ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 3 ΑΑΔ 555
3 Δεκεμβρίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΛΛΑΓΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ,
Εφεσείοντες - Καθ΄ων η αίτηση,
ν.
VANCINI COOP S.C.A.R.L.,
Εφεσίβλητης - Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2008)
Προσφορές ― Καταγγελία της σύμβασης μετά την υπογραφή του συμβολαίου με την επιτυχόντα προσφοροδότη ― Συνέπειες ― Ειδικά ο Καν. 25 των περί της Εκτέλεσης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 115/04) ― Περιστάσεις της ορθής εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Το δόγμα της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Περιστάσεις της εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.
Η Δημοκρατία αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί η δυσμενής για την εφεσίβλητη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Αλλαγών και Απαιτήσεων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Παρά το γεγονός ότι το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε από τους εφεσείοντες στην επιστολή τους δεν ήταν το καλύτερο, και θα μπορούσε ενδεχόμενα να δώσει κάποια λανθασμένα μηνύματα, εν τούτοις, το όλο σκηνικό των όσων προηγήθηκαν και κυρίως των όσων ακολούθησαν, δεν υποδηλώνει την ύπαρξη ειλημμένης εκ των προτέρων απόφασης εκ μέρους των εφεσειόντων.
2. Δεν μπορεί η εφεσίβλητη από τη μια να παραπονείτο ότι δεν εφαρμόστηκαν στην περίπτωσή της ορθά οι πρόνοιες του Κανονισμού 25 της Κ.Δ.Π. 115/04 και από την άλλη και, εκ των υστέρων, μετά την αποτυχία της στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να ισχυρίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου για πρώτη φορά, ότι ο Κανονισμός ήταν άκυρος ως θεσπισθείς ultra vires του Νόμου. Μια τέτοια αρχική παράλειψη και μετέπειτα αντιφατικότητα θέσεων φέρνει στο προσκήνιο και την εφαρμογή του δόγματος περί του ανεπίτρεπτου ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της νομιμότητας διαδικασίας.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Τσέλεπος ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 410,
Κ.Ο.Α. ν. A. Kaminarides Ltd (2006) 3 Α.Α.Δ. 197,
Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες και αντέφεση από την εφεσίβλητη εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 24/07), ημερ. 12/3/08.
Ε. Συμεωνίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Α. Ευσταθίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κατακύρωσε στην εφεσίβλητη προσφορά για το ράψιμο χειμερινών και καλοκαιρινών στολών για όλα τα μέλη της Αστυνομίας. Μετά την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου και μετά τη μερική εκτέλεσή του, ανέκυψαν διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων, σαν αποτέλεσμα των οποίων η Αστυνομία Κύπρου κατάγγειλε τη σύμβαση ενημερώνοντας την εφεσίβλητη και υπέβαλε προς το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, ως Πρόεδρο της Κεντρικής Επιτροπής Αλλαγών και Απαιτήσεων, έκθεση αξιολόγησης απόδοσης της προσφοράς της εφεσείουσας. Στην Έκθεση ημερομηνίας 7.6.2006 παρατίθεντο γεγονότα και ισχυρισμοί της Αστυνομίας, ως αναθέτουσας Αρχής, ως προς μη συμμόρφωση της εφεσίβλητης με τους όρους του συμβολαίου. Εισηγείτο δε η αναθέτουσα Αρχή τη στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής της εφεσίβλητης σε μελλοντικούς διαγωνισμούς του δημοσίου για δύο χρόνια.
Ο Γενικός Λογιστής, ως Πρόεδρος της Εφεσείουσας Επιτροπής, απέστειλε προς την εφεσίβλητη εταιρεία επιστολή ημερομηνίας 23.6.2006 με την οποία την πληροφορούσε περί της καταγγελίας του Αρχηγείου της Αστυνομίας για την κατ' ισχυρισμό μη εκπλήρωση συμβατικών της υποχρεώσεων και επισύναπτε αντίγραφο της Έκθεσης της Αστυνομίας. Η δε επιστολή των εφεσειόντων πρόσθετε τα εξής:
". 3. Με την παρούσα επιστολή σας πληροφορώ ότι η Κεντρική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων προτίθεται, βάση του Άρθρου 25 των Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 115/2004), να σας στερήσει το δικαίωμα συμμετοχής για 2 χρόνια σε μελλοντικούς διαγωνισμούς του δημοσίου.
4. Παρακαλώ όπως υποβάλετε σε 21 ημέρες, αν το επιθυμείτε, γραπτή ένσταση στην οποία να αναφέρονται οι λόγοι της τυχόν ένστασης σας."
Συμμορφούμενη προς την παράκληση των εφεσειόντων, η εφεσίβλητη υπέβαλε μέσω των δικηγόρων της γραπτή ένσταση ημερομηνίας 13.7.2006. Στην ένσταση υποβαλλόταν κατ΄ αρχήν παράπονο ότι οι εφεσείοντες είχαν ήδη προαποφασίσει τον αποκλεισμό των εφεσιβλήτων από διαγωνισμούς του δημοσίου, γεγονός ανεπίτρεπτο και προβάλλονταν και οι θέσεις της εφεσίβλητης ως προς τα θέματα ουσίας που αφορούσαν στην εκτέλεση της σύμβασης. Ακολούθησαν διαδοχικές αναβολές της εξέτασης του εγερθέντος θέματος από τους εφεσείοντες ώστε να δοθεί χρόνος στους εμπλεκομένους στη σύμβαση για διακανονισμό των διαφορών τους. Ο χρόνος παρήλθε χωρίς αποτέλεσμα οπότε οι εφεσείοντες, στη συνεδρία τους της 24.11.2006, επιλήφθηκαν του θέματος και έκριναν ότι, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν τους, την Έκθεση και τις γραπτές και προφορικές θέσεις των δύο πλευρών, η εισήγηση της Αστυνομίας για στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής της εφεσίβλητης από μελλοντικούς διαγωνισμούς του δημοσίου ήταν πλήρως τεκμηριωμένη και δικαιολογημένη. Αποφάσισαν δε, το διετή αποκλεισμό της εφεσίβλητης ως ήταν η εισήγηση στην Έκθεση.
Η εφεσίβλητη προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης εκείνης με την προσφυγή υπ' αριθμό 24/07. Κατόπιν εκδίκασής της, αδελφός Δικαστής έκρινε ότι το βασικό παράπονο της εφεσίβλητης-αιτήτριας περί ειλημμένης προαπόφασης των εφεσειόντων-καθ΄ων η αίτηση ήταν δικαιολογημένο. Αναφερόμενο στο λεκτικό της επιστολής την οποία είχαν αποστείλει οι εφεσείοντες προς την εφεσίβλητη περί της πρόθεσης της Επιτροπής όπως αποστερήσει το δικαίωμα συμμετοχής της εφεσίβλητης σε διαγωνισμούς για δύο χρόνια, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εντύπωση που εδίδετο ήταν ότι η Επιτροπή είχε ήδη αποφασίσει τη στέρηση και απλά ακολουθούσε τη διαδικασία για υποβολή ένστασης, χάριν των τύπων. Ότι ακόμα και το μέγεθος της κύρωσης (δύο έτη) είχε προαποφασισθεί. Επειδή δε κάτι τέτοιο ήταν ανεπίτρεπτο να γίνει, χωρίς προηγουμένως να ακουστούν και οι θέσεις της πλευράς της εφεσίβλητης, ο πρωτόδικος αδελφός Δικαστής έκρινε ότι η διαδικασία έπασχε και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για το λόγο τούτο. Με την ίδια πρωτόδικη απόφαση, κρίθηκε ότι άλλος λόγος ακύρωσης, τον οποίο είχε επίσης εγείρει η εφεσίβλητη-αιτήτρια, σύμφωνα με τον οποίο ο Κανονισμός 25 της ΚΔΠ 115/2004 δυνάμει του οποίου είχε επιβληθεί η στέρηση ήταν ultra vires του Νόμου αρ. 112(Ι)/2002, δεν μπορούσε να εξετασθεί, επειδή ένα τέτοιο θέμα δεν είχε εγερθεί ενώπιον της Επιτροπής. Αυτή δε η παράλειψη εμπόδιζε την αιτήτρια να εγείρει το θέμα τούτο στην προσφυγή της.
Με την παρούσα Έφεσή τους, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη απόφασή τους λόγω ειλημμένης προαπόφασης.
Από την άλλη, η πλευρά της εφεσίβλητης ήγειρε Αντέφεση με την οποία προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η ίδια εκωλύετο όπως εγείρει προς εξέταση με την προσφυγή της το θέμα ότι ο Κανονισμός 25 στον οποίο είχε βασισθεί η απόφαση των εφεσειόντων ήταν ultra vires του Νόμου.
Η Έφεση
Με το μοναδικό λόγο έφεσης τον οποίο ήγειραν οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι λανθασμένα ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η Κεντρική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων, είχε ήδη αποφασίσει να στερήσει το δικαίωμα συμμετοχής της εφεσίβλητης σε μελλοντικούς διαγωνισμούς και ότι η δυνατότητα που έδωσε σ΄ αυτήν να υποβάλει την ένστασή της, ήταν χάριν των τύπων.
Σε σχέση με αυτό το λόγο έφεσης, οι πρόνοιες του σχετικού Κανονισμού αρ. 25 των περί της Εκτέλεσης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Κανονισμών του 2004 (ΚΔΠ 115/2004) έχει ως ακολούθως:
"25.-(1) Στις περιπτώσεις που με βάση την έκθεση αξιολόγησης η απόδοση του αναδόχου σύμβασης κρίνεται ως μη ικανοποιητική, η Ενδιαφερόμενη Υπηρεσία υποβάλλει την έκθεση στον Πρόεδρο της Κεντρικής Επιτροπής, με εισήγηση για στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής του συγκεκριμένου αναδόχου σύμβασης σε μελλοντικούς διαγωνισμούς που οδηγούν στην ανάθεση σύμβασης, είτε μόνιμα, είτε για καθορισμένη χρονική περίοδο.
(2) Ο Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής αφού λάβει την έκθεση της Ενδιαφερόμενης Υπηρεσίας, γνωστοποιεί στον ανάδοχο σύμβασης το αίτημα της Ενδιαφερόμενης Υπηρεσίας και τον καλεί μέσα σε τακτή προθεσμία να υποβάλει προς αυτόν, αν το επιθυμεί, γραπτή ένσταση στην οποία να αναφέρονται και οι λόγοι της ένστασης.
(3) Η Κεντρική Επιτροπή προτού λάβει την απόφασή της στο θέμα της στέρησης του δικαιώματος συμμετοχής του αναδόχου σύμβασης σε διαγωνισμούς που οδηγούν στην ανάθεση σύμβασης, δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να δώσει την ευκαιρία προφορικής ακρόασης στον ενδιαφερόμενο και/ή στο νομικό του σύμβουλο, σχετικά με τους λόγους της ένστασής του."
Η απλή ανάγνωση των προνοιών του Κανονισμού 25 αποκαλύπτει ότι οι εφεσείοντες, όπως επίσης και η Αστυνομία ως Ενδιαφερόμενη Υπηρεσία, ακολούθησαν τη διαδικασία η οποία προβλέπεται στον Κανονισμό. Συγκεκριμένα, η Αστυνομία συνέταξε και υπέβαλε την έκθεσή της στον Πρόεδρο της Κεντρικής Επιτροπής μαζί με την εισήγηση για αποστέρηση του δικαιώματος συμμετοχής της εφεσίβλητης σε διαγωνισμούς. Όπως δε είχε δικαίωμα να το πράξει, με βάση την παράγραφο (1) του Κανονισμού 25, η εισήγησή της ήταν για μια καθορισμένη περίοδο διετούς διάρκειας. Η υποχρέωση την οποία είχαν μετά από αυτή την εξέλιξη οι εφεσείοντες ήταν όπως, με βάση την παράγραφο (2) του ίδιου Κανονισμού, γνωστοποιήσουν στον ανάδοχο της σύμβασης, δηλαδή την εφεσίβλητη, το αίτημα της Αστυνομίας και όπως την καλέσουν να υποβάλει γραπτή ένσταση, αν επιθυμούσε. Αυτό δε ήταν που έπραξαν οι εφεσείοντες.
Είναι όμως γεγονός ότι στη σχετική επιστολή την οποία απηύθυναν προς την εφεσίβλητη, αντί απλά να γνωστοποιήσουν το αίτημα της Αστυνομίας με την εισήγηση για το διετή αποκλεισμό, αναφέρθηκαν σε πρόθεσή τους να στερήσουν το δικαίωμα συμμετοχής της εφεσίβλητης. Χωρίς αμφιβολία, το λεκτικό το οποίο χρησιμοποίησαν οι εφεσείοντες δεν ήταν το καταλληλότερο υπό τις περιστάσεις. Θα μπορούσαν ορθότερα να αναφέρουν ότι επροτίθεντο να εξετάσουν την εισήγηση της Αστυνομίας για διετή αποκλεισμό της εφεσίβλητης. Όμως, το ερώτημα είναι κατά πόσο η φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε, αλλά και η διαδικασία που ακολουθήθηκε, αποκάλυπτε την ειλημμένη απόφαση των εφεσειόντων να στερήσουν το δικαίωμα της εφεσίβλητης για συμμετοχή σε διαγωνισμό για δύο χρόνια.
Κατά την άποψή μας, ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί, αφού ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:
1. Οι εφεσείοντες, εν πάση περιπτώσει, αναφέρθηκαν σε "πρόθεση" τους όπως προχωρήσουν στην κύρωση και όχι σε απόφαση. Η έκφραση πρόθεσης όπως προχωρήσει μια διαδικασία που δυνατόν να απολήξει σε ένα αποτέλεσμα, δεν υποδηλώνει ειλημμένη απόφαση. Όπως δεν υποδηλώνει ειλημμένη απόφαση φρασεολογία του τύπου "εξετάζεται το ενδεχόμενο" ή "προβληματίζεται για.", η οποία είχε χρησιμοποιηθεί στην υπόθεση Χριστόδουλος Τσέλεπος ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 410.
2. Στην επιστολή γινόταν ειδική αναφορά από τους εφεσείοντες στον ίδιο τον Κανονισμό 25 ο οποίος ασφαλώς θέτει τα πράγματα στη σωστή τους βάση.
3. Τα όσα ακολούθησαν της επιστολής, κάθε άλλο παρά καταδεικνύουν την ύπαρξη ειλημμένης απόφασης και συνέχισης της διαδικασίας χάριν των τύπων. Οι εφεσείοντες, όχι μόνο ζήτησαν και πήραν γραπτώς τις παραστάσεις της εφεσίβλητης τις οποίες και έλαβαν υπόψη προτού λάβουν την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά επιπρόσθετα κάλεσαν την εφεσίβλητη και σε προφορική ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής. Μια τέτοια ενέργεια δεν ήταν τυπικά επιτακτική, αφού σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του Κανονισμού 25 η Επιτροπή απλά ηδύνατο να δώσει την ευκαιρία προφορικής ακρόασης σχετικά με τους λόγους της ένστασης της εφεσίβλητης, μόνο αν το έκρινε σκόπιμο και ασφαλώς "προτού λάβει την απόφαση της" στο θέμα της στέρησης.
Τελικά, έχουμε την άποψη ότι, παρά το γεγονός ότι το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε από τους εφεσείοντες στην επιστολή τους δεν ήταν το καλύτερο, και θα μπορούσε ενδεχόμενα να δώσει κάποια λανθασμένα μηνύματα, εν τούτοις, το όλο σκηνικό των όσων προηγήθηκαν και κυρίως των όσων ακολούθησαν, δεν υποδηλώνει την ύπαρξη ειλημμένης εκ των προτέρων απόφασης εκ μέρους των εφεσειόντων.
Για τούτο, ο προβληθείς λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί για το λόγο τούτο.
Η Αντέφεση
Άλλος λόγος ακύρωσης τον οποίο η εφεσίβλητη είχε εγείρει πρωτόδικα ως αιτήτρια, ήταν ότι ο προαναφερθείς Κανονισμός 25 της ΚΔΠ 115/2004, είχε θεσπιστεί καθ΄ υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου αρ. 112(Ι)/2002, όπως τροποποιήθηκε. Ο πρωτόδικος αδελφός Δικαστής, επιλαμβανόμενος αυτού του θέματος, έκρινε ότι ένας τέτοιος λόγος δεν μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο της προσφυγής της εφεσίβλητης-αιτήτριας, αφού αυτή δεν είχε εγείρει το θέμα τούτο ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής Αλλαγών και Απαιτήσεων.
Το ότι η εφεσίβλητη δεν είχε εγείρει ένα τέτοιο θέμα κατά τις γραπτές και άλλες παραστάσεις τις οποίες είχε προβάλει προς την Επιτροπή, είναι γεγονός αντικειμενικά διαπιστώσιμο από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και των αγορεύσεων των διαδίκων. Εκείνο όμως το οποίο ισχυρίζεται η πλευρά της εφεσίβλητης με την αντέφεσή της είναι ότι, παρά τη μη άμεση και εξειδικευμένη έγερση του θέματος, εν τούτοις, με την επιστολή την οποία είχε αποστείλει προς την Επιτροπή, ήταν φανερό ότι η εφεσίβλητη είχε επισημάνει ότι η ακολουθηθείσα διαδικασία προσέβαλλε την αρχή της νομιμότητας και "ότι κατά παράβαση του Κανονισμού 25, η Επιτροπή είχε ήδη προαποφασίσει τον αποκλεισμό της, ενώ τούτο δεν προβλέπεται από τη διαδικασία".
Η διαπίστωση αυτή της εφεσίβλητης είναι ορθή, πλην όμως δεν βοηθά τη θέση της. Ήταν ακριβώς πάντα η θέση της εφεσίβλητης καθ' όλη τη διαδικασία που ακολουθήθηκε μέχρι και τη λήψη της προσβαλλόμενης στην προσφυγή απόφασης, ότι οι εφεσείοντες δεν εφάρμοσαν ορθά και νόμιμα τις πρόνοιες του Κανονισμού 25 επειδή, προτού ακόμα υποβάλει η εφεσίβλητη τις παραστάσεις της, οι εφεσείοντες είχαν ήδη προαποφασίσει. Το παράπονο δηλαδή της εφεσίβλητης ήταν ότι εφαρμόστηκε κακώς ο Κανονισμός. Δεν ήταν όμως ποτέ η θέση της ότι ο Κανονισμός εκείνος δεν μπορούσε ή δεν έπρεπε να εφαρμοστεί επειδή είχε θεσπιστεί καθ' υπέρβαση εξουσίας. Όλες οι παραστάσεις που προέβαλε η εφεσίβλητη αφορούσαν είτε σε κακή εφαρμογή του Κανονισμού 25, είτε σε θέματα ουσίας προς αποφυγή των κυρώσεων που προβλέπονταν στον Κανονισμό.
Ορθή επομένως είναι η θέση των εφεσειόντων ότι δεν μπορεί η εφεσίβλητη από τη μια να παραπονείτο ότι δεν εφαρμόστηκαν στην περίπτωσή της ορθά οι πρόνοιες του Κανονισμού και από την άλλη και, εκ των υστέρων, μετά την αποτυχία της στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να ισχυρίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου για πρώτη φορά, ότι ο Κανονισμός ήταν άκυρος ως θεσπισθείς ultra vires του Νόμου.
Μια τέτοια αρχική παράλειψη και μετέπειτα αντιφατικότητα θέσεων φέρνει στο προσκήνιο και την εφαρμογή του δόγματος περί του ανεπίτρεπτου ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της νομιμότητας διαδικασίας. (Βλ. Κ.Ο.Α. ν. A. Kaminarides Ltd (2006) 3 Α.Α.Δ. 197, Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406).
Έπεται ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το θέμα της εγκυρότητας του Κανονισμού 25 δεν μπορούσε να απασχολήσει κατά την εξέταση της προσφυγής.
Ο μοναδικός λόγος Αντέφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Ως αποτέλεσμα, η Έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, ενώ η προσβληθείσα με την προσφυγή απόφαση επικυρώνεται.
Η Αντέφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται εναντίον της εφεσίβλητης €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται.