ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 369
20 Σεπτεμβρίου, 2005
[AΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΣΕΡΔΑΡΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3546)
Αστυνομική Δύναμη ― Υπαρχηγός Αστυνομίας ― Διορίζεται και παύεται με απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας ― Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος ― Η απόφαση τερματισμού των υπηρεσιών του Υπαρχηγού της Αστυνομίας είναι Κυβερνητική πράξη ― Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Ο εφεσείων προσέβαλε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, την απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, να τερματίσει τις υπηρεσίες του ως Υπαρχηγός της Αστυνομίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η επίδικη απόφαση, ως κυβερνητική πράξη, δεν είναι εκτελεστή διοικητική και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί δικαστικά με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει τον Αρχηγό και τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας πηγάζει από το Άρθρο 131.1 του Συντάγματος και κατά συνέπεια αποτελεί κυβερνητική ή πολιτική πράξη, όπως και ο εφεσείων παραδέχεται στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του.
Σύμφωνα με το Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την εξουσία να παύει αριθμό αξιωματούχων της Δημοκρατίας μεταξύ των οποίων και τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας. Η εξουσία αυτή ασκείτο από κοινού από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας. Σήμερα ασκείται αποκλειστικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δυνάμει του δικαίου της ανάγκης.
Οι ονομαζόμενες «κυβερνητικές πράξεις» εκδίδονται με βάση αρμοδιότητα που παρέχεται από το Σύνταγμα και ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τη λεγόμενη «πολιτική εξουσία ή κυβερνητική λειτουργία». Τα όρια αυτής καθορίζονται από τη νομολογία. Προσφυγή που προσβάλλει κυβερνητική πράξη κρίνεται ως απαράδεκτη και απορρίπτεται.
Η αποκλειστική εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας δυνάμει του Άρθρου 131 και η αποκλειστική επίσης εξουσία να τερματίζει τις υπηρεσίες του παρέχεται χωρίς κανένα περιορισμό και χωρίς να τίθεται κανένα κριτήριο για την ενάσκησή της από το Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος το οποίο έχει απόλυτη εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.
Το Άρθρο 47(στ) δεν αφήνει κανένα περιθώριο οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Δεν αφήνει επίσης κανένα περιθώριο εφαρμογής οποιουδήποτε νόμου ή ερμηνείας οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης, όπως επικαλείται ο εφεσείων, κατά τρόπο που να προσκρούει στην υπέρτερη συνταγματική διάταξη. Ο διορισμός και η παύση του Υπαρχηγού της Αστυνομίας δεν υπόκειται στον περί Αστυνομίας Νόμο και δεν διενεργείται από τα προβλεπόμενα από την εν λόγω νομοθεσία όργανα αλλά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά την ενάσκηση πολιτικής ή κυβερνητικής εξουσίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Stokkos v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1411,
Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 148/99, ημερ. 20.10.1999,
Demetriou v. Republic 3 R.S.C.C. 121,
Louca v. Republic (1983) 3 C.L.R. 783.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 175/2001) ημερομηνίας 11/10/2002, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή του κατά της απόφασης του Προέδρου της Δημοκρατίας ημερ. 31/1/2001 να τερματίσει τις υπηρεσίες του στη θέση του Υπαρχηγού της Αστυνομίας, στην οποία διορίστηκε στις 1/6/99, δυνάμει του Άρθρου 47(στ) του Συντάγματος.
Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Φλωρέντζος, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 9.3.1990 κατατέθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο πρόταση για την προμήθεια και εγκατάσταση κεντρικού συστήματος παράκτιων σταθμών ραδιοεπισήμανσης για τις ανάγκες της Αστυνομίας.
Για τη μελέτη του θέματος ορίστηκε επιτροπή αποτελούμενη από μέλη της Εθνικής Φρουράς και της Αστυνομίας. Εκ μέρους της Αστυνομίας ορίστηκαν ο τότε Βοηθός Αρχηγός (Υποστήριξης) και ο εφεσείων ο οποίος τότε έφερε το βαθμό του Αστυνόμου Α΄ και ήταν υπεύθυνος Τηλεπικοινωνιών.
