ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 563
4 Δεκεμβρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ EΜΠΟΡΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΑΤΑΤΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 149/2006)
Συμβούλιο Εμπορίας Κυπριακών Πατατών ― Αρμοδιότητες ― Κατά πόσο διαθέτει την εξουσία σύστασης πειθαρχικού συμβουλίου ― Ερμηνεία του περί Εμπορίας Κυπριακών Πατατών Νόμου του 1964 (Ν.59/64) και εφαρμογή του στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή του κατά της επιβολής σε βάρος του της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
Δεν τίθεται εν προκειμένω απλώς θέμα κακής σύνθεσης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αλλά κατά πόσο αυτό συνεστήθη νομίμως. Το Συμβούλιο των καθ' ων η αίτηση δεν είχε νόμιμη εξουσιοδότηση για τη σύσταση Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η προνοούμενη από το Άρθρο 14(1) του περί Εμπορίας Κυπριακών Πατατών Νόμου του 1964 (Ν.59/64) εξουσία του Συμβουλίου να συνιστά επιτροπές για σκοπούς οι οποίοι κατά τη γνώμη του θα ετύγχαναν καλύτερης ρύθμισης από μια τέτοια επιτροπή, δεν είναι αρκετή. Δεν πρόκειται περί καλύτερης ρύθμισης. Πρόκειται περί αρμοδιότητος που ανήκει στο Συμβούλιο και που θα έπρεπε να ασκηθεί από αυτό.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 800/04), ημερ. 26/9/2006.
Μ. Καλλιγέρου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν υπάλληλος των καθ' ων η αίτηση από το 1971, ενώ από το Νιόβρη του 1994 κατείχε την ανώτερη στην ιεραρχία θέση, μετά το Γενικό Διευθυντή. Με απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ημερ. 12.5.2004 τέθηκε σε αναγκαστική αφυπηρέτηση.
Η απόφαση ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης που έγινε από τους καθ' ων η αίτηση, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ' αρ. 286/02, ημερ. 10.12.2002. Αντικείμενο της προσφυγής εκείνης ήταν η απόφαση του Συμβουλίου ημερ. 4.1.2002, με την οποία ο εφεσείων τέθηκε σε αναγκαστική αφυπηρέτηση από 20.12.2001, ως αποτέλεσμα πειθαρχικής δίωξης που ασκήθηκε εναντίον του. Μετά την έκδοση της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, ακολούθησε η συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου των καθ' ων η αίτηση ημερ. 13.12.2002, με σκοπό την επανεξέταση της υπόθεσης. Αποφασίστηκε, κατά πλειοψηφία, η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας.
Στις 25.11.2003 το Συμβούλιο ενέκρινε ομόφωνα το κατηγορητήριο και διόρισε τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ο εφεσείων δεν συμμετείχε στη διαδικασία γιατί θεωρούσε παράνομες, τόσο την αρχική πειθαρχική διαδικασία, όσο και την επανεξέταση.
Στις 9.1.2004 άρχισε η ακροαματική διαδικασία η οποία, ύστερα από τέσσερις συνεδρίες, περατώθηκε στις 12.5.2004, οπότε και επιβλήθηκε στον εφεσείοντα η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Πρωτοδίκως αμφισβητήθηκε η όλη διαδικασία της πειθαρχικής δίωξης. Το δικαστήριο παραπέμποντας και στην απόφαση της προηγούμενης υπόθεσης υπ' αρ. 286/02, επανέλαβε ότι οι πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης αν δεν προσλάβουν τη μορφή κανονισμών, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στον τομέα του δημόσιου δικαίου και συνεπώς σε πειθαρχική διαδικασία εφαρμόζονται οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και χρηστής διοίκησης.
Μεταξύ άλλων ο εφεσείων υποστήριξε ότι η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου πάσχει και υπέδειξε ημερομηνίες κατά τις οποίες συγκεκριμένο μέλος απουσίαζε, χωρίς να εξηγείται, ούτε ο λόγος της απουσίας του, αλλά ούτε και αν κλήθηκε νομότυπα. Από την άλλη, παρών στις συνεδρίες του Συμβουλίου, συνεχίζει ο εφεσείων, ήταν και ο Γενικός Διευθυντής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τους ισχυρισμούς αυτούς γιατί, κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα που να καταρρίπτουν το τεκμήριο της νομιμότητας.
Το ίδιο θέμα ηγέρθη και κατ' έφεση. Ο ισχυρισμός έχει πολλά σκέλη. Γίνεται αναφορά στη συμμετοχή στην πειθαρχική διαδικασία του Γενικού Διευθυντή, αλλά προβάλλονται και ισχυρισμοί για αλλαγή της συγκρότησης του Συμβουλίου, χωρίς η διαδικασία να επαναληφθεί από την αρχή. Επίσης επισημαίνεται η αλλαγή της σύνθεσης στις δύο πρώτες συνεδρίες, χωρίς απόδειξη της πρόσκλησης όλων των μελών νομίμως. Υποστηρίζεται επίσης ότι μέλος του Συμβουλίου αποκλείστηκε από το Πειθαρχικό χωρίς να έχει δηλώσει ότι δεν ήθελε να συμμετάσχει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Τέλος, υποστηρίζεται ότι το Συμβούλιο αποφάσισε τη συγκρότηση του Πειθαρχικού χωρίς ανάθεση ή μεταβίβαση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων, και χωρίς μεταβίβαση της αρμοδιότητας επιβολής της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, αρμοδιότητα η οποία ανήκει στο Συμβούλιο.
Θα ασχοληθούμε πρώτα με το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο αποφάσισε τη συγκρότηση του Πειθαρχικού χωρίς μεταβίβαση αρμοδιοτήτων, θέμα το οποίο, άνκαι δεν έχει τεθεί πρωτοδίκως όπως το θέτει τώρα ο εφεσείων, μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως. Το πρόβλημα όμως, όπως αποδείκτηκε είναι βαθύτερο.
Στη συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 13.12.2002, μετά την κοινοποίηση προς τα μέλη της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ' αρ. 286/02, αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας και εξουσιοδοτείται ο Γενικός Διευθυντής να συντάξει το κατηγορητήριο της υπόθεσης. Στη συνέχεια, στη συνεδρία ημερ. 25.11.2003, ο πρόεδρος κάλεσε τα μέλη να δηλώσουν κατά πόσο προτίθενται να καταθέσουν ως μάρτυρες κατηγορίας, ούτως ώστε να μη περιληφθούν στη σύνθεση του Πειθαρχικού. Διερεύνησε επίσης κατά πόσο υπήρχαν άλλα μέλη τα οποία πίστευαν ότι είχαν κώλυμα συμμετοχής ή, εν πάση περιπτώσει, επιθυμούσαν να μη συμμετάσχουν. Δύο μέλη δήλωσαν ότι θα είναι μάρτυρες κατηγορίας, ενώ τρίτο, δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να διοριστεί ως μέλος του Πειθαρχικού για δικούς του προσωπικούς λόγους. Στη συνέχεια, όλα τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου των καθ' ων ορίστηκαν ως μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Ύστερα από αριθμό συνεδριών το Πειθαρχικό στις 12.5.2004, αποφάσισε την επιβολή της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 13.5.2004. Στην επιστολή αναφέρεται ότι το Πειθαρχικό βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο σύμφωνα με το κατηγορητήριο και του επέβαλε την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Το Συμβούλιο των καθ' ων η αίτηση έχει την εξουσία βάσει του Άρθρου 25(α) του περί Εμπορίας Κυπριακών Πατατών Νόμου του 1964, Ν.59/64 να διορίζει υπαλλήλους. Το Άρθρο 19 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1, προνοεί ότι όταν νόμος παρέχει σε πρόσωπο ή δημόσια αρχή εξουσία να προβαίνει σε διορισμούς, θα ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει εξουσία και για τερματισμό τέτοιου διορισμού, αλλά και εξουσία θέσης σε διαθεσιμότητα προσώπου που διορίστηκε. Συνεπώς το Συμβούλιο έχει την εξουσία να τερματίσει το διορισμό του εφεσείοντα.
Επίσης σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Ν. 59/1964, το Συμβούλιο έχει την εξουσία να συνιστά επιτροπές από τα μέλη του για οποιουσδήποτε γενικούς ή ειδικούς σκοπούς οι οποίοι κατά τη γνώμη του θα ετύγχαναν καλύτερης ρύθμισης ή διαχείρισης από κάποια επιτροπή και μπορεί να παραχωρεί στις ούτω συνιστάμενες επιτροπές οιανδήποτε των υπό του Συμβουλίου ενασκουμένων αρμοδιοτήτων.
Όμως το Συμβούλιο των καθ' ων η αίτηση προχώρησε στη σύσταση Πειθαρχικού Συμβουλίου χωρίς να υπάρχει κατάλληλο νομικό πλαίσιο. Ουσιαστικά παραχώρησε στο Πειθαρχικό κάποιες αρμοδιότητές του.
Δεν τίθεται απλώς θέμα κακής σύνθεσης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αλλά κατά πόσο αυτό συνεστήθη νομίμως. Το Συμβούλιο των καθ' ων η αίτηση δεν είχε νόμιμη εξουσιοδότηση για τη σύσταση Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η προνοούμενη από το Άρθρο 14 (1) εξουσία του Συμβουλίου να συνιστά επιτροπές για σκοπούς οι οποίοι κατά τη γνώμη του θα ετύγχαναν καλύτερης ρύθμισης από μια τέτοια επιτροπή, δεν είναι αρκετή. Δεν πρόκειται περί καλύτερης ρύθμισης. Πρόκειται περί αρμοδιότητος που ανήκει στο Συμβούλιο και που θα έπρεπε να ασκηθεί από αυτό.
Η έφεση επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με £700 έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.