ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 3 ΑΑΔ 505

8 Νοεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

AHMED IBRAHIM KEDOUM,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3572)

 

Αλλοδαποί ― Διάταγμα απέλασης ― Νόμιμα εκδίδεται ως συνέπεια της παράνομης παραμονής του αλλοδαπού στη Κύπρο ― Ο αλλοδαπός παρέλειψε να προσβάλει την απόρριψη του αιτήματός του για άδεια παραμονής.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 15 ― Δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή ― Δεν παραβιάστηκε εν προκειμένω με την απέλαση του αλλοδαπού, αφού το παιδί του που γεννήθηκε στη Κύπρο, δεν απέκτησε Κυπριακή υπηκοότητα.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεσή του την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του κατά του διατάγματος απέλασής του, απορρίφθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή και δεν συντρέχει λόγος για την ανατροπή της. Με την προσφυγή του ο εφεσείων προσέβαλε μόνο το διάταγμα απέλασης που εκδόθηκε εναντίον του από το Λειτουργό Μετανάστευσης στις 5.4.2002.  Δεν προσέβαλε όμως με οποιοδήποτε τρόπο την προηγούμενη απόφαση του Λειτουργού Μετανάστευσης να απορρίψει το αίτημά του για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του στην Κύπρο. Εφόσον η απόφαση για  απόρριψη του αιτήματος για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του δεν προσβλήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο και σαν αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ο εφεσείων κατέστη πρόσωπο που διαμένει παράνομα στην Κύπρο, κρίνεται πως η προσβολή του διατάγματος απέλασης του ήταν χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα εφόσον το διάταγμα αυτό είναι αποτέλεσμα της συνέχισης της παράνομης παραμονής του στην Κύπρο.  Ο εφεσείων είχε υποχρέωση να σεβαστεί τους νόμους της χώρας μας και αν επιθυμούσε την περαιτέρω νόμιμη παραμονή του στην Κύπρο θα έπρεπε απαραίτητα να είχε αμφισβητήσει την απόφαση του Λειτουργού Μετανάστευσης να απορρίψει το αίτημά του για περαιτέρω παράταση της αδείας παραμονής και εργασίας του.

2.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σε Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ειδικά την παράγραφο 2 του άρθρου εκείνου που αντιστοιχεί στο Άρθρο 15.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και εισηγήθηκε πως στην  προκείμενη περίπτωση υπήρξε παράβαση των προαναφερόμενων προνοιών. 

     Στην κρινόμενη έφεση η σύζυγος και τα τρία παιδιά του εφεσείοντος δεν έχουν οποιοδήποτε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο. Η σύζυγος και τα δύο πρώτα παιδιά του ήλθαν στην Κύπρο μαζί του και τους δόθηκε δικαίωμα παραμονής εφόσον ο σύζυγος και πατέρας τους αντίστοιχα εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο. Όσον αφορά το τρίτο παιδί, που γεννήθηκε στην Κύπρο, η Ολομέλεια συμφωνεί με το πρωτόδικο δικαστήριο, πως η γέννησή του στην Κύπρο από μόνη της δεν του δίδει αυτόματο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο.

3.  Αναφορικά με τα άλλα παράπονα του εφεσείοντα κρίνεται ότι οι αρμόδιες Αρχές της Δημοκρατίας έδωσαν επαρκές δικαίωμα στον εφεσείοντα και τους δικηγόρους του να ακουστούν πριν λάβουν τις αποφάσεις τους. Δεν υπάρχει νομική υποχρέωση του Λειτουργού Μετανάστευσης, να ειδοποιεί τον ενδιαφερόμενο πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασής του. Εν πάση όμως περιπτώσει, στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων είχε ειδοποιηθεί σχετικά από τις 22.2.2002.

