ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 243
27 Μαΐου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (AΡ. 2),
Καθ' ων η αίτηση.
(Αναφορά Αρ. 2/2007)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος ― Κατά πόσο παραβιάστηκαν από το περιεχόμενο του περί Ρύθμισης Φορολογικών Χρεών (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 2007.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε την Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την συνταγματικότητα του περί Ρύθμισης Φορολογικών Χρεών (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 2007.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γνωμάτευσε ως ακολούθως:
Οι πρόνοιες του επίδικου Νόμου, που δεν παραπέμπουν στις δυνάμεις του φορολογουμένου, δημιουργούν, χωρίς εξ αντικειμένου εύλογο έρεισμα, αυθαίρετη διάκριση και προκαλούν δυσμενή μεταχείριση των νομιμοφρόνων προσώπων που εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο, έναντι και προς όφελος αυτών που αρνούνται να αναλάβουν και να εκπληρώσουν τις ίδιες υποχρεώσεις, τους οποίους αντίθετα και ευνοούν.
Ο υπό εξέταση νόμος ευρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1490,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής (Αρ. 2) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1931,
M.C. Sports Cars Ltd., κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1016/06 κ.ά., ημερ. 21.1.2008.
Αναφορά.
Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος για γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τη συνταγματικότητα του περί Ρύθμισης Φορολογικών Χρεών (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 2007.
Π. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Γ. Λαζάρου, Ανώτερο Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Α. Ζερβού, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Χρ. Τριανταφυλλίδης με Αλ. Ταλιαδώρο, για τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Αρτεμίδης, Π..
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 17 Δεκεμβρίου, 2007, η Βουλή των Αντιπροσώπων υιοθέτησε πρόταση νόμου, ο οποίος ψηφίστηκε με τον τίτλο ο περί Ρύθμισης Φορολογικών Χρεών (Ειδικές Διατάξεις) Νόμος, του 2007. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αφού έλαβε τη συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, καταχώρησε την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος.
Με τον επίδικο Νόμο παρέχεται δικαίωμα σε υπόχρεο για την καταβολή φόρου να απαλλαγεί από την πληρωμή τόκων και πρόσθετων επιβαρύνσεων επί του οφειλόμενου φόρου, εφόσον διευθετήσει την οφειλή του μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου. Επιγραμματικά, ο Νόμος διαγράφει την υποχρέωση ορισμένης κατηγορίας προσώπων, φυσικών ή νομικών, από την καταβολή τόκων και άλλων επιβαρύνσεων όταν πληρώσουν μόνο το οφειλόμενο ποσό του φόρου μέσα στην περίοδο που προβλέπει ο Νόμος. Φορολογικό χρέος για τους σκοπούς του Νόμου περιλαμβάνει το οφειλόμενο ποσό φόρου εισοδήματος, την έκτακτη εισφορά για την άμυνα της Δημοκρατίας, την έκτακτη προσφυγική εισφορά, το κεφαλαιουχικό κέρδος που προέκυψε από τη διάθεση ιδιοκτησίας και το φόρο κληρονομιάς, όπως έχουν προσδιοριστεί.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγείται πως ο επίδικος Νόμος βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 24, 28 και 61 του Συντάγματος. Το Άρθρο 24 προνοεί για τη συνεισφορά στα δημόσια βάρη ανάλογα με τη δύναμη εκάστου, ενώ το Άρθρο 28 διασφαλίζει την ισότητα ενώπιον του νόμου, της διοίκησης, της δικαιοσύνης και το δικαίωμα στην ίση προστασία και μεταχείριση.
Για να υποστηρίξει τη θέση του ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρθηκε, κατά κύριο λόγο, και στη Γνωμάτευση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1490, όπου λέγονται τα εξής, (σελ. 1493):
«Η πάγια νομολογία μας, και αυτή των χωρών που έχουν ανάλογη πρόνοια με αυτή του Άρθρου 28 του Συντάγματος μας, δέχεται πως ένα νομοθέτημα μπορεί να κάμνει εύλογες διαφοροποιήσεις μεταξύ ατόμων, τάξεων ατόμων ή καταστάσεων εφόσον δικαιολογούνται από τις εγγενείς διαφορετικές περιστάσεις πραγμάτων που ισχύουν για αυτές. Η αρχή της ισότητας όμως ρητά απαγορεύει τις αυθαίρετες διακρίσεις. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στους λόγους σκοπιμότητας ούτε διερευνά τη σοφία του νομοθετήματος».
Η αρχή αυτή επαναλήφθηκε και στην Αναφορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής (Αρ. 2) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1931.
Το περιεχόμενο του νομοθετήματος που αποτέλεσε το αντικείμενο της έρευνας στην 1η Αναφορά είναι πανομοιότυπο με τον Νόμο που εξετάζουμε στην παρούσα. Αφορούσε τον περί Φορολογίας των Κληρονομιών (Τροποποιητικό) Νόμο του 1988, όπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ο Έφορος μπορούσε να προβεί στον τελικό διακανονισμό κάθε υπόθεσης που εκκρεμούσε ενώπιον του κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου και στην οποία ο θάνατος του αποθανόντος επεσυνέβη πριν ή κατά την 1η Ιουλίου, 1985, με την καταβολή του 60% του οφειλόμενου υπολοίπου φόρου και των δεδουλευμένων τόκων επί αυτού, εφόσον ο ενδιαφερόμενος πλήρωνε όχι αργότερα από την 31η Μαρτίου, 1989. Η κρίση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκφράζεται συνοπτικά, αλλά περιεκτικά, στην πιο κάτω παράγραφο: (σελ. 1936):
«Κατά τη γνώμη μας η υπό κρίση νομοθετική διάταξη δημιουργεί αυθαίρετη διάκριση σε βάρος προσώπων της ίδιας τάξεως με αυτά για τα οποία προνοεί η κρινόμενη διάταξη, τα οποία πλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους στο δημόσιο με ολική ή μερική καταβολή του φόρου κληρονομίας. Έτσι οι νομιμόφρονες αυτοί πολίτες δεν θα τύχουν του ευεργετήματος της κατά 40% μείωσης του φόρου κληρονομιάς, την οποία επωφελούνται αυτοί που δεν πλήρωσαν και ενώ υφίστατο η υποχρέωση κατά την ψήφιση του υπό εξέταση νόμου.»
Την πιο πάνω σκέψη υιοθετεί και ο Γενικός Εισαγγελέας, προσθέτοντας πως οι διατάξεις του επίμαχου Νόμου δημιουργούν προνόμια υπέρ των προσώπων τα οποία κατά παράβαση των φορολογικών τους υποχρεώσεων παραλείπουν ή αρνούνται να ανταποκριθούν σε αυτές, έναντι αυτών που ως νομιμόφρονες πολίτες έγκαιρα συμμορφώνονται με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, και στην περίπτωση που καθυστέρησαν πλήρωσαν τόκους και επιβαρύνσεις.
Οι δικηγόροι, που εμφανίστηκαν εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, υποστήριξαν πως ο Νόμος είναι συνταγματικός. Εισηγήθηκαν πως σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο νομοθέτης έχει ευρύτατη ευχέρεια σε ζητήματα φορολογίας να κάνει λογικές διαφοροποιήσεις και ειδικές διευθετήσεις προς το γενικό δημόσιο συμφέρον. Επιπλέον, πως ο Νόμος δεν διακρίνει μεταξύ των προσώπων στα οποία αναφέρεται. Αναφέρθηκαν δε σε συγκεκριμένες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου πράγματι υιοθετείται αυτή η αρχή, και επαναλήφθηκε πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας στην M.C. Sports Cars Ltd. κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, Υπ. Αρ. 1016/06 κ.ά., 21.1.2008. Επικαλέστηκαν επίσης πρόσφατη νομοθεσία σύμφωνα με την οποία «αμνηστεύθηκαν» οι οφειλόμενοι φόροι επί αδηλώτων κεφαλαίων, εφόσον μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα πληρωνόταν το καθορισμένο στο νόμο ποσοστό του οφειλόμενου φόρου. Υποδείξαμε πως η σχετική νομοθεσία δεν υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από το Δικαστήριο για να κριθεί κατά πόσο συνάδει ή όχι με το Σύνταγμα. Το επιχείρημα επομένως δεν θα μας απασχολήσει.
Το σκεπτικό στην απόφαση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2), που παραθέτουμε πιο πάνω, απαντά ευθέως και στην εισήγηση των δικηγόρων της Βουλής των Αντιπροσώπων, ότι δηλαδή στον επίμαχο Νόμο, που είναι φορολογικού περιεχομένου, γίνονται λογικές διαφοροποιήσεις και ειδικές διευθετήσεις προς το γενικό δημόσιο συμφέρον.
Κρίνουμε πως οι πρόνοιες του επίδικου Νόμου, που δεν παραπέμπουν στις δυνάμεις του φορολογουμένου, δημιουργούν, χωρίς εξ αντικειμένου εύλογο έρεισμα, σε αυθαίρετη διάκριση και προκαλούν δυσμενή μεταχείριση των νομιμοφρόνων προσώπων που εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο έναντι, και προς όφελος, αυτών που αρνούνται να αναλάβουν και να εκπληρώσουν τις ίδιες υποχρεώσεις, τους οποίους αντίθετα και ευνοούν.
Ο Γενικός Εισαγγελέας επικαλέστηκε και το Άρθρο 61 του Συντάγματος για να εισηγηθεί πως παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και παρατηρείται επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο δεδικασμένο, εκεί δηλαδή όπου τα δικαστήρια επιβεβαίωσαν το φόρο και εκδόθηκε και το ένταλμα είσπραξης. Κατά τη διάρκεια όμως της συζήτησης, δεν επέμεινε σ' αυτή την εισήγηση.
Η ομόφωνη, επομένως, Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι πως ο υπό εξέταση νόμος ευρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος. Η Γνωμάτευσή μας αφορά ολόκληρο το Νόμο εφόσον το περιεχόμενο του είναι ενιαίο και άπτεται μόνο του ζητήματος που έχουμε συζητήσει.
Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.