ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 507
29 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3420)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας ― Προϋποθέσεις χορήγησης της απαιτούμενης άδειας του Δικαστηρίου ― Δεν επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση.
Ο εφεσείων, στα πλαίσια της έφεσής του, κατεχώρισε αίτηση για προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας το πρώτον ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, αφού το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη.
2. Οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως.
3. Στην παρούσα περίπτωση δεν τίθεται θέμα διευκρίνισης ή αποσαφήνισης στοιχείων που υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο ενώπιον του διοικητικού οργάνου και τα οποία θα δικαιολογούσαν την έκδοση άδειας για παράθεση μαρτυρίας, αλλά σκοπείται η παράθεση νέων στοιχείων που κατά τον ισχυρισμό του αιτητή θα τον βοηθήσουν στην υποστήριξη των ισχυρισμών του για την αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 38(1)(8) του Νόμου 41/80. Μια προσεκτική εξέταση της αίτησης δείχνει ότι τα στοιχεία που ζητούνται να παρουσιασθούν δεν αποσκοπούν στην πλήρωση κενών που δυνατό να υπάρχουν στο φάκελο της διοίκησης και επιπρόσθετα είναι άσχετα με το επίδικο θέμα που ήταν η εξέταση του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας του Νόμου.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Kyriakides v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66,
Skourides v. Attorney-General (1967) 3 C.L.R. 518,
Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72,
Antoniou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 417,
Ζαβρός v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106,
Constantinides v. Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387,
Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 668/90, ημερ. 30/9/93,
Πανεπιστήμιο Κύπρου v. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145,
Ράφτη και Άλλη v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335,
Ρούσος v. Ιωαννίδης και Άλλων (1999) 3 Α.Α.Δ. 549,
Σταύρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023,
Ευθυμίου v Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή-εφεσείοντα για παραχώρηση άδειας προσαγωγής μαρτυρίας από τον Δ/ντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων σχετικά με την απόφαση απόρριψης στις 8/6/01, του αιτήματός του για καταβολή σ' αυτόν σύνταξης ανικανότητας την οποία ανεπιτυχώς προσέβαλε με την υπ' αρ. 700/01 προσφυγή του ημερ. 15/3/02.
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους-Καθ'ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής γεννήθηκε στις 22/1/1929 και αφού εργάστηκε αρχικά ως δημόσιος υπάλληλος, αφυπηρέτησε την 1/1/93 και έκτοτε άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Από την 1/1/93 του καταβάλλεται σύνταξη γήρατος. Στις 17/5/2001 υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας γιατί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ως αποτέλεσμα τροχαίου ατυχήματος είχε τραυματισθεί στο αριστερό μάτι με αποτέλεσμα η αρχική ανικανότητα του 20% να αυξηθεί σε 90%. Οι καθ'ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του στις 8/6/2001 γιατί στον αιτητή καταβαλλόταν σύνταξη γήρατος από την 1/1/1993. Ο αιτητής προσέβαλε την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο, στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, απέρριψε την προσφυγή αφού αποφάνθηκε ότι το Άρθρο 38(1)(γ) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (αρ. 41/80), που προνοεί ότι σύνταξη ανικανότητας δεν καταβάλλεται σε πρόσωπο που έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξηντατριών χρόνων, δεν παραβίαζε τα Άρθρα 6, 9 και 28 του Συντάγματος. Ο αιτητής εφεσίβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και πριν από την ακρόαση της ουσίας της έφεσης, καταχώρησε την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητά, σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών 11 και 12(3) των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, άδεια για την προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας. Πιο συγκεκριμένα επιζητείται η έκδοση διατάγματος προσαγωγής από το Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μαρτυρίας, στην οποία να αναφέρονται,
(i) Δύο περιπτώσεις προσώπων στα οποία παραχωρήθηκε σύνταξη ανικανότητας ή αναπηρίας ενώ εργάζονταν πριν από τη θέσπιση του Νόμου 41/80,
(ii) Δύο περιπτώσεις προσώπων στα οποία παραχωρήθηκε σύνταξη ανικανότητας ή αναπηρίας ενώ εργάζονταν μετά τη θέσπιση του Νόμου 41/80,
(iii) Δύο περιπτώσεις προσώπων στα οποία παραχωρήθηκε σύνταξη ανικανότητας ή αναπηρίας παράλληλα με τη σύνταξη γήρατος μετά τη θέσπιση του Νόμου 41/80,
(iv) Κατά πόσο παραχωρήθηκε σε κάποιο Μηνά Βασιλειάδη σύνταξη αναπηρίας ή ανικανότητας εφόσον εργαζόταν,
(v) Κατά πόσο καταβαλλόταν σε κάποιο Ανδρέα Γεωργίου Χατζηγιάννη σύνταξη ανικανότητας ή αναπηρίας παράλληλα με την καταβολή σύνταξης γήρατος.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω μαρτυρία είναι αναγκαία για να αποδείξει τον ισχυρισμό του ότι το Άρθρο 38 του Νόμου 41/80 παραβιάζει την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνουν τα Άρθρα 6 και 28 του Συντάγματος. Και τούτο γιατί δημιουργείται δυσμενής διάκριση εναντίον του αιτητή αφού η σύνταξη ανικανότητας καταβάλλεται μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας των 63 χρόνων (που είναι ηλικία αφυπηρέτησης), ενώ η σύνταξη αναπηρίας λόγω επαγγελματικού ατυχήματος καταβάλλεται στον παθόντα ανεξάρτητα αν αυτός έχει συμπληρώσει την ηλικία των 63 χρόνων (που είναι η ηλικία αφυπηρέτησης) μέχρι το τέλος της ζωής του.
