Από την προφορική έστω κοινοποίηση της απόφασης αυτής προέκυπταν, βεβαίως, νόμιμα αποτελέσματα με ανάλογη υποχρέωση της εφεσείουσας για την καταβολή του τέλους που καθορίσθηκε. Η εφεσείουσα, όφειλε να καταχωρούσε προσφυγή εναντίον της απόφασης εμπροθέσμως, ώστε να διασφαλίσει τα δικαιώματα της, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συν τω χρόνω προσπάθεια αναθεώρησης.
2. Η παραγωγή εννόμου αποτελέσματος που επιβάλλει υποχρέωση στο διοικούμενο και η οποία δύναται να τύχει εφαρμογής διά νόμιμου εξαναγκασμού από τη διοίκηση, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα εκτελεστής διοικητικής πράξης.
Έτερο χαρακτηριστικό της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι η γνωστοποίηση της στο διοικούμενο, ώστε να δύναται να την προσβάλει κατά τη διαδικασία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Και εδώ ακριβώς, η έστω προφορική γνωστοποίηση του οφειλόμενου τέλους δεν υπολείπετο σε οτιδήποτε, ούτε ήταν αναγκαία η μεσολάβηση άλλου οργάνου.
3. Αναθεώρηση απόφασης επί τη υποβολή νέων στοιχείων, όντως απολήγει σε νέα απόφαση μετά από δέουσα έρευνα. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε τεθεί κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων μεταξύ εφεσείουσας και Εφόρου, οποιοδήποτε νέο στοιχείο, κρίνεται ορθή. Η αίτηση θεραπείας, ή χαριστική προσφυγή, χωρίς την παροχή νέων στοιχείων για ουσιαστική επανεξέταση δεν οδηγεί σε εκτελεστή απόφαση.
Ούτε η εκ μέρους του διοικητικού οργάνου αναζήτηση γνωμάτευσης επί της νομικής πτυχής μετά την έκδοση της απόφασης, κατατάσσει ή μεταβάλλει την απόφαση σε προκαταρκτική, ως είναι ο έτερος ισχυρισμός της εφεσείουσας.
Από τη στιγμή που η επιβολή τελών γνωστοποιήθηκε στην εφεσείουσα ολοκληρωμένα το αργότερο στις 29.8.2005, μετά τη διαπίστωση της λανθασμένης αποδοχής ολιγότερων τελών, η διοικητική πράξη δεν ήταν προπαρασκευαστική διότι η ακολουθήσασα αλληλογραφία έθιγε μόνο τη νομική πτυχή του θέματος που δεν ισοδυναμούσε με την υπόδειξη νέων στοιχείων.
4. Πράξη ή απόφαση της διοίκησης, που εμμένει σε προηγούμενη της θέση αποτελεί βεβαιωτική πράξη. Και είναι αδιάφορο ως προς την κατάταξη της προσβαλλόμενης πράξης η αναζήτηση γνωμάτευσης από τον Γενικό Εισαγγελέα και η εξωτερίκευση ή γνωστοποίηση αυτής προς την εφεσείουσα. Η ορθότητα των εκατέρωθεν επιχειρημάτων επί της νομικής πτυχής, τότε και μόνο θα ήταν δυνατή, αν και εφόσον προσβαλλόταν ορθά και εμπροθέσμως, η εκτελεστή διοικητική πράξη του Αυγούστου 2005, οπότε και θα εξεταζόταν η υπόθεση επί της ουσίας της.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26,
Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 357,
P.A. College v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 187,
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559,
Μάρκου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 531,
Δημοκρατία ν. Αναστασίου (2011) 3 Α.Α.Δ. 519,
Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189,
Cyprus Bureau of Shipping v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 491,
Punting Transports Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 737,
Κατσιαούνης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 785,
Λιασίδη ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (2010) 3 Α.Α.Δ. 110,
IMCS Intercollege Ltd v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 296,
Spyros Colocassides Estates Ltd v. Republic (1977) 3 C.L.R. 205.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1536/07), ημερ. 22/12/2008.
Μ. Κυριακού (κα) με Ν. Πετρίδου (κα), για την Εφεσείουσα.
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εφεσείουσα τράπεζα με ψήφισμα της ημερ. 19.5.1999, αύξησε το ονομαστικό της κεφάλαιο κατά £100.000.000. Η αύξηση κοινοποιήθηκε στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη στις 3.8.2005, ημερομηνία κατά την οποία τα τέλη που ήσαν αναγκαία για την καταχώρηση του σχετικού ψηφίσματος, ανέρχονταν σε £600.000.
Το ταμείο του Τμήματος του Εφόρου εισέπραξε κατά λάθος μόνο £600 κατά την καταχώρηση του τακτικού ψηφίσματος, αλλά στη συνέχεια ο Έφορος πληροφόρησε στις 29.8.2005 προφορικά την εφεσείουσα τράπεζα περί της ελλιπούς καταβολής των τελών. Ακολούθησε αλληλογραφία από πλευράς της εφεσείουσας, η οποία εισηγείτο ότι το ήδη καταβληθέν ποσό των £600 ήταν εν πάση περιπτώσει λανθασμένο, αιτούμενη επιστροφή του ποσού των £595, το οποίο αχρεωστήτως καταβλήθηκε εφόσον το οφειλόμενο τέλος ήταν μόνο το ποσό των £5 για την καταχώρηση του εγγράφου του τακτικού ψηφίσματος με το οποίο αυξήθηκε το ονομαστικό κεφάλαιο. Στις 16.8.2007, το γραφείο του Εφόρου γνωστοποίησε προφορικά στην εφεσείουσα ότι το ορθό τέλος ήταν το ποσό των £600.000, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα να καταβάλει υπό διαμαρτυρία το υπόλοιπο ποσό των £599.400, ώστε να καταστεί δυνατή η καταχώρηση του σχετικού ψηφίσματος.
Ακολούθησε η καταχώρηση προσφυγής με την οποία ζητείτο η ακύρωση της ληφθείσας στις 16.8.2007 απόφασης για την επιβολή τέλους £600.000, για λόγους που αφορούσαν στο κατ' ισχυρισμόν παράνομο της απόφασης του Εφόρου ως ερχόμενης σε αντίθεση με το Άρθρο 62 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ως τροποποιήθηκε, και την Οδηγία 69/335/ΕΟΚ. Περαιτέρω, ήταν η εισήγηση της εφεσείουσας ότι ο Έφορος δεν προέβηκε σε δέουσα έρευνα, ενήργησε με προφανή πλάνη περί τα πράγματα και την ισχύουσα νομοθεσία, ενώ παράλληλα η απόφαση στερείτο της αναγκαίας ή έστω ικανοποιητικής αιτιολογίας.
Από πλευράς του Εφόρου ηγέρθηκε με την ένσταση του προδικαστικό ζήτημα ότι η εφεσείουσα δεν προσέβαλλε με την προσφυγή της εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τη συμφωνία των διαδίκων, προχώρησε να ακούσει την προδικαστική εγερθείσα ένσταση την οποία και έκρινε υπέρ του Εφόρου. Ως εξηγήθηκε στην απόφαση του η προσβαλλόμενη πράξη ήταν, στη βάση των γνωστών αρχών του διοικητικού δικαίου, μη εκτελεστή, αλλά αντίθετα ήταν απλώς βεβαιωτική της απόφασης που είχε ληφθεί προφορικά τον Αύγουστο του 2005 και συγκεκριμένα στις 3.8.2005, απόφαση η οποία εν πάση περιπτώσει είχε κοινοποιηθεί ή περιέλθει στη γνώση της εφεσείουσας το αργότερο στις 29.8.2005, όπως και οι συνήγοροι της εφεσείουσας παραδέχονταν σε σχετικές επιστολές τους προς τον Έφορο.