ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 760
7 Νοεμβρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ (ΑΡ. 2),
Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 121/2008)
Επίτροπος Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων ― Οι εξουσίες του δυνάμει των Άρθρων 20(ιζ) και 34 του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν. 112(Ι)/04) ― Η ορθή και εναρμονισμένη προς την νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων και η εφαρμογή της στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Λέξεις και Φράσεις ― Οι όροι «συνδρομητής» και «πελάτης» στον περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμο αρ. 112(Ι)/2004.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Άκυρη αιτιολογία ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Η εφεσείουσα Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, επεδίωξε με την έφεσή της, την ακύρωση της απόφασης του εφεσίβλητου Επιτρόπου, η οποία είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Στην προκειμένη περίπτωση ο Επίτροπος, επιλύοντας τη διαφορά δυνάμει του Άρθρου 20(ιζ) του Νόμου 112(Ι)/2004, δεν καθόρισε λιανική τιμή, αλλά καθόρισε πλαίσιο χρεώσεων. Στην ουσία εκείνο που αποφάσισε, ήταν να καθορίσει ότι το ανώτατο όριο τιμών, το οποίο θα διασφάλιζε θεμιτό και υγιή ανταγωνισμό και το οποίο ήταν σύμφωνο με τις αρχές της διαφάνειας και κοστοστρέφειας, ήταν το ποσό των £0,0058 σεντ ανά λεπτό, όπως αυτό καθορίστηκε προηγουμένως κατά τον κοστολογικό έλεγχο ΑΤΗΚ 2004, που ήταν απόρροια της κήρυξης της ΑΤΗΚ ως έχουσας σημαντική ισχύ στη σχετική αγορά. Η απόφαση του Επιτρόπου, είναι σύμφωνη με τις εξουσίες που του παρέχονται τόσο από το Άρθρο 20(ιζ) όσο και από το Άρθρο 34 για επίλυση διαφορών.
Το τέλος παρακράτησης που καθόρισε ο Επίτροπος, εφόσον υπόκειτο σε περαιτέρω ρύθμιση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η τελική λιανική τιμή. Ήταν απλώς το τέλος που καθορίστηκε από τον Επίτροπο για επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με το ήδη καθορισθέν «πλαίσιο τιμών». Από εκεί και πέρα η τελική τιμή θα καθοριζόταν μετά που οι εναλλακτικοί παροχείς καθόριζαν το δικό τους τέλος τερματισμού για τον καθορισμό του οποίου η ΑΤΗΚ δεν έχει λόγο.
2. Στην προκειμένη περίπτωση η κλήση εκκινεί από το δίκτυο της ΑΤΗΚ και τερματίζεται στο δίκτυο των εναλλακτικών παροχέων, οι οποίοι και επιτρέποντας τον τερματισμό της κλήσης στο δίκτυό τους, αποκτούν και το δικαίωμα να καθορίζουν το τέλος τερματισμού και όχι η ΑΤΗΚ. Οι δύο έννοιες «συνδρομητής» και «πελάτης», δεν μπορεί να είναι ταυτόσημες για σκοπούς του Νόμου. Η έννοια του όρου «πελάτης» είναι ευρύτερη, ενώ η έννοια του όρου «συνδρομητής», είναι πιο περιορισμένη.
Αν οι όροι ερμηνεύονταν όπως εισηγείται ο δικηγόρος της ΑΤΗΚ, τότε θα υπήρχε κίνδυνος η υπηρεσία του εναλλακτικού παροχέα να ελέγχεται από την ΑΤΗΚ και να διαπλέκεται με τη δική της αντίστοιχη υπηρεσία.
3. Ως προς την αιτιολογία της απόφασης του Επιτρόπου, αυτή περιείχε όλα τα στοιχεία μιας επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης, ήτοι ήταν σαφής και πειστική ως προς τους λόγους που οδήγησαν τον Επίτροπο να λάβει την απόφασή του.