Οι καθ'ων η αίτηση έφεραν ένσταση στην έκδοση του σχετικού διατάγματος γιατί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους η αιτούμενη προσαγωγή μαρτυρίας είναι γενική και αόριστη, γιατί η αίτηση έπρεπε να υποβληθεί πρωτόδικα και γιατί δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος.
Ο Κανονισμός 12 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι,
"(1) Το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να διατάξη οιονδήποτε αιτητήν να παρουσιασθή αυτοπροσώπως είτε διά να δώση ενόρκως ή άλλως πως πληροφορίας προς το Δικαστήριον, είτε διά να παρουσιάση έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα. Εάν αιτητής τις διαταχθείς να εμφανισθή αυτοπροσώπως αρνηθή να πράξη ούτω, η ακολουθητέα διαδικασία εξαναγκασμού προς συμμόρφωσιν του τοιούτου αιτητού, η οποία δυνατόν να εφαρμοσθή, θα είναι ως η ισχύουσα δια τον εξαναγκασμόν εμφανίσεως μάρτυρος, όστις αρνήται να συμμορφωθή προς μαρτυρικήν κλήσιν .................................................
(2) Το Δικαστήριον δύναται να διατάξη τον καθ'ου η αίτησις να δώση ενόρκως ή άλλως πως πληροφορίας ή να παρουσιάση έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα διά δεόντως εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου."
Ο Κανονισμός 19 προνοεί ότι,
"Καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώσει τοιαύτας οδηγίας, αι οποίαι απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης."
Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. (Βλ. Phedias Kyriakides v. The Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66, Skourides v. Attorney General (1967) 3 C.L.R. 518, Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72 και Αntoniou ν. Republic (1971) 3 C.L.R. 417). Το θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, όπου το Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση Phedias Kyriakides παρατήρησε ότι,
"... ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί ή όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του."
(Βλ. επίσης Constantinides v. The Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387, Λέλλα Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, 668/90 της 30/9/93, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145, 162 και Μάρω Ράφτη και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι "δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης", αφού "το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη". (Βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδης και Άλλων (1999) 3 Α.Α.Δ. 549).
Πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως. (Βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281).
Έχουμε εξετάσει τις διάφορες πτυχές της αίτησης που έχει υποβληθεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αίτηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Στην παρούσα περίπτωση δεν τίθεται θέμα διευκρίνισης ή αποσαφήνισης στοιχείων που υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο ενώπιον του διοικητικού οργάνου και τα οποία θα δικαιολογούσαν την έκδοση άδειας για παράθεση μαρτυρίας, αλλά σκοπείται η παράθεση νέων στοιχείων που κατά τον ισχυρισμό του αιτητή θα τον βοηθήσουν στην υποστήριξη των ισχυρισμών του για την αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 38(1)(8) του Νόμου 41/80. Μια προσεκτική εξέταση της αίτησης δείχνει ότι τα στοιχεία που ζητούνται να παρουσιασθούν δεν αποσκοπούν στην πλήρωση κενών που δυνατό να υπάρχουν στο φάκελο της διοίκησης και επιπρόσθετα είναι άσχετα με το επίδικο θέμα που ήταν η εξέταση του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας του Νόμου. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε γιατί τα στοιχεία αυτά δεν ζητήθηκαν πρωτόδικα.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.