Εννιά χρόνια μετά, την 1.6.1999 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας διόρισε τον εφεσείοντα ως Υπαρχηγό της Αστυνομίας, δυνάμει του Άρθρου 131.1 του Συντάγματος.
Ένεκα ισχυρισμών για υπέρμετρη καθυστέρηση στην αγορά του συστήματος, διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 26.10.2000 επιτροπή με εντολή την έρευνα των λόγων της καθυστέρησης. Η έκθεση της επιτροπής υποβλήθηκε τελικά στις 5.1.2001 στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Στις 31.1.2001 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε τον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντα από τη θέση του Υπαρχηγού της Αστυνομίας δυνάμει του Άρθρου 47(στ) του Συντάγματος. Η απόφαση δημοσιεύτηκε και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 9.2.2001.
Ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή εναντίον της απόφασης του Προέδρου της Δημοκρατίας, με την οποία ζήτησε ακύρωση της.
Ο εφεσίβλητος, με τη γραπτή του ένσταση που καταχώρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ήγειρε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη κυβερνήσεως ή πράξη με την οποία ασκήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πολιτική εξουσία παρεχομένη σ' αυτόν από το Σύνταγμα και ως τέτοια δεν είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση που μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την προδικαστική ένσταση του εφεσίβλητου και απέρριψε την προσφυγή χωρίς να εξετάσει την ουσία της. Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του:-
«Η ένσταση των καθ' ων η αίτηση ευσταθεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπόκειται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία άλλου οργάνου της Δημοκρατίας. Είναι απόφαση που έχει ληφθεί κατά την άσκηση της πολιτικής εξουσίας του Προέδρου της Δημοκρατίας.»
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει την αιτιολογία της απόφασης του και προβαίνει σε αναφορά της αυθεντίας Stokkos v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1411.
Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση προσβάλει, ως λανθασμένη, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της προδικαστικής ένστασης του εφεσίβλητου.
Ο πρώτος λόγος έφεσης έχει ως εξής:-
«Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η απόλυση του εφεσείοντα δεν υπόκειται «στην αναθεωρητική δικαιοδοσία άλλου Οργάνου της Δημοκρατίας» και ότι «είναι απόφαση που έχει ληφθεί κατά την άσκηση της πολιτικής εξουσίας του Προέδρου της Δημοκρατίας» είναι εσφαλμένη διότι βασίζεται σε νομική παρερμηνεία και/ή νομική πλάνη περί των συνταγματικών και άλλων διατάξεων που ρυθμίζουν τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας γενικότερα, αλλά και σε συσχετισμό με την παύση του εφεσείοντα από την θέση του Υπαρχηγού της Αστυνομίας.»
Ο δεύτερος λόγος εξαρτάται απόλυτα από την επιτυχία της έφεσης στον πρώτο λόγο και ζητά από την Ολομέλεια, αν επιτύχει στον πρώτο λόγο, να επιληφθεί και της ουσίας της προσφυγής του.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αμφισβήτησε το δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας να παύει τον Αρχηγό και τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας γιατί, κατά την άποψή του, με τον διορισμό του ο εφεσείων κατέστη μόνιμο στέλεχος του Αστυνομικού Σώματος από το οποίο αφυπηρετεί στην ηλικία των 60 ετών, σύμφωνα με τον περί Συντάξεως Νόμο 97(1)/97 σε συνδυασμό με τον περί Αστυνομίας Νόμο. Δέχεται όμως με τη γραπτή της αγόρευση η συνήγορος του εφεσείοντα ότι, ο διορισμός του εφεσείοντα στη θέση του Υπαρχηγού της Αστυνομίας είναι πράξη κυβερνητική.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου στη γραπτή του αγόρευση υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση επικαλούμενος τα Άρθρα 47(στ) και 131 του Συντάγματος και την υπόθεση Stokkos (πιο πάνω).
Έχουμε μελετήσει και αξιολογήσει όλα τα επιχειρήματα τα οποία έχουν αναπτύξει οι δύο πλευρές. Έχουμε καταλήξει ότι η επίδικη απόφαση, ως κυβερνητική πράξη, δεν είναι εκτελεστή διοικητική και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί δικαστικά με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει τον Αρχηγό και τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας πηγάζει από το Άρθρο 131.1 του Συντάγματος και κατά συνέπεια αποτελεί κυβερνητική ή πολιτική πράξη, όπως και ο εφεσείων παραδέχεται στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του.
Σύμφωνα με το Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την εξουσία να παύει αριθμό αξιωματούχων της Δημοκρατίας μεταξύ των οποίων και τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας. Η εξουσία αυτή ασκείτο από κοινού από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας. Σήμερα ασκείται αποκλειστικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δυνάμει του δικαίου της ανάγκης.
Οι ονομαζόμενες «κυβερνητικές πράξεις» εκδίδονται με βάση αρμοδιότητα που παρέχεται από το Σύνταγμα και ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τη λεγόμενη «πολιτική εξουσία ή κυβερνητική λειτουργία». Τα όρια αυτής καθορίζονται από τη νομολογία. Προσφυγή που προσβάλλει κυβερνητική πράξη κρίνεται ως απαράδεκτη και απορρίπτεται. (Βλέπε: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Σπηλιωτόπουλου, 6η Έκδοση, σελ. 97, παράγρ. 87).
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει δεχθεί την ύπαρξη κυβερνητικών πράξεων, οι οποίες δεν ελέγχονται δικαστικά (Βλέπε: Ανδρέα Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 148/99, ημερ. 20.10.1999).
Στην υπόθεση Demetriou v. Republic 3 R.S.C.C. 121, θεωρήθηκε ότι η απόδοση, απονομή ή άρνηση χάρης είναι κυβερνητική πράξη μη ελεγχόμενη δικαστικά δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Επίσης στην υπόθεση Louca v. Republic (1983) 3 C.L.R. 783, έχει γίνει επίσης δεκτή η ύπαρξη «κυβερνητικών πράξεων», οι οποίες είναι εκτός του δικαστικού ελέγχου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Στην υπόθεση Stokkos (πιο πάνω) θεωρήθηκε ως «κυβερνητική πράξη» που δεν προσβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ο διορισμός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Υπαρχηγού της Αστυνομίας. Ο Τριανταφυλλίδης, τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφέρει τα εξής στη σελίδα 1420:-
«That the appointment of a Deputy Commander of Police is an "act of Government" escaping judicial control under Article 146 of the Constitution becomes, I think, obvious when it is borne in mind that in normal times such an appointment would be made in the course of the exercise of "political power" by the Greek Cypriot President of the Republic and the Turkish Cypriot Vice-President jointly; and it would certainly be beyond the scope of the exercise of judicial control, such as that by virtue of Article 146 of the Constitution, to pronounce on the various policy considerations which would make the President and the Vice-President of the Republic agree to appoint a particular person, from one or the other Community, as the case might be, to the post of Deputy Commander of Police.»
Η αποκλειστική εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας δυνάμει του Άρθρου 131 και η αποκλειστική επίσης εξουσία να τερματίζει τις υπηρεσίες του παρέχεται χωρίς κανένα περιορισμό και χωρίς να τίθεται κανένα κριτήριο για την ενάσκηση της από το Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος το οποίο έχει απόλυτη εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.
Το Άρθρο 47(στ) δεν αφήνει κανένα περιθώριο οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Δεν αφήνει επίσης κανένα περιθώριο εφαρμογής οποιουδήποτε νόμου ή ερμηνείας οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης, όπως επικαλείται ο εφεσείων, κατά τρόπο που να προσκρούει στην υπέρτερη συνταγματική διάταξη. Ο διορισμός και η παύση του Υπαρχηγού της Αστυνομίας δεν υπόκειται στον περί Αστυνομίας Νόμο και δεν διενεργείται από τα προβλεπόμενα από την εν λόγω νομοθεσία όργανα αλλά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά την ενάσκηση πολιτικής ή κυβερνητικής εξουσίας.
Καταλήγουμε, κατά συνέπεια, ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ενόψει της κατάληξής μας αυτής, εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης καθίσταται ατελέσφορος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.