ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 663
1 Δεκεμβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3432)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Έναρξη ― Ουσιώδης ο χρόνος κατά τον οποίο καθίσταται εκτελεστή η προσβαλλόμενη απόφαση σε συνδυασμό με τη γνώση του αιτητή για το περιεχόμενό της.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την ορθότητα της απόρριψης της προσφυγής του πρωτοδίκως, ως εκπρόθεσμης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο Εφεσείων αναμφιβόλως γνώριζε από τις πρώτες μέρες μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης στις 4.4.2000, ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος και όχι ο ίδιος είχε προαχθεί στην επίδικη θέση. Αυτή ήταν και η όλη ουσία της απόφασης του Δήμου, η γνώση δε αυτή ήταν επαρκής στα πλαίσια που από νωρίς καθόρισε η νομολογία.
Το θέμα εδώ είναι πότε κατέστη εκτελεστή η απόφαση, ώστε να άρχιζε να μετρά η προθεσμία.
Στην προκειμένη περίπτωση η προσφορά της προαγωγής προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος στις 19.4.2000 συνιστούσε εξωτερίκευση της απόφασης και είναι αυτή η ημερομηνία που πρέπει, στη βάση της νομολογίας, να θεωρηθεί ως η ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή και όχι όταν η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον Εφεσείοντα στις 3.5.2000, ή όταν το Ενδιαφερόμενο Μέρος απεδέχθη την προσφορά στις 24.4.2000, ή ανέλαβε τα καθήκοντα της θέσης την 1.5.2000. Την ημερομηνία εκείνη ο Εφεσείων ήδη είχε πλήρη γνώση της απόφασης και η προθεσμία για καταχώριση προσφυγής του άρχισε να μετρά. Όταν λοιπόν η προσφυγή κατεχωρήθη στις 10.7.2000 ήταν σαφώς εκπρόθεσμη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Moran v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 10,
Ανθίμου v. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2002) 3 Α.Α.Δ. 397,
Τριμιθιώτης v. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2003) 3 A.A.Δ. 422,
Δημοκρατία v. Πιπερίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 21,
Δημοκρατία v. Παπαευριπίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 129.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 936/2000), ημερομηνίας 18/4/2002, με την οποία απέρριψε, ως εκπρόθεσμη, την προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Λοχία Τροχονομίας από 1/5/2000, στον καθ' ου η αίτηση Δήμο, αντί του ιδίου.
Ξ. Ευγενίου για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Ιωαννίδου για Χρ. Κληρίδη, Ν. Πιριλίδη και Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση αδελφός μας Δικαστής απέρριψε, μετά από αίτηση του Εφεσίβλητου Δήμου Πάφου, την εναντίον του προσφυγή από τον Εφεσείοντα ως εκπρόθεσμη. Με την προσφυγή εζητείτο:
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση με την οποία προήγαγε τον Σάββα Πέτρου στη θέση του Λοχία Τροχονομίας από 1.5.2000 αντί και/ή στη θέση του αιτητή και την οποία πράξη και/ή απόφαση πληροφορήθηκε ο αιτητής περί και/ή μετά την 1.5.2000 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Η προσφυγή καταχωρήθη στις 10.7.2000. Η απόφαση του Δήμου για προαγωγή του Ενδιαφερομένου Μέρους είχε ληφθεί στις 4.4.2000. Η προσφορά της προαγωγής προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε γίνει στις 19.4.2000 και η αποδοχή της στις 24.4.2000, το δε Ενδιαφερόμενο Μέρος ανέλαβε τα καθήκοντα του την 1.5.2000. Ήταν η θέση του Δήμου ότι ο Αιτητής έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης αμέσως μετά τη λήψη της πολύ πριν από 75 ημέρες πριν από την καταχώρηση της προσφυγής, του δε Εφεσείοντα ότι αυτός έλαβε τέτοια γνώση στις 3.5.2000 που του γνωστοποιήθηκε εγγράφως η προαγωγή. Ο Δήμος στήριξε τη θέση του σε μαρτυρία του Δημάρχου και του Δημοτικού Γραμματέα η οποία δεν αμφισβητήθηκε και η οποία καταδείκνυε ότι η απόφαση διαδόθηκε αμέσως μετά τη λήψη της ευρέως και μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία και απασχόλησε μέχρι τις 20.4.2000, ότι ο Εφεσείων και άλλοι υποψήφιοι διαμαρτυρήθηκαν αμέσως προς το Δήμαρχο, το Δημοτικό Γραμματέα και μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου για την απόφαση και για την υπηρεσιακή αξιολόγηση τους, ότι η συντεχνία στην οποία ανήκε ο Εφεσείων πραγματοποίησε δημοσιογραφική διάσκεψη στις 13.4.2000 και εξέδωσε ανακοίνωση προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και ότι ο Εφεσείων στις 6.4.2000 είδε το Δήμαρχο και διαμαρτυρήθηκε για την υπηρεσιακή αξιολόγηση του που οδήγησε στη μη επιλογή του. Ο Εφεσείων χαρακτήρισε τα πιο πάνω ως απλές πληροφορίες που είχε για την προαγωγή οι οποίες, όπως ανέφερε στην ένορκη δήλωση του, προηγήθησαν "της ημερομηνίας προσφοράς του διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου κατά την οποία εξωτερικεύτηκε επίσημα και κατέστη εκτελεστή η προσβαλλόμενη απόφαση". Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η απόφαση ολοκληρώνεται και παύει να είναι εσωτερικό θέμα της διοίκησης με την προσφορά και αποδοχή του διορισμού, πλήρη γνώση της οποίας και έλαβε στις 3.5.2000 που του γνωστοποιήθηκε εγγράφως η προαγωγή.
Το σκεπτικό του αδελφού μας Δικαστή ήταν το ακόλουθο (σελίδες 7-8):
"Στην προκείμενη περίπτωση ο νόμος δεν απαιτεί δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα. Προκύπτει επομένως ανάγκη εξέτασης κατά πόσο η γνώση που έλαβε ο αιτητής αμέσως μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης στις 4.4.2000 περί του εκτελεστού περιεχομένου της (απόφασης) και της ζημιάς την οποία υφίσταται ήταν τέτοια ώστε λογικά να είχε τη δυνατότητα να λάβει τα κατάλληλα μέτρα με στόχο της ακύρωσή της.
Αν λοιπόν ο αιτητής δεν είχε γνώση του εκτελεστού περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης και της ζημιάς που υφίσταται τότε ποιο ήταν το νόημα των διαμαρτυριών του προς το Δήμαρχο και το Δημοτικό Γραμματέα του καθ' ου η αίτηση Δήμου; Θεωρώ απίθανο να είχαν συμβεί όλα εκείνα τα γεγονότα που αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις του Δημοτικού Γραμματέα που ο αιτητής δεν αμφισβητεί ούτε και διαψεύδει και από την άλλη ο ίδιος να ισχυρίζεται, προβάλλοντας νομικιστικά επιχειρήματα προκειμένου να καταδείξει ότι έλαβε πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης μετά την 1.5.2000 και ότι συνεπώς η προσφυγή του είναι παραδεκτή ως εμπρόθεσμη.
Με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου αποφαίνομαι ότι ο αιτητής, απέκτησε πλήρη γνώση του εκτελεστού περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης και της ζημιάς που θα υφίστατο κατά τις πρώτες ημέρες αμέσως μετά τη λήψη της δηλαδή, τις πρώτες δύο-τρεις ημέρες μετά τις 4.4.2000.
Καταλήγω ότι η γνώση που είχε ο αιτητής κατά τις 6 ή 7.4.2000 ήταν ικανή για να αποτελέσει την αφετηρία υπολογισμού της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής. Και εφόσον η προσφυγή ασκήθηκε στις 10.7.2000 αυτή είναι εκπρόθεσμη."
Η θέση του Εφεσείοντα ενώπιον μας παραμένει η ίδια, ότι δηλαδή δεν έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης παρά μόνο στις 3.5.2000 που του γνωστοποιήθηκε, αφού, όπως το θέτει, τότε ήταν που εξωτερικεύθηκε η απόφαση και κατέστη εκτελεστή. Τα προηγηθέντα, λέγει, συνιστούσαν ανεπίσημη διαρροή πληροφοριών και δεν καθιστούσαν την απόφαση εκτελεστή. Παραπέμπει δε σε σχετική νομολογία για να καταδείξει ότι η πληρότητα της γνώσης της απόφασης είναι απαραίτητη για να αρχίσει να μετρά η προθεσμία.
Διακρίνουμε κατ' αρχή μια σύγχιση στη θέση του Εφεσείοντα ως προς το τι είναι προς κρίση. Ο Εφεσείων συμπλέκει την πληρότητα της γνώσης της απόφασης ως προς κάθε ουσιώδη πτυχή της με την εξωτερίκευση της απόφασης αυτής καθ' αυτής. Εξ ου και η ευρεία αναφορά του σε νομολογία που διέπει το θέμα της πληρότητας της γνώσης. Εδώ δεν ηγέρθη τέτοιο θέμα. Το ερώτημα δεν ήταν κατά πόσο υπολείποντο ουσιώδεις πτυχές της απόφασης τις οποίες ο Εφεσείων δεν γνώριζε. Ο Εφεσείων αναμφιβόλως γνώριζε από τις πρώτες μέρες μετά τη λήψη της απόφασης στις 4.4.2000, και έτσι συμφωνούμε με τον αδελφό μας Δικαστή, ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος και όχι ο ίδιος είχε προαχθεί στην επίδικη θέση. Αυτή ήταν και η όλη ουσία της απόφασης του Δήμου, η γνώση δε αυτή ήταν επαρκής στα πλαίσια που από νωρίς καθόρισε η νομολογία (ίδε Moran v The Republic [1961] 1 R.S.C.C. 10 ) και συνάδει με την ερμηνεία που εδόθη ως προς το τι συνιστά γνώση στην υπόθεση Ανθίμου ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2002) 3 Α.Α.Δ. 397.
Το θέμα εδώ είναι άλλο και αφορά το πότε κατέστη εκτελεστή η απόφαση ώστε να άρχιζε να μετρά η προθεσμία, είναι δε έτσι που το θέτει και ο Εφεσείων σε άλλο σκέλος των εισηγήσεων του. Ως προς τούτο δεν είναι ευθέως σχετική η απόφαση Τριμιθιώτης ν Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2003) 3 Α.Α.Δ. 422, στην οποία επίσης μας παρέπεμψε ο Εφεσείων αφού εκεί το θέμα ήταν ότι η όποια γνώση της απόφασης την οποία είχε λάβει ο Εφεσείων αναρμοδίως δεν συνιστούσε εξωτερίκευση της απόφασης ώστε να την καθιστούσε εκτελεστή. Εδώ δεν τίθεται θέμα αναρμόδιας γνωστοποίησης της απόφασης. Η απόφαση Τριμιθιώτη όμως είναι πολύ σχετική ως προς το εδώ εγειρόμενο θέμα της εκτελεστότητας καθ' όσον περιέχει ανασκόπηση της νομολογίας και διατύπωση αρχών σε σχέση με το πότε απόφαση καθίσταται εκτελεστή. Εκρίθη στην Τριμιθιώτης ότι, όπως το έθεσε ο Κραμβής, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση της πλειοψηφίας (Κωνσταντινίδης, Δ., Νικολαΐδης, Δ., Ηλιάδης, Δ., Κραμβής, Δ., διαφωνούντος του Πική, Π.) στη σελίδα 430:
"Η βούληση της εφεσίβλητης έπαυσε να αποτελεί internum από της κοινοποιήσεως της στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ήταν από εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η διοικητική πράξη άρχισε να παράγει έναντι πάντων έννομα αποτελέσματα. Η εφεσίβλητη, διατηρούσε μέχρι τότε τη δυνατότητα τροποποίησης ή και ματαίωσης της απόφασης."
