ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 3 ΑΑΔ 267

11 Απριλίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα - Καθ' ης η αίτηση,

ν.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΣΠΑΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 194/2008)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προφορικές Συνεντεύξεις ― Η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ κατά την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού ― Ειδικά η βαρύτητα που μπορεί να δοθεί στην ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση, σε αντιδιαστολή προς τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η επιλογή της ΕΔΥ θεωρήθηκε, εν μέρει μόνο, εύλογα επιτρεπτή στην κριθείσα περίπτωση.

Η Δημοκρατία αξίωσε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Λειτουργού Καταγραφής και Διαχείρισης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εν μέρει επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ως προς τα ΕΜ2 και ΕΜ3, η έφεση δεν μπορεί να έχει έρεισμα. Η ΕΔΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, ώστε να την καταστήσει το αποκλειστικό ή αποφασιστικό κριτήριο επιλογής.  Η συνολική εικόνα εμφανούς υπεροχής δεν μπορούσε να ανατραπεί από την ελαφρά, όπως και η νομολογία αναγνωρίζει, διαφορά αξιολόγησης από την ΕΔΥ της απόδοσης στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, διαγραφομένης έτσι της υπόλοιπης εικόνας των υποψηφίων. Η επιλογή της ΕΔΥ δεν μπορούσε να καλυφθεί από την όση ευρύτητα της διακριτικής ευχέρειάς της ως ευλόγως επιτρεπτή.

2.      Τα πράγματα δεν είναι όμως τόσο απλά στην περίπτωση του ΕΜ1. Πέραν της καλύτερης αξιολόγησης από την ΕΔΥ, που δεν θα ήταν από μόνη της κρίσιμης σημασίας, το ΕΜ1 κυρίως διέθετε το πλεονέκτημα, είχε πρόσθετο προσόν, το πτυχίο της νομικής, που ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, και διέθετε μια πολύ μακρά πείρα από το 1992. Με όλα αυτά τα δεδομένα, η σημασία της μεγάλης διαφοράς στη διαδικασία της ΣΕ μεταξύ Εφεσίβλητου και ΕΜ1 εμειώνετο αναλόγως, η δε επιλογή της ΕΔΥ αναδεικνύετο ως ευλόγως επιτρεπτή.

3.  Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η απόφαση της ΕΔΥ επικυρώνεται, ως προς το ΕΜ1, και αποτυγχάνει ως προς τα ΕΜ2 και ΕΜ3. Έχοντας υπ' όψη το συνολικό αποτέλεσμα της έφεσης, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1380/07), ημερ. 24.11.08.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσείουσα.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δωθεί από το Δ. Χατζηχαμπή, Δ..

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Μεγάλη υπήρξε η ανταπόκριση στη δημοσίευση 13 θέσεων Βοηθού Λειτουργού Καταγραφής και Διαχείρισης στο Υπουργείο των Εσωτερικών, θέση πρώτου διορισμού.  Των αιτήσεων επελήφθη κατά πρώτον η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) η οποία διενήργησε και γραπτή και προφορική εξέταση με αντίστοιχη βαρύτητα 60% και 40%.  Στο σύνολο των ούτω σταθμισθέντων αποτελεσμάτων, η ΣΕ πρόσθεσε 5 μονάδες για το πλεονέκτημα (τριετής σχετική πείρα) σε όσους υποψηφίους το κατείχαν, για να καταλήξει στη συνολική βαθμολογία.  Κατέταξε τότε τους υποψηφίους κατά σειρά τελικής βαθμολογίας και τους ενέταξε σε κατηγορίες («Εξαίρετος» - άνω των 80, «Σχεδόν Εξαίρετος» - 70 μέχρι 80, «Πάρα Πολύ Καλός» - 60+ μέχρι 70, κλπ που δεν ενδιαφέρει).  Σύστησε δε προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) τους πρώτους 52 (τετραπλάσιους του αριθμού των θέσεων). Σε αυτούς η ΕΔΥ πρόσθεσε άλλους 13, που ήσαν οι υπόλοιποι υποψήφιοι που ενέπιπταν στην κατηγορία «Πάρα Πολύ Καλός», για σκοπούς ίσης μεταχείρισης όπως είπε.  Ο Εφεσίβλητος (Αιτητής) ήταν τέταρτος στον κατάλογο της ΣΕ με βαθμολογία 89.23, με 90.50% στη γραπτή και 88% στην προφορική εξέταση.  Το Ε.Μ.1 Χριστοδούλου ήταν 57η με βαθμολογία 63.92 (περιλαμβανομένου του πλεονεκτήματος), με 41.53% στη γραπτή και 85% στην προφορική εξέταση.  Το ΕΜ2 Κυριακίδης ήταν 25ος με βαθμολογία 75.95, με 68.58% στη γραπτή και 87% στην προφορική εξέταση. Το ΕΜ3 Πελάου ήταν 45ος με βαθμολογία 70.19, με 71.65% στη γραπτή και 68% στην προφορική εξέταση.

