ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 619
8 Νοεμβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3592)
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Διευθυντή ― Παρόλο που δεν επιβάλλεται αιτιολόγηση από τους Κανονισμούς, όταν αυτή δίδεται ελέγχεται από το Δικαστήριο ― Αντιφατική αιτιολογία, υπό τις περιστάσεις υπεροχής σε αξία του αιτητή.
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αιτιολογία απόφασης Διοικητικού Συμβουλίου ― Γενικόλογη και αόριστη η αιτιολογία που δόθηκε για μη επιλογή του αιτητή που υπερείχε σε αξία.
Ο εφεσείων επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης και ακύρωση της απόφασης της εφεσίβλητης να προάξει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αντί του ιδίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Αν και οι σχετικοί κανονισμοί (οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86) δεν επιβάλλουν την αιτιολόγηση της σύστασης του Διευθυντή, εν τούτοις όταν περιέχει αιτιολογία, αυτή ελέγχεται.
Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι υπήρξε αντιφατικότητα στη σύσταση του Διευθυντή ως προς την αρχαιότητα, ευσταθεί.
Ο εφεσείων στις εκθέσεις των τελευταίων επτά ετών υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους. Υπερέχει ακόμα κάπως και στα προσόντα, αφού κατέχει ως επιπρόσθετο προσόν ένα δίπλωμα που δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Ως προς την αρχαιότητα το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί σε αρχαιότητα κατά δύο χρόνια.
Η όποια αναφορά γίνεται από το Δικαστήριο, στα επί μέρους κριτήρια και η σύγκριση που γίνεται μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και του εφεσείοντα, γίνεται πάντα μέσα στα πλαίσια του ελέγχου της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι για να ελεγχθεί η επάρκεια της απόφασης του διορίζοντος οργάνου. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου και να το υποκαταστήσει, ακόμα κι αν θεωρήσει ότι ο εφεσείων ήταν καταλληλότερος.
2. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ακόμα ότι η τελική απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Και το επιχείρημα αυτό ευσταθεί.
Καμιά αιτιολογία δεν δόθηκε για την επιλογή της πλειοψηφίας. Οι γενικολογίες που φαίνονται στην αρχή της συνεδρίας για ενδελεχή έρευνα αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων με βάση τα παραδεδεγμένα κριτήρια επιλογής, στο σύνολό τους δεν μπορούν βέβαια να θεωρηθούν ως επαρκής αιτιολογία.
Θεωρείται ότι από τη στιγμή που ο εφεσείων υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία, θα έπρεπε η απόφαση της πλειοψηφίας να αιτιολογηθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τη διαφορά του εφεσείοντα με το ενδιαφερόμενο μέρος σε αξία ως οριακή. Το Διοικητικό Συμβούλιο δεν φαίνεται να απασχόλησε η όποια διαφορά στην αξία μεταξύ των δύο συγκεκριμένων υποψηφίων. Αντίθετα, περιορίστηκε μόνο σε ψηφοφορία.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 1159/2000), ημερομηνίας 31/1/2003, με την οποία απέρριψε την προσφυγή του με την οποία αξίωνε την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Σταθμού, Hλεκτροπαραγωγός Σταθμός Bασιλικού, από 1/7/2000.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Στιβαρού, για Α. Δημητρίου, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Φρ. Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε προσφυγή του εφεσείοντα με την οποία αξίωνε την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Σταθμού, Ηλεκτροπαραγωγός Σταθμός Βασιλικού, από 1.7.2000.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη και δεν εξετάστηκε ο ισχυρισμός του ότι η επίκληση του Διευθυντή για προσωπική ή άμεση γνώση δεν υπήρχε. Επίσης, με διάφορους άλλους λόγους έφεσης υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο εφεσείων ήταν ίσος ή περίπου ίσος σε αξία με το ενδιαφερόμενο μέρος. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους τόσο σε αξία, όσο και σε προσόντα, ενώ η μοναδική υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα εσφαλμένα κρίθηκε ότι μπορούσε να είναι το μοναδικό στοιχείο για την επιλογή του.
Η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Άνκαι οι σχετικοί κανονισμοί (οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86) δεν επιβάλλουν την αιτιολόγηση της σύστασης του Διευθυντή, εν τούτοις όταν περιέχει αιτιολογία, αυτή ελέγχεται.
Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι υπήρξε αντιφατικότητα στη σύσταση του Διευθυντή ως προς την αρχαιότητα ευσταθεί. Στη σύγκριση μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και άλλου υποψήφιου, ο Διευθυντής κατέληξε ότι η υπεροχή του υποψήφιου εκείνου σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους αντισταθμιζόταν από τη γενική υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία, απόδοση και επίδοση. Στη συνέχεια συγκρίνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος με τους λοιπούς υποψήφιους παρατηρεί ότι έναντι τους προηγείται σε αρχαιότητα, αφήνοντας να νοηθεί ότι σε αξία είναι τουλάχιστον ίσος.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Ο εφεσείων στις εκθέσεις των τελευταίων επτά ετών υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους. Υπερέχει ακόμα κάπως και στα προσόντα, αφού κατέχει ως επιπρόσθετο προσόν ένα δίπλωμα που δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Ως προς την αρχαιότητα το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί σε αρχαιότητα κατά δύο χρόνια.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η όποια αναφορά γίνεται στα επί μέρους κριτήρια και η σύγκριση που γίνεται μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και του εφεσείοντα, γίνεται πάντα μέσα στα πλαίσια του ελέγχου της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι για να ελεγχθεί η επάρκεια της απόφασης του διορίζοντος οργάνου. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου και να το υποκαταστήσει, ακόμα κι' αν θεωρήσει ότι ο εφεσείων ήταν καταλληλότερος.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ακόμα ότι η τελική απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Και το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Κατά τη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ημερ. 21.6.2000, κατά την οποία έγινε η επιλογή, μετά την αποχώρηση του Διευθυντή τα μέλη προχώρησαν σε συζήτηση και αξιολόγηση των υποψηφίων. Τρία μέλη του Συμβουλίου πρότειναν τον εφεσείοντα και εισηγήθηκαν τροπολογία της εισήγησης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού που πρότεινε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Αιτιολόγησαν τη γνώμη τους αυτή.
Στη συνέχεια και αφού η πρόταση για τροπολογία τέθηκε σε ψηφοφορία και απορρίφθηκε, ο Πρόεδρος έθεσε σε ψηφοφορία την πρόταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, που υπερψηφίστηκε, με τέσσερις ψήφους έναντι τριών και μια αποχή.
Καμιά αιτιολογία δεν δόθηκε για την επιλογή της πλειοψηφίας. Οι γενικολογίες που φαίνονται στην αρχή της συνεδρίας για ενδελεχή έρευνα αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων με βάση τα παραδεδεγμένα κριτήρια επιλογής, στο σύνολό τους δεν μπορούν βέβαια να θεωρηθούν ως επαρκής αιτιολογία.
Θεωρούμε ότι από τη στιγμή που ο εφεσείων υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία, θα έπρεπε η απόφαση της πλειοψηφίας να αιτιολογηθεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τη διαφορά του εφεσείοντα με το ενδιαφερόμενο μέρος σε αξία ως οριακή. Το Διοικητικό Συμβούλιο δεν φαίνεται να απασχόλησε η όποια διαφορά στην αξία μεταξύ των δύο συγκεκριμένων υποψηφίων. Δεν μπορούμε να κρίνουμε πρωτογενώς τη διαφορά και να της αποδώσουμε οποιοδήποτε χαρακτηρισμό. Μπορεί μόνο να σημειωθεί ότι ο εφεσείων, σύμφωνα με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, πράγματι υπερτερεί του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία και η διαφορά αυτή θα έπρεπε να σχολιαστεί κατά την επιλογή. Αντίθετα, το Διοικητικό Συμβούλιο περιορίστηκε μόνο σε ψηφοφορία.
Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων, τόσο κατ' έφεση όσο και πρωτόδικα.
Η έφεση επιτυγχάνει με εξοδα.