ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 109
12 Φεβρουαρίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΟΡΙΤΣΗΣ,
Εφεσείων - Ε/Μ,
ν.
ΦΙΛΙΠΠΑΣ ΚΑΡΣΕΡΑ,
Εφεσίβλητης - Αιτήτριας,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 117/2006)
Έννομο Συμφέρον ― Προσβολής αναδρομικού διορισμού δημοσίου υπαλλήλου, σε διαδικασία επανεξέτασης σε θέση που αρχικά κατείχε ο προσφεύγων ο διορισμός του οποίου ακυρώθηκε, παρόλο που ο προσφεύγων πέτυχε διορισμό εκ νέου σε νέα διαδικασία από ημερομηνία μεταγενέστερη του αρχικού διορισμού.
Δεδικασμένο ― Δικαστική διαπίστωση που καταγράφεται εν παρόδω (obiter) δεν δημιουργεί δεδικασμένο.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Η περίπτωση απαραδέκτως προβαλλόμενου ισχυρισμού ενδιαφερομένου μέρους σε προσφυγή κατά του διορισμού του.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Η ουσιώδης σημασία της κατοχής πρόσθετου προσόντος και η συνακόλουθη απαίτηση ειδικής αιτιολόγησης της παραγνώρισής του.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε ο αναδρομικός διορισμός του στη θέση Ακολούθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Εφόσον μια προαγωγή ή ένας αναδρομικός διορισμός επηρεάζει την υπηρεσιακή κατάσταση ή την ιεραρχία στο τμήμα, στο βαθμό που αυτή καθορίζεται από την αρχαιότητα των ομοβάθμιων λειτουργών, η προσφυγή είναι παραδεκτή εφόσον το συμφέρον του προσφεύγοντος δεν είναι γενικής φύσης, αλλά συναρτάται άμεσα με την ιεραρχία στο τμήμα στο οποίο υπηρετεί.
Στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη ενομιμοποιείτο να προσφύγει, εφόσον η απόφαση μετέβαλλε το ισοζύγιο αρχαιότητας θέτοντας την σε υποδεέστερη θέση έναντι των συναδέλφων της. Επιπρόσθετα η απώλεια των ανάλογων προσαυξήσεων ως μέρος των απολαβών της θέσης από την ημερομηνία αναδρομικού διορισμού συνιστούσε άμεσο επηρεασμό υφιστάμενου υλικού συμφέροντος που νομιμοποιούσε την εφεσίβλητη να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση.
2. Η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την καλή γνώση της γαλλικής εκ μέρους της εφεσίβλητης λέχθηκε "εν παρόδω" (obiter) και δεν δημιούργησε δεδικασμένο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προηγουμένως παρατηρήσει ορθά ότι η αμφισβήτηση από τον εφεσείοντα (που ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή) των διαπιστώσεων για την κατοχή του επίμαχου προσόντος από την εφεσίβλητη, συνιστούσε ουσιαστικά μη αποδεκτό λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον η εμπλοκή του ενδιαφερόμενου μέρους στη διαδικασία, αποσκοπούσε στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης.
3. Απόρροια της ουσιώδους σημασίας της κατοχής πρόσθετου προσόντος αποτελεί η νομολογιακή αρχή της αναγκαιότητας ειδικής αιτιολόγησης για την παραγνώρισή του. Ειδική αιτιολόγηση συνιστά η εξειδίκευση των λόγων που το αντισταθμίζουν.
Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία που έδωσε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είναι ανεπαρκής και βρίσκεται σε διάσταση με τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές. Επιπλέον έχει ήδη κριθεί νομολογιακώς ότι από μόνη της η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση δεν αποτελεί εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σφηκουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 327,
Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455,
Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 437,
Ζωδιάτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406,
Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1.
Έφεση.
Έφεση από τoν εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 692/04), ημερ. 24.7.06.
Γ. Σεραφείμ, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Καλλιγέρου, για την Εφεσίβλητη.
Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο Χαράλαμπος Μορίτσης (εφεσείων και ενδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή 692/2004, η απόφαση της οποίας εφεσιβάλλεται με την παρούσα έφεση) αμφισβητεί την πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία η Φιλίππα Καρσερά (εφεσίβλητη και αιτήτρια στην προσφυγή 692/2004) πέτυχε την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για το διορισμό του εφεσείοντος στη μόνιμη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, λόγω παράλειψης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να αιτιολογήσει ειδικά την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος της καλής γνώσης της Γαλλικής γλώσσας που κατείχε η εφεσίβλητη.
(α) Τα γεγονότα.
Ως αποτέλεσμα ακύρωσης του διορισμού οκτώ ενδιαφερόμενων μερών στη θέση του Ακόλουθου στις Εξωτερικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η εφεσίβλητη, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παρέπεμψε το θέμα της πλήρωσης των θέσεων στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η τελευταία με νέα σύνθεση υπέβαλε την έκθεση της επιλέγοντας προς τούτο, μετά από προφορική εξέταση, 15 υποψήφιους που κρίθηκαν κατάλληλοι για διορισμό. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προχώρησε σε προφορική εξέταση των υποψηφίων και αφού άκουσε τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών, προέβη στη σύγκριση των υποψηφίων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και την προφορική εξέταση ενώπιον της νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε τον αναδρομικό διορισμό οκτώ προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του ενδιαφερόμενου μέρους Χαράλαμπου Μορίτση. Η εφεσίβλητη Φιλίππα Καρσερά δεν επελέγη.
Η προσφυγή που καταχώρισε η εφεσίβλητη Φιλίππα Καρσερά εναντίον του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους Χαράλαμπου Μορίτση έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία και τούτο γιατί η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παρέλειψε να παράσχει ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος της καλής γνώσης της Γαλλικής γλώσσας που κατείχε η εφεσίβλητη.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος ότι,
(ι) Λανθασμένα απορρίφθηκε προδικαστική του ένσταση ότι η εφεσίβλητη δεν ενομιμοποιείτο στην προσφυγή,
(ιι) Λανθασμένα κρίθηκε ότι η κατοχή της καλής γνώσης της γαλλικής από την εφεσίβλητη επιβεβαιώνεται από σχετικό πιστοποιητικό στον προσωπικό της φάκελο,
(ιιι) Λανθασμένα κρίθηκε ότι η δοθείσα αιτιολογία για την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος ήταν ικανοποιητική.
(β) Το έννομο συμφέρον της εφεσίβλητης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον για προώθηση της προσφυγής της μετά το διορισμό της στην ίδια θέση, ως αποτέλεσμα ανεξάρτητης διαδικασίας και λόγω προαγωγής της σε ανώτερη θέση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στην απόφασή του:
"Η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Λόγω της προσβαλλόμενης απόφασης η αιτήτρια έχει χάσει τις προσαυξήσεις που θα εδικαιούτο αν διοριζόταν αναδρομικά στη θέση. Πέραν τούτου, έχει επηρεαστεί δυσμενώς και έναντι των συναδέλφων της που έχουν προαχθεί μαζί της. Η αιτήτρια μέχρι να πάρει προαγωγή εργαζόταν υπό καθεστώς εκτάκτου υπαλλήλου και αμοιβόταν, για περίοδο πέραν του ενός χρόνου, με το βασικό μισθό της κλίμακας, χάνοντας τις ανάλογες προσαυξήσεις. Όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70, ο αναδρομικός διορισμός μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα, αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση.
Όμως πιστεύω η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί και για ένα ακόμα λόγο. Η αρχαιότητα της αιτήτριας έναντι των υπολοίπων συναδέλφων της επηρεάζεται, ούτως ή άλλως, αφού σε περιπτώσεις όπου η αρχαιότητα υποψηφίων είναι η ίδια, ανατρέχουμε στην αρχαιότητα της προηγούμενης θέσης. Συνεπώς από την προσβαλλόμενη απόφαση η αιτήτρια έχει υποστεί βλάβη."
Έχει ήδη αποφασιστεί νομολογιακά ότι εφόσον μια προαγωγή ή ένας αναδρομικός διορισμός επηρεάζει την υπηρεσιακή κατάσταση ή την ιεραρχία στο τμήμα, στο βαθμό όπου αυτή καθορίζεται από την αρχαιότητα των ομοβάθμιων λειτουργών, η προσφυγή είναι παραδεκτή εφόσον το συμφέρον του προσφεύγοντος δεν είναι γενικής φύσης αλλά συναρτάται άμεσα με την ιεραρχία στο τμήμα στο οποίο υπηρετεί (βλ. Σφηκουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 327).
Στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη ενομιμοποιείτο να προσφύγει εφόσον η απόφαση μετέβαλλε το ισοζύγιο αρχαιότητας θέτοντας την σε υποδεέστερη θέση έναντι των συναδέλφων της. Επιπρόσθετα η απώλεια των ανάλογων προσαυξήσεων ως μέρος των απολαβών της θέσης από την ημερομηνία αναδρομικού διορισμού συνιστούσε άμεσο επηρεασμό υφιστάμενου υλικού συμφέροντος που νομιμοποιούσε την εφεσίβλητη να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση. Συνακόλουθα ο λόγος αυτός της έφεσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
(γ) Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καλή γνώση της Γαλλικής γλώσσας από την εφεσίβλητη επιβεβαιώνεται και από σχετικό πιστοποιητικό του προσωπικού φακέλου, είναι λανθασμένη και αντιφατική.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αντιφατικά προέβη σε "δικαστικό εύρημα" ότι η κατοχή της καλής γνώσης της γαλλικής εκ μέρους της εφεσίβλητης επιβεβαιώνεται και από σχετικό πιστοποιητικό στον προσωπικό της φάκελο. Η σχετική κρίση του Δικαστηρίου κατά τον εφεσείοντα θα οδηγούσε, αν δεν ασκείτο έφεση, στη δημιουργία δεδικασμένου πάνω σε ένα θέμα το οποίο δεν είχε τη δυνατότητα ο εφεσείων να εγείρει κατά την εξέταση της προσφυγής και επιπρόσθετα θα δημιουργούσε κώλυμα έγερσής του σε τυχόν μεταγενέστερη προσφυγή του, χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα ακρόασης πάνω στο θέμα. Επιπρόσθετα το πρωτότυπο του σχετικού πιστοποιητικού δεν είχε συμπεριληφθεί μέσα στα έγγραφα της αίτησης της εφεσίβλητης κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής των αιτήσεων (24/5/1999) και ήταν χρονολογικά παλιό, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί ασφαλή δείκτη του επιπέδου γνώσης της γαλλικής κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Το επιχείρημα του εφεσείοντος δεν είναι βάσιμο. Η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την καλή γνώση της γαλλικής εκ μέρους της εφεσίβλητης λέχθηκε "εν παρόδω" (obiter) και δεν δημιούργησε δεδικασμένο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προηγουμένως παρατηρήσει ορθά ότι η αμφισβήτηση από τον εφεσείοντα (που ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή) των διαπιστώσεων για την κατοχή του επίμαχου προσόντος από την εφεσίβλητη, συνιστούσε ουσιαστικά μη αποδεκτό λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον η εμπλοκή του ενδιαφερόμενου μέρους στη διαδικασία, αποσκοπούσε στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης. Αναφορικά δε με το επίμαχο πιστοποιητικό προκύπτει από τα έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί ότι η εφεσίβλητη είχε παρακαθήσει με επιτυχία το Μάιο του 1998 σε εξετάσεις για δύο ενότητες του διπλώματος DELF 1 - DIPLOME D' ÉTUDES EN LANGUE FRANÇAISE - 1ης βαθμίδας, αντίγραφο δε της σχετικής βεβαίωσης είχε συμπεριληφθεί στην αίτησή της. Έπεται ότι ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί.
(δ) Η επάρκεια της αιτιολογίας για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης για την ανεπάρκεια της αιτιολογίας που δόθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της εφεσίβλητης.
Ο ισχυρισμός είναι ανεδαφικός. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία η κατοχή πρόσθετου προσόντος που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας έχει ουσιώδη σημασία και επαυξάνει σημαντικά τις διεκδικήσεις του κατόχου για διορισμό ή προαγωγή (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455). Απόρροια της ουσιώδους σημασίας της κατοχής πρόσθετου προσόντος αποτελεί η νομολογιακή αρχή της αναγκαιότητας ειδικής αιτιολόγησης για την παραγνώρισή του. Ειδική αιτιολόγηση συνιστά η εξειδίκευση των λόγων που το αντισταθμίζουν (Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 437), οι οποίοι πρέπει να προκύπτουν άμεσα από το πρακτικό της απόφασης και να είναι πειστικοί (Ζωδιάτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).
Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία που έδωσε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είναι ανεπαρκής και βρίσκεται σε διάσταση με τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές. Εφόσον δε έχει ήδη κριθεί ότι από μόνη της η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση δεν αποτελεί εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα (Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1), το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιείχε πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος της εφεσίβλητης και την προτίμησή της προς τον εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., σε βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.