Η ΕΔΥ διεξήγαγε και η ίδια προφορική εξέταση, αξιολογώντας τον Αιτητή ως «Πάρα πολύ καλός», το ΕΜ1 ως «Εξαίρετη», το ΕΜ2 ως «Εξαίρετος» και το ΕΜ3 ως «Εξαίρετος».  Ο Διευθυντής έκρινε διαφορετικά τα ΕΜ2 και ΕΜ3, αξιολογώντας τα ως «Σχεδόν Εξαίρετος» και «Πολύ Καλός», αντιστοίχως.  Ήταν στη βάση της δικής της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης, και αυτό είναι καθαρό από το σχετικό πρακτικό του σκεπτικού της, που η ΕΔΥ επέλεξε τα ΕΜ2 και ΕΜ3 αντί του Αιτητή, αφού στο σκεπτικό αναφέρεται ότι αυτοί είχαν αξιολογηθεί ως «Σχεδόν Εξαίρετος» στην τελική αξιολόγηση της ΣΕ και ως «Εξαίρετος» από την ίδια, παρατηρώντας ότι ο Αιτητής, αν και είχε αξιολογηθεί ως «Εξαίρετος» από τη ΣΕ, δηλαδή καλύτερα από ότι τα ΕΜ2 και ΕΜ3, αξιολογήθηκε από την ίδια σε χαμηλότερο επίπεδο από ότι τα ΕΜ2 και ΕΜ3 («Πάρα πολύ καλός»).  Το ίδιο ίσχυσε και ως προς το ΕΜ1, αφού η ΕΔΥ σημείωσε ότι, αν και αυτή αξιολογήθηκε ως «Πάρα πολύ καλή» από τη ΣΕ, δηλαδή χαμηλότερα από τον Αιτητή, από την ίδια την ΕΔΥ αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετη», δηλαδή ψηλότερα από τον Αιτητή, συνεκτίμησε όμως και το ότι το ΕΜ1 διέθετε και το πλεονέκτημα αλλά και πρόσθετο προσόν (πτυχίο νομικής) σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.

Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επελήφθη της προσφυγής απεδέχθη τις εισηγήσεις του Αιτητή ως προς όλα τα ΕΜ και δη ότι η ΕΔΥ, παρά την ευρεία διακριτική ευχέρειά της προκειμένου για θέση πρώτου διορισμού, έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της προφορική εξέταση, δοθείσας ιδιαιτέρως της αντίστοιχης απόδοσης στη γραπτή εξέταση ως κατά τη νομολογία αντικειμενικού δείκτη της αξίας των υποψηφίων, αλλά και της σχετικώς περιορισμένης διαφοράς αντίστοιχης αξιολόγησης της ΕΔΥ, και τούτο, στην περίπτωση του ΕΜ1, έστω και λαμβανομένου υπ' όψη του πλεονεκτήματος και του πρόσθετου προσόντος που όντως κατείχε.

