ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 57
22 Ιανουαρίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΝΙΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο Μέρος,
v.
1. ΒΡΑΧΙΜΗ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ,
2. ΔΕΣΠΩΣ ΣΥΜΕΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 45/2005)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Ακυρωτική δικαστική απόφαση — Συνέπειες — Ειδικά το ζήτημα της τύχης των πράξεων που εκδόθηκαν στη βάση της ακυρωθείσας και για όσο χρόνο αυτή ίσχυσε — Επιστήμη και νομολογία.
Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού — Διορισμοί/Προαγωγές — Περιστάσεις της ακυρότητας της επίδικης πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής η οποία διενεργήθηκε μετά από επαναπροκήρυξή της, που όμως κρίθηκε άκυρη από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η εφεσείουσα επεδίωξε την επικύρωση της επιλογής της για τη θέση Διευθυντή Τουρισμού, η οποία είχε κριθεί πρωτόδικα ως συμπαρασυρόμενη σε ακυρότητα ως εκ της ακύρωσης της θέσης που είχε προηγηθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Στην παρούσα περίπτωση, η βάση της προαγωγής της εφεσείουσας, ήταν η επαναπροκήρυξη της θέσης η οποία όμως ακυρώθηκε με τις προσφυγές 215/00 και 216/00 (βασικά την 215/00) και η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Κ.Ο.Τ. v. Συμεού κ.ά.. Τυγχάνουν εδώ εφαρμογής και τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία v. Κλεόπα κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 669, όπου υιοθετήθηκε σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Επ. Σπηλιωτοπούλου, 7η έκδοση, σύμφωνα με το οποίο «η διοίκηση έχει υποχρέωση να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει τις διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της νομιμότητας της πράξης που ακυρώθηκε και στηρίζονται σε αυτή και, εφόσον τούτο απαιτείται, να εκδώσει νέες».
Το αποτέλεσμα της απόφασης της Ολομέλειας στην Κ.Ο.Τ. v. Συμεού κ.ά., σύμφωνα και με παλαιότερη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Παπαδοπούλου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608) είναι ότι επαναφέρει τα πράγματα στο νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το 1998 όταν άρχισε η πλήρωση της θέσης, αλλά η διαδικασία διακόπηκε παράνομα με την επαναπροκήρυξή της. Εφόσον η επαναπροκήρυξη της θέσης κηρύχθηκε άκυρη από το δικαστήριο, τότε ορθά αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι και η προαγωγή της εφεσείουσας, που έγινε με βάση την επαναπροκήρυξη, συμπαρασύρεται σε ακυρότητα.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1,200 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων/αιτητών. Μεταξύ εφεσείουσας και καθ' ου η αίτηση Οργανισμού δεν επιδικάζονται έξοδα. Οι αντεφέσεις παραμένουν άνευ αντικειμένου και απορρίπτονται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κ.Ο.Τ. κ.ά. v. Συμεού κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 561,
Λιμνάτου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2480,
Δημοκρατία v. Κλεόπα κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 669,
Παπαδοπούλου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος. Δ.) (Yπ. Aρ. 1094/00, 1103/00), ημερ. 21/3/05.
Ι. Νικολάου, για την Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Βρ. Χατζηχάννας, Εφεσίβλητος 1, εμφανίζεται προσωπικά.
Α.Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου, για την Εφεσίβλητη 2-Αιτήτρια.
Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Κλεάνθους, για τον Καθ' ου η αίτηση Οργανισμό.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού (στο εξής «ο Οργανισμός») από τις 4/9/98 με δημοσιεύσεις στον ημερήσιο τύπο, προκήρυξε την πλήρωση δύο κενών θέσεων Διευθυντή Τουρισμού, μιας για το Τμήμα Διοίκησης και μιας για το Τμήμα Προβολής. Η θέση που εδώ ενδιαφέρει, είναι η θέση Διευθυντή Τουρισμού για το Τμήμα Διοίκησης που είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Υποβλήθηκαν τότε είκοσι αιτήσεις. Η Επιτροπή Προσωπικού του Οργανισμού αξιολόγησε τις αιτήσεις και διαπίστωσε ότι μόνο επτά αιτητές πληρούσαν τα προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα και αυτοί κλήθηκαν για προφορική συνέντευξη. Μεταξύ των κληθέντων ήταν και η εφεσίβλητη Δέσπω Συμεού, η οποία είναι υπάλληλος του Οργανισμού. Ο εφεσίβλητος Βραχίμης Χατζηχάννας δεν κλήθηκε για συνέντευξη επειδή κρίθηκε ότι δεν κατείχε μεταπτυχιακό προσόν σε θέματα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης.
