ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 648
1 Δεκεμβρίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ANAΦOPIKA ME TO APΘPO 140 TOY ΣYNTAΓMATOΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ. 2),
Καθ' ης η αίτηση.
(Aναφορά Aρ. 1/2009)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Ερμηνεία ― Η δέσμευση από την κατ' αρχήν γραμματική ερμηνεία του Συντάγματος ― Συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση.
Ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2009 ― Κατά πόσο αντίκειται προς το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος (και κατ' επέκταση προς τα Άρθρα 61 και 179).
Αναφορά ― Καταχώριση Αναφοράς με βάση το Άρθρο 140 του Συντάγματος ― Η κριθείσα περίπτωση Αναφοράς σε σχέση με την συνταγματικότητα του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικού) (Αρ.2) Νόμου του 2009.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε την παρούσα Αναφορά, αμφισβητώντας την συνταγματικότητα του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικού)(Αρ.2) Νόμου του 2009.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γνωμάτευσε ότι:
1. Είναι πάγια νομολογημένο ότι δεν μπορεί να διευρυνθεί ερμηνευτικά ο νόμος για να προβλέψει για περίπτωση για την οποία σαφώς και αναμφισβήτητα δεν έχει γίνει πρόνοια, και δεν υπάρχει αυθεντία που να εξουσιοδοτεί οποιοδήποτε δικαστήριο να αλλάζει λέξεις σε νομοθέτημα, ούτως ώστε να καλύπτει περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει πρόνοια (Casus omissus). Aυτό θα ισοδυναμούσε όχι με ερμηνεία, αλλά με τροποποίηση.
2. Οι σχετικές εν προκειμένω πρόνοιες του Γαλλικού και Ελληνικού Συντάγματος, όπου ρητώς προνοείται και απαγορεύεται η δια Νόμου μείωση εσόδων, επενεργούν εναντίον της εισήγησης ότι η πρόνοια του δικού μας Συντάγματος θα πρέπει να ερμηνευθεί ανάλογα, αφού αν υπήρχε τέτοια πρόθεση από το Συνταγματικό Νομοθέτη θα το ανέφερε ρητώς στην πρόνοια αυτή. Περαιτέρω, αν εννοιολογικά η αύξηση της δαπάνης περιλάμβανε και τη μείωση των εσόδων, δεν θα υπήρχε ανάγκη για τις εκεί εξειδικευμένες ρυθμίσεις.
Κατά συνέπεια κρίνεται ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος είναι σαφείς και δεν χωρεί ερμηνεία διαφορετική από του να θεωρείται πως το άρθρο απαγορεύει μόνο νομοθετήματα που προβλέπουν για αύξηση των εξόδων και δεν περιλαμβάνει εκείνα που προνοούν για μείωση εσόδων. Κατά συνέπεια, δεν εγείρεται ούτε θέμα παραβίασης των αρχών του διαχωρισμού των εξουσιών, από τις οποίες διαπνέεται το Σύνταγμα.
3. Ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2009 δεν είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 61, 179 και 80.2 του Συντάγματος και συνεπώς δύναται να εκδοθεί.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2001) 3 Α.Α.Δ. 519,
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Αρ.1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 207.
Aναφορά.
Aναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας για γνωμάτευση του Aνωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο περί Φόρου Προστιθέμενης Aξίας (Tροποποιητικός) (Aρ. 2) Nόμος του 2009 βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 61, 80.2 και 179 του Συντάγματος και προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Αντ. Βασιλειάδης, Λ. Ουστά και Ε. Γαβριήλ, για τον Aιτητή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Αλ. Μαρκίδης, Π. Πολυβίου και Λ. Αρακελιάν, για την Kαθ΄ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η κατάληξη του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι γενικώς παραδεκτά και είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας στον τομέα της ξενοδοχειακής βιομηχανίας, αποφασίστηκε από την Κυβέρνηση να μειωθεί ο συντελεστής Φ.Π.Α. για διαμονή σε ξενοδοχεία, τουριστικά καταλύματα και παρόμοιους χώρους από 8% σε 5% και με το νομοσχέδιο που υποβλήθηκε στη Βουλή ορίστηκε ότι η διαμονή σε ξενοδοχεία και άλλα τουριστικά καταλύματα δεν περιλαμβάνει και την παροχή πρωϊνού, την ημιδιατροφή ή την πλήρη διατροφή. Τροποποίηση που έγινε προς αυτή την κατεύθυνση από τη Βουλή, προκάλεσε την αναπομπή του Νόμου και τελικά η Βουλή τη δέχθηκε. Στη συνέχεια, οι βουλευτές κ.κ. Αβέρωφ Νεοφύτου, Ανδρέας Αγγελίδης, Μαρίνος Σιζόπουλος, Δημήτρης Συλλούρης και Γεώργιος Περδίκης κατέθεσαν πρόταση Νόμου, με την οποία πρότειναν την υπαγωγή στο μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. 5% και των υπηρεσιών εστιατορίου και άλλων παρόμοιων υπηρεσιών επισιτισμού, εξαιρουμένης της διάθεσης οινοπνευματοδών ποτών, μπύρας και κρασιού.
Η Βουλή, τελικά, στη συνεδρία της ημερομηνίας 9.4.09, υιοθέτησε την Πρόταση Νόμου και ψήφισε τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Νόμο του 2009. Αναπομπή του Νόμου απορρίφθηκε από τη Βουλή.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ακολούθως, κατόπιν συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα, αποφάσισε να καταχωρήσει την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 140 του Συντάγματος. Με την Αναφορά ζητείται η γνωμάτευση του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά πόσο ο Νόμος αυτός βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 61, 80.2 και 179 του Συντάγματος και προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Οι δύο πλευρές κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις, αγόρευσαν και προφορικώς ενώπιόν μας και μας παρέπεμψαν σε σωρεία αυθεντιών, κυρίως αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το Άρθρο 61 του Συντάγματος προβλέπει ότι η Νομοθετική Εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκτός για θέματα που υπάγονται στις Κοινοτικές Συνελεύσεις. Το Άρθρο 179 προβλέπει ότι, τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 1Α, ο υπέρτατος Νόμος της Δημοκρατίας είναι το Σύνταγμα και κανένας Νόμος ή πράξη ή απόφαση οργάνου μπορεί να είναι καθ΄οιονδήποτε τρόπο αντίθετοι ή ασύμφωνοι με οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος. Τέλος, η παράγραφος 2 του Άρθρου 80, που είναι και η σημαντικότερη για το θέμα που μας αφορά, προνοεί κατά λέξη τα ακόλουθα:
«Ουδεμία πρότασις Νόμου συνεπαγομένη αύξησιν των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων δύναται να υποβληθεί υπό βουλευτού».
Εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας προβλήθηκε το επιχείρημα ότι με την επέμβαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, μέσω του επίδικου τροποποιητικού Νόμου, παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία απορρέει από το πνεύμα του Συντάγματος.
Προτάθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, εκπροσωπούντος τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ότι
«Επειδή ο καθορισμός του μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α. ως ποσοστού της βάσης επιβολής του φόρου, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 5%, εμπίπτει ορθολογιστικά στην αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας η οποία αποφασίζει σε κάθε περίπτωση . . . και το δημοσιονομικό κόστος, ο επίδικος Νόμος εκφεύγει των ορίων της δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος Νομοθετικής Εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών.»
Επίσης, προβλήθηκε ότι ο επίδικος Νόμος θεσπίστηκε κατά παράβαση του Άρθρου 80.2 με βάση Πρόταση Νόμου, αφού συνεπάγεται μείωση προβλεπόμενων εσόδων. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής και προβάλλοντας ότι το Άρθρο καλύπτει όχι μόνο αύξηση των εξόδων αλλά και μείωση των εσόδων, μας παρέπεμψε και στο Άρθρο 40 του Γαλλικού Συντάγματος, καθώς και στο παρόμοιο Άρθρο 73(3) του Ελληνικού Συντάγματος, που προνοούν τα πιο κάτω, αντιστοίχως:
«Οι προτάσεις και τροποποιήσεις που διατυπώνονται από μέλη της Βουλής δεν είναι παραδεκτές, όταν η υιοθέτησή τους θα είχε σαν συνέπεια, είτε μια μείωση των δημοσίων προσόδων είτε τη δημιουργία ή την επαύξηση μιας δημόσιας δαπάνης.».
«Ουδεμία πρότασις νόμου ή τροπολογία ή προσθήκη εισάγεται προς συζήτησιν, εάν προέρχεται εκ της Βουλής, εφ΄όσον συνεπάγεται εις βάρος του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δαπάνη ή ελάττωσιν εσόδων, ή της περιουσίας αυτών, προς μισθοδοσίαν ή σύνταξιν, ή εν γένει όφελος προσώπου.».
Υποστηρίχθηκε, ως εκ τούτου, ότι ακολουθώντας το γράμμα και το πνεύμα των πιο πάνω Συνταγμάτων, τόσο η αύξηση των εξόδων όσο και η μείωση των εσόδων καλύπτεται από το Άρθρο 80.2. Τέλος, μας κάλεσε να ερμηνεύσουμε την παράγραφο 2 του Άρθρου 80 κατά τρόπο που να αποδίδει το πνεύμα του Συντάγματος, αφού κατά την εισήγησή του, η μείωση εσόδων ουσιαστικά ισοδυναμεί με αύξηση εξόδων.
Από την πλευρά τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Βουλής, υποστήριξαν ότι η έννοια της παραγράφου 80.2 είναι σαφής και ως εκ τούτου δεν χωρεί οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία. Περαιτέρω, υποστήριξαν ότι εάν γίνει δεκτή η θέση αυτή, τότε δεν εγείρεται πια θέμα παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Τέλος, μας παρέπεμψαν σε αριθμό προνοιών, όπου το Σύνταγμα επιτρέπει στη Βουλή την επιβολή φόρων και δασμών και σε αποφάσεις επί του προκειμένου, που δείχνουν ότι η θέσπιση τέτοιων νομοθετικών προνοιών δεν συγκρούεται με την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών.
Εξετάσαμε την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών καθώς και τις αυθεντίες που έθεσαν ενώπιον μας και παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2001) 3 Α.Α.Δ. 519 στη σελ. 523 λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Το Σύνταγμα έχει διαχρονικό χαρακτήρα και κάτω από αυτό το πρίσμα ερμηνεύεται. Όταν το κείμενο συνταγματικής διάταξης είναι διαυγές και η σημασία του διάφανη, εκεί τελειώνει και το ερμηνευτικό εγχείρημα. Όταν όμως, η σημασία του κειμένου είναι διφορούμενη . . . . καθοδήγηση στην ερμηνεία του μπορεί να αντληθεί από το σκοπό που ο νομοθέτης επιδιώκει να προαγάγει με τη συγκεκριμένη διάταξη, ορώμενη στο πλαίσιο των ευρύτερων σκοπών του Συντάγματος.»
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δεν μπορεί να διευρυνθεί ερμηνευτικά ο νόμος για να προβλέψει για περίπτωση για την οποία σαφώς και αναμφισβήτητα δεν έχει γίνει πρόνοια, και δεν υπάρχει αυθεντία που να εξουσιοδοτεί οποιοδήποτε δικαστήριο να αλλάζει λέξεις σε νομοθέτημα, ούτως ώστε να καλύπτει περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει πρόνοια (Casus omissus). Aυτό θα ισοδυναμούσε όχι με ερμηνεία, αλλά με τροποποίηση. (Δέστε Craies on Statute Law, 7η Έκδοση, στη σελ. 69.)
Όσον αφορά την εισήγηση ότι θα πρέπει να ερμηνευθεί το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος με αναφορά και στο πνεύμα που διέπει το Σύνταγμα, παραπέμπουμε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Αρ.1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 207, όπου στη σελ. 217 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Αλλά πρέπει να διευκρινίσουμε πως η συμπόρευσή μας ως προς την αναφορά και στο πνεύμα που διέπει το Σύνταγμα οφείλεται στην κρίση μας πως και αυτό το πνεύμα προσλαμβάνει τη διάσταση συνταγματικής επιταγής μόνο σε συνάρτηση προς τις συγκεκριμένες διατάξεις από τις οποίες αναδύεται. Και είναι με αυτή την έννοια που αντιλαμβανόμαστε και την αναφορά στην υπόθεση ΡΙΚ και Άλλοι ν. Καραγιώργη και Άλλων (ανωτέρω) (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, πως «η μεθοδολογία κρίσης της συνταγματικότητας των Νόμων έγκειται στην αντιπαραβολή των προνοιών τους με τις διατάξεις και υπόβαθρο του Συντάγματος που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται». Το πνεύμα και το υπόβαθρο του Συντάγματος δεν προσλαμβάνουν εννοιολογικό περιεχόμενο ασύνδετο προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Αναπόφευκτα προσδιορίζονται με αναφορά σε αυτές, σε όσα κατά τους ερμηνευτικούς κανόνες προκύπτουν από αυτές και σε όσα αυτές συνεπάγονται.»
Περαιτέρω, παρατηρούμε πως οι σχετικές πρόνοιες του Γαλλικού και Ελληνικού Συντάγματος, όπου ρητώς προνοείται και απαγορεύεται η δια Νόμου μείωση εσόδων, επενεργούν εναντίον της εισήγησης ότι η πρόνοια του δικού μας Συντάγματος θα πρέπει να ερμηνευθεί ανάλογα, αφού αν υπήρχε τέτοια πρόθεση από το Συνταγματικό Νομοθέτη θα το ανέφερε ρητώς στην πρόνοια αυτή. Περαιτέρω, αν εννοιολογικά η αύξηση της δαπάνης περιλάμβανε και τη μείωση των εσόδων, δεν θα υπήρχε ανάγκη για τις εκεί εξειδικευμένες ρυθμίσεις.
Κρίνουμε ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος είναι σαφείς και δεν χωρεί ερμηνεία διαφορετική από του να θεωρήσουμε πως απαγορεύει μόνο νομοθετήματα που προβλέπουν για αύξηση των εξόδων και δεν περιλαμβάνει εκείνα που προνοούν για μείωση εσόδων. Κατά συνέπεια, δεν εγείρεται ούτε θέμα παραβίασης των αρχών του διαχωρισμού των εξουσιών, από τις οποίες διαπνέεται το Σύνταγμα.
Συνακολούθως, γνωματεύουμε ότι ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2009 δεν είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 61, 179 και 80.2 του Συντάγματος και συνεπώς δύναται να εκδοθεί.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.