ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 3 ΑΑΔ 173
27 Απριλίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ,
Εφεσείων - Καθ' ου η αίτηση,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ,
Εφεσιβλήτου - Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 63/2005)
Υπαλληλικό Δίκαιο ― Υποβολή παραίτησης από υπάλληλο ― Το δικαίωμα ανάκλησης υποβληθείσας παραίτησης από τον υπάλληλο που την υπέβαλε.
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή διοικητική απόφαση σε αντιδιαστολή προς internum ― Κατάταξη της απόφασης αποδοχής της παραίτησης υπαλλήλου πριν αυτή κοινοποιηθεί στον παραιτηθέντα.
Ο εφεσείων Δήμος αμφισβήτησε την πρωτόδικη δικαστική απόφαση, με την οποία είχε ακυρωθεί απόφασή του για αποδοχή της παραίτησης που υπέβαλε ο εφεσίβλητος από τη θέση Πολιτικού Μηχανικού.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση κατά πλειοψηφία, με απόφαση που έδωσε η Παπαδοπούλου, Δ., συμφωνούντων του Αρτέμη, Π. και Νικολάτου, Δ., αποφάσισε ότι:
1. Η επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα σε σχέση με το δικαίωμα ανάκλησης υποβληθείσας παραίτησης, δεν γίνεται δεκτή. Το γεγονός ότι τέτοιο δικαίωμα δεν προβλέπεται ρητά στην Κ.Δ.Π. 374/00, είναι χωρίς ουσιαστική σημασία. Το δικαίωμα αυτό υπήρχε και αναγνωριζόταν και στην Ελλάδα πριν ακόμα τη θέσπιση του Υπαλληλικού Κώδικα. Αναγνωριζόταν στους υπαλλήλους, είτε του δημοσίου είτε των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με μόνο περιορισμό την άσκησή του εντός ευλόγου χρόνου.
2. Μια διοικητική απόφαση, για να αποκτήσει τη δύναμη παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων, πρέπει να εξωτερικευθεί, δηλαδή να περιέλθει σε γνώση του προσώπου στο οποίο αφορά. Ο τύπος, με τον οποίο αυτή πρέπει να ανακοινωθεί στον ενδιαφερόμενο, εξαρτάται από τη φύση της πράξεως. Προς την ίδια κατεύθυνση, ότι δηλαδή, εκδοθείσα διοικητική απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα πριν από την κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο, είναι και τα Άρθρα 3 και 4 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99).
Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσείων, καίτοι έλαβε την απόφασή του για αποδοχή της παραίτησης του εφεσίβλητου στις 30/10/2003, μέχρι τις 7/11/2003, που ο εφεσίβλητος την ανακάλεσε, δεν την είχε κοινοποιήσει σ' αυτόν, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, λύση, δηλαδή, της υπαλληλικής σχέσης.
Ο Νικολαΐδης, Δ. εξέδωσε απόφαση μειοψηφίας, με αντίθετο αποτέλεσμα, με την οποία συμφώνησε και ο Παμπαλλής, Δ..
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Θεμιστοκλέους ν. Ε.Δ.Υ., Υπόθ. Αρ. 684/02, ημερ. 19.6.2003,
Τριμιθιώτης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2003) 3 Α.Α.Δ. 422,
Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 236,
Iordanou v. Republic of Cyprus through the Public Service Commission (No. 1) (1966) 3 C.L.R. 308,
Panayides v. Republic (Public Service Commission) (1972) 3 C.L.R. 467.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1254/03), ημερ. 24/5/05.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα - Καθ' ου η αίτηση.
Γ. Πιττάτζης, με Σ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο - Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει η Παπαδοπούλου, Δ.. Με αυτήν συμφωνώ εγώ και ο Νικολάτος, Δ..
Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Νικολαΐδης, Δ.. Με αυτήν συμφωνεί και ο Παμπαλλής, Δ..
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 1254/03, με την οποία ακυρώθηκε απόφασή του για αποδοχή παραίτησης που υπέβαλε ο εφεσίβλητος από τη θέση του Πολιτικού Μηχανικού.
Αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος άκουσε πρωτοδίκως την υπόθεση, κατέληξε ότι η απόφαση του εφεσείοντα, ημερομηνίας 8/11/2003, όπως γνωστοποιήθηκε στον εφεσίβλητο, λήφθηκε υπό πλάνη, ενόψει του γεγονότος ότι, κατά το συγκεκριμένο χρόνο, ενώπιόν του δεν υπήρχε η υποβληθείσα στις 30/10/2003 παραίτηση, εφόσον αυτή είχε αποσυρθεί με την επιστολή ημερομηνίας 7/11/2003.
Ο εφεσίβλητος, στις 30/10/2003, με επιστολή του, έθεσε στη διάθεση του εφεσείοντα την παραίτησή του και τούτο, καθώς ανέφερε, ως αποτέλεσμα της παραμόρφωσης των γεγονότων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και αφόρητων πιέσεων που ο ίδιος δέχτηκε από διάφορους παράγοντες. Ο εφεσείων, σε συνεδρία του την ίδια ημέρα, κατά πλειοψηφία, αποδέχτηκε την παραίτησή του, χωρίς, όμως, να του γνωστοποιήσει την αποδοχή της. Στις 7/11/2003, ο εφεσίβλητος, με νέα επιστολή του, ανέφερε ότι, ενόψει της απουσίας απάντησης στην επιστολή του ημερομηνίας 30/10/2003, αποσύρει την παραίτησή του και ότι, από τις 10/11/2003, θα συνέχιζε κανονικά την εργασία του. Ο εφεσείων, την επομένη, 8/11/2003, σε συνεδρία του, αφού επικύρωσε τα πρακτικά της 30/10/2003, αποφάσισε να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο ότι:-
«Το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση του στις 8/11/03 με εξουσιοδότησε να σας πληροφορήσω ότι :
Το Δημοτικό Συμβούλιο σε συνεδρίαση του στις 30/10/03 έχει αποδεχθεί την παραίτηση σας από τη θέση του Πολιτικού Μηχανικού στο Δήμο Παραλιμνίου και ως εκ τούτου να μην προσέλθετε τη Δευτέρα για εργασία.
Το Δημοτικό Συμβούλιο επιφυλάσσει υπέρ του Δήμου το δικαίωμα να αναζητήσει κατά νόμο όποια βλάβη υπέστη από τυχόν αμελείς ή παράνομες ενέργειες κατά την εργοδότησή σας.»
Ο εφεσίβλητος, με την προσφυγή του, ζήτησε:-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 30.10.2003 η οποία επικυρώθηκε στις 8.11.2003 και κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 8.11.2003 (αντίγραφο επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄ στην παρούσα) και με βάση την οποίαν αποφάσισαν να αποδεκτούν την παραίτηση του αιτητή από τη θέση του Πολιτικού μηχανικού στο Δήμο Παραλιμνίου, είναι άκυρη και/ή παράνομη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.»
Ο αδελφός μας Δικαστής, εξετάζοντας την επιχειρηματολογία των συνηγόρων, αφού αναφέρθηκε στην υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Ε.Δ.Y., Υπόθ. Αρ. 684/02, ημερ. 19/6/03, όπου κρίθηκε ότι, σε περίπτωση υποβολής άνευ όρων παραίτησης, ο προσφεύγων στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση αποδοχής της, έκρινε ότι, εάν και στην υπό εξέταση περίπτωση υπήρχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, παραίτηση εκ μέρους του εφεσίβλητου, θα απέκλινε υπέρ των αποφασισθέντων στη Θεμιστοκλέους ν. Ε.Δ.Υ., (πιο πάνω). Ακολούθως, αφού αναφέρθηκε στους περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμούς του Δήμου Παραλιμνίου του 2000, (Κ.Δ.Π. 374/00), όπου προβλέπεται ότι η υποβολή παραίτησης δεν επάγεται, αφ' εαυτής, τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, αλλά χρειάζεται ενέργεια υπό τη μορφή άδειας, και στη νομολογία*, κατέληξε ότι η απόφαση του εφεσείοντα για αποδοχή της παραίτησης του εφεσίβλητου, ημερομηνίας 30/10/2003, παρέμεινε internum μέχρι την απόσυρσή της στις 7/11/2003, δε συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και, συνεπώς, δεν επέφερε τη λύση της υπαλληλικής σχέσης. Όντας ο εφεσίβλητος υπάλληλος του εφεσείοντα, ανέφερε, απέσυρε την παραίτησή του, με αποτέλεσμα η απόφαση του εφεσείοντα ημερομηνίας 8/11/2003, όπως εξωτερικεύτηκε, να είναι πεπλανημένη, εφόσον ενώπιόν του, στις 8/11/2003, δεν υφίστατο ζήτημα παραίτησης, για να συζητηθεί, αφού αυτή είχε, με την επιστολή του εφεσίβλητου ημερομηνίας 7/11/2003, αποσυρθεί.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης στο σύνολό της. Συγκεκριμένα, αμφισβητεί την κατάληξη ότι η αποδοχή της παραίτησης του εφεσίβλητου ημερομηνίας 30/10/2003 παρέμεινε internum, ή ότι δε συνιστούσε εκτελεστή πράξη και, επίσης, ότι ο εφεσίβλητος, μετά που η παραίτησή του, στις 30/10/2003, έγινε δεκτή, είχε δικαίωμα να την αποσύρει. Η Κ.Δ.Π. 374/00, υπέβαλε, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχτηκε, δεν παρέχει δυνατότητα ανάκλησης παραίτησης η οποία υποβάλλεται ελεύθερα, ενώ τα αναφερόμενα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 369-370, ως ευθέως σχετικά, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, αφού αφορούν σε ρυθμίσεις του Ελλαδικού Υπαλληλικού Κώδικα. Με αναφορά στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 236, εισηγήθηκε ότι, με την υποβολή της παραίτησης του εφεσίβλητου και την αποδοχή της, επήλθε οριστικά η λύση της υπαλληλικής σχέσης. Ενώ, ισχυρίζεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στον ουσιώδη χρόνο, που ήταν η 30/10/2003, προχώρησε και εξέτασε ζητήματα που δεν υπήρχαν ενώπιόν του. Συνέδεσε, δηλαδή, την αποδοχή της παραίτησης με τη μη αποδοχή του αιτήματος για ανάκλησή της. Στο αιτητικό της προσφυγής δεν περιλαμβάνεται αίτημα θεραπείας για μη εξέταση ή για μη αποδοχή της ανάκλησης της παραίτησης του εφεσίβλητου, η οποία, εν πάση περιπτώσει, υποβλήθηκε μετά την αποδοχή της παραίτησής του και την οριστική λύση της υπαλληλικής σχέσης. Για να καταδείξει, μάλιστα, ο εφεσείων τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, παρέπεμψε στην, από 30/10/2003, μη προσέλευση του εφεσίβλητου στην εργασία του. Λανθασμένη χαρακτήρισε και την κατάληξη για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία, καθώς ανέφερε, χαρακτηρίστηκε από το Δικαστήριο ως internum και μη εκτελεστή.
Έχουμε εξετάσει την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα σε σχέση με το δικαίωμα ανάκλησης υποβληθείσας παραίτησης, δε συμφωνούμε, όμως, με αυτή. Το γεγονός ότι τέτοιο δικαίωμα δεν προβλέπεται ρητά στην Κ.Δ.Π. 374/00, είναι χωρίς ουσιαστική σημασία. Το δικαίωμα αυτό υπήρχε και αναγνωριζόταν και στην Ελλάδα πριν ακόμα τη θέσπιση του Υπαλληλικού Κώδικα. Αναγνωριζόταν στους υπαλλήλους, είτε του δημοσίου είτε των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με μόνο περιορισμό την άσκησή του εντός ευλόγου χρόνου. Ό,τι, με την έναρξη της ισχύος του Υπαλληλικού Κώδικα, θεσπίστηκε είναι οι χρονικοί περιορισμοί για την αποδοχή της παραίτησης εκ μέρους της διοίκησης και για την ανάκλησή της εκ μέρους αυτού που την υποβάλλει - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 369-370).
Με την απόρριψη της θέσης του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε δικαίωμα να ανακαλέσει την παραίτησή του, θα εξετάσουμε το μόνο το οποίο, ουσιαστικά, παραμένει, δηλαδή την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης ότι η απόφαση της 30/10/2003 παρέμεινε internum και, συνεπώς, ότι αυτή νομίμως ανακλήθηκε με την επιστολή της 7/11/2003.
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι, για την κατάληξη, αντλήθηκε καθοδήγηση από την Τριμιθιώτης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης, (πιο πάνω), όπου αναλύονται οι αρχές σε σχέση με το ζήτημα της διοικητικής πράξης και πότε αυτή συντελείται πλήρως. Ό,τι από αυτές συνάγεται είναι ότι μια διοικητική απόφαση, για να αποκτήσει τη δύναμη παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων, πρέπει να εξωτερικευθεί, δηλαδή να περιέλθει σε γνώση του προσώπου στο οποίο αφορά. Ο τύπος, με τον οποίο αυτή πρέπει να ανακοινωθεί στον ενδιαφερόμενο, εξαρτάται από τη φύση της πράξεως. Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα - ότι, στην περίπτωση παραίτησης υπαλλήλου, η οποία δεν επιφέρει αυτόματο τερματισμό της υπαλληλικής σχέσης, δε χρειάζεται, για να επέλθει η λύση της, να κοινοποιηθεί στον υπάλληλο η αποδοχή της παραίτησής του. Για το ίδιο ζήτημα βλ., επίσης, τις Iordanis G. Iordanou v. Republic of Cyprus through the Public Service Commission (1966) 3 C.L.R. 308 και Petrakis Panayides v. Republic (Public Service Commission) (1972) 3 C.L.R. 467. Προς την ίδια κατεύθυνση, ότι δηλαδή, εκδοθείσα διοικητική απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα πριν από την κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο, είναι και Άρθρα 3 και 4 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), όπου προβλέπεται ότι:-
«3. Η έκδοση μιας διοικητικής πράξης γίνεται με τη διατύπωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου.
4. Η ουσιαστική ισχύς μιας διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημέρα που η δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Όταν ο νόμος καθιστά συστατικό στοιχείο της πράξης τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η ουσιαστική ισχύς της αρχίζει από την ημέρα της δημοσίευσης.»
Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσείων, καίτοι έλαβε την απόφασή του για αποδοχή της παραίτησης του εφεσίβλητου στις 30/10/2003, μέχρι τις 7/11/2003, που ο εφεσίβλητος την ανακάλεσε, δεν την είχε κοινοποιήσει σ' αυτόν, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, λύση, δηλαδή, της υπαλληλικής σχέσης. Σε συμφωνία, λοιπόν, με τον αδελφό μας Δικαστή, θεωρούμε την απόφαση της 30/10/2003 internum και μη εκτελεστή.
Το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι η Τριμιθιώτης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης, (πιο πάνω), διαφοροποιείται, δε βρίσκουμε να ευσταθεί. Το γεγονός ότι εκεί η προσφυγή ασκήθηκε από έναν εκ των υποψηφίων για προαγωγή, ο οποίος πληροφορήθηκε ανεπίσημα την απόφαση, δε μεταβάλλει την κατάσταση. Το σημαντικό από την εν λόγω απόφαση είναι ότι η διοικητική απόφαση κρίθηκε ότι στερείτο εκτελεστότητας, επειδή δεν είχε κοινοποιηθεί στους ενδιαφερομένους, από το όργανο που την έλαβε.
Η έφεση απορρίπτεται, με €2.000,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με όλο το σεβασμό διαφωνούμε με την προσέγγιση των συναδέλφων μας. Ο εφεσίβλητος υπηρετούσε ως πολιτικός μηχανικός στο Δήμο Παραλιμνίου. Στις 30.10.2003, με επιστολή, έθεσε στη διάθεση του Δημοτικού Συμβουλίου την παραίτησή του η οποία σε σχετική συνεδρία έγινε αυθημερόν αποδεκτή. Λίγες ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 7.11.2003, ο εφεσίβλητος και πάλιν με επιστολή, απέσυρε την παραίτησή του, εξηγώντας ότι επειδή δεν είχε οποιανδήποτε απάντηση θεώρησε ότι αυτή δεν είχε γίνει αποδεκτή.
Το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερομηνίας 8.11.2003, αφού επικύρωσε τα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 30.10.2003, αποφάσισε να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο πως η παραίτησή του είχε ήδη γίνει αποδεκτή από τις 30.10.2003.
Ο εφεσίβλητος προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση ημερομηνίας 30.10.2003. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι αφού η απόφαση αποδοχής της παραίτησης δεν είχε κοινοποιηθεί παρέμεινε εσωτερικό θέμα της διοίκησης (internum), δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν έχει επιφέρει τη λύση της υπαλληλικής σχέσης. Κατά συνέπεια, ο εφεσίβλητος, όντας ακόμα υπάλληλος των εφεσειόντων, είχε δικαίωμα να αποσύρει την παραίτησή του.
Ταυτόχρονα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ημερομηνίας 8.11.2003, όπως εξωτερικεύτηκε με γνωστοποίηση προς τον εφεσίβλητο, είναι παράνομη, επειδή ελήφθη υπό πλάνη, η οποία συνίστατο στο ότι θεωρήθηκε ότι υπήρχε ενώπιον του Συμβουλίου παραίτηση, ενώ τέτοια κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχε.
Κατ' έφεση ο Δήμος Παραλιμνίου προσβάλλει την απόφαση του δικαστηρίου ότι η αποδοχή της παραίτησης του εφεσίβλητου ημερομηνίας 30.10.2003 παρέμεινε εσωτερικό θέμα ή ότι δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη.
Στην υπόθεση Τριμιθιώτης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2003) 3 Α.Α.Δ. 422 έγινε μια σύντομη αναφορά στην κρατούσα νομική θεωρία επί του θέματος που μας απασχολεί. Σημειώθηκε ότι η διοικητική πράξη είναι δήλωση βούλησης οποιουδήποτε διοικητικού οργάνου διά της οποίας επέρχεται μεταβολή στο νομικό κόσμο, ήτοι δι΄ αυτής ιδρύονται, μεταβάλλονται ή καταργούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όταν η διαδικασία διαμόρφωσης της πράξης ολοκληρωθεί, ακολουθεί η διαδικασία έκδοσης της πράξης, δηλαδή η κατά τρόπο βέβαιο διατύπωση της βουλήσεως η οποία πρόκειται να δηλωθεί διά της διοικητικής πράξης (Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, σελ. 248 επ.).
Με την έκδοση της διοικητικής πράξης δεν αρχίζει αυτομάτως και η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων. Για να αποκτήσει η πράξη τη δύναμη παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων πρέπει απαραιτήτως να δηλωθεί ώστε να παύσει να αποτελεί internum. Ανακύπτει επομένως, συνεχίζει η Τριμιθιώτης, ανωτέρω, ζήτημα καθορισμού της αναγκαίας για την κάθε συγκεκριμένη διοικητική πράξη δήλωσης βούλησης και των ενεργειών που απαιτούνται για να πραγματοποιηθεί, ώστε να καταστεί externum και να αποκτήσει την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη δύναμη παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων.
Στην υπόθεση Τριμιθιώτης αναφέρεται και το κάτωθι απόσπασμα από το σύγγραμμα του Ηλ. Κυριακόπουλου, Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, 4η έκδοση, σελίδες 396-397:
«Η βεβαία διατύπωσις της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου τη εν διοικητική πράξει διά της συντάξεως και υπογραφής ταύτης, δηλοί ότι η πράξις εξεδόθη. Αλλ' η έκδοσις μόνη δεν συνεπιφέρει τα εξ αυτής αναμενόμενα έννομα αποτελέσματα. Η διοικητική πράξις, ως δήλωσις βουλήσεως, διά ν' αποκτήση νομικήν ενέργειαν, δέον να παύση αποτελούσα internum και εξωτερικευθή, ήτοι να περιέλθη εις το πρόσωπον, εις ο αφορά. Επομένως, η διοικητική πράξις δέον ν' ανακοινούται εις τον ενδιαφερόμενον. Κατά τίνα τύπον δέον να γίνη η ανακοίνωσις αύτη, εξαρτάται εξ αυτής της φύσεως της πράξεως, εφ' όσον εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει ο νόμος δεν ορίζη ιδιαίτερον τύπον.»
Η εδώ και χρόνια επικρατούσα νομολογία, αλλά και η αντιμετώπιση της θεωρίας επί του θέματος είναι ορθή. Μια απόφαση της διοίκησης μέχρι την εξωτερίκευσή της παραμένει internum και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Το θέμα όμως δεν σταματά εδώ.
Όπου ο νόμος δεν απαιτεί δημοσίευση η διοικητική πράξη για να επιφέρει τις έννομες της συνέπειες οφείλει να κοινοποιηθεί προς το πρόσωπο το οποίο αφορά. Ο κανόνας αυτός δεν σημαίνει ότι η κοινοποίηση καθίσταται συστατικό στοιχείο της πράξης και γι' αυτό ελάττωμα περί την κοινοποίηση δεν βλάπτει το κύρος της (Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, 1957, σελ. 250).
Όπως, όμως, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 193) η παράλειψη της κοινοποίησης της πράξης στο διοικούμενο ή η ελλιπής κοινοποίηση αυτής, ασκεί επιρροή επί της ενάρξεως της προθεσμίας προσβολής της, δεν θίγει όμως το κύρος της πράξης, ούτε την εκτελεστότητά της, διότι η κοινοποίηση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης, αλλά μέσον γνωστοποίησής της, επόμενο της τελείωσής της.
Τα ίδια επαναλαμβάνει και ο Π. Δ. Δαγτόγλου, στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 268, παραγρ. 613α, όπου τονίζεται ότι η παράλειψη της κοινοποίησης στον ιδιώτη ή ακόμα και η ελλιπής κοινοποίηση δεν θίγει το κύρος της πράξης ή την εκτελεστότητά της, ακόμα και όταν επιβάλλεται ειδικώς από το νόμο, γιατί η κοινοποίηση δεν αποτελεί στοιχείο της πράξης, αλλά μέσο γνωστοποίησης που ακολουθεί την τελείωσή της.
Με άλλα λόγια, εφ' όσον η διοικητική πράξη δεν έχει κοινοποιηθεί στο πρόσωπο το οποίο αφορά, συνιστά εσωτερικό θέμα της διοίκησης (internum) και συνεπώς δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, χωρίς όμως η μη εξωτερίκευση αυτής της βούλησης να επιδρά επί του κύρους της απόφασης. Η απόφαση συνεχίζει να υπάρχει, αλλά τα έννομά της αποτελέσματα δεν αρχίζουν να παράγονται πριν τη γνωστοποίησή της.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι τόσο στην υπόθεση Τριμιθιώτης, ανωτέρω, όσο και σε όλες τις άλλες υποθέσεις που αναφέρονται στο internum, το θέμα εξετάστηκε από τη σκοπιά του κατά πόσο προσφυγή ήταν πρόωρη προ της κοινοποιήσεώς της ή αν ο αιτητής μπορούσε τελικά να προσφύγει και να αμφισβητήσει το κύρος της απόφασης που δεν του είχε ακόμα γνωστοποιηθεί. Το θέμα δεν ειδώθηκε ποτέ από την πλευρά του κατά πόσο η ληφθείσα, αλλά μη κοινοποιηθείσα απόφαση, έστω κι΄ αν συνιστά internum, διατηρεί το κύρος ή την εκτελεστότητά της.
Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερομηνίας 8.11.2003 ορθά είχε αποδεχθεί την παραίτηση του εφεσίβλητου στις 30.10.2003 και συνεπώς το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ημερομηνίας 8.11.2003 είναι παράνομη ή ελήφθη υπό πλάνη είναι, με όλο το σεβασμό, λανθασμένο. Η πλάνη που το πρωτόδικο δικαστήριο διέκρινε συνίστατο στο ότι υπήρχε ενώπιον του Συμβουλίου παραίτηση, ενώ τέτοια δεν υπήρχε. Αντίθετα, καταλήγουμε ότι ορθά το Δημοτικό Συμβούλιο έκρινε ότι υπήρχε ενώπιόν του παραίτηση την οποία μάλιστα και είχε αποδεκτεί στην προηγούμενή του συνεδρία ημερομηνίας 30.10.2003.
Είναι προφανές ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να γνωστοποιήσουν την απόφασή τους για αποδοχή παραίτησης του εφεσίβλητου οφειλόταν στο ότι τα πρακτικά της συνεδρίας δεν είχαν επικυρωθεί. Όπως σημειώθηκε και στην υπόθεση Ανθίμου ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδίων (2002) 3 Α.Α.Δ. 397 η απόφαση ήταν οριστική και όχι υπό αίρεση, ενώ η επικύρωση των πρακτικών απέβλεπε στη βεβαίωση του ότι η ρηθείσα απόφαση ελήφθη όντως κατά την προηγούμενη συνεδρία του σώματος. Και στην υπόθεση Ανθίμου, ανωτέρω, τονίζεται ότι κρίσιμη για το εκτελεστό της απόφασης είναι η μέρα κατά την οποία αυτή λαμβάνεται. Το πρακτικό έχει ως λόγο την καταγραφή της απόφασης και η επικύρωσή του τη βεβαίωση ότι η απόφαση αντανακλάται σωστά.
Καταλήγουμε ωσαύτως ότι και οι δύο λόγοι έφεσης ευσταθούν. Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για αποδοχή της παραίτησης του εφεσίβλητου ήταν εσωτερικό θέμα της διοίκησης (internum) και δεν συνιστούσε εκτελεστή πράξη και τέλος ότι ο εφεσίβλητος, όντας ακόμα υπάλληλος του Δήμου, είχε δικαίωμα να αποσύρει την παραίτησή του. Ο εφεσίβλητος όταν αποπειράθηκε να ανακαλέσει την παραίτησή του δεν ήταν υπάλληλος των καθ' ων η αίτηση, αφού η παραίτησή του είχε ήδη γίνει αποδεκτή. Περαιτέρω, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε πλάνη από πλευράς του Δημοτικού Συμβουλίου στις 8.11.2003, αφού πράγματι υπήρχε τόσο παραίτηση του εφεσίβλητου, όσο και αποδοχή της. Συνεπώς η απόσυρση της παραίτησης ήταν, εν πάση περιπτώσει, άνευ αντικειμένου.
Δεν τίθεται θέμα και συνεπώς δεν θα εξετάσουμε κατά πόσο ο εφεσίβλητος είχε ή όχι δικαίωμα να αποσύρει την παραίτησή του, πριν αυτή βέβαια γίνει αποδεκτή. Εν όψει της κατάληξής μας δεν μας απασχόλησαν στο στάδιο αυτό, ούτε οι περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμοί του Δήμου Παραλιμνίου του 2000 (Κ.Δ.Π. 374/2000) με τους οποίους υιοθετήθηκαν για τον καθ' ου η αίτηση Δήμο, οι περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμοί του Δήμου Λευκωσίας του 2000 (Κ.Δ.Π. 71/2000), αλλά ούτε και τα εν Ελλάδι ισχύοντα περί δημοσίων υπαλλήλων.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..
* Τριμιθιώτης ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2003) 3 Α.Α.Δ. 422.