Να τονίσουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει νομοθετική πρόνοια ως προς τη δημοσίευση της απόφασης που ενδεχομένως να συνιστούσε συστατικό στοιχείο της απόφασης ως διοικητικής πράξης ώστε να μην εθεωρείτο ως παράγουσα έννομα αποτελέσματα πριν από τη δημοσίευση της (ίδε την ανάλυση του θέματος και της νομολογίας στην απόφαση Δημοκρατία ν. Πιπερίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 21). Ισχύει λοιπόν η γενική αρχή η οποία διετυπώθη στην Τριμιθιώτης και εβασίσθη στο ακόλουθο απόσπασμα από τον Κυριακόπουλο "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον", 4η έκδοση, σελίδες 396-397, το οποίο παρατίθεται στην απόφαση (σ. 6):
"Η βεβαία διατύπωσις της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου τη εν διοικητική πράξει δια της συντάξεως και υπογραφής ταύτης, δηλοί ότι η πράξις εξεδόθη. Αλλ' η έκδοσις μόνη δεν συνεπιφέρει τα εξ αυτής αναμενόμενα έννομα αποτελέσματα. Η διοικητική πράξις, ως δήλωσις βουλήσεως, διά ν' αποκτήση νομικήν ενέργειαν, δέον να παύση αποτελούσα internum και εξωτερικευθή, ήτοι να περιέλθη εις το πρόσωπον, εις ο αφορά. Επομένως, η διοικητική πράξις δέον ν' ανακοινούται εις τον ενδιαφερόμενον. Κατά τίνα τύπον δέον να γίνη ανακοίνωσις αύτη, εξαρτάται εξ αυτής της φύσεως της πράξεως, εφ' όσον εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει ο νόμος δεν ορίζη ιδιαίτερον τύπον."
Στην Τριμιθιώτης έγινε αναφορά και στην προηγηθείσα απόφαση Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 129, στην οποία, στα πλαίσια της εξέτασης του θέματος της συμπλήρωσης της υπαλληλικής σχέσης διορισμού για σκοπούς διακρίβωσης της δυνατότητας ανάκλησης της απόφασης για διορισμό, ελέχθησαν τα ακόλουθα, σε σχέση με το θέμα που μας ενδιαφέρει άμεσα, από τον Κούρρη, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση (σ. 141):
"Με την προσφορά διορισμού που έγινε στον εφεσίβλητο, η απόφαση της ΕΕΥ για διορισμό του έπαυσε να αποτελεί εσωτερικό θέμα της διοίκησης (internum), και έγινε εκτελεστή εφόσον δηλώθηκε η βούληση του κράτους, ....."
Στην προκειμένη περίπτωση η προσφορά της προαγωγής προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος στις 19.4.2000 συνιστούσε εξωτερίκευση της απόφασης και είναι αυτή η ημερομηνία που πρέπει, στη βάση της νομολογίας, να θεωρηθεί ως η ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη εκτελεστή και όχι όταν η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον Εφεσείοντα στις 3.5.2000 ή όταν το Ενδιαφερόμενο Μέρος απεδέχθη την προσφορά στις 24.4.2000 ή ανέλαβε τα καθήκοντα της θέσης την 1.5.2000. Την ημερομηνία εκείνη ο Εφεσείων ήδη είχε πλήρη γνώση της απόφασης και η προθεσμία για καταχώριση προσφυγής του άρχισε να μετρά. Όταν λοιπόν η προσφυγή κατεχωρήθη στις 10.7.2000 ήταν σαφώς εκπρόθεσμη.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.