Από τους επτά που κλήθηκαν για συνέντευξη προσήλθαν έξι. Η Επιτροπή Προσωπικού υπέβαλε σε όλους τους υποψήφιους τις ίδιες ερωτήσεις που ήταν έτοιμες εκ των προτέρων. Οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή Προσωπικού και τα έξι μέλη της Επιτροπής που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις διατύπωσαν τις απόψεις τους για κάθε υποψήφιο και δήλωσαν τις προτιμήσεις τους. (Βλ. πρακτικά συνεδρίας Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 13.12.1999). Τέσσερις υποψήφιοι δεν πήραν καμιά ψήφο ενώ η εφεσίβλητη και ακόμα ένας υποψήφιος συγκέντρωσαν από τρεις ψήφους ο καθένας.
Ενόψει του αποτελέσματος (ισοψηφίας), η Επιτροπή ζήτησε και πήρε νομική συμβουλή. Στο μεταξύ και ο δικηγόρος της εφεσίβλητης με επιστολή του προς τον Οργανισμό κάλεσε το Διοικητικό του Συμβούλιο να επιλέξει το ίδιο, ως το κατά νόμο αρμόδιο όργανο, τον κατάλληλο υποψήφιο αν η Επιτροπή Προσωπικού νομίζει ότι δεν μπορεί να επιλέξει λόγω της ισοψηφίας προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι δεν είναι νόμιμο να γίνει νέα προκήρυξη της θέσης.
Παρά τα πιο πάνω η Επιτροπή Προσωπικού σε συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 13.1.2000 θεώρησε ότι δημιουργήθηκε αδιέξοδο λόγω της ισοψηφίας και αποφάσισε να παραπέμψει το θέμα στο Διοικητικό Συμβούλιο με εισήγηση την επαναπροκήρυξη της θέσης. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού στη συνεδρία του της ίδιας ημερομηνίας ενέκρινε την εισήγηση της Επιτροπής Προσωπικού και έγινε νέα προκήρυξη της θέσης με δημοσιεύσεις στον τύπο. Ο Οργανισμός με επιστολή του ημερ. 21.1.2000 που στάληκε προς όλους όσοι είχαν υποβάλει αίτηση (20 αιτητές) για τη συγκεκριμένη θέση, γνωστοποιούσε την απόφασή του για επαναπροκήρυξη της θέσης και τους πληροφορούσε πως αν εξακολουθούσαν να ενδιαφέρονται μπορούσαν να υποβάλουν εκ νέου αίτηση.
Η Δέσπω Συμεού (εφεσίβλητη) καταχώρησε τότε την προσφυγή αρ. 215/00 με την οποία ουσιαστικά ζητούσε την ακύρωση της απόφασης του Οργανισμού να μην προχωρήσει με τη συμπλήρωση της θέσης όπως αυτή προκηρύχθηκε το Σεπτέμβριο του 1998 αλλά να επαναπροκηρυχθεί αυτή, ο δε εφεσίβλητος Βραχίμης Χατζηχάννας καταχώρησε την προσφυγή 216/00 με την οποία ζητούσε την ακύρωση της απόφασης του Οργανισμού με την οποία αποκλείστηκε από τη διαδικασία πλήρωσης θέσης ως μη προσοντούχος.
Με απόφαση του Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.) ημερ. 29/11/01 η προσφυγή της Δέσπως Συμεού (215/00) έγινε αποδεκτή, η δε προσφυγή του Βραχίμη Χατζηχάννα (216/00) απορρίφθηκε. Το δικαστήριο είχε τότε αποφασίσει ως ακολούθως:
«Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η προσφυγή της αιτήτριας Δέσπως Συμεού αρ. 215/00 επιτυγχάνει. Η απόφαση του Οργανισμού να μην προχωρήσει στην ολοκλήρωση της διαδικασίας που άρχισε για την πλήρωση της θέσης είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Καθόσον αφορά την προσφυγή του κ. Βραχίμη Χατζηχάννα αυτή δεν έχει προοπτική επιτυχίας εφόσον εύλογα έχει κριθεί από την Επιτροπή Προσωπικού ότι αυτός δεν κατείχε μεταπτυχιακό προσόν σε θέματα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Εκ τούτου ακολουθεί ότι ο αιτητής δεν διατηρεί έννομο συμφέρον να προχωρήσει περαιτέρω για να θέσει υπό δικαστικό έλεγχο οτιδήποτε ακολουθήσει.
Κατόπιν των ανωτέρω η προσφυγή αρ. 215/00 της αιτήτριας Δέσπως Συμεού επιτυγχάνει με έξοδα. Η απόφαση του Οργανισμού για επαναπροκήρυξη της επίδικης θέσης και οτιδήποτε ακολούθησε είναι άκυρη.»
Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε από τον Οργανισμό (Α.Ε. 3350) και από τον Βραχίμη Χατζηχάννα (Α.Ε. 3351).
Εκκρεμουσών των προσφυγών 215/00 και 216/00 ο Οργανισμός επαναπροκήρυξε τη θέση και με απόφαση της πλειοψηφίας του Διοικητικού του Συμβουλίου ημερ. 25/5/00 επιλέγηκε η εφεσείουσα Αννίτα Δημητριάδου. Αποτέλεσμα ήταν να καταχωρηθούν οι προσφυγές 1094/00 από τον εφεσίβλητο Βραχίμη Χατζηχάννα και η 1103/00 από την εφεσίβλητη Δέσπω Συμεού. Ο πρώτος, πρόβαλε, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα κρίθηκε ξανά ότι δεν ήταν προσοντούχος και η δεύτερη ότι εσφαλμένα δεν προτιμήθηκε αυτή αντί της αιτήτριας.
Ο δικαστής που εκδίκασε πρωτόδικα τις προσφυγές αυτές εφόσον διαπίστωσε ότι η βάση της προαγωγής του Ε.Μ. Αννίτας Δημητριάδου ήταν η επαναπροκήρυξη της θέσης που είχε όμως κηρυχθεί άκυρη στην προσφυγή 215/00 και ήταν αντικείμενο των Α.Ε.3350 και 3351, θεώρησε ορθό να αποφασίσει τις προσφυγές μετά την έκδοση απόφασης στις πιο πάνω εφέσεις. Ανάφερε συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«Ενόψει των εκκρεμουσών εφέσεων κρίθηκε σκόπιμο, οι εξεταζόμενες προσφυγές 1094/2000 και 1103/2000 να αναβληθούν για μνεία για να παρακολουθούνται μέχρι την έκδοση απόφασης επί των εφέσεων.
Οι εν λόγω συνεκδικαζόμενες προσφυγές αναβλήθηκαν έκτοτε πολλές φορές μέχρι που την 16.9.2004 εκδόθηκε η απόφαση στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3350 και 3351.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις εν λόγω αναθεωρητικές εφέσεις συμφώνησε με τον πρωτόδικο Δικαστή ότι η επαναπροκήρυξη συνιστά ουσιαστικά ανάκληση της απόφασης για αρχική προκήρυξη της θέσης, η οποία, είναι, κάτω από τις περιστάσεις, παράνομη. Δεν παρέχονταν, όπως λέχθηκε, στο Διοικητικό Συμβούλιο περιθώρια νόμιμης επαναπροκήρυξης της θέσης. Υπήρχε ικανός αριθμός προσοντούχων υποψηφίων και θα έπρεπε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να υπάρξει κατάληξη. Με την επαναπροκήρυξη δημιουργούνταν νέα δεδομένα, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Το αποτέλεσμα συνεπώς των εν λόγω εφέσεων συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την προσβαλλόμενη πράξη προαγωγής που λήφθηκε μετά την επαναπροκήρυξη της θέσης.
Ένεκα λοιπόν της ακύρωσης της επαναπροκήρυξης και της κατά συνέπεια ακύρωσης και της προσβαλλόμενης πράξης, οι προσφυγές υπ' αρ. 1094/2000 και 1103/2000 καθίστανται άνευ αντικειμένου και απορρίπτονται. Υπό τις περιστάσεις, όμως, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών. Καμιά διαταγή για έξοδα για το ενδιαφερόμενο μέρος.»
(οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση από το ενδιαφερόμενο μέρος Αννίτα Δημητριάδου η οποία βασίζεται στους εξής λόγους έφεσης:
«1. Το Δικαστήριο που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση περί τον νόμο και/ή τα πράγματα πλανήθηκε και/ή εσφαλμένα έκρινε ότι το αποτέλεσμα των αναθεωρητικών εφέσεων με αρ. 3350 και 3351 συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την διοικητική πράξη και/ή απόφαση που προσβάλλεται με τις προσφυγές με αρ. 1094/2000 και 1103/2000.
2. Το Δικαστήριο που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση περί τον νόμο και/ή τα πράγματα πλανήθηκε και/ή εσφαλμένα έκρινε ότι οι προσφυγές με αρ. 1094/00 και 1103/00 κατέστησαν άνευ αντικειμένου γιατί η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και/ή απόφαση που λήφθηκε μετά την επαναπροκήρυξη της θέσης συμπαρασύρθηκε σε ακυρότητα λόγω της απόφασης της Ολομέλειας στις Α.Ε. 3350 και 3351.»
Οι εφεσίβλητοι/αιτητές Χατζηχάννας και Συμεού καταχώρησαν αντέφεση με την οποία βασικά ζητούν να ακουστούν οι προσφυγές σε λόγους που ήγειραν πρωτόδικα και δεν εξετάστηκαν από το Δικαστήριο. Τούτο βέβαια γίνεται αν η έφεση επιτύχει.
Η πλευρά του καθού η αίτηση Οργανισμού δεν καταχώρησε περίγραμμα. Μεταξύ των λόγων ακύρωσης που δεν εξετάστηκαν είναι και ο ισχυρισμός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο (1998) η εφεσείουσα δεν ήταν προσοντούχος και δεν μπορούσε να είναι υποψήφια.
Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι με το αποτέλεσμα των Α.Ε. 3350 και 3351 (βλ. Κ.Ο.Τ. κ.ά. v. Συμεού κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 561) το νομικό και πραγματικό καθεστώς επανέρχεται στο στάδιο που διακόπηκε η διαδικασία πλήρωσης της θέσης που άρχισε με την προκήρυξη του Σεπτεμβρίου του 1998 αλλά δεν επηρεάζει την επαναπροκήρυξη της θέσης με βάση την οποία επιλέγηκε η εφεσείουσα αφού αυτή αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη.
Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης Δέσπως Συμεού ήταν ότι από τη στιγμή που κρίθηκε δικαστικά ότι παράνομα διακόπηκε η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων, η όποια μεταγενέστερη πράξη που αφορά νέα προκήρυξη και πλήρωση της θέσης συμπαρασύρεται κι' αυτή σε ακύρωση. Την ίδια άποψη εκφράζει και ο εφεσίβλητος Χατζηχάννας.
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις και τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Λιμνάτου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2480 που επικαλείται ο κ. Νικολάου. Έχουμε καταλήξει ότι η εισήγηση της πλευράς της εφεσείουσας στην έκταση που ισχυρίζεται ότι δεν επηρεάζεται η επαναπροκήρυξη της θέσης, δεν ευσταθεί. Απεναντίας η εν λόγω υπόθεση υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Στην παρούσα περίπτωση η βάση της προαγωγής της εφεσείουσας ήταν η επαναπροκήρυξη της θέσης η οποία όμως ακυρώθηκε με τις προσφυγές 215/00 και 216/00 (βασικά την 215/00) και η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από την Ολομέλεια στην προαναφερθείσα υπόθεση Κ.Ο.Τ. v. Συμεού κ.ά.. Τυγχάνουν εδώ εφαρμογής και τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία v. Κλεόπα κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 669, όπου υιοθετήθηκε σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Επ. Σπηλιωτοπούλου, 7η έκδοση, σύμφωνα με το οποίο «η διοίκηση έχει υποχρέωση να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει τις διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της νομιμότητας της πράξης που ακυρώθηκε και στηρίζονται σε αυτή και, εφόσον τούτο απαιτείται, να εκδώσει νέες».
Το αποτέλεσμα της προαναφερθείσας απόφασης της Ολομέλειας στην Κ.Ο.Τ. v. Συμεού κ.ά., σύμφωνα και με παλαιότερη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Παπαδοπούλου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608) είναι ότι επαναφέρει τα πράγματα στο νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το 1998 όταν άρχισε η πλήρωση της θέσης, αλλά η διαδικασία διακόπηκε παράνομα με την επαναπροκήρυξή της. Εφόσον η επαναπροκήρυξη της θέσης κηρύχθηκε άκυρη από το δικαστήριο, τότε ορθά αποφάσισε ο συνάδελφος πρωτόδικα ότι και η προαγωγή της εφεσείουσας, που έγινε με βάση την επαναπροκήρυξη, συμπαρασύρεται σε ακυρότητα.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1,200 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων/αιτητών. Μεταξύ εφεσείουσας και καθού η αίτηση Οργανισμού δεν επιδικάζονται έξοδα. Οι αντεφέσεις παραμένουν άνευ αντικειμένου και απορρίπτονται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Διαταγή ως ανωτέρω.