ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 325
15 Απριλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΘΕΚΛΑ ΜΑΡΚΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 65/2008)
Πολεοδομική Άδεια ― Απόρριψη αίτησης για πολεοδομική άδεια και άσκηση ιεραρχικής προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης ― Η ακολουθητέα κατά νόμον διαδικασία εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής ― Ισχυρισμοί περί ελλαττωμάτων της, οι οποίοι απορρίφθηκαν με δεσμευτική νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Η Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810 και η εφαρμογή των πορισμάτων της στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Διοικητικό Δίκαιο ― Η υποχρέωση της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου ― Δεν επιβάλλεται στην περίπτωση εξέτασης ιεραρχικής προσφυγής, κατά της απορρίψεως αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Κρίσιμο νομικό καθεστώς για την απόφαση επί αιτήματος προς την διοίκηση ― Άρθρο 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις ― Η διοικητική στάση κρίθηκε ότι δεν παραβίασε ούτε την αρχή της καλής πίστης.
Η εφεσείουσα αξίωσε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή της κατά της απόρριψης της ιεραρχικής της προσφυγής κατά της επίδικης πολεοδομικής απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η εμπλοκή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και η εξ ολοκλήρου εξέταση της υπόθεσης από τον ίδιο ή αρμόδιο υπάλληλό του, έγινε κατά παράβαση του Καν. 7(5) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/1990).
Με βάση τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972 (Ν. 90/1972 ως έχει τροποποιηθεί) Άρθρο 31, η ιεραρχική προσφυγή κατά απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ελέγχει τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία αυτής. Το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε την εξουσία του αυτή με βάση τις διατάξεις του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962) και με απόφασή του ημερ. 30/7/1993 (Κ.Δ.Π. 196/1993) διόρισε Υπουργική Επιτροπή στην οποία μετέχει και ο Υπουργός Εσωτερικών.
Η ιεραρχική προσφυγή, εν προκειμένω, δεν τέθηκε σε πρώτο στάδιο στην Υπουργική Επιτροπή, ως το αρμόδιο όργανο ενόψει εκχώρησης των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου ώστε η εν λόγω επιτροπή, στα πλαίσια του Καν. 7(5), όπως είχε διακριτική ευχέρεια να πράξει, να ζητήσει όπως ορισμένα θέματα εξεταστούν από τον Υπουργό Εσωτερικών. Όμως το θέμα αυτό εξετάστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810, στην οποία βασίστηκε ο πρωτόδικος δικαστής και πράγματι οι ισχυρισμοί από πλευράς των εφεσειόντων σε εκείνη την υπόθεση ήσαν πανομοιότυποι όπως και στην παρούσα. Ότι δηλαδή (α) δεν υπήρχε απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής που να αναθέτει στο Υπουργείο Εσωτερικών την εξέταση θεμάτων της ιεραρχικής προσφυγής και (β) ότι το Υπουργείο Εσωτερικών ως «αντίδικος» δεν είχε δικαίωμα να εκφέρει απόψεις. Η Ολομέλεια με αναφορά και στην υπόθεση Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς.
Είναι φανερό, ότι η διοικητική αρμοδιότητα ασκήθηκε από το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από το Νόμο, όπως διαλαμβάνει το Άρθρο 17(6) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999 όπως έχει τροποποιηθεί) και ο περί αντιθέτου ισχυρισμός της εφεσείουσας δεν ευσταθεί.
2. Ο πρωτόδικος δικαστής ορθά αναφέρει ότι ο Καν. 7(4), δίνει απλώς διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση στο Υπουργικό Συμβούλιο, εδώ την Υπουργική Επιτροπή, να ζητήσει και ακούσει το πρόσωπο που υποβάλλει την ιεραρχική προσφυγή σχετικά με τους λόγους στους οποίους βασίζει αυτή. Ορθά επίσης επισημαίνεται ότι το θέμα αποφασίστηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας, σελ. 817.
3. Ο βαθμός και η έκταση της έρευνας, εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Στην παρούσα υπόθεση προκύπτει ότι ο λόγος που απορρίφθηκε η αίτηση για πολεοδομική άδεια είναι ότι κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησης, το σχετικό Τοπικό Σχέδιο διαλάμβανε ότι η έκταση του υπό ανάπτυξη τεμαχίου έπρεπε να ήταν τουλάχιστο 6000 τ.μ. Το ακίνητο της εφεσείουσας είναι κοινό έδαφος ότι δεν ήταν αυτής της έκτασης. Επομένως δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο από άποψης γεγονότων που έπρεπε να διερευνηθεί.
4. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η επίδικη αίτηση υποβλήθηκε στις 14/3/2003 και η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση λήφθηκε στις 29/1/2004. Στο μεταξύ στις 21/3/2003, δηλαδή μόνο 7 μέρες μετά την υποβολή της αίτησης για πολεοδομική άδεια, δημοσιεύθηκαν οι τροποποιημένες Πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, τις οποίες και εφάρμοσαν οι εφεσίβλητοι σ' αυτή την υπόθεση.
Είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξέταση μιας αίτησης γίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση, εκτός αν η διοίκηση δεν εξέτασε την αίτηση μέσα σε εύλογο χρόνο, οπότε ο χρόνος αρχίζει να μετρά από την ημέρα που θεωρείται, ανάλογα με την περίπτωση, ότι εξέπνευσε ο απαιτούμενος λογικός χρόνος (βλ. Άρθρο 9 του Ν. 158(Ι)/1999).
Εδώ δεν μπορεί να γίνει βάσιμος ισχυρισμός ότι η αίτηση έπρεπε να εξεταστεί πριν την 21/3/2003. Ορθά λοιπόν αποφασίστηκε πρωτόδικα, ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν μέσα στα πλαίσια που επιβάλλει ο νόμος και κατ' επέκταση ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810,
Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72,
Δημοκρατία κ.ά. ν. Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ηλιάδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 951/06), ημερ. 28.3.08.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Μ. Χατζηγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα απόφασης αδελφού Δικαστή που εκδόθηκε στις 28/3/2008 και με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της αιτήτριας με αρ. 951/2006 κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων να μην της χορηγήσουν πολεοδομική άδεια για την ανέγερση κατοικίας με κολυμβητική δεξαμενή.
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Η εφεσείουσα υπέβαλε στις 14/3/2003 από κοινού με άλλα τρία πρόσωπα αίτηση στην Πολεοδομική Αρχή για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση οικίας και κολυβητικής δεξαμενής στο τεμ. Αρ. 374 στην Τάλα, στο οποίο ήταν συνιδιοκτήτρια. Στις 29/1/2004 η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την αίτηση γιατί δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 7.4.1(α) του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, σύμφωνα με την οποία η ανέγερση μεμονωμένης κατοικίας στη συγκεκριμένη περιοχή ήταν δυνατή σε τεμάχιο με εμβαδόν τουλάχιστο 6.000 τ.μ.. Η εφεσείουσα υπέβαλε στις 17/6/2004 ιεραρχική προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, επικαλούμενη το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με το οποίο για την παραχώρηση άδειας ανέγερσης κατοικίας με κολυμβητική δεξαμενή, εκτός του ορίου ανάπτυξης, απαιτείτο ελάχιστο εμβαδόν 4.000 τ.μ.. Η Υπουργική Επιτροπή στην οποία έχει εκχωρηθεί η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με το Άρθρο 31(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, Ν. 90/72 (όπως τροποποιήθηκε), αφού έλαβε υπόψη σχετικό Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών και τις εισηγήσεις του Διευθυντή και του Επαρχιακού Λειτουργού του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου, αποφάσισε κατά τη συνεδρία της, της 28/2/2006, να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή.
Κατά της πιο πάνω απόφασης η εφεσείουσα καταχώρησε την προσφυγή αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Ισχυρίστηκε πρωτόδικα ότι η πιο πάνω απόφαση είναι άκυρη γιατί (α) ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ενεπλάκη αναρμοδίως στη διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής, (β) γιατί παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης της, (γ) γιατί υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και (δ) γιατί παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης.
Όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί της εφεσείουσας απορρίφθηκαν πρωτόδικα. Ιδιαίτερα όσον αφορά τους (α) και (β) πιο πάνω λόγους, ο αδελφός Δικαστής έλαβε υπόψη ότι τους ίδιους ακριβούς ισχυρισμούς είχε προωθήσει ο ευπαίδευτος συνήγορος σε άλλη παρόμοια υπόθεση και απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810.
Η έφεση
Με την παρούσα έφεση που βασίζεται σε 4 λόγους έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται τα ακόλουθα:
(α) Εσφαλμένα απορρίφθηκε πρωτόδικα ο ισχυρισμός ότι αναρμοδίως ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ή απρόσωπα λειτουργός του εν λόγω Υπουργείου εξέτασε εξ ιδίας πρωτοβουλίας και χωρίς να του ανατεθεί από την Υπουργική Επιτροπή, την ιεραρχική της προσφυγή, βασιζόμενος στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (πιο πάνω) χωρίς να διαπιστώσει ότι τώρα το επιχείρημα στηριζόταν στο Νόμο 158(Ι)/1999 και σε νομολογία που διευκρινίζει την ανάγκη να προηγηθεί απόφαση του αρμοδίου οργάνου για ανάθεση έρευνας όπως και ο Καν. 7(5) ρητά προβλέπει.
(β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι το θέμα ακρόασης εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εξετάζοντος οργάνου και ότι εδώ η εφεσείουσα είχε την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις της με την κατάθεση της ιεραρχικής προσφυγής.
(γ) Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς και πλήρους έρευνας και ότι αυτή είναι αιτιολογημένη.
(δ) Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας ισχυρίζεται ότι η εμπλοκή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και η εξ ολοκλήρου εξέταση της υπόθεσης από τον ίδιο ή αρμόδιο υπάλληλο του, είναι κατά παράβαση του Καν. 7(5) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/1990).
Ο πιο πάνω κανονισμός διέπει τα της ιεραρχικής προσφυγής και στην έκταση που μας αφορά έχει ως εξής:
«...........................................................................................................
(3) Η ιεραρχική προσφυγή ασκείται με την εμπρόθεσμη κατάθεση στον Υπουργό Εσωτερικών εγγράφου που περιέχει τους προς υποστήριξη της προσφυγής λόγους και με την ταυτόχρονη κοινοποίηση αντιγράφου της εγγράφου της προσφυγής στην Πολεοδομική Αρχή.
(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζει την προσφυγή χωρίς υπαίτια βραδύτητα και κοινοποιεί το ταχύτερο την απόφασή του στο πρόσωπο που άσκησε την προσφυγή, αφού προηγουμένως, αν το κρίνει σκόπιμο, ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή.
(5) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέσει σε Υπουργό ή επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμά τους, πριν εκδώσει την απόφασή του για την προσφυγή.»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω και ιδιαίτερα το εδ. (5) του Καν. 7 ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, που σύμφωνα με το Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή, έχει διακριτική ευχέρεια να αναθέσει σε Υπουργό ή Υπουργική Επιτροπή την εξέταση ορισμένων θεμάτων και αφού έχει το πόρισμα τους, εκδίδει το ίδιο την απόφαση του για την προσφυγή.
Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι με βάση τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972 (Ν. 90/1972 ως έχει τροποποιηθεί) Άρθρο 31, η ιεραρχική προσφυγή κατά απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο ελέγχει τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία αυτής. Το εδ. (2) του Άρθρου 31 διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«31. (1) ................................................................................................
(2) Οσάκις υποβάλληται ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του εδαφίου (1), το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να επιτρέψη ή να απορρίψη ταύτην, ή να ακυρώση ή τροποποιήση οιονδήποτε μέρος της αποφάσεως ανεξαρτήτως του εάν η απόφασις αφορά εις το μέρος τούτο ή μη, δύναται δε να επιληφθή της αιτήσεως ως εάν αύτη είχε το πρώτον υποβληθή εις τούτο.»
Παρά τα πιο πάνω, το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε την εξουσία του αυτή με βάση τις διατάξεις του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962) και με απόφασή του ημερ. 30/7/1993 (Κ.Δ.Π. 196/1993) διόρισε Υπουργική Επιτροπή στην οποία μετέχει και ο Υπουργός Εσωτερικών.
Ότι στην παρούσα υπόθεση εξουσία για εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής είχε η Υπουργική Επιτροπή, δεν αμφισβητείται από την εφεσείουσα. Η ουσία του παραπόνου της είναι ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ενήργησε αυτόβουλα και όχι με οδηγίες του αρμοδίου οργάνου (Υπουργικής Επιτροπής) για να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή. Θα έπρεπε, σύμφωνα με την εφεσείουσα, η ανάθεση σ' αυτόν να γίνει από την Υπουργική Επιτροπή με βάση τον Καν. 7(5) και για «ορισμένα θέματα» μόνο.
Σημειώνουμε εδώ ότι η ιεραρχική προσφυγή ημερ. 17/6/2004 (Κυανούν 20-19 στο φάκελο τεκμ. 1 (β)) υποβλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο μέσω Υπουργού Εσωτερικών. Το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του ημερ. 9/7/2004 (Κυανούν 21 στον ίδιο φάκελο) διαβίβασε την ιεραρχική προσφυγή στον Επαρχιακό Λειτουργό Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου ως η πρόνοια του Καν. 7(3) (με κοινοποίηση στον Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως) για να υποβάλει τις απόψεις του. Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου με επιστολή του ημερ. 24/3/2005 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών απέστειλε τις απόψεις του. Ό,τι ακολουθεί είναι η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής και στη συνέχεια οι επιστολές ημερ. 15/2/2006 και 26/4/2006 (προσβαλλόμενη απόφαση) προς το δικηγόρο της εφεσείουσας που τον πληροφορούν ότι η Υπουργική Επιτροπή απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η ιεραρχική προσφυγή δεν τέθηκε σε πρώτο στάδιο στην Υπουργική Επιτροπή, ως το αρμόδιο όργανο ενόψει εκχώρησης των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου και η εν λόγω επιτροπή στα πλαίσια του Καν. 7(5), όπως είχε διακριτική ευχέρεια να πράξει, να ζητήσει όπως ορισμένα θέματα εξεταστούν από τον Υπουργό Εσωτερικών. Όμως το θέμα αυτό εξετάστηκε από την Ολομέλεια στην προαναφερθείσα υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας, στην οποία βασίστηκε ο πρωτόδικος δικαστής και προσέχουμε ότι πράγματι οι ισχυρισμοί από πλευράς των εφεσειόντων σε εκείνη την υπόθεση ήσαν πανομοιότυποι όπως και στην παρούσα. Ότι δηλαδή (α) δεν υπήρχε απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής που να αναθέτει στο Υπουργείο Εσωτερικών την εξέταση θεμάτων της ιεραρχικής προσφυγής και (β) ότι το Υπουργείο Εσωτερικών ως «αντίδικος» δεν είχε δικαίωμα να εκφέρει απόψεις. Η Ολομέλεια με αναφορά και στην υπόθεση Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72 απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς. Στη σελ. 816 ανάφερε σχετικά τα ακόλουθα:
«Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: «Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει» εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου. Σε καμιά δε περίπτωση δεν επικρίθηκε η διεξαχθείσα έρευνα ως ελλιπής ή στρεβλωτική της κατάστασης. Όπως θα προσέξει ένας, το Σημείωμα περιέχει και κάθε στοιχείο σχετιζόμενο με τη μεταγενέστερη αλλαγή των χρήσεων της ζώνης, που βρίσκονται τα επίδικα καταστήματα. Δόθηκε ολοκληρωμένη και πιστή εικόνα.»
Η τελική απόφαση στην παρούσα λήφθηκε από την Υπουργική Επιτροπή, το αρμόδιο δηλαδή όργανο. Το ουσιαστικό μέρος αναφέρει τα ακόλουθα:
«Η Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα αρ. 59/26 του Υπουργείου Εσωτερικών και, αφού εξέτασε τα πραγματικά γεγονότα και νομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την υποβληθείσα πολεοδομική αίτηση, την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, καθώς και τους λόγους που επικαλείται η αιτήτρια, αποφάσισε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση από την Πολεοδομική Αρχή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Αρχής είναι ορθή νόμιμη με βάση τη νομοθεσία και τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Πάφου (Τροποποιημένου) που δημοσιεύτηκε στις 21.3.2003. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι ορθά η Πολεοδομική αρχή έκρινε ότι δεν ήταν εύλογο το χρονικό διάστημα των 7 ημερών που μεσολάβησε από την ημέρα υποβολής της αίτησης (14.3.2003) μέχρι την ημέρα δημοσίευσης του Τοπικού Σχεδίου Πάφου (Τροποποιημένου) στις 21.3.2003 και ορθά μελέτησε την αίτηση με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημέρα της λήψης της απόφασης.»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η διοικητική αρμοδιότητα ασκήθηκε από το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από το Νόμο, όπως διαλαμβάνει το Άρθρο 17(6) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999 όπως έχει τροποποιηθεί) και ο περί αντιθέτου ισχυρισμός της εφεσείουσας δεν ευσταθεί.
Ενόψει όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής, κατ' εφαρμογήν της πιο πάνω απόφασης, απέρριψε τους ισχυρισμούς περί αναρμόδιας εμπλοκής του Υπουργείου Εσωτερικών και επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης με τον οποίο η εφεσείουσα παραπονείται ότι δεν της δόθηκε το δικαίωμα να ακουστεί επί της ιεραρχικής προσφυγής, κρίνουμε ότι επίσης δεν ευσταθεί. Ο πρωτόδικος δικαστής ορθά αναφέρει ότι ο Καν. 7(4), το κείμενο του οποίου παραθέσαμε πιο πάνω, δίνει απλώς διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση στο Υπουργικό Συμβούλιο, εδώ την Υπουργική Επιτροπή, να ζητήσει και ακούσει το πρόσωπο που υποβάλλει την ιεραρχική προσφυγή σχετικά με τους λόγους στους οποίους βασίζει αυτή. Ορθά επίσης επισημαίνεται ότι το θέμα αποφασίστηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας, σελ. 817, όπου διαβάζουμε ότι «κατά τον κανονισμό απόκειται στη διακριτική εξουσία του εξετάζοντος οργάνου η ακρόαση του ενδιαφερόμενου». Επομένως απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.
Ο τρίτος λόγος έφεσης προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστή ότι υπήρξε η δέουσα έρευνα και αιτιολογία της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης. Σύμφωνα με τη νομολογία ο βαθμός και η έκταση της έρευνας, εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Ελισσαίου κ.ά (2003) 3 Α.Α.Δ. 168, σελ. 176 διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Νicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).»
Στην παρούσα υπόθεση προκύπτει ότι ο λόγος που απορρίφθηκε η αίτηση για πολεοδομική άδεια είναι ότι κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησης, το σχετικό Τοπικό Σχέδιο διαλάμβανε ότι η έκταση του υπό ανάπτυξη τεμαχίου έπρεπε να ήταν τουλάχιστο 6000 τ.μ. Το ακίνητο της εφεσείουσας είναι κοινό έδαφος ότι δεν ήταν αυτής της έκτασης. Επομένως δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο από άποψης γεγονότων που έπρεπε να διερευνηθεί. Τώρα αν έπρεπε η αίτηση να εξεταστεί με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την υποβολή αυτής, τούτο είναι άλλο θέμα, και είναι αντικείμενο του τέταρτου λόγου έφεσης. Επομένως ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι διεξάχθηκε η δέουσα έρευνα και ότι υπήρξε η αιτιολογία, επίσης δεν ευσταθεί.
Τέλος είναι ο τέταρτος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης, επειδή οι εφεσίβλητοι δεν εφάρμοσαν το καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η αίτηση υποβλήθηκε στις 14/3/2003 και η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση λήφθηκε στις 29/1/2004. Στο μεταξύ στις 21/3/2003, δηλαδή μόνο 7 μέρες μετά την υποβολή της αίτησης για πολεοδομική άδεια, δημοσιεύθηκαν οι τροποποιημένες Πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Πάφου τις οποίες και εφάρμοσαν οι εφεσίβλητοι σ' αυτή την υπόθεση.
Είναι σαφώς νομολογημένο ότι η εξέταση μιας αίτησης γίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση εκτός αν η διοίκηση δεν εξέτασε την αίτηση μέσα σε εύλογο χρόνο, οπότε ο χρόνος αρχίζει να μετρά από την ημέρα που θεωρείται, ανάλογα με την περίπτωση, ότι εξέπνευσε ο απαιτούμενος λογικός χρόνος (βλ. Άρθρο 9 του προαναφερθέντος Ν. 158(Ι)/1999).
Εδώ δεν μπορεί να γίνει βάσιμος ισχυρισμός ότι η αίτηση έπρεπε να εξεταστεί πριν την 21/3/2003. Ορθά λοιπόν αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν μέσα στα πλαίσια που επιβάλλει ο νόμος και κατ' επέκταση ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.