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα τέλη που έπρεπε να είχαν καταβληθεί ήταν £600.000, σύμφωνα με τους τότε ισχύοντες Κανονισμούς της 30.4.2004 και όχι οποιοδήποτε λιγότερο ποσό σύμφωνα με τους Κανονισμούς που ίσχυαν στις 19.5.1999, όταν εγκρίθηκε η αύξηση του κεφαλαίου της εφεσείουσας. Από τα στοιχεία που ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα από την επιστολή των δικηγόρων της εφεσείουσας ημερ. 16.8.2007, την ημερομηνία δηλαδή της προσβαλλόμενης πράξης, ήταν φανερό ότι η εφεσείουσα είχε ειδοποιηθεί προφορικά στις 29.8.2005, ότι η αποδοχή του εγγράφου αύξησης του κεφαλαίου με μόνη την καταβολή του ποσού των £600 ήταν λανθασμένη και θα έπρεπε να καταβληθεί το ορθό ποσό των £600.000. Κρίθηκε, περαιτέρω, ότι μεταξύ του Αυγούστου 2005 ή το αργότερο στις 29.8.2005 και της ημερομηνίας της προσβαλλόμενης πράξης, 16.8.2007, δεν είχε τεθεί οποιοδήποτε νέο στοιχείο υπόψη του Εφόρου, το οποίο να είχε οδηγήσει σε επανεξέταση της απόφασης ώστε η προσβαλλόμενη πράξη να είχε καταστεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Υπήρχε μόνο επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων που ήταν ανεπιτυχής από πλευράς της εφεσείουσας, εφόσον δεν έγινε δεκτή η θέση της ότι τα τέλη που θα έπρεπε να καταβληθούν έπρεπε να είχαν υπολογιστεί με βάση τους προϊσχύοντες Κανονισμούς και όχι με βάση τους Κανονισμούς που ίσχυαν την ημέρα προσπάθειας κατάθεσης του εντύπου ΗΕ14. Το αποτέλεσμα ήταν η απόρριψη της προσφυγής ως μη προσβάλλουσας οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξη.
Εγείρονται προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης τρεις λόγοι έφεσης. Αφορούν στις θέσεις ότι (i) εκτελεστή διοικητική πράξη ήταν μόνο η ληφθείσα στις 16.8.2007 απόφαση, της προηγούμενης διαδικασίας, περιλαμβανομένης και της ούτω χαρακτηριζόμενης «εκτελεστής» πράξης ή απόφασης στις 29.8.2005, ούσας απλώς προπαρασκευαστικής, (ii) ότι λανθασμένα δεν λήφθηκε υπόψη ότι κατά το χρόνο της αύξησης του κεφαλαίου δεν υπήρχε νομοθεσία επιβάλλουσα αυξημένα τέλη σε δημόσιες εταιρείες, όπως η εφεσείουσα και (iii) εσφαλμένα δεν εξετάστηκε θέμα χρηστής διοίκησης που ανεφύη ως εκ της συμπεριφοράς του Εφόρου και εν γένει της Δημοκρατίας που χρονοτριβούσε και εν τέλει δεν απάντησε καν γραπτώς στις επιστολές της εφεσείουσας.
Τόσο στο περίγραμμα της έφεσης, όσο και κατά τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας, τέθηκαν θέματα που συνέπλεξαν, ανεπίτρεπτα, ζητήματα ουσίας της προσβαλλόμενης πράξης και της επ' αυτής ασκηθείσας έφεσης, μετά την απορριπτική απόφαση. Παρείσφρυσε, για παράδειγμα, εισήγηση σχετιζόμενη με τον ισχυρισμόν ότι ο Έφορος προέβη ουσιαστικά σε ανάκληση της απόφασης ημερ. 3.8.2005, η δε γνωστοποίηση στις 29.8.2005, για την πληρωμή των επιπλέον τελών, αποτελούσε πράξη προπαρασκευαστική της τελικής και προσβαλλόμενης, αλλά και εισήγηση σχετικά με τον ισχυρισμόν ότι δεν υπήρχε νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση που να παρέχει το υπόβαθρο για τη δημιουργία εκτελεστής διοικητικής πράξης. Περαιτέρω, και σε συνέχεια της τελευταίας αυτής θέσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε κατόπιν σχετικής επιστολής του Εφόρου, γνωμάτευση επί του θέματος της υποχρέωσης δημόσιας εταιρείας να καταβάλει τέλη επί αυξήσεως μετοχικού κεφαλαίου, η οποία όμως ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στην εφεσείουσα, ούτε και αποκαλύφθηκε στο πρωτόδικο στάδιο.