4.  Με βάση τα προαναφερόμενα συμπεραίνεται πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση, στην προκείμενη περίπτωση, του δικαιώματος του εφεσείοντα σε σεβασμό της οικογενειακής του ζωής το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι αρμόδιες Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας είχαν το δικαίωμα της έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του εφεσείοντος εφόσον αυτός παρέμεινε στην Κύπρο, παράνομα, μετά τη λήξη της αδείας παραμονής του εδώ και αφού το αίτημά του για νέα παράταση της αδείας παραμονής του είχε απορριφθεί από τις αρμόδιες Αρχές και ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε με οποιοδήποτε τρόπο την απορριπτική εκείνη απόφαση. Από τη στιγμή που ο εφεσείων παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα και δεδομένου πως κανένα από τα μέλη της οικογένειάς του δεν είχε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο αλλά η παραμονή τους στην Κύπρο συναρτόταν απόλυτα με το δικό του δικαίωμα παραμονής και εργασίας εδώ, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως με το διάταγμα απέλασης του εφεσείοντος παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμά του σε σεβασμό της οικογενειακής του ζωής. Απεναντίας η Κυπριακή Δημοκρατία συμπεριφέρθηκε ορθά στην οικογένεια του εφεσείοντα και σεβάστηκε το δικαίωμά της σε οικογενειακή ζωή παρέχοντας άδεια σ' αυτή να παραμείνει στην Κύπρο για όσο χρόνο θα παρέμενε νόμιμα εδώ και ο εφεσείων. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Berrehab v. Netherlands, A 138 [1988],

Moustaquim v. Belgium, A 193 [1991],

Beldjoudi v. France, A 234-A [1992].

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή, αλλοδαπό Συριακής καταγωγής εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 366/2002), ημερομηνίας 21/1/2003, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του διατάγματος απέλασής του ημερ. 5/4/2002, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν λήξης της άδειας παραμονής και εργασίας του στην Kύπρο.

Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι αλλοδαπός, Συριακής καταγωγής, εξειδικευμένος σε συστήματα κουρτίνων του τοίχου, ο οποίος ήρθε στην Κύπρο το 1996 μαζί με τη σύζυγο του και δύο ανήλικα παιδιά και στην Κύπρο γεννήθηκε το τρίτο του παιδί στις 19.4.2001. Εξασφάλισε άδεια του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για εργοδότηση στην ειδικότητα του από Κυπριακή εταιρεία. Το συμβόλαιο εργασίας του ανανεωνόταν κανονικά μέχρι το Δεκέμβριο του 2001 και μέχρι τότε ο εφεσείων εργοδοτείτο κανονικά από την Κυπριακή εταιρεία. 

Την 2.11.2001 οι δικηγόροι του εφεσείοντα ζήτησαν παράταση της άδειας παραμονής και απασχόλησης του εφεσείοντα στην Κύπρο για ακόμα δύο χρόνια. Στις 29.11.2001 το Τμήμα Μεταναστεύσεως απάντησε στους δικηγόρους του εφεσείοντα αναφέροντας ότι το αίτημα τους δεν έγινε αποδεκτό και ότι ο εφεσείων θα έπρεπε να αναχωρήσει από την Κύπρο μετά τη λήξη της αδείας του. Ακολούθησε επιστολή των δικηγόρων του εφεσείοντα, ημερ. 23.1.2002, με την οποία ζητούνταν οι λόγοι για τους οποίους δεν κατέστη δυνατή η έγκριση του αιτήματος του εφεσείοντα. Ο βασικός λόγος απόρριψης του αιτήματος του ήταν ότι είχε συμπληρώσει παραμονή πέραν των 4 ετών στην Κύπρο και ότι παρέμεινε χωρίς άδεια παραμονής και εργασίας από τις 25.12.2001. Στην απαντητική επιστολή του Τμήματος Μεταναστεύσεως, ημερ. 22.2.2002, ρητά αναφέρεται πως «λόγω του γεγονότος ότι ο αλλοδαπός δεν αναχώρησε από την Κύπρο μετά τη λήξη των 4 χρόνων παραμονής του θα κληθεί να απελαθεί από την Κύπρο». Στη συνέχεια στάληκε άλλη επιστολή των δικηγόρων του εφεσείοντα, ημερ. 2.4.2002, με την οποία ζητείτο ανανέωση της αδείας παραμονής του μέχρι 30.7.2002 για λόγους που αναφέρονται στην επιστολή εκείνη. Το Τμήμα Μεταναστεύσεως απάντησε στις 8.4.2002 απορρίπτοντας το αίτημα των δικηγόρων του εφεσείοντα για τους ίδιους λόγους που είχαν αναφερθεί και στην επιστολή ημερ. 22.2.2002. Στις 24.4.2002 ο εφεσείων ειδοποιήθηκε ότι αποφασίστηκε η απέλαση του και τούτο παρά την επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 16.4.2002 στην οποία δεν δόθηκε οποιαδήποτε απάντηση. Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του εκδόθηκαν στις 5.4.2002.

Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής του εφεσείοντα παρατήρησε πως η απόφαση απέλασης αλλοδαπού συνιστά διοικητική πράξη η οποία υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος. Το Κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να προβαίνει σε απελάσεις αλλοδαπών, η ευχέρεια όμως αυτή θα πρέπει να ασκείται καλόπιστα. Εφόσον αυτό συμβαίνει, το δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Αφού έλαβε υπόψη του τα ενώπιόν του στοιχεία και παρέθεσε σχετικές αυθεντίες το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής ζωής του εφεσείοντα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρατήρησε συναφώς πως η γέννηση του τρίτου  παιδιού του εφεσείοντα στην Κύπρο, από μόνη της, δεν θεμελιώνει δικαίωμα απόκτησης Κυπριακής υπηκοότητας (Δέστε:  Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002 (Ν. 141(Ι)/2002, άρθρο 109, παράγραφος 1). Για τη θεμελίωση δικαιώματος απόκτησης Κυπριακής υπηκοότητας από κάποιο πρόσωπο που γεννιέται στην Κύπρο απαιτείται επιπρόσθετα, κατά το χρόνο της γέννησης του, οποιοσδήποτε από τους γονείς του να ήταν πολίτης της Δημοκρατίας, στοιχείο που ελλείπει στην παρούσα υπόθεση.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό για παράβαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ο αδελφός Δικαστής απεφάσισε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε τέτοια παράβαση και πρόσθεσε πως η σύμβαση και τα πρωτόκολλα της δεν επιβάλλουν οποιουσδήποτε περιορισμούς στο δικαίωμα του Κράτους να αποκλείσει ένα αλλοδαπό από τη χώρα.

Με την έφεση του ο εφεσείων ισχυρίζεται πως το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξη του ότι το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής ζωής του εφεσείοντα, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος δεν παραβιάστηκε.  Κατά τον εφεσείοντα το συμπέρασμα αυτό του  πρωτόδικου δικαστηρίου δεν αιτιολογήθηκε.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Λειτουργός Μετανάστευσης προτού εκδώσει το διάταγμα απέλασης και/ή προτού απορρίψει το αίτημα των δικηγόρων του εφεσείοντα για παράταση της παραμονής του, άκουσε τη θέση του εφεσείοντος. 

Κατά τον εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα επίσης δεν έλαβε υπόψη το στοιχείο της γέννησης του τρίτου τέκνου του εφεσείοντα στην Κύπρο ως στοιχείο που έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των αρμοδίων αρχών όταν εξέταζαν το αίτημα του για παράταση της άδειας παραμονής του στην Κύπρο.

Κατά τον εφεσείοντα λανθασμένο είναι και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν προκύπτει από το Νόμο οποιαδήποτε υποχρέωση του Λειτουργού Μετανάστευσης να ειδοποιεί τον ενδιαφερόμενο πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης.

Το ζήτημα του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο αναγράφεται στους λόγους εφέσεως 3 και 4, έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί εφόσον δεν έχει προωθηθεί. Με τους λόγους εφέσεως 3 και 4 ο εφεσείων ισχυριζόταν ότι η συνέχιση της παραμονής και εργοδότησης του στην Κύπρο συνιστούσε θέμα δημοσίου συμφέροντος εφόσον αυτός είναι εξειδικευμένος στα προαναφερόμενα συστήματα.

Εξετάσαμε με προσοχή τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή και δεν συντρέχει λόγος για την ανατροπή της. Με την προσφυγή του ο εφεσείων προσέβαλε μόνο το διάταγμα απέλασης που εκδόθηκε εναντίον του από το Λειτουργό Μετανάστευσης στις 5.4.2002. Δεν προσέβαλε όμως με οποιοδήποτε τρόπο την προηγούμενη απόφαση του Λειτουργού Μετανάστευσης να απορρίψει το αίτημα του για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του στην Κύπρο. Εφόσον η απόφαση για  απόρριψη του αιτήματος για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του δεν προσβλήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο και σαν αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ο εφεσείων κατέστη πρόσωπο που διαμένει παράνομα στην Κύπρο, κρίνουμε πως η προσβολή του διατάγματος απέλασης του ήταν χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα εφόσον το διάταγμα αυτό είναι αποτέλεσμα της συνέχισης της παράνομης παραμονής του στην Κύπρο. Ο εφεσείων είχε υποχρέωση να σεβαστεί τους νόμους της χώρας μας και αν επιθυμούσε την περαιτέρω νόμιμη παραμονή του στην Κύπρο θα έπρεπε απαραίτητα να είχε αμφισβητήσει την απόφαση του Λειτουργού Μετανάστευσης να απορρίψει το αίτημα του για περαιτέρω παράταση της αδείας παραμονής και εργασίας του.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σε Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ειδικά την παράγραφο 2 του άρθρου εκείνου που αντιστοιχεί στο άρθρο 15.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και εισηγήθηκε πως στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε παράβαση των προαναφερόμενων προνοιών. 

Στην υπόθεση Berrehab v. Netherlands, A 138 [1988] το Ε.Δ.Δ.Α. απεφάσισε πως η μη παραχώρηση, από τις Ολλανδικές Αρχές Μετανάστευσης, αδείας παραμονής στην Ολλανδία σε ένα Μαροκινό υπήκοο, μετά το διαζύγιο του με Ολλανδή υπήκοο, παραβίαζε το δικαίωμα του στην οικογενειακή ζωή δεδομένου ότι είχε σαν συνέπεια τη διακοπή των οικογενειακών σχέσεων του με την κόρη του, η οποία ζούσε νόμιμα με τη μητέρα της στην Ολλανδία.

Στην υπόθεση Moustaquim v. Belgium, A 193 [1991] είχε εκδοθεί διάταγμα απέλασης από το Βέλγιο ενός Μαροκινού υπηκόου του οποίου η οικογένεια είχε μεταναστεύσει στο Βέλγιο όταν ο ίδιος ήταν ακόμη παιδί. Η οικογένεια του αποτελείτο από τους γονείς και επτά αδέλφια και υπήρχαν ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί που ένωναν την οικογένεια. Αποφασίστηκε ότι η άρνηση των Αρχών Μεταναστεύσεων του Βελγίου να του επιτρέψουν να παραμείνει στο Βέλγιο παραβίαζε το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής του ζωής, εφόσον η οικογενειακή του ζωή θα μπορούσε να συνεχιστεί μόνο στο Βέλγιο όπου ζούσαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.

Στην Beldjoudi v. France, A 234-A [1992] είχε εκδοθεί διάταγμα απέλασης από τη Γαλλία εναντίον ενός Αλγερινού πολίτη ο οποίος είχε στενούς και μακροχρόνιους δεσμούς με τη Γαλλία και ήταν νυμφευμένος με Γαλλίδα. Αποφασίστηκε ότι το διάταγμα απέλασης επηρέαζε την οικογενειακή του ζωή και παραβίαζε το δικαίωμα του σ' αυτήν.

Παρατηρούμε ότι σε όλες τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α., οι οποίες αναφέρονται στο σύγγραμμα D. J. Harris, M. O' Boyle, C. Warbrick "Law of the European Convention on Human Rights", στις σελ. 332-334, στις οποίες μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, υπήρχαν πρόσωπα, στις χώρες στις οποίες δεν δόθηκε παράταση άδειας παραμονής ή από τις οποίες διατάχθηκε η απέλαση, τα οποία είχαν αυτοτελή δικαιώματα παραμονής στις χώρες εκείνες, και τα οποία πρόσωπα ήταν δεδομένο πως θα παρέμεναν στις χώρες στις οποίες είχαν νόμιμο δικαίωμα παραμονής, με αποτέλεσμα να διακόπτονται οι οικογενειακοί δεσμοί του μέλους της οικογενείας που είχε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα, με το μέλος της οικογένειας που δεν είχε τέτοιο δικαίωμα.

Στην κρινόμενη όμως έφεση η σύζυγος και τα τρία παιδιά του εφεσείοντος δεν έχουν οποιοδήποτε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο. Η σύζυγος και τα δύο πρώτα παιδιά του ήλθαν στην Κύπρο μαζί του και τους δόθηκε δικαίωμα παραμονής εφόσον ο σύζυγος και πατέρας τους αντίστοιχα εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο. Όσον αφορά το τρίτο παιδί, που γεννήθηκε στην Κύπρο, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο πως η γέννηση του στην Κύπρο από μόνη της δεν του δίδει αυτόματο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο.

Αναφορικά με τα άλλα παράπονα του εφεσείοντα κρίνουμε ότι οι αρμόδιες Αρχές της Δημοκρατίας έδωσαν επαρκές δικαίωμα στον εφεσείοντα και τους δικηγόρους του να ακουστούν πριν λάβουν τις αποφάσεις τους. Επίσης συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν υπάρχει νομική υποχρέωση του Λειτουργού Μετανάστευσης να ειδοποιεί τον ενδιαφερόμενο πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασής του. Εν πάση όμως περιπτώσει, στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων είχε ειδοποιηθεί σχετικά από τις 22.2.2002.

Με βάση τα προαναφερόμενα συμπεραίνουμε πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση, στην προκείμενη περίπτωση, του δικαιώματος του εφεσείοντα σε σεβασμό της οικογενειακής του ζωής το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι αρμόδιες Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας είχαν το δικαίωμα της έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του εφεσείοντος εφόσον αυτός παρέμεινε στην Κύπρο, παράνομα, μετά τη λήξη της αδείας παραμονής του εδώ και αφού το αίτημα του για νέα παράταση της αδείας παραμονής του είχε απορριφθεί από τις αρμόδιες Αρχές και ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε με οποιοδήποτε τρόπο την απορριπτική εκείνη απόφαση. Από τη στιγμή που ο εφεσείων παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα και δεδομένου πως κανένα από τα μέλη της οικογενείας του δεν είχε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο αλλά η παραμονή τους στην Κύπρο συναρτόταν απόλυτα με το δικό του δικαίωμα παραμονής και εργασίας εδώ, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως με το διάταγμα απέλασης του εφεσείοντος παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του σε σεβασμό της οικογενειακής του ζωής. Απεναντίας κατά την κρίση μας η Κυπριακή Δημοκρατία συμπεριφέρθηκε ορθά στην οικογένεια του εφεσείοντα και σεβάστηκε το δικαίωμα της σε οικογενειακή ζωή παρέχοντας άδεια σ' αυτή να παραμείνει στην Κύπρο για όσο χρόνο θα παρέμενε νόμιμα εδώ και ο εφεσείων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο