ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 225
15 Απριλίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
NBS ENTERPRISES LTD,
Eφεσείοντες - Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων - Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 101/2006)
Τηλεοπτικοί Σταθμοί ― Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1998 (Ν.7(Ι)/98) ― Άρθρο 21 ― Ερμηνεία σε συνδυασμό και με τον Καν.6 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς πράξη εκτελέσεως ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ως πράξη εκτέλεσης η επίδικη στην εξετασθείσα προσφυγή απόφαση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος 158(Ι)/99 ― Άρθρο 2 ― Η ερμηνεία του όρου «αναβλητική αίρεση» και η εφαρμογή της στην κριθείσα περίπτωση.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεσή τους, την πρωτόδικη απόφαση που απέρριψε την προσφυγή τους κατά του κύρους τμήματος της απόφασης των εφεσιβλήτων, που αφορούσε την διάρκεια άδειας που χορηγήθηκε σε τηλεοπτικό σταθμό.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Από το κείμενο του Άρθρου 21 του Νόμου 7(Ι)/98 προκύπτει με σαφήνεια ότι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη εν προκειμένω είναι η πρώτη άδεια, δηλαδή αυτή της 12/9/01, ανεξάρτητα από τους όρους που επιβάλλονται. Στην πράξη οι εφεσείοντες είχαν το όφελος της 10ετούς διάρκειας που προβλέπει το Άρθρο 21 του Νόμου 7(Ι)/98. Η δεκαετής διάρκεια αρχίζει από τη χορήγηση της άδειας και όχι από την ημερομηνία εκπλήρωσης των όρων της άδειας. Αν κάποιος αμφισβητεί τους τεθέντες όρους, οφείλει να προσβάλει την αρχική άδεια που τους επέβαλε. Η επίδικη απόφαση της 5/4/05 δεν είναι απόφαση προς ολοκλήρωση σύνθετης διοικητικής ενέργειας αλλά πράξη εκτέλεσης της απόφασης χορήγησης της άδειας που λήφθηκε οριστικά στις 12/9/01 και δεν έχει προσβληθεί.
Ενόψει των πιο πάνω ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, ενόψει των προνοιών του Άρθρου 21 του Νόμου, ότι η απόφαση της 12/9/01 ήταν η μόνη εκτελεστή και ότι δεν ήταν περίπτωση που η άδεια είχε το χαρακτηρισμό της αναβλητικής αίρεσης. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Ν. 158(Ι)/99 η αναβλητική αίρεση θα πρέπει να αφορά μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός. Η αίρεση που τέθηκε εδώ με την άδεια που εκδόθηκε στις 12/9/01 ήταν να υπάρχει συμμόρφωση με τις πρόνοιες της παραγράφου (4) του Καν. 6 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000). Πρόκειται σαφώς περί αίρεσης που αφορά συγκεκριμένα και βέβαια γεγονότα.
2. Λαμβανομένου υπόψη ότι η προσβαλλόμενη από τους εφεσείοντες απόφαση είναι αυτή της 5/4/05 και όχι της 12/9/01 και ενόψει του αποτελέσματος της έφεσης σχετικά με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, η εξέταση του τρίτου λόγου καθίσταται περιττή.
3. Πάντως το λεκτικό που χρησιμοποιεί το Άρθρο 21 του Νόμου 7(Ι)/98, δεν είναι το σαφέστερο δυνατό και δίνει λαβή σε παρερμηνείες. Το ορθό και λογικό θα ήταν να χορηγείται η άδεια με το πιστοποιητικό της, μόνο αφού ικανοποιηθούν προηγουμένως όλοι οι σχετικοί όροι λειτουργίας ενός σταθμού.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 640/05), ημερ. 19.7.06.
Χρ. Χριστοφίδης με Γ. Βαλιαντή, για τους Εφεσείοντες - Aιτητές.
Α. Κ. Ευαγγέλου με Θ. Ραφτοπούλου, για τους Εφεσίβλητους -Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης συναδέλφου μας ημερ. 19/7/06 με την οποία έκρινε ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 30/3/05 μέρος της οποίας προσέβαλαν οι εφεσείοντες με την προσφυγή 640/05, δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη εκτελέσεως προηγούμενης απόφασης ημερ. 12/9/01, με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής.
Οι εφεσείοντες είναι οι ιδιοκτήτες του τοπικού τηλεοπτικού σταθμού με το διακριτικό όνομα VOΧ TV που εδρεύει στη Λάρνακα από το 1976. Στις 18/1/99 υπέβαλαν αίτηση στην εφεσίβλητη Αρχή για άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού με το διακριτικό όνομα Τ.V. F.M.
Η εφεσίβλητη, με επιστολή της ημερ. 17/9/01 πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι η αίτηση εγκρίνεται, αλλά υπό κάποιους όρους που αναφέρονται στην επιστολή και ταυτόχρονα τους πληροφορούσε ότι μέχρι τη συμμόρφωση τους με αυτούς, δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν το σταθμό. Με μεταγενέστερο αίτημα των εφεσειόντων (επιστολές ημερ. 17/11/03, 3/12/03 και 11/12/03) ζητήθηκε όπως το διακριτικό όνομα γίνει VOX TV αντί Τ.V. F.M.
Με επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 5/4/05 οι εφεσείοντες πληροφορήθηκαν περί της απόφασης των πρώτων ημερ. 30/3/05 για ενεργοποίηση της άδειας η οποία ήταν τώρα στο όνομα VOX TV, αλλά η περίοδος της καθοριζόταν από 13/9/01-12/9/2011, ενώ οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η άδεια θα έπρεπε να ήταν για την περίοδο από 5/4/2005-4/4/2015. Γιαυτό και καταχώρησαν την προαναφερθείσα προσφυγή με την οποία ζήτησαν την εξής θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το μέρος της πράξης/ή και απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 30/3/2005 που κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή των Καθών η Αίτηση ημερ. 5/4/2005 και με την οποία καθορίσθηκε η διάρκεια της άδειας ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού των αιτητών με το διακριτικό όνομα VOX TV από 13/9/2001 μέχρι 12/9/2011 αντί από 5/4/2005 μέχρι 4/4/2015 είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.»
Ο αδελφός δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή αποφάσισε ότι η απόφαση της 30/3/05 (που κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες με την επιστολή της 5/4/05), δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη εκτελέσεως της απόφασης ημερ. 12/9/01 και απέρριψε την προσφυγή, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν τρεις λόγους έφεσης ως ακολούθως:
«Λόγος έφεσης Αρ. 1
Ο Πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα και πεπλανημέα αποφάσισε ότι η απόφαση που κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες - αιτητές στις 17/9/01 ήταν απόφαση έγκρισης της αίτησης και οριστική χορήγηση της άδειας στους εφεσείοντες - αιτητές και ότι η αίρεση που είχε τεθεί καθώς και η εκπλήρωση υποχρεώσεων αφορούσε συγκεκριμένο και βέβαιο ζήτημα - ανεξάρτητα από τον χρόνο εξασφάλισης των πιστοποιητικών και αδειών από τους εφεσείοντες - αιτητές και όχι κάποιο αβέβαιο μελλοντικό γεγονός.
Λόγος Έφεσης Αρ. 2
Ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφάσισε ότι η πρώτη απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση - Εφεσιβλήτων ήταν η μόνη εκτελεστή και ότι με αυτή εγκρίθηκε οριστικά η παραχώρηση της άδειας στους αιτητές - εφεσείοντες και με αυτή συναρτάται η έναρξη ισχύος της δεκαετούς διάρκειας της που προνοεί το Άρθρο 21(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου Ν.7(Ι)/98 και ότι η αίρεση που είχε τεθεί δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας έκδοσης της ούτε μπορούσε να ανατρέψει ή να αναιρέσει την ίδια την άδεια και κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι απόφαση προς ολοκλήρωση σύνθετης διοικητικής ενέργειας αλλά πρόκειται για πράξη εκτέλεσης της απόφασης χορήγησης της άδειας που λήφθηκε στις 12/9/01.
Λόγος έφεσης Αρ. 3
Ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα και πεπλανημένα δεν προχώρησε να αποφασίσει τους νομικούς λόγους που πρόβαλαν στην αίτηση ακυρώσεως οι εφεσείοντες-αιτητές.»
Ενόψει του ότι η όλη επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων περιστρέφεται στο χαρακτήρα των πιο πάνω αποφάσεων της 12/9/01 και 30/3/05 (όπως κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες με επιστολή ημερ. 5/4/05), θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το κείμενο τους.
Η πρώτη απόφαση, αυτή της 12/9/01 όπως κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες με την επιστολή της 17/9/01 διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Θέμα: Άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας
τηλεοπτικού Σταθμού τοπικής κάλυψης με το διακριτικό
όνομα «FM T.V.»
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερομ. 18.1.1999 για χορήγηση άδειας τηλεοπτικού σταθμού τοπικής κάλυψης και να σας πληροφορήσω ότι η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, αφού αξιολόγησε την αίτησή σας, λαμβάνοντας υπόψη και τα υποστηρικτικά/συμπληρωματικά στοιχεία που υποβάλατε, αποφάσισε στις 12.9.2001, σύμφωνα με τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο 7(Ι)/98 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και τους περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμούς του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), όπως σας χορηγήσει, και με την παρούσα σας χορηγεί υπό τις πιο κάτω αιρέσεις και όρους, άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τοπικού τηλεοπτικού σταθμού με το διακριτικό όνομα «FM T.V.»
2. Η παρούσα άδεια χορηγείται υπό την αίρεση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παραγράφου (4) του Κανονισμού 6 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ή οποιωνδήποτε διατάξεων που θα τις αντικαταστήσει, με την εξασφάλιση των αναφερομένων σ' αυτές πιστοποιητικών και αδειών και δεν θα ενεργοποιηθεί, στην έκταση που αφορά τη λειτουργία του σταθμού, μέχρι την πλήρωση της αίρεσης αυτής.
3. Η παρούσα άδεια χορηγείται υπό τον όρον ότι θα εξασφαλίσετε το πιστοποιητικό καταλληλότητας που αναφέρεται στην παράγραφο (1)(γ) του Κανονισμού 7 των πιο πάνω Κανονισμών.
4. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Άρθρο 21(4) του προαναφερθέντος Νόμου, δεν μπορείτε να θέσετε σε λειτουργία τον σταθμό πριν ικανοποιήσετε την Αρχή και τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων ότι έχετε συμμορφωθεί πλήρως προς τους όρους της άδειας σε ό,τι αφορά τους όρους που είναι της αρμοδιότητας της Αρχής και του Υπουργού.
5. Η χορηγούμενη άδεια υπόκειται γενικώς και ειδικώς στις πρόνοιες του εκάστοτε σε ισχύ περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι)/98 και στις πρόνοιες των εκάστοτε σε ισχύ περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
6. Η άδεια χορηγείται επίσης υπό τον όρο της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του εκάστοτε σε ισχύ περί Ασυρμάτου Τηλεγραφίας Νόμου.
7. Οι ειδικότεροι όροι της παρούσας άδειας εκτίθενται στο συνημμένο Παράρτημα.
8. Η άδεια θα είναι διάρκειας 10 ετών. Με την ενεργοποίησή της και αφού καταβάλετε το ετήσιο τέλος άδειας, το οποίο Λ.Κ. 7000,00 θα σας χορηγηθεί το σχετικό πιστοποιητικό. Σημειώνεται ότι υποχρεούστε να καταβάλλετε ετησίως το εκάστοτε υπό του Νόμου προβλεπόμενο τέλος.»
Η δεύτερη επιστολή της 5/4/05 (προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση) έχει ως ακολούθως:
«Θέμα: Ενεργοποίηση άδειας ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας Τηλεοπτικού σταθμού τοπικής κάλυψης
με το διακριτικό όνομα «VOX TV»
Κύριοι,
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, αφού αξιολόγησε τα σχετικά πιστοποιητικά που καταθέσατε, αποφάσισε σύμφωνα με τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμούς του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) όπως ενεργοποιήσει την άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας του τοπικού τηλεοπτικού σταθμού με το διακριτικό όνομα "VOX TV", η οποία σας είχε δοθεί υπό αιρέσεις με απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 17/9/2001.
Το πιστοποιητικό και το σχετικό παράρτημα της άδειας εσωκλείονται.»
Στη σχετική άδεια που διαβιβάστηκε στους εφεσείοντες μαζί με την πιο πάνω επιστολή, αναφέρεται ρητά ότι η διάρκεια της είναι από 13/9/01-12/9/2011.
Η ουσία του παραπόνου των εφεσειόντων τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας, σχετίζεται με την έναρξη της διάρκειας της χορηγηθείσας άδειας. Προβάλλουν ότι η 10ετής διάρκεια έπρεπε να αρχίζει από την ημερομηνία της δεύτερης απόφασης, δηλαδή της 30/3/05 (όπως τους κοινοποιήθηκε με την επιστολή της 5/4/05) και όχι από την ημερομηνία που είχε αρχικά εγκριθεί η αίτηση τους, δηλαδή 12/9/01. Προς τούτο υποστηρίζουν ότι η απόφαση της 12/9/01 τελούσε υπό αναβλητική αίρεση και επομένως σύμφωνα με τα Άρθρα 2 και 6 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99 ως έχει τροποποιηθεί) η επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της απόφασης αυτής μετατίθεται στο μέλλον, εδώ στις 5/4/05 όταν πληροφορήθηκαν για την ενεργοποίηση της άδειας. Οι δυο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν ουσιαστικά αυτό τον ισχυρισμό και έτσι θα τους εξετάσουμε μαζί.
To πρωτόδικο δικαστήριο αφού παρέθεσε τις πρόνοιες του Άρθρου 21 του νόμου καθώς και του Κανονισμού (6) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) κατέληξε ότι η μόνη εκτελεστή απόφαση ήταν αυτή η οποία χορηγήθηκε στις 12/9/01. Αναφορικά με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι επρόκειτο περί απόφασης υπό αναβλητική αίρεση τον απέρριψε με το εξής σκεπτικό:
«Η έννοια της αναβλητικής αίρεσης κατά τον Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», (3η έκδ.) παράγραφος 592, συνίσταται «στην εξάρτηση της επελεύσεως ή ανατροπής των αποτελεσμάτων της διοικητικής πράξεως από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο.» Εδώ η απόφαση που κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 17.9.01 ήταν απόφαση έγκρισης της αίτησης και οριστικής χορήγησης της άδειας στους αιτητές. Η αίρεση που είχε τεθεί καθώς και η εκπλήρωση υποχρεώσεων, αφορούσε συγκεκριμένο και βέβαιο ζήτημα - ανεξάρτητα από τον χρόνο εξασφάλισης των πιστοποιητικών και αδειών από τους αιτητές - και όχι κάποιο αβέβαιο μελλοντικό γεγονός.
Έχω τη γνώμη πως η ίδια η αίρεση δεν αναφέρεται στην υλοποίηση των προνοιών του Καν. 6 (περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμοί Κ.Δ.Π. 10/2000) ως προϋπόθεση για την έκδοση της άδειας ίδρυσης εγκατάστασης και λειτουργίας του σταθμού, αλλά επισημαίνεται ως εκ του νόμου προαπαιτούμενο για την ενεργοποίηση της μόνο στην έκταση που αφορά στη λειτουργία του σταθμού.»
Άμεσα σχετικές με το θέμα που εξετάζουμε είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 21 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98 ως έχει τροποποιηθεί) στο οποίο άρθρο βασίστηκε ο πρωτόδικος δικαστής, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«21(1) Η άδεια που χορηγείται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο μπορεί να χορηγηθεί υπό τους όρους και τους περιορισμούς οι οποίοι προβλέπονται στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή τους οποίους η Αρχή κρίνει σκόπιμο να επιβάλει, περιλαμβανομένων όρων ή περιορισμών ως προς τη θέση και τη φύση του σταθμού, τους σκοπούς, τη λειτουργία, τα προγράμματα, το προσωπικό, τα μηχανήματα που θα τοποθετηθούν ή θα χρησιμοποιηθούν και τον τόπο όπου εγκαθίστανται κεραίες και πομποί, ο οποίος θα καθορίζεται με γνώμονα την προστασία της υγείας του πολίτη και του περιβάλλοντος.
(2) Η άδεια ισχύει, εκτός αν ανακληθεί προηγουμένως, για τηλεοπτικό σταθμό για περίοδο δέκα ετών και για ραδιοφωνικό σταθμό για περίοδο επτά ετών.
3. Διακοπή της λειτουργίας αδειούχου σταθμού για περίοδο τριών συνεχών μηνών συνεπάγεται λήξη της άδειας, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται η εκ των προτέρων έγκριση της Αρχής.
4. Ο αδειούχος δεν μπορεί να θέσει σε λειτουργία το σταθμό, πριν ικανοποιήσει την Αρχή και τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων ότι έχει συμμορφωθεί πλήρως προς τους όρους της άδειας σε ό,τι αφορά τους όρους που είναι της αρμοδιότητας τους.
5. Η άδεια μπορεί να περιλαμβάνει όρους και περιορισμούς αναφορικά με την παράλληλη ή ταυτόχρονη προσφορά άλλων συναφών υπηρεσιών.»
Σημειώνουμε ότι ο πρωτόδικος δικαστής έκανε αναφορά και στήριξε την απόφαση του και στη συνεδρία 55/01 ημερ. 15/11/01 (Παράρτημα Ε στην Ένσταση) η οποία έχει ως εξής:
«1. Ενεργοποίηση αδειών και ημερομηνίες έναρξης ισχύος αδειών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών.
Η Αρχή αντάλλαξε απόψεις σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ ημερομηνίας λήψεως της απόφασης για άδεια και της ημερομηνίας συμπλήρωσης των απαιτούμενων στοιχείων/εγγράφων για σκοπούς ενεργοποίησης της άδειας. Επειδή, σύμφωνα με τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο 7(Ι)/98 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και τους περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμούς του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), οι όροι που τίθενται και τα αναγκαία πιστοποιητικά και άδειες που απαιτούνται για ενεργοποίηση αναφέρονται στην άδεια, θεωρείται ότι η άδεια έχει έναρξη ισχύος αμέσως μετά την απόφαση για έκδοσή της, ήτοι την αμέσως επομένη της απόφασης ημερομηνία.»
Βέβαια η συνεδρία αυτή ήταν μετά την απόφαση της 12/9/01 και αφορούσε γενικά παρόμοιες άδειες και προσπάθεια ερμηνείας τους, και όχι ειδικά την παρούσα περίπτωση. Επομένως δεν αλλάζει την ουσία του θέματος που είναι η ερμηνεία της απόφασης της 12/9/01.
Από πλευράς των εφεσιβλήτων υποστηρίχτηκε ότι από το κείμενο του Άρθρου 21 του Νόμου είναι σαφές ότι η άδεια που χορηγείται για τηλεοπτικό σταθμό είναι 10ετής, αρχίζει από τη χορήγηση της και δεν τίθεται θέμα αναβλητικής αίρεσης. Τόνισαν το γεγονός ότι οι αιτητές συνέχισαν να λειτουργούν το σταθμό ανελλιπώς.
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Από το κείμενο του πιο πάνω Άρθρου του Νόμου προκύπτει με σαφήνεια ότι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη είναι η πρώτη άδεια, δηλαδή αυτή της 12/9/01, ανεξάρτητα από τους όρους που επιβάλλονται. Άλλωστε εδώ, με όσα υποστηρίζουν πρωτόδικα οι ίδιοι οι εφεσείοντες «κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρώτης και δεύτερης απόφασης ο σταθμός λειτουργούσε σύμφωνα με την προσωρινή άδεια που τους παραχωρήθηκε στις 12/9/01». Δηλαδή στην πράξη οι εφεσείοντες είχαν το όφελος της 10ετούς διάρκειας που προβλέπει το Άρθρο 21 του Νόμου 7(Ι)/98. Η δεκαετής διάρκεια αρχίζει από τη χορήγηση της άδειας και όχι από την ημερομηνία εκπλήρωσης των όρων της άδειας. Αν κάποιος αμφισβητεί τους τεθέντες όρους, οφείλει να προσβάλει την αρχική άδεια που τους επέβαλε. Όπως ορθά παρατήρησε και ο αδελφός δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή, η προσβαλλόμενη απόφαση της 5/4/05 «δεν είναι απόφαση προς ολοκλήρωση σύνθετης διοικητικής ενέργειας» αλλά «πρόκειται για πράξη εκτέλεσης της απόφασης χορήγησης της άδειας που λήφθηκε οριστικά στις 12/9/01 και δεν έχει προσβληθεί».
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι ορθά ο συνάδελφος πρωτόδικα κατέληξε, ενόψει των προνοιών του Άρθρου 21 του Νόμου, ότι η απόφαση της 12/9/01 ήταν η μόνη εκτελεστή και ότι δεν ήταν περίπτωση που η άδεια είχε το χαρακτηρισμό της αναβλητικής αίρεσης εφόσον η επέλευση των αποτελεσμάτων της διοικητικής πράξης (απόφασης της 12/9/01) δεν εξαρτιόταν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο. Εδώ το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι «η αίρεση που είχε τεθεί καθώς και η εκπλήρωση υποχρεώσεων αφορούσε συγκεκριμένο και βέβαιο ζήτημα - ανεξάρτητα από το χρόνο εξασφάλισης των πιστοποιητικών και αδειών από τους αιτητές - και όχι κάποιο αβέβαιο μελλοντικό γεγονός». Παρόλο που με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το εύρημα αυτό, στο περίγραμμα δεν εξηγείται γιατί δεν πρόκειται περί συγκεκριμένου και βέβαιου ζητήματος. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Ν. 158(Ι)/99 η αναβλητική αίρεση θα πρέπει να αφορά μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός. Εξηγείται, για παράδειγμα στο σύγγραμμα του Π. Δ. Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄(1977) σελ. 158, ότι «.. αναβλητικές αιρέσεις δεν επιτρέπονται κατ' αρχήν, έστω και αν η διοίκηση δρα κατά διακριτική ευχέρεια», ενώ μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός θεωρείται π.χ. η λήξη της ανομβρίας ή μιας απεργίας. Η αίρεση που τέθηκε με την άδεια που εκδόθηκε στις 12/9/01 (βλ. παράγραφο 2) ήταν να υπάρχει συμμόρφωση με τις πρόνοιες της παραγράφου (4) του Καν. 6 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000). Η παράγραφος (4) του εν λόγω Κανονισμού μιλά για εξασφάλιση των αναγκαίων πιστοποιητικών και αδειών από τις αρμόδιες αρχές όπως προνοούνται από τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο, τον περί Οδών και Οικοδομών Νόμο, την Πυροσβεστική Υπηρεσία, το Τμήμα Δημοσίων Έργων και Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, ότι όλες οι κτιριακές και τεχνικές εγκαταστάσεις του Σταθμού ευρίσκονται σε άρτια κατάσταση. Πρόκειται σαφώς περί αίρεσης που αφορά συγκεκριμένα και βέβαια γεγονότα, όπως έκρινε ο συνάδελφος πρωτόδικα. «Πρόκειται στην ουσία, όπως εξηγεί και πάλι ο Δαγτόγλου - πιο πάνω - για απλή αναγραφή διατάξεων και περιορισμών που θέτει ο νόμος με αποτέλεσμα να πρόκειται για τη λεγόμενη «καταχρηστική αίρεση». Επομένως οι δυο πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα και πεπλανημένα ο πρωτόδικος δικαστής δεν προχώρησε να αποφασίσει τους υπόλοιπους νομικούς λόγους που προέβαλαν οι εφεσείοντες/αιτητές, δηλαδή, ότι (α) το προσβαλλόμενο μέρος της επίδικης απόφασης των καθ' ων η αίτηση ήταν παράνομο, (β) ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν με πλάνη περί τα πράγματα και κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και καλής πίστεως, (γ) ότι το προσβαλλόμενο μέρος της απόφασης στερείται αιτιολογίας και (δ) ότι η απόφαση λήφθηκε κάτω από συνθήκες δυσμενούς διάκρισης και κατά παράβαση της αρχής της ισότητας. Λαμβανομένου υπόψη ότι η προσβαλλόμενη από τους εφεσείοντες απόφαση είναι αυτή της 5/4/05 και όχι της 12/9/01 και ενόψει του αποτελέσματος της έφεσης σχετικά με τους δυο πρώτους λόγους έφεσης, η εξέταση του τρίτου λόγου καθίσταται περιττή. Μόνο αν επιτύγχανε η έφεση θα καθίστατο αναγκαίο να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως, που δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα.
Καταλήγοντας, θα θέλαμε να υποδείξουμε ότι το λεκτικό που χρησιμοποιεί το Άρθρο 21 του Νόμου 7(Ι)/98, δεν είναι το σαφέστερο δυνατό και δίνει λαβή σε παρερμηνείες, εφόσον δύναται να χορηγηθεί άδεια υπό όρους και περιορισμούς, να ισχύει αυτή για περίοδο 10 ετών, αλλά το πιστοποιητικό της άδειας να εκδίδεται μετά την εκπλήρωση των όρων που τίθενται. Το ορθό και λογικό θα ήταν να χορηγείται η άδεια με το πιστοποιητικό της, μόνο αφού ικανοποιηθούν προηγουμένως όλοι οι σχετικοί όροι λειτουργίας ενός σταθμού. Θα συνάδει έτσι η χορήγηση του πιστοποιητικού με την ταυτόχρονη νόμιμη λειτουργία του σταθμού.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.