Μελέτη της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει ότι το συζητηθέν θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου με τη συγκατάθεση των διαδίκων, περιορίστηκε στην εξέταση του εγερθέντος προδικαστικού ζητήματος που είχε εγερθεί με την ένσταση του Εφόρου και που επί λέξει αφορούσε την εισήγηση ότι «... η Αιτήτρια δεν προσβάλλει με την παρούσα Προσφυγή εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική πράξη.». Από τα τηρηθέντα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 5.2.2008 και 6.5.2008, προκύπτει απλώς ότι ενεκρίθη, χωρίς οποιουσδήποτε όρους, και χωρίς την καταγραφή κοινώς αποδεκτών γεγονότων, η προεκδίκαση του ζητήματος με δεκτή την θέση του Εφόρου όπως πρώτος καταχωρήσει την αγόρευση του, εφόσον εκείνος είχε εγείρει την ένσταση. Οι ανταλλαγείσες αγορεύσεις που ακολούθησαν, συζήτησαν το θέμα επί της νομικής του διάστασης, η δε αναφορά της εφεσείουσας για τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ως γεγονότος, τέθηκε ως δικαιολογούσα την άποψη της ότι υπήρξε στην όλη εξέταση νέο στοιχείο που λήφθηκε υπόψη.
Υπό το φως των ανωτέρω, η έφεση δεν είναι δυνατόν να επιτύχει. Αναδρομή στις καλά καθιερωμένες αρχές της νομολογίας επιβεβαιώνει την πρωτόδικη κρίση ότι εκτελεστή διοικητική πράξη ήταν η αρχικώς ληφθείσα τον Αύγουστο 2005 ή στις 29.8.2005 το αργότερο, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη πράξη να είναι απλώς βεβαιωτική. Από τα τεθέντα στοιχεία προκύπτει ότι η καταχώρηση του εντύπου ΗΕ14 απέφερε τέλος £5, η δε καταχώρηση του τακτικού ψηφίσματος για τη συγκεκριμένη αύξηση του κεφαλαίου κατά £100.000.000, απέφερε τέλος £600.000. Αυτά προκύπτουν από το Παράρτημα 1 της ένστασης, πρωτοδίκως, που επιβεβαιώθηκαν από το περιεχόμενο της επιστολής της δικηγόρου της εφεσείουσας ημερ. 21.9.2005, Παράρτημα 2, όπου ρητά αναφέρθηκε ότι η επιχειρηθείσα κατάθεση του εντύπου ΗΕ14 στις 2.8.2005, κοινοποιώντας την αύξηση του κεφαλαίου στον Έφορο, αντιμετωπίσθηκε από τον Έφορο με τη θέση ότι τα ορθά τέλη ήταν £600.000, συμφώνως των ισχυόντων την ημέρα της κατάθεσης του ψηφίσματος κανονισμών και όχι οποιοδήποτε άλλο τέλος που ίσχυε κατά την ημερομηνία εξουσιοδότησης από τη γενική συνέλευση της εφεσείουσας της αύξησης του κεφαλαίου. Αλλά το γεγονός της επιβολής του τέλους των £600.000 από τον Αύγουστο 2005, επιβεβαιώνεται και από τη δεύτερη επιστολή των συνηγόρων της εφεσείουσας ημερ. 16.8.2007, Παράρτημα 3, όπου και πάλι ρητά καταγράφηκε ότι στις 29.8.2005, η εφεσείουσα ειδοποιήθηκε ως προς το λανθασμένο της επιβολής τέλους ύψους £600 και ότι στην πραγματικότητα οφειλόταν το αυξημένο ποσό των £600.000.
Επομένως, η πράξη επιβολής του οφειλόμενου τέλους των £600.000 έλαβε χώραν στις 29.8.2005 ή τουλάχιστον κατά αυτή την ημερομηνία πληροφορήθηκε η εφεσείουσα περί του ορθού τέλους. Από την προφορική έστω κοινοποίηση της απόφασης αυτής προέκυπταν, βεβαίως, νόμιμα αποτελέσματα με ανάλογη υποχρέωση της εφεσείουσας για την καταβολή του τέλους που καθορίσθηκε. Η εφεσείουσα, όφειλε να καταχωρούσε προσφυγή εναντίον της απόφασης εμπροθέσμως ώστε να διασφαλίσει τα δικαιώματα της, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συν τω χρόνω προσπάθεια αναθεώρησης.
Η επιβολή του τέλους ήταν εξ απόψεως απόφασης του Εφόρου, πλήρης και σαφής, επιφέροντας τη γένεση υποχρέωσης της εφεσείουσας να καταβάλει το οφειλόμενο. Η παραγωγή εννόμου αποτελέσματος που επιβάλλει υποχρέωση στο διοικούμενο και η οποία δύναται να τύχει εφαρμογής διά νόμιμου εξαναγκασμού από τη διοίκηση, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα εκτελεστής διοικητικής πράξης. (Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26 και Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου κ.α. (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 357).
Έτερο χαρακτηριστικό της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι η γνωστοποίησή της στο διοικούμενο ώστε να δύναται να την προσβάλει κατά τη διαδικασία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Στην απόφαση της Ολομέλειας P.A. College v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 187, λέχθηκε ότι για να είναι εκτελεστή η απόφαση της διοίκησης, η παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων ως προς τα δικαιώματα, αλλά και τις υποχρεώσεις των διοικουμένων, πρέπει να είναι άμεση και να μην πιθανολογείται απλώς στο μέλλον, ενώ στον Π.Δ. Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ. σελ. 289 παρ. 538, αναφέρεται ότι διοικητική είναι η πράξη εκείνη που αναπτύσσει άμεση νομική ισχύ, δεσμεύουσα τον αποδέκτη της, χωρίς να παρίσταται ανάγκη μεσολαβητικής πράξης άλλου οργάνου. Και εδώ ακριβώς, η έστω προφορική γνωστοποίηση του οφειλόμενου τέλους δεν υπολείπετο σε οτιδήποτε, ούτε ήταν αναγκαία η μεσολάβηση άλλου οργάνου.
Έπεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική της ληφθείσας τον Αύγουστο 2005 και γνωστοποιηθείσας στην εφεσείουσα το αργότερο στις 29.8.2005 απόφασης και ως τέτοια δεν είναι δεκτική αναθεώρησης. Παγίως η νομολογία έχει καθορίσει ότι η βεβαιωτική πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και έτσι απαραδέκτως προσβάλλεται διά προσφυγής. (δέστε Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559 και Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (2007) σελ. 127, παρ. 108, όπου αναφέρεται ότι:
«Οι βεβαιωτικές πράξεις δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης, στερούνται εκτελεστότητας και εκδίδονται συνήθως ύστερα από νέα αίτηση του διοικούμενου για το ίδιο θέμα ή άσκηση αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής.»
Διατείνεται η εφεσείουσα ότι η προσβαλλόμενη πράξη προέκυψε μετά από την υποβολή νέων στοιχείων τα οποία και εξετάστηκαν από τον Έφορο, παρόλο που ουδέποτε γνωστοποιήθηκε σ' αυτή η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Αναθεώρηση απόφασης επί τη υποβολή νέων στοιχείων όντως απολήγει σε νέα απόφαση μετά από δέουσα έρευνα. (Κωνσταντίνος Μάρκου ν. Δημοκρατίας, (2010) 3 Α.Α.Δ. 531 και Δημοκρατία ν. Αναστασίου (2011) 3 Α.Α.Δ. 519). Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε τεθεί κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων μεταξύ εφεσείουσας και Εφόρου, οποιοδήποτε νέο στοιχείο, κρίνεται ορθή. Εκείνο το οποίο η εφεσείουσα επεδίωξε με το αίτημα της ήταν η επί νομικών λόγων επιχειρηματολογία ως προς την ορθότητα της απόφασης του Εφόρου για την επιβολή του τέλους των £600.000. Επρόκειτο για μια απλή αίτηση θεραπείας, δηλαδή αίτηση επανεξέτασης, η οποία δεν απέληγε αφενός σε διακοπή της προθεσμίας των 75 ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης το αργότερο στις 29.8.2005, (Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189), αλλά και, αφετέρου, δεν αποτελούσε νέο αίτημα από την άποψη ότι δικαιολογείτο νέα απόφαση λόγω παροχής νέων στοιχείων. Η αίτηση θεραπείας, ή χαριστική προσφυγή, χωρίς την παροχή νέων στοιχείων για ουσιαστική επανεξέταση δεν οδηγεί σε εκτελεστή απόφαση. (δέστε τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Cyprus Bureau of Shipping v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 491 και Punting Transports Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 737).
Η νομική και μόνο επιχειρηματολογία, χωρίς την προσθήκη ή υποβολή νέων πραγματικών στοιχείων, δεν αποτελεί αφετηρία για ουσιαστική επανεξέταση επί νέων δεδομένων ή δεδομένων που προϋπήρχαν, αλλά δεν περιήλθαν εγκαίρως στη γνώση της διοίκησης. Ούτε η εκ μέρους του διοικητικού οργάνου αναζήτηση γνωμάτευσης επί της νομικής πτυχής μετά την έκδοση της απόφασης, κατατάσσει ή μεταβάλλει την απόφαση σε προκαταρκτική, ως είναι ο έτερος ισχυρισμός της εφεσείουσας. (δέστε τις αποφάσεις της Ολομέλειας στην Ρολάνδος Κατσιαούνης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 785 και Παναγιώτης Λιασίδη ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (2010) 3 Α.Α.Δ. 110). Δεν αφορά η παρούσα περίπτωση σε επαναφορά αιτήματος με ουσιώδη νέα στοιχεία ώστε να προκύπτει ανάγκη και υποχρέωση της διοίκησης για επανεξέταση, νέα έρευνα και νέα απόφαση. (IMCS Intercollege Ltd v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 296).
Εμφανώς, επομένως, δεν πρόκειται για προκαταρκτική πράξη, η οποία απέληξε σε μια και μοναδική απόφαση εκτελεστής φύσεως στις 16.8.2007. Όπως ορθά αναφέρει στο περίγραμμα του ο Έφορος, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι η ίδια η πράξη επιβολής των τελών (Spyros Colocassides Estates Ltd v. Republic (1977) 3 C.L.R. 205 - επρόκειτο για υπόθεση επιβολής αποχετευτικών τελών), τα μέτρα δε που ακολουθούν όπως, για παράδειγμα, η απαίτηση για την καταβολή τους, αποτελούν μέτρα εκτέλεσης. Από τη στιγμή που η επιβολή τελών γνωστοποιήθηκε στην εφεσείουσα ολοκληρωμένα το αργότερο στις 29.8.2005, μετά τη διαπίστωση της λανθασμένης αποδοχής ολιγότερων τελών, η διοικητική πράξη δεν ήταν προπαρασκευαστική διότι η ακολουθήσασα αλληλογραφία έθιγε μόνο τη νομική πτυχή του θέματος που δεν ισοδυναμούσε με την υπόδειξη νέων στοιχείων. Εδώ, η απόφαση της 16.8.2007 ήταν απλώς βεβαιωτική της προηγούμενης εφόσον απλώς ο Έφορος επέμενε στην καταβολή των τελών που θεωρούσε οφειλόμενα.
Πράξη ή απόφαση της διοίκησης που εμμένει σε προηγούμενη της θέση αποτελεί βεβαιωτική πράξη. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 240). Και είναι αδιάφορο ως προς την κατάταξη της προσβαλλόμενης πράξης η αναζήτηση γνωμάτευσης από τον Γενικό Εισαγγελέα και η εξωτερίκευση ή γνωστοποίηση αυτής προς την εφεσείουσα. Η ορθότητα των εκατέρωθεν επιχειρημάτων επί της νομικής πτυχής, τότε και μόνο θα ήταν δυνατή, αν και εφόσον προσβαλλόταν ορθά και εμπροθέσμως, η εκτελεστή διοικητική πράξη του Αυγούστου 2005, οπότε και θα εξεταζόταν η υπόθεση επί της ουσίας της.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.