ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 396
2 Ιουλίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ Ε. ΚΛΑΠΠΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Eφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 32/2007)
____________________
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Αποφυγή δασμών και φόρων εισαγωγής δια της ψευδούς υποτιμολόγησης των εισαχθέντων αγαθών ― Πτυχές της νομιμότητας με την οποία ενήργησε ο Διευθυντής Τελωνείων στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Ανάκληση παράνομης ευμενούς απόφασης ― Επιτρέπεται και μετά από παρέλευση εύλογου χρόνου αν ελήφθη έπειτα από δόλια ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν αυτός ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της (Άρθρο 54(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99).
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της επιβολής σε βάρος τους συμπληρωματικών δασμών αναφορικά με προϊόντα που εισήγαγαν.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Δεν ευσταθεί οποιοσδήποτε από τους λόγους έφεσης. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν δεόντως αιτιολογημένη. Στην προσβαλλόμενη απόφαση επισυνάφθηκε και το φύλλο εργασίας υπολογισμού αποφευχθέντων δασμών και φόρων, από το οποίο φαίνονται οι 14 περιπτώσεις εισαγωγών στις οποίες εκδόθηκαν διπλά ή και τριπλά τιμολόγια, τα οποία έφεραν τον ίδιο αριθμό τιμολογίου και από τα οποία προκύπτει σαφώς τόσο το ποσό που δηλώθηκε στο Τελωνείο, όσο και το επιπλέον ποσό, ή ποσό υποτιμολόγησης, που δεν δηλώθηκε στο Τελωνείο.
Με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους οι εφεσίβλητοι και τα οποία προέκυψαν μετά από τις έρευνες στις οποίες προέβησαν, εύλογα θεώρησαν τους εφεσείοντες ως διαπράξαντες το αδίκημα της υποβολής ψευδών στοιχείων, κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων στις προαναφερόμενες 14 περιπτώσεις. Η έρευνα στην οποία προέβησαν οι εφεσίβλητοι ήταν επαρκής, εφόσον ως αποτέλεσμά της ανευρέθησαν και διαπιστώθηκαν σημαντικά στοιχεία, έστω και αν στα υποστατικά των εφεσειόντων δεν ανευρέθηκε διπλότυπο αρχείου ή άλλα στοιχεία από τα οποία να επιβεβαιώνονται οι παρανομίες των εφεσειόντων.
Ορθά συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι έγινε επαρκής έρευνα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν δεόντως αιτιολογημένη και ότι οι εφεσίβλητοι δεν παραβίασαν τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Ορθά επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ουσιαστικά, οι εφεσίβλητοι σιωπηρά ανακάλεσαν την προηγούμενη απόφασή τους για επιβολή φόρων και δασμών, η οποία είχε στηριχθεί στις αναληθείς δηλώσεις των εφεσειόντων και ορθά, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επέβαλαν στους εφεσείοντες πρόσθετους συμπληρωματικούς δασμούς και φόρους οι οποίοι βασίζονταν στα περαιτέρω στοιχεία που οι εφεσίβλητοι ανακάλυψαν μετά από την έρευνα που πραγματοποίησαν.
2. Είναι θεμελιωμένο ότι ανάκληση μιας παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά από παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσης της, όπως συνέβηκε στην προκείμενη περίπτωση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Moschovakis v. C.B.C. (1988) 3 C.L.R. 750,
Αλέξανδρος Σολέας και Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Kραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 410/05), ημερ. 24.1.07.
Χρ. Νικολάου για Π. Παύλου, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Παπαγεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες ασχολούνταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, με εισαγωγές κατεψυγμένων τροφίμων. Μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του 2003 εισήγαγαν από το εξωτερικό κατεψυγμένες προτηγανισμένες πατάτες και λαχανικά. Τα εμπορεύματα αυτά υπόκεινταν σε εισαγωγικούς δασμούς υπολογιζόμενους κατ' αξία. Οι εισαγωγές έγιναν από την Ολλανδική εταιρεία OERMEMANS FOODS NEDERLANDS B.V. μέσω της υπεράκτιας εταιρείας BELORIENT LTD, η οποία πραγματοποιούσε τις πληρωμές προς την Ολλανδική εταιρεία, και για τις υπηρεσίες της χρέωνε τους εφεσείοντες και λάμβανε, υπό μορφή προμήθειας, ποσοστό 3% επί της συνολικής αξίας των εμπορευμάτων.
Κατά την προαναφερόμενη χρονική περιόδο, οι εφεσίβλητοι εντόπισαν, μεταξύ άλλων, 14 αποστολές / εισαγωγές για τις οποίες οι εφεσείοντες κατέθεσαν στο τελωνείο ψευδή στοιχεία / υποτιμολογημένα τιμολόγια. Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, οι εφεσείοντες προέβαιναν σε ψευδείς δηλώσεις αναφορικά με υποτιμολογημένες αξίες, τις οποίες καταχωρούσαν σε ισάριθμες διασαφήσεις εισαγωγής στο έντυπο ΙΜ2. Στις διασαφήσεις αυτές, οι εφεσείοντες καταχωρούσαν τον αντίστοιχο αριθμό τιμολογίου καθώς και την τιμολογιακή και δασμαλογητέα αξία κάθε εισαγόμενης αποστολής, κατά είδος εμπορεύματος.
Προκειμένου να τεκμηριώσουν την ορθότητα της δήλωσης τους οι εφεσείοντες κατέθεταν μαζί με τη διασάφηση και τα τιμολόγια που αφορούσε η κάθε αποστολή ξεχωριστά, τα οποία, όπως έκριναν αργότερα οι εφεσίβλητοι, ήταν υποτιμολογημένα, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαφυγή δασμών.
Το Τμήμα Τελωνείων διεξήγαγε έρευνα και εξασφάλισε μαρτυρία από τον Διευθυντή της εταιρείας BELORIENT LTD, ο οποίος εξήγησε λεπτομερώς, τη μέθοδο που εφάρμοζαν οι εφεσείοντες για να πετύχουν την υποτιμολόγηση. Προς υποστήριξη της μαρτυρίας του ο Διευθυντής έδωσε στους εφεσίβλητους και όλα τα σχετικά έγγραφα και τιμολόγια που αφορούσαν στους εφεσείοντες. Στις 15.11.2004 λήφθηκε κατάθεση από τον Διευθυντή των εφεσειόντων, ο οποίος ανέφερε ότι οι πρώην Διευθυντές Αγορών και Πωλήσεων των εφεσειόντων με τους οποίους συνεργάστηκαν οι εφεσείοντες, μέχρι τον Ιούνιο του 2002, καταδολίευσαν τους εφεσείοντες περίπου ποσό £1.000.000.- και ότι ο ίδιος ο Διευθυντής, κ. Εύρος Κλαππής, δεν είχε ανάμειξη ούτε στις παραγγελίες, ούτε στις πληρωμές, αλλά υπέγραφε μόνον τα σχετικά δελτία πληρωμών προς την τράπεζα.
Στις 15.11.04, επίσης, λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων ερεύνησαν τα γραφεία των εφεσειόντων και κατακράτησαν διάφορα έγγραφα, από τη μελέτη των οποίων διαπιστώθηκε πως οι εφεσείοντες δεν διατηρούσαν στα γραφεία τους, παράλληλο αρχείο, μέσα από το οποίο μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η υποτιμολήγηση των τιμολογίων αλλά ούτε και εντοπίστηκαν οποιαδήποτε άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία, πέραν των 14, προαναφερόμενων, εισαγωγών. Αναφορικά όμως με τις 14 εισαγωγές, κατασχέθηκαν 56 τιμολόγια, η σύγκριση των οποίων αποκάλυψε ότι σε κάθε μια από τις 14 περιπτώσεις εκδίδονταν διπλά ή και τριπλά τιμολόγια που έφεραν τον ίδιο αριθμό τιμολογίου. Κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, τα τιμολόγια που παρουσίαζαν την πραγματική συνολική συναλλακτική αξία των εμπορευμάτων, η οποία ισούται με την αξία του τιμολογίου που κατατέθηκε από τους εφεσείοντες (δηλωθείσα αξία) συν την αξία της υποτιμολόγησης που φαίνεται από τα «συμπληρωματικά» τιμολόγια που δεν δηλώθηκαν στο Τελωνείο. Σε τρεις περιπτώσεις, με τον ίδιο αριθμό τιμολογίου, εντοπίστηκαν (α) τα αναληθή τιμολόγια, (β) τα συμπληρωματικά τιμολόγια και (γ) τα συνολικά τιμολόγια με την πληρωθείσα τιμή, ενώ σε δύο άλλες περιπτώσεις εντοπίστηκαν (α) τα υποτιμολογημένα τιμολόγια και (β) τα συνολικά τιμολόγια.
Το κλιμάκιο που διερεύνησε τα υποστατικά των εφεσειόντων ετοίμασε φύλλο εργασίας υπολογισμού αποφευχθέντων δασμών και φόρων για συνολικά 29 περιπτώσεις εισαγωγών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνελέγησαν, οι εφεσίβλητοι προχώρησαν στον υπολογισμό της οφειλόμενης διαφοράς που ανερχόταν στο τελικό, διορθωμένο, ποσό των £17.734.- και με την επιστολή τους ημερ. 1.3.05 (η οποία περιλαμβάνει την προσβαλλόμενη απόφαση) κάλεσαν τους εφεσείοντες να το πληρώσουν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός των αιτητών-εφεσειόντων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, ήταν αβάσιμος. Κατά την εκτίμησή του, η αιτιολογία μπορεί να εξαχθεί από την απλή ανάγνωση της προαναφερόμενης επιστολής στην οποία μάλιστα επισυνάπτεται και το φύλλο εργασίας υπολογισμού αποφευχθέντων δασμών, όπου εμφανίζονται αναλυτικά όλα τα ποσά των τιμολογίων και τα επί μέρους στοιχεία που οδήγησαν στον υπολογισμό της διαφοράς δασμών και του συνολικού οφειλόμενου ποσού. Θεώρησε ακόμα, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε ενώπιον του, όπου υπάρχουν, τόσο το σημείωμα του εξεταστή κ. Χρίστου προς την προϊσταμένη του Τμήματος Διερευνήσεων, ημερ. 13.1.04, όσο και τα σημειώματα άλλων αρμόδιων λειτουργών των εφεσιβλήτων, οι μαρτυρικές καταθέσεις, καθώς και όλα τα απαραίτητα στοιχεία που επιτρέπουν το δικαστικό έλεγχο, όπως ανέφερε.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό των αιτητών-εφεσειόντων για έλλειψη δέουσας έρευνας και λανθασμένη αξιολόγηση των στοιχείων που κατασχέθηκαν, ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που εξέτασε την προσφυγή, έκρινε ότι δεν ευσταθούσαν. Κατά την εκτίμησή του, οι εφεσίβλητοι, μετά την καταγγελία, προέβησαν σε επαρκή έρευνα και αφού διαπίστωσαν τόσο από τα έγγραφα που πήραν από την εταιρεία BELORIENT LTD και το Διευθυντή της, όσο και από τους ίδιους τους αιτητές-εφεσείοντες, την υποτιμολόγηση, έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση στη βάση των Άρθρων 169 και 188 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου, Ν.82/67, όπως τροποποιήθηκε.
Συμπερασματικά, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι οι εφεσίβλητοι, ενόψει των νέων στοιχείων, που εύλογα τεκμηρίωναν τη δόλια αποφυγή δασμών, είχαν καθήκον να απαιτήσουν τη νόμιμη οφειλή, η οποία αποτελεί απαράγραπτο χρέος προς τη Δημοκρατία. Εξάλλου, όπως υπογράμμισε, είναι νομολογιακά θεμελιωμένο ότι η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, για τεχνικά θέματα, και η αξιολόγηση των στοιχείων, δεν εμπίπτουν στα όρια του αναθεωρητικού ελέγχου σε φορολογικές υποθέσεις, όταν η επίδικη απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή. Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες, δεν απέδειξαν οποιαδήποτε πλάνη ή υπέρβαση εξουσίας των εφεσιβλήτων, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι με την επίδικη απόφαση οι εφεσίβλητοι ανέτρεψαν προηγούμενες διοικητικές πράξεις με τις οποίες είχε προσδιοριστεί η τελωνειακή αξία των εμπορευμάτων και μάλιστα μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου και κατά τρόπο που δεν παρεχόταν η ευκαιρία στους εφεσίβλητους να μειώσουν τη ζημιά τους, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η αρχή της νομιμότητας επέβαλλε στη Διοίκηση να τηρεί το νόμο αλλά και να ανακαλεί τυχόν εκδοθείσες παράνομες αποφάσεις της, αποκαθιστώντας την έννομη τάξη. Όπως είπε, ο επαναπροσδιορισμός της δασμολογητέας αξίας, στην προκείμενη περίπτωση, συνιστά σιωπηρή ανάκληση της απόφασης για επιβολή των αρχικών δασμών, κατά τον τελωνισμό των προϊόντων και τέτοια ανάκληση είναι καθόλα επιτρεπτή. Δεν τίθεται θέμα ευλόγου χρόνου, στην προκείμενη περίπτωση γιατί τέτοιο θέμα δεν μπορεί να προβληθεί όταν ο διοικούμενος, με τη συμπεριφορά του, έχει συνεισφέρει στη δημιουργία της παράνομης πράξης, και στην προκείμενη περίπτωση, υπήρξε αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε από τους εφεσείοντες, κατά παράβαση του Ν. 82/67, εφόσον οι εφεσείοντες, με τις αναληθείς δηλώσεις τους, δόλια απέφυγαν την πληρωμή δασμού ή φόρου.
Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με τους ακόλουθους τρεις λόγους:
(1) Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ήταν αιτιολογημένη και/ή αρκούντως αιτιολογημένη.
(2) Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε επαρκή έρευνα και/ή ότι δεν συνέτρεχε πλάνη περί τα πράγματα και/ή ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είχε εκδοθεί εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας των εφεσιβλήτων, και
(3) Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρξε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης από τους εφεσίβλητους.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία, την προσβαλλόμενη απόφαση και την πρωτόδικη απόφαση, υπό το φως των λόγων έφεσης. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν ευσταθεί οποιοσδήποτε από τους λόγους έφεσης. Κατά την κρίση μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν δεόντως αιτιολογημένη. Συναφώς παρατηρούμε ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση οι εφεσείοντες πληροφορούνται ότι προέβησαν σε αναληθείς δηλώσεις στο Τελωνείο Λεμεσού σε σχέση με την πραγματική αξία εισαχθεισών προτηγανισμένων πατατών και άλλων κατεψυγμένων τροφίμων, που αφορούν 14 συνολικά περιπτώσεις, καταθέτοντας τιμολόγια με χαμηλότερη αξία από την πραγματική. Πληροφορούνται επίσης ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο 2002-2003, διαπιστώθηκαν πληρωμές προς τους Ολλανδούς προμηθευτές των εφεσείοντων, πέραν των ποσών που αναφέρονται στα τιμολόγια που οι εφεσείοντες κατέθεσαν στο Τελωνείο, κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων. Στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται ακόμα αναφορά σε μη ικανοποιητικές εξηγήσεις που έδωσαν οι εφεσείοντες, με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για το αληθές ή την ακρίβεια της δηλωθείσας αξίας των εμπορευμάτων που εισήξαν οι εφεσείοντες στις 14 αυτές περιπτώσεις. Γίνεται επίσης αναφορά στο συνολικό ποσό των αποφευχθέντων εισαγωγικών δασμών (το οποίο στη συνέχεια διορθώθηκε) το οποίον οι εφεσείοντες κλήθηκαν να καταβάλουν.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση επισυνάφθηκε και το φύλλο εργασίας υπολογισμού αποφευχθέντων δασμών και φόρων, από το οποίο φαίνονται οι 14 περιπτώσεις εισαγωγών στις οποίες εκδόθηκαν διπλά ή και τριπλά τιμολόγια, τα οποία έφεραν τον ίδιο αριθμό τιμολογίου και από τα οποία προκύπτει σαφώς τόσο το ποσό που δηλώθηκε στο Τελωνείο, όσο και το επιπλέον ποσό, ή ποσό υποτιμολόγησης, που δεν δηλώθηκε στο Τελωνείο.
Με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους οι εφεσίβλητοι και τα οποία προέκυψαν μετά από τις έρευνες στις οποίες προέβησαν, εκτιμούμε πως εύλογα θεώρησαν, οι εφεσίβλητοι, τους εφεσείοντες ως διαπράξαντες το αδίκημα της υποβολής ψευδών στοιχείων, κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων στις προαναφερόμενες 14 περιπτώσεις. Κατά την εκτίμησή μας η έρευνα στην οποία προέβησαν οι εφεσίβλητοι ήταν επαρκής, εφόσον ως αποτέλεσμά της ανευρέθησαν και διαπιστώθηκαν τα προαναφερόμενα σημαντικά στοιχεία, έστω και αν στα υποστατικά των εφεσειόντων δεν ανευρέθηκε διπλότυπο αρχείου ή άλλα στοιχεία από τα οποία να επιβεβαιώνονται οι παρανομίες των εφεσειόντων.
Κατά την κρίση μας, ορθά συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι έγινε επαρκής έρευνα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν δεόντως αιτιολογημένη και ότι οι εφεσίβλητοι δεν παραβίασαν τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Κατά την εκτίμησή μας, ορθά επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ουσιαστικά, οι εφεσίβλητοι σιωπηρά ανακάλεσαν την προηγούμενη απόφασή τους για επιβολή φόρων και δασμών, η οποία είχε στηριχθεί στις αναληθείς δηλώσεις των εφεσειόντων και ορθά, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επέβαλαν στους εφεσείοντες πρόσθετους συμπληρωματικούς δασμούς και φόρους οι οποίοι βασίζονταν στα περαιτέρω στοιχεία που οι εφεσίβλητοι ανακάλυψαν μετά από την έρευνα που πραγματοποίησαν.
Είναι θεμελιωμένο ότι ανάκληση μιας παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά από παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσης της, όπως συνέβηκε στην προκείμενη περίπτωση (Δέστε: το Άρθρο 54(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99, Moschovakis v. C.B.C. (1988) 3 C.L.R. 750 και Αλέξανδρος Σολέας και Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803).
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και την προσβαλλόμενη απόφαση ως νόμιμη. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με €2.000.- έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.