Η ουσία της έφεσης της Δημοκρατίας αφορά ακριβώς το θέμα της βαρύτητας της ενώπιον της ΕΔΥ προφορικής εξέτασης σε συνάρτηση με τα άλλα στοιχεία.  Θέτοντας έμφαση στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ προκειμένου για θέση πρώτου διορισμού και την, όπως τη θεωρεί, σαφή υπεροχή των ΕΜ έναντι του Εφεσίβλητου στην ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση, συνιστώσα και αντίστοιχη υπεροχή τους σε αξία, και τονίζοντας την υπεροχή του ΕΜ1 σε πλεονέκτημα και πρόσθετα προσόντα, η Δημοκρατία εισηγείται ότι οι επιλογές της ΕΔΥ ήσαν ευλόγως επιτρεπτές.

Οι εισηγήσεις του Εφεσίβλητου έχουν ως έρεισμα την υπεροχή του έναντι των ΕΜ.  Ως προς τα ΕΜ2 και ΕΜ3, υποδεικνύει, αυτός υπερέχει σε κάθε τομέα πλην της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΕΔΥ. Υπερείχε στη γραπτή και στην προφορική εξέταση ενώπιον τη ΣΕ, όσο βεβαίως και στην τελική βαθμολογία, καθώς και σε πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης αφού, ενώ τα ΕΜ2 και ΕΜ3 δεν είχαν καθόλου πείρα, ο ίδιος είχε πείρα έξι ετών κατά την ημερομηνία της απόφασης της ΕΔΥ, έστω και αν αυτή δεν είχε προσμετρήσει ως πλεονέκτημα αφού υπολείπετο δέκα μηνών κατά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων.  Η δε διαφορά αξιολόγησης του από την ΕΔΥ δεν ήταν τόσο σημαντική που να μπορούσε να ανέτρεπε την υπόλοιπη εικόνα υπεροχής του. Έναντι του ΕΜ1, ο Εφεσίβλητος αναγνωρίζει βεβαίως ότι αυτός υστερούσε ως προς το πλεονέκτημα και το πρόσθετο προσόν, και βεβαίως στην αξιολόγηση της ΕΔΥ, εισηγείται όμως ότι το ΕΜ1 υστέρησε τόσο πολύ στη γραπτή εξέταση, προκειμένου περί ανταγωνιστικού διαγωνισμού, όσο και στην τελική κατάταξη της ΣΕ και δεν συστήθηκε καν από τη ΣΕ, προστεθείσα στον κατάλογο από την ίδια την ΕΔΥ, που, λαμβανομένης υπ' όψη της μικρής διαφοράς αξιολόγησης της ΕΔΥ, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η απόφαση της.  Η ΕΔΥ λοιπόν, λέγει, επλανήθη ως προς τη διαφορά αξιολόγησης της, την οποία η νομολογία θεωρεί ως ελαφρά ή και οριακή, κρίνοντας την υπερμέτρως σημαντική.  Έδωσε λοιπόν, καταλήγει, η ΕΔΥ υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιόν της προφορική εξέταση ως προς όλα τα ΕΜ, καθιστώντας την ουσιαστικά ως το αποκλειστικό ή αποφασιστικό κριτήριο επιλογής και παραγνωρίζοντας όλα τα άλλα στοιχεία.