Η αιτιολογία του Επιτρόπου και κατ' επέκταση η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε η νομιμότητά της, ερμηνεύουν ορθά τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου 112(Ι)/2004 και ιδιαίτερα αυτές του Άρθρου 20(ιζ) και 34.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2005) 3 ΑΑΔ 20,
Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 752/06, ημερ. 23.1.2008,
Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2011) 3 Α.Α.Δ. 143.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1697/05), ημερ. 1/7/08.
Κ. Χατζηϊωάννου, για την Εφεσείουσα.
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Ε. Λοϊζίδου (κα) για Γ. Ζ. Γεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται η απόφαση αδελφού Δικαστή, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση αρ. 6/2005 του εφεσείοντος, Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ο οποίος στη συνέχεια θα αναφέρεται για σκοπούς ευκολίας, ως «ο Επίτροπος».
Το ιστορικό της διαφοράς ανάγεται στο 2005, όταν οι Εφεσείοντες, στο εξής η ΑΤΗΚ, διαπραγματευόταν με τις εταιρείες Thunderworx Ltd και Otenet Cyprus Ltd (ΕΜ), οι οποίες ήταν εναλλακτικοί παροχείς, για τη συνομολόγηση συμφωνίας για το τέλος τερματισμού κλήσεων που ξεκινούσαν από δίκτυο της ΑΤΗΚ σε αριθμούς dial-up πρόσβασης στο διαδίκτυο και κατέληγαν σε δίκτυα των εν λόγω εναλλακτικών παροχέων. Οι εταιρείες πρότειναν το ποσό των £0.48 σεντ ανά λεπτό, ως τέλος για τερματισμό κλήσεως απλής διαβίβασης στο δίκτυο των εναλλακτικών παροχέων. Η ΑΤΗΚ ήταν της άποψης ότι ο τερματισμός κλήσεως προς αριθμούς διαδικτύου μέσω διασύνδεσης, διαφοροποιεί το όλο σκεπτικό παροχής του διαδικτύου, γι' αυτό θεώρησε ότι έπρεπε να εξετάσει διάφορες παραμέτρους και επιπτώσεις, πριν καθορίσει το σχετικό τέλος το οποίο θα ενσωματωνόταν στη μεταξύ τους συμφωνία. Στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν, οι δύο εναλλακτικοί παροχείς, διαφώνησαν με την προσπάθεια της ΑΤΗΚ να αυξήσει το τέλος παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας, θεωρώντας ότι αποσκοπούσε στην αύξηση του λιανικού τέλους των εναλλακτικών παροχέων, με σκοπό να τις καταστήσει μη ανταγωνιστικές. Ως αποτέλεσμα, οι διαπραγματεύσεις κατάρρευσαν και οι εναλλακτικοί παροχείς απευθύνθηκαν στον Επίτροπο από τον οποίο ζήτησαν να παρέμβει για να λύσει το αδιέξοδο.
Ο Επίτροπος μετά που διαπίστωσε ότι πράγματι οι διαπραγματεύσεις των μερών είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο, αποφάσισε να προχωρήσει σε διαδικασία επίλυσης διαφοράς, δυνάμει του Άρθρου 34 του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν. 112(Ι)/2004), στο εξής «ο Νόμος», αναφορικά με το ανώτατο όριο τέλους τερματισμού κλήσεων, οι οποίες εκκινούν από το δίκτυο της ΑΤΗΚ σε αριθμούς dial-up πρόσβασης στο διαδίκτυο και τερματίζονται σε δίκτυα εναλλακτικών παροχέων. Η ΑΤΗΚ από την αρχή θεώρησε ότι δεν υφίσταντο οι προϋποθέσεις για να ξεκινήσει διαδικασία επίλυσης διαφοράς, δυνάμει του Άρθρου 34 του Νόμου.
Μετά το τέλος της διαδικασίας επίλυσης διαφοράς και αφού ο Επίτροπος άκουσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, εξέδωσε την 1.11.05 την απόφασή του με αριθμό 6/2005, με την οποία κατέληξε στα πιο κάτω:-
«...............................
Υπό το φως των ανωτέρω, θεωρώ ότι η ΑΤΗΚ, ως έχουσα σημαντική ισχύ στη σχετική αγορά, οφείλει να παρέχει πρόσβαση στα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και σε συναφείς ευκολίες σε κοστοστρεφείς τιμές, γεγονός που θα επιτρέψει την είσοδο εναλλακτικών παροχέων στην αγορά, τη δημιουργία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού και κατά συνέπεια το όφελος των τελικών χρηστών.
Το τέλος αναφορικά με τη χρέωση για 'έναρξη κλήσης από το σταθερό δίκτυο της ΑΤΗΚ' (fixed call origination), το οποίο όπως έχει καταδείξει ο κοστολογικός έλεγχος ανέρχεται σε £0,0058 ανά λεπτό (χρέωση ανά δευτερόλεπτο), αποτελεί το μέγιστο τέλος που η ΑΤΗΚ δύναται να χρεώσει για την παράδοση κλήσεων προς δίκτυα εναλλακτικών παροχέων μέχρι το σημείο διασύνδεσης εντός του δικτύου της.
Το τέλος £0,0058 ανά λεπτό (χρέωση ανά δευτερόλεπτο) αποτελεί απόρροια του πρόσφατου Κοστολογικού Ελέγχου των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται από την ΑΤΗΚ, ο οποίος διενεργήθηκε από ανεξάρτητο ελεγκτικό οίκο. Η ΑΤΗΚ, ως έχουσα σημαντική ισχύ στην αγορά, είναι υποχρεωμένη να συμμορφωθεί με τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου ελέγχου και να παρέχει πρόσβαση στις υπηρεσίες της σε κοστοστρεφείς τιμές. Σε αντίθετη περίπτωση θα θέσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην ανάπτυξη υγιών συνθηκών ανταγωνισμού και κατ' επέκταση θα βλάψει τα συμφέροντα του τελικού χρήστη.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, θεωρώ ότι η ΑΤΗΚ δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, τα οποία είναι ικανά να πείσουν για την ορθότητα των θέσεών της ή να καταρρίψουν τόσο τα αιτήματα των εναλλακτικών παροχέων όσο και τις εν του Νόμου απορρέουσες υποχρεώσεις της.
Έχοντας μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τη θέση όλων των μερών και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, αποφασίζω και διατάσσω ότι:
Η ΑΤΗΚ υποχρεούται να προσφέρει άμεσα, και όχι αργότερα από πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της παρούσας Απόφασης, στις εταιρίες Otenet και Thunderworx, αλλά και σε κάθε παροχές δικτύου ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως επιτάσσει η αρχή της ίσης μεταχείρισης, το προϊόν «εκκίνηση από δίκτυο σταθερής τηλεφωνίας (fixed call origination)» με ανώτατο όριο τιμής τις £0,0058 ανά λεπτό (χρέωση ανά δευτερόλεπτο), για την παράδοση κλήσεων προς δίκτυα εναλλακτικών παροχέων μέχρι το σημείο διασύνδεσης εντός του δικτύου της, κατά τον τερματισμό κλήσεων οι οποίες εκκινούν από το δίκτυο της ΑΤΗΚ σε αριθμούς dial-up πρόσβασης στο διαδίκτυο και καταλήγουν σε δίκτυα εναλλακτικών παροχέων.»
Η ΑΤΗΚ προσέβαλε την απόφαση του Επιτρόπου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προβάλλοντας ότι το ζήτημα που προέκυψε μεταξύ των μερών δεν αποτελούσε θέμα προς διαπραγμάτευση και επομένως δεν υπήρχε διαφορά στην οποία ο Επίτροπος θα μπορούσε να παρέμβει δυνάμει του Άρθρου 34 του Νόμου. Ο αδελφός δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή, απέρριψε την εισήγηση, θεωρώντας ότι από το Άρθρο 20(ιζ) προκύπτει σαφώς ότι ύστερα από το αίτημα των ΕΜ για παρέμβαση, ο Επίτροπος μπορούσε να προχωρήσει στην επίλυση της διαφοράς, μετά που διαπίστωσε το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων. Ως προς τη δεύτερη θέση της ΑΤΗΚ, ότι ο Επίτροπος έχει εξουσία να καθορίζει και να ρυθμίζει «πλαίσια χρεώσεων» και όχι «τιμές λιανικής πώλησης υπηρεσιών», ο αδελφός δικαστής έκρινε ότι με την απόφαση του ο Επίτροπος δεν επιβάλλει λιανική τιμή, αφού αυτή καθοριζόταν από το τέλος παρακράτησης και το τέλος τερματισμού που καθορίζεται από τον εναλλακτικό παροχέα. Έκρινε επίσης ότι το συγκεκριμένο τέλος δεν αφορά σε υπηρεσία που παρέχεται από την ΑΤΗΚ και ούτε αποτελεί «προϊόν μεταπώλησης» όπως ισχυριζόταν η ΑΤΗΚ. Τελικά ο αδελφός δικαστής κατέληξε ότι η απόφαση του Επιτρόπου αρ. 6/2005, ήταν καθ' όλα νόμιμη και απέρριψε την προσφυγή.
Η ΑΤΗΚ προσβάλλει ως λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση, για τους πιο κάτω τέσσερις λόγους έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε:- (1) Ότι ο Επίτροπος δεν υπερέβη τις εξουσίες του, αφού ήταν σαφές από την απόφασή του ότι στην ουσία καθόρισε λιανικό τέλος, κάτι που δεν είχε εξουσία να πράξει, (2) ότι είναι δυνατό να υπάρξει τέλος παρακράτησης ή εκκίνησης και δη ρυθμιζόμενο, (3) ότι έστω και στιγμιαία ο συνδρομητής της ΑΤΗΚ καθίσταται πελάτης της υπηρεσίας των εναλλακτικών παροχών και (4) ότι η απόφαση του Επιτρόπου ήταν δεόντως αιτιολογημένη.
Αναφορικά με το κατά πόσον ο Επίτροπος υπερέβη τις εξουσίες του, η θέση της ΑΤΗΚ είναι ότι το λιανικό τέλος της ΑΤΗΚ, όταν πελάτης της καλεί αριθμό πελάτη εναλλακτικού παροχέα, συνίσταται από: (α) το «τέλος χρήσης» ή «τέλος παρακράτησης» του δικτύου της ΑΤΗΚ που καθορίζει η ίδια η ΑΤΗΚ και (β) το «τέλος τερματισμού» που καθορίζει και χρεώνει ο εναλλακτικός παροχέας. Θεωρεί την απόφαση του Επιτρόπου να καθορίσει το τέλος χρήσης του δικτύου της ΑΤΗΚ ως τέλος παρακράτησης ως εσφαλμένο, αφού αφήνει την ΑΤΗΚ εκτός της διεργασίας καθορισμού του τέλους. Το τέλος παρακράτησης που χρεώνει η ΑΤΗΚ τους συνδρομητές της, σε καμιά περίπτωση μπορεί να καταστεί αντικείμενο συζήτησης ή διαπραγμάτευσης με εναλλακτικούς παροχείς. Περαιτέρω, αποτελεί θέση της ΑΤΗΚ ότι η διαδικασία επίλυσης διαφοράς με βάση το Άρθρο 34 του Νόμου, πρέπει να έχει αντικείμενο τη συμμόρφωση με το Νόμο ή ρυθμίσεις δυνάμει του Νόμου και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχαν τέτοιες ρυθμίσεις. Η προσβαλλόμενη απόφαση, ανέφερε ο δικηγόρος της ΑΤΗΚ, είναι αντίθετη με τις αποφάσεις Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2005) 3 Α.Α.Δ. 20 (Α.Ε. 145/04) και με την υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 752/06, ημερ. 23.1.2008, η οποία όμως είναι υπό έφεση με την Α.Ε. 26/08, (2011) 3 Α.Α.Δ. 756, που συνεκδικάζεται με την παρούσα διαδικασία.
Με συμπληρωματικό διάγραμμα αγόρευσης, ο δικηγόρος της ΑΤΗΚ εισηγήθηκε επίσης ότι η απόφαση της Ολομέλειας στην Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2011) 3 Α.Α.Δ. 143, αποφασίστηκε per incuriam και μας κάλεσε να αποστούμε, αφού τα εκεί αποφασισθέντα έρχονται σε σύγκρουση με τη δεσμευτική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2005) 3 Α.Α.Δ. 20 (A.E. 145/04) στην οποία κρίθηκε ότι ο Επίτροπος δεν έχει εξουσία να καθορίζει «λιανικές τιμές» αλλά «πλαίσια τιμών».
Από την άλλη, ο δικηγόρος του Επιτρόπου και το ΕΜ 2 υποστηρίζουν ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο Επίτροπος δεν υπερέβη τις εξουσίες του, αφού με την απόφαση του καθορίζει ανώτατο τέλος χρέωσης για την παράδοση κλήσεων προς τα δίκτυα εναλλακτικών παροχέων σε σημεία διασύνδεσης εντός του δικτύου τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθόρισε είτε άμεσα είτε έμμεσα το λιανικό τέλος της ΑΤΗΚ. Όπως εξήγησε περαιτέρω, το τέλος παρακράτησης ή σύνδεσης υπόκειται σε ρύθμιση, ενώ το τέλος τερματισμού που καθορίζει ο εναλλακτικός παροχέας, δεν υπόκειται σε ρύθμιση. Με αυτό σαν δεδομένο δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο Επίτροπος ρύθμισε το λιανικό τέλος. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η απόφαση του Επιτρόπου και κατ' επέκταση η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ουδόλως συγκρούεται με τα αποφασισθέντα από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση 145/2004, ανωτέρω.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Η υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας στην Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20 (A.E. 145/2004), καθορίζει ότι ο Επίτροπος, δυνάμει του Άρθρου 19(1)(ρ) του προηγούμενου Νόμου 19(Ι)/2002 και του αντίστοιχου Άρθρου 20(ιζ) του νέου Νόμου 112(Ι)/2004, έχει εξουσία να καθορίζει «πλαίσια τιμών» και δεν εκτείνεται στον καθορισμό «λιανικών τιμών».
Η Ολομέλεια στην Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2011) 3 Α.Α.Δ. 143, διέκρινε την εξουσία του Επιτρόπου που ασκείται δυνάμει του Άρθρου 20(ιγ) για την επίλυση διαφορών μεταξύ παροχέων δικτύων και υπηρεσιών και αυτή που ασκείται δυνάμει του Άρθρου 20(ιζ), για τον καθορισμό και ρύθμιση με απόφαση του πλαισίου χρεώσεων για διασφάλιση θεμιτού και υγιούς ανταγωνισμού και των αρχών της διαφάνειας και κοστοστρέφειας οποιωνδήποτε παροχέων δικτύων και/ή παροχέων καθολικής υπηρεσίας ηλεκτρονικών υπηρεσιών ή αυτών που έχουν καθοριστεί ως έχοντες σημαντική ισχύ στην αγορά, όπως έχει καθορίσει η ΑΤΗΚ.
Στην πρώτη περίπτωση η απόφαση του Επιτρόπου δυνάμει του Άρθρου 34, είναι αναγκαία για επίλυση της διαφοράς μεταξύ υπόχρεων οργανισμών για την παροχή δικτύων ή/και υπηρεσιών και ο Επίτροπος θα πρέπει να καταλήξει σε συγκεκριμένες λύσεις. Σ' αυτή την περίπτωση, η εξουσία του Επιτρόπου δεν είναι δυνατό να περιορίζεται στον καθορισμό πλαισίου τιμών, αφού κάτι τέτοιο ενδεχομένως να μην επίλυε τη διαφορά, αλλά θα τη διαιώνιζε. Υπό αυτή την έννοια, η υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας στην Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2005) 3 Α.Α.Δ. 20 (Α.Ε. 145/04), διακρίνεται.
Η δεύτερη περίπτωση, αφορά διαφορά, δυνάμει του Άρθρου 20(ιζ). Εδώ η εξουσία του Επιτρόπου για επίλυση της διαφοράς δυνάμει του Άρθρου 34, σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας (Α.Ε. 117/07, ημερ. 18.2.2011), είναι εντελώς διαφορετική, αφού το ίδιο το Άρθρο 20(ιζ) προβλέπει ρητά για τον καθορισμό «πλαισίου τιμών» για τους σκοπούς που προσδιορίζει το άρθρο.
Στην προκειμένη περίπτωση ο Επίτροπος, επιλύοντας τη διαφορά δυνάμει του Άρθρου 20(ιζ) του Νόμου, δεν καθόρισε λιανική τιμή, αλλά καθόρισε πλαίσιο χρεώσεων. Στην ουσία εκείνο που αποφάσισε ήταν να καθορίσει ότι το ανώτατο όριο τιμών, το οποίο θα διασφάλιζε θεμιτό και υγιή ανταγωνισμό και το οποίο ήταν σύμφωνο με τις αρχές της διαφάνειας και κοστοστρέφειας, ήταν το ποσό των £0,0058 σεντ ανά λεπτό, όπως αυτό καθορίστηκε προηγουμένως κατά τον κοστολογικό έλεγχο ΑΤΗΚ 2004, που ήταν απόρροια της κήρυξης της ΑΤΗΚ ως έχουσας σημαντική ισχύ στη σχετική αγορά. Η απόφαση του Επιτρόπου κατά την κρίση μας είναι σύμφωνη με τις εξουσίες που του παρέχονται τόσο από το Άρθρο 20(ιζ) όσο και από το Άρθρο 34 για επίλυση διαφορών.
Δεν συμφωνούμε ότι η απόφαση του Επιτρόπου και κατ' επέκταση η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία την επιβεβαίωσε, έρχεται σε αντίθεση με την υπόθεση Α.Ε. 145/05, πιο πάνω. Ούτε συμφωνούμε ότι υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος να αποστούμε από τα αποφασισθέντα από την Ολομέλεια στην Α.Ε. 117/07, πιο πάνω. Η απόφαση του Επιτρόπου με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβάλλει λιανική τιμή, αφού αυτό καθορίζεται, όπως ορθά υποδεικνύει και ο αδελφός δικαστής πρωτοδίκως, από το τέλος σύνδεσης ή παρακράτησης (ΑΤΗΚ) το οποίο υπόκειται σε ρύθμιση, αφού θα πρέπει να εμπίπτει στο πλαίσιο τιμών που καθορίζει ο Επίτροπος και από το τέλος τερματισμού που χρεώνουν οι εναλλακτικοί παροχείς, το οποίο δεν υπόκειται σε ρύθμιση από την ΑΤΗΚ, αλλά από τους ίδιους τους εναλλακτικούς παροχείς. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαίωναν ότι το τέλος παρακράτησης που καθόρισε ο Επίτροπος, εφόσον υπόκειτο σε περαιτέρω ρύθμιση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η τελική λιανική τιμή. Ήταν απλώς το τέλος που καθορίστηκε από τον Επίτροπο για επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με το ήδη καθορισθέν «πλαίσιο τιμών». Από εκεί και πέρα η τελική τιμή θα καθοριζόταν μετά που οι εναλλακτικοί παροχείς καθόριζαν το δικό τους τέλος τερματισμού για τον καθορισμό του οποίου η ΑΤΗΚ δεν έχει λόγο.
Επίσης, δεν συμφωνούμε με τον τρόπο που ο δικηγόρος της ΑΤΗΚ ερμηνεύει τους όρους «συνδρομητής» και «πελάτης» για να εισηγηθεί, σε σχέση με τον δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα «το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι υπάρχει ή είναι δυνατό να υπάρξει τέλος παρακράτησης ή εκκίνησης και δη ρυθμιζόμενο». Αντίθετα, συμφωνούμε με το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στην προκειμένη περίπτωση η κλήση εκκινεί από το δίκτυο της ΑΤΗΚ και τερματίζεται στο δίκτυο των εναλλακτικών παροχέων, οι οποίοι και επιτρέποντας τον τερματισμό της κλήσης στο δίκτυο τους, αποκτούν και το δικαίωμα να καθορίζουν το τέλος τερματισμού και όχι η ΑΤΗΚ. Εν πάση περιπτώσει, οι δύο έννοιες «συνδρομητής» και «πελάτης», δεν μπορεί να είναι ταυτόσημες για σκοπούς του Νόμου. Όπως ορθά υποδεικνύει ο αδελφός δικαστής στην πρωτόδικη απόφασή του, η έννοια του όρου «πελάτης» είναι ευρύτερη, ενώ η έννοια του όρου «συνδρομητής», είναι πιο περιορισμένη. Το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, με το οποίο συμφωνούμε, είναι απόλυτα επεξηγηματικό:-
«..οι έννοιες δεν είναι ταυτόσημες. Και τούτο διότι πελάτης υπηρεσιών της ΑΤΗΚ δεν είναι απαραίτητα και συνδρομητής της. Συνδρομητής είναι ο πελάτης ο οποίος έχει συμβατική σχέση με τον παροχέα. Πελάτης υπηρεσιών είναι ο πελάτης, συνδρομητής ή μη, που χρησιμοποιεί για κάποιο χρονικό διάστημα το δίκτυο του παροχέα. Κατά τη διενέργεια κλήσης από συνδρομητή σταθερού της ΑΤΗΚ σε υπηρεσία που προσφέρει ο εναλλακτικός παροχέας, όπως ορθά αναφέρει στην αιτιολόγηση της απόφασής του ο Επίτροπος, ο συνδρομητής της ΑΤΗΚ καθίσταται αυτόματα, και για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που διαρκεί η κλήση, πελάτης της υπηρεσίας του εναλλακτικού παροχέα.»
Αν οι όροι ερμηνεύονταν όπως εισηγείται ο δικηγόρος της ΑΤΗΚ, τότε θα υπήρχε κίνδυνος η υπηρεσία του εναλλακτικού παροχέα να ελέγχεται από την ΑΤΗΚ και να διαπλέκεται με τη δική της αντίστοιχη υπηρεσία.
Ως προς την αιτιολογία της απόφασης του Επιτρόπου (λόγος έφεσης 4), συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι αυτή περιείχε όλα τα στοιχεία μιας επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης, ήτοι ήταν σαφής και πειστική ως προς τους λόγους που οδήγησαν τον Επίτροπο να λάβει την απόφασή του.
Προβλήθηκε επίσης, στα πλαίσια του λόγου έφεσης 4, εισήγηση ότι υπήρξε πλάνη περί το νόμο. Όπως έχουμε εξηγήσει, κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, η αιτιολογία του Επιτρόπου και κατ' επέκταση η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε η νομιμότητά της, ερμηνεύουν ορθά τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου 112(Ι)/2004 και ιδιαίτερα αυτές του Άρθρου 20(ιζ) και 34. Δεν συμφωνούμε με το δικηγόρο της ΑΤΗΚ ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε ανάγκη ανάλυσης αγοράς, αφού αυτή προηγήθηκε, στα πλαίσια καθορισμού της ΑΤΗΚ ως οργανισμού με σημαντική ισχύ στην αγορά, οπότε και με βάση το κοστολόγιο ΑΤΗΚ 2004, καθορίστηκε το ανώτατο όριο τιμών, ώστε να διασφαλίζεται ο υγιής ανταγωνισμός και οι υπόλοιποι σκοποί του Νόμου.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Επιτρόπου, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα του ΕΜ 2.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.