ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 3 ΑΑΔ 492

20 Οκτωβρίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

Ε. YIAMAS AND SONS CONSTRUCTIONS

AND DEVELOPMENTS LTD.,

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

ν.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ

ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ,

Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 96/2007)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς πράξη στερούμενη εκτελεστότητας ― Περιστάσεις του εκτελεστού χαρακτήρα της επίδικης πράξης στην κριθείσα περίπτωση.

Ο περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Ενοποιητικός Νόμος αρ. 29(Ι)/2001 ― Άρθρα 6, 19(1)(α) και 19(2) του Νόμου ― Ερμηνεία και εφαρμογή τους στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Κατάχρηση εξουσίας ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται στην εξετασθείσα υπόθεση.

Οι εφεσείοντες αξίωσαν με την έφεσή τους, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της άρνησης του εφεσίβλητου Συμβουλίου Εγγραφής Εργοληπτών Οικοδομικών & Τεχνικών Έργων, να τους εκδώσει ετήσια άδεια για το έτος 2006.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, χωρίς να εξετάσει την ουσία της γιατί έκρινε ότι «η προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον συγκεκριμένης εκτελεστής πράξης». Στα πλαίσια ακρόασης της έφεσης ο συνήγορος του εφεσιβλήτου δέχθηκε ότι από τη στάση του Συμβουλίου επήλθε έννομο αποτέλεσμα και συνακόλουθα υπήρχε εν προκειμένω στην πραγματικότητα εκτελεστή διοικητική πράξη· η απόρριψη του αιτήματος της εφεσείουσας για ανανέωση της άδειας για το 2006. Ως αποτέλεσμα η έφεση έγινε δεκτή.

2.  Στην υπό κρίση περίπτωση το εφεσίβλητο Συμβούλιο αρνήθηκε στην εφεσείουσα την ανανέωση της άδειας για το 2006, γιατί δεν πείστηκε, ενόψει των χαμηλών για σειρά ετών μηνιαίων απολαβών του τεχνικού διευθυντή της - £100 το μήνα - ότι η εφεσείουσα εργοδοτούσε πάνω σε πλήρη και συνεχή βάση τεχνικό διευθυντή, ως προνοείται από το Άρθρο 19(1)(α) του Νόμου 29(Ι)/2001, καθώς επίσης και γιατί η εφεσείουσα δεν ικανοποίησε την προϋπόθεση περί καθορισμού ελάχιστου ποσού μισθοδοσίας - £600 το μήνα - για τον τεχνικό διευθυντή της, που νόμιμα έθεσε το Συμβούλιο για σκοπούς ανανέωσης της ετήσιας άδειας εργολήπτη.  Υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας καθιερώνονται ρητά από την παράγραφο (1) του Άρθρου 146 του Συντάγματος ως λόγοι ακύρωσης διοικητικής πράξης ή απόφασης.

     Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι λόγοι που ώθησαν το Συμβούλιο να λάβει την επίδικη απόφαση, κάθε άλλο παρά «συντελεστικοί» προς επίτευξη του σκοπού του Νόμου μπορεί να θεωρηθούν. Αντίθετα, εκείνο που με ασφάλεια προκύπτει, είναι ότι το εφεσίβλητο Συμβούλιο άσκησε την αρμοδιότητα του για αλλότριους σκοπούς. Είναι φανερό ότι η άρνηση του Συμβουλίου να εκδώσει την αιτούμενη άδεια κατάδηλα στόχευε στην εξυπηρέτηση σκοπών, ξένων προς τους σκοπούς που ο Νόμος όρισε και συγκεκριμένα προς εξυπηρέτηση του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων (βλ. Άρθρο 6 του Νόμου 29(Ι)/2001.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Theodoros G. Papapetrou v. The Republic, 2 R.S.C.C. 61,

Τριλλίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 284.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Αρτέμης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 368/06), ημερ. 4/6/07.

Α. Τσούντας για Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη, για την Εφεσείουσα.

Μ. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση δόθηκε στα πλαίσια της προσφυγής 368/06, η οποία καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα ως αποτέλεσμα της άρνησης του εφεσιβλήτου (το Συμβούλιο) να εκδώσει ετήσια άδεια στην εφεσείουσα για το έτος 2006.

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν και οδήγησαν αρχικά στην καταχώριση της προσφυγής και στη συνέχεια της παρούσας έφεσης, έχουν σε συντομία ως πιο κάτω:

Η εφεσείουσα συστάθηκε το 1997. Αφού ενεκρίθη σχετική αίτηση της για εγγραφή από το Συμβούλιο, της εκδόθηκε ετήσια άδεια Δ΄ τάξης οικοδομικών έργων με τεχνικό διευθυντή τον εργολήπτη Εμμανουήλ Γιαμά. Η εν λόγω άδεια ήταν ετήσια και ανανεωνόταν μέχρι το 2005. Το 2004 είχε εγκριθεί αίτηση της εφεσείουσας για αναβάθμιση (έργων - πείρας) στη Γ΄ τάξη οικοδομικών έργων, ενώ αναφορικά με την ετήσια άδεια του έτους 2004 αυτή είχε παραμείνει στη Δ΄ τάξη.

Η επίδικη διαφορά που οδήγησε στην καταχώριση της προσφυγής προέκυψε ως αποτέλεσμα της άρνησης του Συμβουλίου να ανανεώσει την ετήσια άδεια για το έτος 2006. Στην απόδειξη είσπραξης ημερομηνίας 4/1/2006 που εκδόθηκε από το Συμβούλιο για ποσό £85.75 που εισπράχθηκε από την εφεσείουσα για ανανέωση της άδειας για το 2006, αναγράφεται «ΕΤΗΣΙΑ ΑΔΕΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΣΑΣ ΕΚΔΟΘΕΙ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ - ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ».

Η άρνηση του Συμβουλίου να εκδώσει την άδεια στην εφεσείουσα για το 2006, εδραζόταν σε απόφαση του Συμβουλίου στις 14/12/2005 σύμφωνα με την οποία,

"Σ. 6 και Η. ΑΝΑΝΕΩΣΕΙΣ ΕΤΗΣΙΩΝ ΑΔΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ 2006

Ο Διευθυντής κ. Παντελής Τζιαλλής ενημέρωσε το Συμβούλιο για τα διάφορα προβλήματα τα οποία προέκυψαν με τα στοιχεία που αποφασίστηκε όπως προσκομίζουν οι εργολήπτες οικοδομικών και τεχνικών έργων, κατά την ανανέωση των ετησίων αδειών, και μελετήθηκε ο ενδεικτικός κατάλογος των διαφόρων εκκρεμοτήτων που προέκυψαν, και συζητήθηκαν διεξοδικά οι εισηγήσεις που παρουσίασε.

Αποφασίστηκε όπως για πρακτικούς λόγους στο παρόν στάδιο οι εισηγήσεις του Διευθυντή υιοθετηθούν.

Όσον αφορά τη μισθοδοσία εργολάβων, Τεχνικών Διευθυντών και υπαλλήλων η ελάχιστη μισθοδοσία για σκοπούς ανανέωσης των ετήσιων αδειών καθορίζεται στις £600 για τον τελευταίο μήνα και μέχρι καθορισμού νέου ορίου.

Το θέμα γενικά της μισθοδοσίας σε συνδυασμό και με τις εισηγήσεις του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τις οποίες μετέφερε ο Διευθυντής του Συμβουλίου, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία του με την κ. Εύα Δημητρίου, Προϊσταμένη Εισπράξεων στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων της επαρχίας Λάρνακας, θα συζητηθεί διεξοδικά και θα απασχολήσει το Συμβούλιο σε επόμενη συνεδρία."

Θα πρέπει να λεχθεί ότι με βάση σχετικές δηλώσεις που ο τεχνικός διευθυντής της εφεσείουσας είχε υποβάλει στο Συμβούλιο κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης για ανανέωση της άδειας για το έτος 2006, κύριος μέτοχος και διευθυντής της εφεσείουσας ήταν ο τεχνικός διευθυντής της, η εφεσείουσα δεν εργοδοτούσε οποιοδήποτε άλλο προσωπικό και οι μηνιαίες απολαβές του τεχνικού διευθυντή ανήρχοντο σε £100. Αναφορικά με το ύψος των απολαβών του τεχνικού διευθυντή το Συμβούλιο είχε επίσης ενώπιον του στοιχεία από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή χωρίς να εξετάσει την ουσία της γιατί έκρινε ότι «η προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον συγκεκριμένης εκτελεστής πράξης». «Δεν υπάρχει ενώπιον μου», αναφέρει χαρακτηριστικά ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής, «απόφαση του Συμβουλίου για άρνηση έκδοσης ετήσιας άδειας στην αιτήτρια εταιρεία για το έτος 2006, ώστε να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου». Η εν λόγω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτέλεσε και το μοναδικό λόγο έφεσης.

Στα πλαίσια ακρόασης της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου δέχθηκε ότι από τη στάση του Συμβουλίου επήλθε έννομο αποτέλεσμα και συνακόλουθα υπήρχε στην πραγματικότητα εκτελεστή διοικητική πράξη· η απόρριψη του αιτήματος της εφεσείουσας για ανανέωση της άδειας για το 2006. Ως αποτέλεσμα η έφεση έγινε δεκτή.

Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης, προχωρήσαμε και εξετάσαμε την ουσία της προσφυγής. Υπενθυμίζουμε ότι εκείνο που η εφεσείουσα με την προσφυγή της επιδιώκει είναι η ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου να αρνηθεί στην εφεσείουσα την έκδοση άδειας για το 2006.

Η βασική θέση του Συμβουλίου σε ό,τι αφορά την ουσία της υπόθεσης είναι συνοπτικά η εξής: Η απόφαση του Συμβουλίου να καθορίσει για σκοπούς ανανέωσης των επίδικων αδειών ελάχιστη μισθοδοσία μεταξύ άλλων και των τεχνικών διευθυντών και συγκεκριμένα να καθορίσει το ποσό των £600 μηνιαίως, εντάσσεται στα πλαίσια άσκησης της εξουσίας που το Άρθρο 6 του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Ενοποιητικού Νόμου 29(Ι)/2001, παρέχει στο Συμβούλιο «να ενεργεί κάθε πράξη συντελεστική προς επίτευξη του σκοπού του». Στη συγκεκριμένη απόφαση το Συμβούλιο οδηγήθηκε, σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντίνου, σε μια προσπάθεια καταπολέμησης του φαινομένου που παρατηρείται, από τη μια τεχνικοί σύμβουλοι και εργολάβοι να δηλώνουν στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις χαμηλότερες από τις πραγματικές απολαβές τους, με αποτέλεσμα την καταβολή χαμηλότερων εισφορών στο Ταμείο και από την άλλη συνταξιούχοι υπάλληλοι να δηλώνουν ψηλότερες απολαβές με σκοπό την αύξηση των κοινωνικών συντάξεων τους, με αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις το Ταμείο να ζημιώνει.

Στην υπό κρίση περίπτωση το Συμβούλιο αρνήθηκε στην εφεσείουσα την ανανέωση της άδειας για το 2006, γιατί δεν πείστηκε, ενόψει των χαμηλών για σειρά ετών μηνιαίων απολαβών του τεχνικού διευθυντή της - £100 το μήνα - ότι η εφεσείουσα εργοδοτούσε πάνω σε πλήρη και συνεχή βάση τεχνικό διευθυντή, ως προνοείται από το Άρθρο 19(1)(α) του πιο πάνω Νόμου, καθώς επίσης και γιατί η εφεσείουσα δεν ικανοποίησε την προϋπόθεση περί καθορισμού ελάχιστου ποσού μισθοδοσίας - £600 το μήνα - για τον τεχνικό διευθυντή της, που νόμιμα έθεσε το Συμβούλιο για σκοπούς ανανέωσης της ετήσιας άδειας εργολήπτη.

Στον αντίποδα η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση του Συμβουλίου να της αρνηθεί ανανέωση της άδειας για το 2006 είναι αυθαίρετη και λήφθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή είναι προϊόν μη επαρκούς και/ή καθόλου έρευνας. Εν πάση περιπτώσει, είναι αναιτιολόγητη. Αναφορικά με την απόφαση του Συμβουλίου να ορίσει κατώτατο μισθό εργολήπτη το ποσό των £600 το μήνα, η εφεσείουσα υποστήριξε ότι λήφθηκε αυθαίρετα, κατά παράβαση του Νόμου και καθ' υπέρβαση εξουσίας.

Κατ' αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις πρόνοιες του Άρθρου 6 του Νόμου 29(Ι)/2001, δυνάμει των οποίων λήφθηκε η επίδικη απόφαση, όπως και του Άρθρου 19(1)(α) και 19(2) του ίδιου Νόμου, οι οποίες αφορούν, στο δικαίωμα εγγραφής εταιρείας ως εργολήπτη (19(1)(α)) και στα προσόντα και στις αρμοδιότητες που πρέπει ο τεχνικός διευθυντής μιας τέτοιας εταιρείας να συγκεντρώνει (19(2)).

Άρθρο 6

"Το Συμβούλιο ασκεί κάθε αρμοδιότητα και καθήκον που του ανατίθεται με τον παρόντα ή οποιοδήποτε άλλο νόμο και έχει εξουσία να ενεργεί κάθε πράξη συντελεστική στην επίτευξη του σκοπού του και ιδιαίτερα -

(α)   Να διενεργεί την εγγραφή των εργοληπτών και να εκδίδει τα σχετικά πιστοποιητικά και άδειες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή και των κανονισμών·

(β)   να δημιουργήσει και διατηρεί Μητρώο εγγραφής των εργοληπτών και την κατάταξή τους σε τάξεις·

(γ)   να διαγράφει από τα μητρώα εγγεγραμμένους εργολήπτες ή να ακυρώνει ή αναστέλλει τα εκδοθέντα σε αυτούς πιστοποιητικά ή άδειες, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των κανονισμών·

(δ)   να ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο επί των εγγεγραμμένων εργοληπτών και να επιβάλλει τις καθοριζόμενες από τον παρόντα Νόμο πειθαρχικές ποινές·

(ε) να εφαρμόζει τον παρόντα Νόμο και τους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού."

 

Άρθρο 19(1)(α) και (2)

"(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ημεδαπή εταιρεία νόμιμα συνεστημένη και εγγεγραμμένη στη Δημοκρατία μπορεί, κατόπιν γραπτής αίτησης στο καθορισμένο από το Συμβούλιο έντυπο και καταβολής του καθορισμένου τέλους, να εγγραφεί στο Μητρώο ως εργολήπτης αναφορικά με οικοδομικά ή τεχνικά έργα ορισμένης κατηγορίας και τάξης και να λάβει Πιστοποιητικό Εγγραφής και ανάλογη ετήσια άδεια εργολήπτη, εφόσον το Συμβούλιο ικανοποιηθεί ότι η εταιρεία αυτή -

(α)          Εργοδοτεί πάνω σε πλήρη και συνεχή βάση ένα τουλάχιστο τεχνικό διευθυντή ο οποίος για τους σκοπούς του παρόντος νόμου διευθύνει και εποπτεύει τα οικοδομικά ή τεχνικά, ανάλογα με την περίπτωση, έργα που αναλαμβάνει η Εταιρεία και ο οποίος κατέχει τα προσόντα και περιβάλλεται με τις εξουσίες και τα καθήκοντα όπως αναφέρονται ειδικότερα στο εδάφιο (2),

..................................

(2)   Ο τεχνικός διευθυντής που αναφέρεται στο εδάφιο (1) πρέπει να κατονομάζεται στην αίτηση εγγραφής της εταιρείας και να συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τα ακόλουθα προσόντα και αρμοδιότητες -

(α)         Είναι σωματικά και πνευματικά κατάλληλο πρόσωπο ακέραιου χαρακτήρα και ικανό να αναλάβει διευθυντικές αρμοδιότητες,

(β)         με την επιφύλαξη του Άρθρου 23, είναι ήδη εγγεγραμμένος εργολήπτης αναφορικά με οικοδομικά, τεχνικά έργα της κατηγορίας και της τάξης εκείνης για την οποία επιδιώκει να εγγραφεί η εταιρεία, και

(γ)          έχει δυνάμει της συμβάσεως διορισμού του τέτοια εξουσία, καθήκοντα και ευθύνες, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή διεύθυνση και εποπτεία της όλης κατασκευής των οικοδομικών ή τεχνικών έργων, ανάλογα με την περίπτωση, τα οποία αναλαμβάνει και εκτελεί η εταιρεία."

Υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας καθιερώνονται ρητά από την παράγραφο (1) του Άρθρου 146 του Συντάγματος ως λόγοι ακύρωσης διοικητικής πράξης ή απόφασης, πάγια δε νομολογία μας καθιέρωσε την αρχή ότι οι λόγοι αυτοί εξετάζονται από το Δικαστήριο, όχι αφηρημένα και ακαδημαϊκά, αλλά με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. (Βλ.  Theodoros G. Papapetrou v. The Republic, 2 R.S.C.C. 61 και Τριλλίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 284). Στο σύγγραμμα «Διοικητικό Δίκαιο» του Δ. Κόρσου, Γενικό Μέρος, Τρίτη Έκδοση, στις σελ. 427 και 428, μεταξύ άλλων διαβάζουμε και τα εξής σχετικά:

"Η κατάχρηση εξουσίας είναι διάφορη από την παράβαση διατάξεως του νόμου. Η τελευταία είναι προφανής. Η πρώτη (η κατάχρηση εξουσίας) είναι αφανής. Και δυσχερής περί την απόδειξη. Κατά την αναζήτηση αυτής η ΔιοικΠρ ελέγχεται βαθύτερα. Ο ακυρωτικός δικαστής εμβατεύει εδώ στην καρδιά της εκδούσης την ΔιοικΠρ αρχής, ερευνά το εσωτερικό, το ενδιάθετο αυτής βούλευμα, γίνεται κριτής αφανών αυτής σκέψεων, αφανών αυτής προθέσεων, γίνεται «κριτικός ενθυμήσεων (αφανών σκέψεων) και εννοιών καρδίας», κατά την φράση του Παύλου (Εβρ, δ, 12). ...............................................

Ώστε κατάχρηση εξουσίας έχομε, όταν η διοικητική αρχή μολονότι είναι αρμοδία προς έκδοση ΔιοικΠρ, μολονότι κατά την έκδοση αυτής τηρεί όλους τους από τον νόμο διαγεγραμμένους τύπους, μολονότι δεν παραβιάζει ευθέως τον νόμο, εν τούτοις ασκεί την αρμοδιότητα αυτής προς σκοπό διάφορο του από τον νόμο ηθελημένου."

Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι λόγοι που ώθησαν το Συμβούλιο να λάβει την επίδικη απόφαση κάθε άλλο παρά «συντελεστικοί» προς επίτευξη του σκοπού του Νόμου μπορεί να θεωρηθούν. Αντίθετα, εκείνο που με ασφάλεια προκύπτει από τα ενώπιον μας στοιχεία, είναι ότι το εφεσίβλητο Συμβούλιο άσκησε την αρμοδιότητα του για αλλότριους σκοπούς. Είναι φανερό ότι η άρνηση του Συμβουλίου να εκδώσει την αιτούμενη άδεια, η οποία πρέπει να σημειωθεί είναι και το αντικείμενο της προσφυγής, κατάδηλα στόχευε στην εξυπηρέτηση σκοπών, ξένων προς τους σκοπούς που ο Νόμος όρισε και συγκεκριμένα προς εξυπηρέτηση του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων (βλ. Άρθρο 6 του Νόμου πιο πάνω). Επομένως πρόκειται για απόφαση που βρίσκεται εκτός τελεολογικών ορίων του Νόμου. Η διαπίστωση αυτή καθιστά την επίδικη απόφαση του εφεσιβλήτου υποκείμενη σε ακύρωση και για κατάχρηση εξουσίας.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρώνεται.  Αναφορικά με τα έξοδα, αυτά έχουν ήδη επιδικαστεί υπέρ της εφεσείουσας ως προς την έφεση με απόφαση μας ημερομηνίας 18/1/2010, πέραν δε τούτων, επιδικάζεται ποσό €1.500 ως έξοδα της προσφυγής, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. Νοείται ότι η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα θεωρείται ακυρωθείσα ως εκ της έκβασης της έφεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο