ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 484
16 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟY ΧΑΤΖΗΣΤΥΛΛΗ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3427)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Απόσπαση ― Βάσει του Άρθρου 47 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) ― Δεν εξισούται με κατοχή οργανικής θέσης ― Ο αποσπασθείς σε θέση έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή συναδέλφων του στην ίδια αλλά οργανική θέση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρχή της ισότητας επιβάλλει την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών προς τους κατέχοντες τα προσόντα ― Παράλειψη προκήρυξης της θέσης και αναδρομική προαγωγή συγκεκριμένων υπαλλήλων, οι οποίοι σε διαδικασία επανεξέτασης δεν είχαν προαχθεί, οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη και ο εφεσίβλητος ήταν υποψήφιοι για πλήρωση 6 θέσεων Επιθεωρητή Λογαριασμών. Επιλέγησαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, τα οποία κατά την επανεξέταση που ακολούθησε μετά την ακύρωση της απόφασης, δεν προήχθησαν λόγω μη κατοχής του προσόντος της «πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας». Ακολούθησε τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας και προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών αναδρομικά στις νέες κενές θέσεις. Από την ίδια ημερομηνία αποσπάστηκε σε όμοια θέση και ο εφεσίβλητος.
Με την έφεση επιδιώχθηκε η ανατροπή του ακυρωτικού αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης. Τέθηκε ζήτημα ως προς την έλλειψη εννόμου συμφέροντος του εφεσίβλητου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Παραγνωρίζεται στην εισήγηση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος, ότι η απόσπαση είναι χρονικά περιορισμένη και, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του Άρθρου 47 του Νόμου, δεν εξισούται με την κατοχή οργανικής θέσης, το καθεστώς της οποίας είναι αμετάβλητο.
Το συμφέρον του εφεσίβλητου να προσβάλει την απόφαση είναι καθ' όλα παραδεχτό εφόσον από την προκείμενη απόφαση επηρεάζεται το συμφέρον του για προαγωγή στην οργανική θέση του Επιθεωρητή Λογαριασμών.
2. Η αρχή της ισότητας επαγόμενη την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών προς τους κατέχοντες τα προσόντα για τη διεκδίκηση θέσης, αποτελεί αξίωμα της διοικητικής δικαιοσύνης.
Η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε για την προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων ευρίσκεται ολωσδιόλου έξω από τις διατάξεις του Νόμου. εύλογα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αυθαίρετη. Κατ' ουσία αποφασίστηκε, αναδρομικά μάλιστα, η προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων, έξω από την καθιερωμένη από το Νόμο διαδικασία πλήρωσης θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Φωκάς v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 114,
Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,
Μενελάου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370,
Ηλία κ.ά v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884,
Δημοκρατία v. Κωνσταντίνου, Α.Ε. 3385, ημερ. 26/9/02.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 379/01) ημερομηνίας 3/4/02, με την οποία έγινε αποδεκτή η προσφυγή του αιτητή και ακυρώθηκε η τοποθέτηση πέντε ενδιαφερομένων μερών σε ισάριθμες θέσεις στις οποίες προηγουμένως αποσπάστηκαν ως υπεράριθμοι.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος ήταν υποψήφιος για διορισμό σε μια από τις έξι μόνιμες θέσης Επιθεωρητή Λογαριασμών. Επελέγησαν τα πέντε ενδιαφερόμενα πρόσωπα και έκτος υποψήφιος. Ασκήθηκε προσφυγή κατά της απόφασης η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την ακύρωση της, λόγω απουσίας της νενομισμένης έρευνας ως προς την κατοχή από τους υποψηφίους του απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντος, της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Κατά την επανεξέταση αποφασίστηκε ότι μόνο ένας από τους υποψηφίους κατείχε το προσόν αυτό, στον οποίο και απονεμήθηκε μια από τις έξι κενές θέσεις, προάγοντάς τον αναδρομικά από την ημερομηνία της πρώτης απόφασης για την πλήρωση των θέσεων (15.4.1998). Η προσφυγή του εφεσίβλητου κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε. Με την απόφαση εκείνη έκλεισε ο πρώτος κύκλος της διαδικασίας πλήρωσης των διεκδικούμενων θέσεων, από τον εφεσίβλητο και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων, οι αρμόδιοι προέβησαν σε τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας ως προς τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών με την αντικατάσταση του προσόντος της «πολύ καλής γνώσης της αγγλικής», με «καλή γνώση της αγγλικής». Η τροποποίηση συντελέστηκε την 1η Απριλίου, 1999.
Μετά την επιτευχθείσα τροποποίηση, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε την απόσπαση των πέντε ενδιαφερομένων προσώπων στις πέντε κενές θέσεις τις οποίες χαρακτήρισε ως υπεράριθμες. Το νομικό έρεισμα για τη δράση αυτή δεν είναι εμφανές. Πρόνοια για υπεράριθμους διορισμούς γίνεται στο άρθρο 45 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου Ν.1/90, (ο «Νόμος»), επαγόμενη κάτω από τις συνθήκες που διαγράφουν οι διατάξεις του, το διορισμό προσώπων σε θέση πέραν του καθοριζόμενου από το νόμο αριθμού. Στην προκείμενη περίπτωση, οι πέντε κενές θέσεις που αποδόθηκαν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν αφορούσαν υπεράριθμες αλλά κενές θέσεις, υποκείμενες σε πλήρωση μόνο με τον καθοριζόμενο από το Νόμο τρόπο, δηλαδή με την προκήρυξη και πλήρωσή τους κατά τα ειωθότα. Ο εφεσίβλητος άσκησε προσφυγή εναντίον της απόφασης αυτής την οποία όμως απέσυρε ενόψει μεταγενέστερης απόφασης της Ε.Δ.Υ., η οποία λήφθηκε μετά από παραστάσεις των ενδιαφερομένων προσώπων και με την οποία τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα προάχθηκαν αναδρομικά στις επίμαχες θέσεις από την ημέρα τροποποίησης του σχεδίου υπηρεσίας 1.4.99. Την απόφαση αυτή ο εφεσίβλητος προσέβαλε με την προσφυγή του που εξετάστηκε πρωτοδίκως. Τέθηκε, με την τελευταία προσφυγή του εφεσίβλητου προς αναθεώρηση η απόφαση της Ε.Δ.Υ., βάσει της οποίας τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα προάχθηκαν στις επίμαχες θέσεις και μάλιστα αναδρομικά, ως έχουμε αναφέρει: (α) χωρίς να προκηρυχθούν οι θέσεις και, (β) χωρίς να συνεκτιμηθούν οι διεκδικήσεις πολλών πιθανών υποψηφίων, περιλαμβανομένων και υποψηφίων που είχαν, όπως ο εφεσίβλητος, εκδηλώσει ενδιαφέρον για προαγωγή στις υπό εξέταση θέσεις.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν το παραδεχτό του συμφέροντος του εφεσίβλητου να αμφισβητήσει την απόφαση της Ε.Δ.Υ., με το δικαιολογητικό ότι και ο ίδιος αποσπάστηκε σε υπεράριθμη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών, από 1.4.1999. Η εισήγηση είναι ότι η απόσπαση και η προαγωγή εξισούνται, για σκοπούς αρχαιότητας, βάσει των διατάξεων του άρθρου 49 του Νόμου και επομένως δεν θίγεται με την απόφαση η οποία προσβάλλεται έννομο συμφέρον του εφεσίβλητου.
Παραγνωρίζεται ότι η απόσπαση είναι χρονικά περιορισμένη και, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 47 του Νόμου, δεν εξισούται με την κατοχή οργανικής θέσης, το καθεστώς της οποίας είναι αμετάβλητο (βλ. Φωκάς ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 114, οι αρχές της οποίας, επί του προκειμένου, τυγχάνουν εφαρμογής και σε αποσπάσεις που διενεργούνται βάσει του Ν. 1/90).
Το συμφέρον του εφεσίβλητου να προσβάλει την απόφαση είναι καθ' όλα παραδεχτό εφόσον από την προκείμενη απόφαση επηρεάζεται το συμφέρον του για προαγωγή στην οργανική θέση του Επιθεωρητή Λογαριασμών. Η αρχή της ισότητας επαγόμενη την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών προς τους κατέχοντες τα προσόντα για τη διεκδίκηση θέσης, αποτελεί αξίωμα της διοικητικής δικαιοσύνης (Βλ. Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363· Μενελάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370· Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884· Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3385, 26/9/02).
Η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε για την προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων ευρίσκεται ολωσδιόλου έξω από τις διατάξεις του Νόμου· εύλογα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αυθαίρετη. Κατ' ουσία αποφασίστηκε, αναδρομικά μάλιστα, η προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων, έξω από την καθιερωμένη από το Νόμο διαδικασία πλήρωσης θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία.
Η πρώτη διαδικασία πλήρωσης των πέντε θέσεων έγινε με τη διαπίστωση ότι κανένας των υποψηφίων, περιλαμβανομένων των ενδιαφερομένων προσώπων, δεν κατείχε τα προσόντα για προαγωγή. Δεν χωρούσε οποιοσδήποτε συσχετισμός της επίδικης απόφασης με την απόφαση εκείνη.
Η ακύρωση της απόφασης στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της παράνομης διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε από τους εφεσείοντες. Δικαίως ακυρώθηκε η προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.