Τα δεδομένα που αφορούν τα ΕΜ2 και ΕΜ3 είναι ουσιαστικά πανομοιότυπα, διαφέρουν όμως εκείνα που αφορούν το ΕΜ1.  Ως προς τα ΕΜ2 και ΕΜ3, η έφεση δεν μπορεί να έχει έρεισμα.  Ορθώς ο αδελφός μας Δικαστής θεώρησε ότι η ΕΔΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της προφορική εξέταση ώστε να την καταστήσει το αποκλειστικό ή αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. Η σαφέστατη υπεροχή του Εφεσίβλητου στην όλη διαδικασία ενώπιον της ΣΕ, που διήρχετο μάλιστα κατά κύριο μέρος μέσα από την αντικειμενική κρίση της συναγωνιστικής γραπτής εξέτασης, είχε επέκταση και στην υπεροχή του σε πείρα που, αν και υπολείπετο της απαιτούμενης τριετούς για σκοπούς του πλεονεκτήματος, ήταν αρκούντως μακρά ώστε να τον θέτει σε πλεονεκτική θέση έναντι των ΕΜ2 και ΕΜ3 οι οποίοι δεν είχαν καθόλου πείρα, θέμα στο οποίο η ΕΔΥ δεν απευθύνθηκε.  Αυτή η συνολική εικόνα εμφανούς υπεροχής δεν μπορούσε να ανατραπεί από την ελαφρά, όπως και η νομολογία αναγνωρίζει, διαφορά αξιολόγησης από την ΕΔΥ της απόδοσης στην ενώπιον της προφορική εξέταση, διαγραφομένης έτσι της υπόλοιπης εικόνας των υποψηφίων.  Η επιλογή της ΕΔΥ δεν μπορούσε να καλυφθεί από την όση ευρύτητα της διακριτικής ευχέρειας της ως ευλόγως επιτρεπτή.

Τα πράγματα δεν είναι όμως τόσο απλά στην περίπτωση του ΕΜ1.  Από μια άποψη, βεβαίως, το ΕΜ1 ήταν σε πολύ χειρότερη θέση από τα ΕΜ2 και ΕΜ3 αφού όχι μόνο ήταν ακόμα πολύ πιο κάτω στην αξιολόγηση της ΣΕ, έχοντας μάλιστα μια από τις τελευταίες θέσεις στη γραπτή εξέταση, αλλά και δεν είχε καν συστηθεί από τη ΣΕ, προστεθείσα στον τελικό κατάλογο από την ΕΔΥ.  Αυτό όμως, έκρινε ο αδελφός μας Δικαστής, δεν ήταν κώλυμα για να εξετάζετο περαιτέρω η υποψηφιότητα της, αφού θα έπρεπε να συνσταθμισθούν όλα τα δεδομένα.  Βεβαίως ο λόγος που έδωσε η ΕΔΥ για την πρόσθεση των υπολοίπων 13 εμπιπτόντων στην κατηγορία «Πάρα πολύ καλός» στους οποίους περιλαμβάνετο και το ΕΜ1 - «για σκοπούς ίσης μεταχείρισης» -  θα ήταν πιο πειστικός αν αυτοί είχαν ισοβαθμίσει με τον 52ο συστηθέντα παρά αν απλώς ενέπιπταν στο πλαίσιο 60+ μέχρι 70, αυτή όμως η πτυχή της απόφασης δεν προσβάλλεται από τον Εφεσίβλητο με δική του έφεση.  Τούτου δοθέντος, το ΕΜ1, όπως τονίζει η Δημοκρατία, είχε κατά τα άλλα σαφή υπεροχή έναντι του Εφεσίβλητου.  Πέραν της καλύτερης αξιολόγησης από την ΕΔΥ, που δεν θα ήταν από μόνη της κρίσιμης σημασίας, το ΕΜ1 κυρίως διέθετε το πλεονέκτημα, είχε πρόσθετο προσόν, το πτυχίο της νομικής, που ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, και διέθετε μια πολύ μακρά πείρα από το 1992.  Με όλα αυτά τα δεδομένα, η σημασία της μεγάλης διαφοράς στη διαδικασία της ΣΕ μεταξύ Εφεσίβλητου και ΕΜ1 εμειώνετο αναλόγως, η δε επιλογή της ΕΔΥ αναδεικνύετο ως ευλόγως επιτρεπτή.

Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η απόφαση της ΕΔΥ επικυρώνεται, ως προς το ΕΜ1, και αποτυγχάνει ως προς τα ΕΜ2 και ΕΜ3.  Έχοντας υπ' όψη το συνολικό αποτέλεσμα της έφεσης, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο