ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 436
16 Ιουλίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΝΙΝΑ ΧΑΤΖΗΡΟΥΣΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3178)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Αφυπηρέτηση για λόγους υγείας, βάσει του Άρθρου 53(1)(δ) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) ― Ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης έκθεσης του Ιατροσυμβουλίου απορρίφθηκε ως ανεδαφικός ― Πλήρης έρευνα και αιτιολογία της έκθεσης την οποία η Ε.Δ.Υ. δεν είναι υποχρεωμένη να ζητήσει.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Αφυπηρέτηση για λόγους υγείας, βάσει του Άρθρου 53(1)(δ) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου ― Δικαίωμα ακροάσεως ― Μόνο βάσει των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, καθ' ότι ο Νόμος 1/90 προβλέπει τέτοιο δικαίωμα για αφυπηρέτηση υπαλλήλου για άλλους λόγους ― Η αρχή της ακροάσεως δεν παραβιάστηκε, εφόσον η αιτήτρια εξέφρασε στη διαδικασία τις απόψεις της.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Αφυπηρέτηση υπαλλήλου για λόγους υγείας, με απόφαση της Ε.Δ.Υ. ― Ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας απορρίφθηκε ― Η Ε.Δ.Υ., χωρίς να έχει υποχρέωση, στα πλαίσια δέουσας έρευνας, ζήτησε γνωμοδότηση ιατροσυμβουλίου, του οποίου το πόρισμα έλαβε υπόψη ― Αιτιολογία συμπληρώθηκε από το περιεχόμενο του φακέλου.
Η εφεσείουσα επεδίωξε με την έφεσή της να επιτύχει κατ' έφεση την ακύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ με την οποία είχε αποφασιστεί η αφυπηρέτησή της για λόγους υγείας, βάσει του άρθρου 53(1)(δ) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90). Με τους λόγους έφεσης πρόβαλε παρόμοιους ισχυρισμούς ακυρότητας που είχαν απορριφθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. στηρίχτηκε στη γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου η οποία όμως ήταν μεμπτή και αναιτιολόγητη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στην απόφαση του:-
«Κανένα από τα παράπονα της αιτήτριας εναντίον του Ιατροσυμβουλίου δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται. Κατ' αρχήν το παράπονό της ότι στο Ιατροσυμβούλιο δεν συμμετείχε γιατρός ειδικός για την πάθησή της είναι εντελώς αβάσιμο. Εκτός του ότι ο ισχυρισμός αυτός απαντάται από τους γιατρούς του Ιατροσυμβουλίου στην επιστολή του ημερ. 28.9.1998, από το ενώπιόν μου υλικό δεν φαίνεται να στοιχειοθετείται καθ' οιονδήποτε τρόπο ισχυρισμός ότι οι γιατροί που μετείχαν ήταν ακατάλληλοι.
Η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου μπορεί να στηριχθεί, όταν το συμβούλιο το κρίνει πρέπον, σε ιατρικά πιστοποιητικά και άλλα ιατρικά δεδομένα, χωρίς φυσική εξέταση του ασθενούς.
Ούτε το παράπονο της αιτήτριας ότι η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου δεν ήταν δεόντως ή επαρκώς αιτιολογημένη ευσταθεί. Αντίθετα η γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου φαίνεται να είναι πλήρως αιτιολογημένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη.»
Το Δικαστήριο συμφωνεί με τα πιο πάνω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα μόνα συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν από τα γεγονότα, είναι αυτά στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε. Η γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου είναι λεπτομερής, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη, παρέχει δε επαρκή αιτιολογία.
2. Το Άρθρο 53(1) του Ν. 1/90 προνοεί τα εξής:-
«... Η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει την αφυπηρέτηση μόνιμου συντάξιμου υπαλλήλου από τη δημόσια υπηρεσία στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) ......................................................................................................
(δ) για λόγους υγείας
............................................................................................................
(ζ) σε περίπτωση αναίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας του υπαλλήλου.»
Το δε Άρθρο 4 του ίδιου άρθρου επιβάλλει την υποχρέωση στην Ε.Δ.Υ. να δώσει την ευκαιρία στον υπάλληλο να ακουστεί μόνο όσον αφορά τις περιπτώσεις των παραγράφων (ζ) και (θ) του εδαφίου 1.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας ισχυρίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι εφαρμογή στην περίπτωση είχε η παράγραφος (ζ) (πιο πάνω) και έτσι η Ε.Δ.Υ. είχε υποχρέωση να δώσει την ευκαιρία στην εφεσείουσα να ακουστεί.
Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας. Η παράγραφος (ζ) αναφέρεται σε ξεχωριστή περίπτωση «αναίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας» που δεν έχει σχέση με λόγους υγείας, περίπτωση που ειδικά προβλέπεται στην παράγραφο (δ).
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στο πιο πάνω άρθρο του νόμου δεν προβλέπεται ειδικά τέτοιο δικαίωμα, εν τούτοις στην περίπτωση αυτή η εφεσείουσα είχε προβάλει τη θέση της επανειλημμένα πάνω στο επίδικο ζήτημα, δηλαδή την υγεία της, με την παρουσίαση γνωματεύσεων των δικών της ιατρών, οι οποίες είχαν τεθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Αυτό ισοδυναμεί με πλήρη συμμετοχή της εφεσείουσας στη διαδικασία που οδήγησε στην επίδικη απόφαση, στην οποία, ως εκ τούτου ακούστηκαν οι απόψεις της.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας κατά την προφορική ακρόαση της έφεσης επικαλέστηκε το Άρθρο 43 του Νόμου αρ. 158/99, για να τονίσει ότι επιβάλλετο η ακρόαση της αιτήτριας πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Ο νόμος αυτός είναι μεταγενέστερος της επίδικης πράξης και επομένως δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Ο Νόμος 158/99 κωδικοποίησε τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου όπως διαμορφώθηκαν από τη νομολογία. Μια από τις αρχές αυτές δημιουργεί υποχρέωση στη διοίκηση να δώσει την ευκαιρία στο διοικούμενο να ακουστεί πριν τη λήψη δυσμενούς απόφασης που τον αφορά. Νοείται ασφαλώς από τη διοικητική αυτή αρχή και το νόμο ότι η όποια απόφαση της διοίκησης δεν λαμβάνεται χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή του επηρεαζομένου, ο οποίος παρουσιάζει ενώπιον του διοικητικού οργάνου τη δική του θέση. Στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσείουσα πολλαπλώς έθεσε τη δική της θέση και συμμετέσχε στη λήψη της επίδικης απόφασης.
3. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα να πλανηθεί ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι δεν ελήφθησαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ. τα ιατρικά πιστοποιητικά των ιδιωτών ιατρών της.
Το Δικαστήριο κατέληξε σε ομογνωμία με τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η Ε.Δ.Υ. προέβη σε επαρκή έρευνα, η οποία επιβάλλετο στην περίπτωση, ούτε δε έχει καθ' οιονδήποτε τρόπο, υποπέσει σε πλάνη.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι αναιτιολόγητη. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία στηρίχθηκε στη γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου, είναι αρκούντως αιτιολογημένη. Η αιτιολογία προκύπτει από την αναφορά που γίνεται στο πρακτικό στη γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου. Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί από τη νομολογία η αιτιολογία δεν είναι ανάγκη να φαίνεται στο σώμα της απόφασης, αρκεί να προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου. Η αιτιολογία διοικητικής απόφασης μπορεί να συμπληρωθεί, ακόμα και να αναπληρωθεί, από το περιεχόμενο του φακέλου. Στην παρούσα περίπτωση η αιτιολογία είναι σαφής με την παραπομπή στη γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 240/99), ημερομηνίας 10/11/2000, με την οποία απέρριψε την προσφυγή της κατά της απόφασης με την οποία η E.Δ.Y. αποφάσισε την αφυπηρέτησή της για λόγους υγείας, από 7/7/98, με βάση το Άρθρο 53(1)(δ) του N. 1/90, όπως τροποποιήθηκε.
Ι. Νικολάου, για την Εφεσείουσα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), απεφάσισε την αφυπηρέτηση της εφεσείουσας από την 7.7.1998 για λόγους υγείας, δυνάμει του άρθρου 53(1)(δ) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) όπως έχει τροποποιηθεί.
Προηγήθηκε της απόφασης αυτής, πρόταση από την αρμόδια αρχή για αφυπηρέτηση της εφεσείουσας για λόγους υγείας. Ιατροσυμβούλιο το οποίο είχε συνέλθει στις 25.6.1998 και εξέτασε το θέμα, είχε καταλήξει ότι η εφεσείουσα θα έπρεπε να αφυπηρετήσει πρόωρα, λόγω σοβαρών ιατρικών προβλημάτων.
Η ΕΔΥ έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει την αφυπηρέτηση υπαλλήλου από τη Δημόσια Υπηρεσία για λόγους υγείας σύμφωνα με το άρθρο 53(1)(δ) του σχετικού νόμου. Η ΕΔΥ ζήτησε τη γνώμη Ιατροσυμβουλίου παρόλο που δεν είχε τέτοια υποχρέωση από το νόμο. Το Ιατροσυμβούλιο κατέληξε ότι η εφεσείουσα υπέφερε από χρόνιο οικογενή μεσογειακό πυρετό και ακόμα από αμυλοείδωση η οποία ήταν γενικευμένη και είχε επηρεάσει τους λεμφαδένες, τους εξωτερικούς μυς των οφθαλμών και από το 1984 τη νεφρική λειτουργία. Το Ιατροσυμβούλιο εξέφρασε τη γνώμη ότι τα ιατρικά προβλήματα της εφεσείουσας ήταν πολλαπλά, σοβαρά και εξελικτικά. Η γενικευμένη αμυλοείδωση δεν επρόκειτο να μειωθεί ή να σταθεροποιηθεί και αναμενόταν να επιδεινωθεί. Το Ιατροσυμβούλιο κατέληξε ότι οι πιθανότητες αποδοτικής εργασίας της ήταν μηδαμινές και συνεπώς η εφεσείουσα έπρεπε να αφυπηρετήσει.
Η εφεσείουσα στην προσφυγή της επικαλέσθηκε αρκετούς λόγους, που κατά τους ισχυρισμούς της, θα έπρεπε η απόφαση της ΕΔΥ να ακυρωθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε σχολαστικά όλους τους λόγους που πρόβαλε η εφεσείουσα απεφάσισε ότι ήσαν ανεδαφικοί και απέρριψε την προσφυγή.
Η εφεσείουσα με τέσσερις λόγους έφεσης, επαναλαμβάνουσα τους ίδιους ισχυρισμούς που πρόβαλε στην προσφυγή, επιδιώκει την ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της απόφασης του.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση της ΕΔΥ στηρίχτηκε στη γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου η οποία όμως ήταν μεμπτή και αναιτιολόγητη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στην απόφασή του:-
«Κανένα από τα παράπονα της αιτήτριας εναντίον του Ιατροσυμβουλίου δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται. Κατ' αρχήν το παράπονό της ότι στο Ιατροσυμβούλιο δεν συμμετείχε γιατρός ειδικός για την πάθησή της είναι εντελώς αβάσιμο. Εκτός του ότι ο ισχυρισμός αυτός απαντάται από τους γιατρούς του Ιατροσυμβουλίου στην επιστολή τους ημερ. 28.9.1998, από το ενώπιόν μου υλικό δεν φαίνεται να στοιχειοθετείται καθ' οιονδήποτε τρόπο ισχυρισμός ότι οι γιατροί που μετείχαν ήταν ακατάλληλοι.
Εξ ίσου ανυπόστατος είναι και ο ισχυρισμός ότι το συμβούλιο στηρίκτηκε σε εικασίες ή μελλοντικές προβλέψεις. Αναμένεται ακριβώς από το Ιατροσυμβούλιο να καταλήξει, όχι μόνο σε περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης της αιτήτριας, αλλά και σε προβλέψεις για την εξέλιξη της ασθένειάς της, μέσα πάντα από τα επιστημονικά δεδομένα. Από την άλλη δεν είναι απαραίτητο τα μέλη του Ιατροσυμβουλίου να εξετάσουν τον ασθενή για να καταλήξουν κατά πόσο είναι ικανός να εργοδοτείται ή όχι. Η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου μπορεί να στηριχθεί, όταν το συμβούλιο το κρίνει πρέπον, σε ιατρικά πιστοποιητικά και άλλα ιατρικά δεδομένα, χωρίς φυσική εξέταση του ασθενούς.
Ούτε το παράπονο της αιτήτριας ότι η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου δεν ήταν δεόντως ή επαρκώς αιτιολογημένη ευσταθεί. Αντίθετα η γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου φαίνεται να είναι πλήρως αιτιολογημένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη.»
Συμφωνούμε με τα πιο πάνω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχουμε μελετήσει όλα τα γεγονότα και το φάκελο της υπόθεσης και τα μόνα συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν είναι αυτά στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε. Η γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου είναι λεπτομερής, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη, παρέχει δε επαρκή αιτιολογία.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η ΕΔΥ είχε υποχρέωση να ακούσει την εφεσείουσα προτού εκδώσει την απόφασή της. Ισχυρίζεται ότι με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου όταν η απόφαση είναι δυσμενής για το διοικούμενο, το διοικητικό όργανο έχει την υποχρέωση να δώσει στον υπάλληλο το δικαίωμα να ακουστεί, σύμφωνα με πάγια αρχή της φυσικής δικαιοσύνης.
Το άρθρο 53(1) του Ν. 1/90 προνοεί τα εξής:-
«..... Η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει την αφυπηρέτηση μόνιμου συντάξιμου υπαλλήλου από την δημόσια υπηρεσία στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) ......................................................................................................
(δ) για λόγους υγείας
............................................................................................................
(ζ) σε περίπτωση αναίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας του υπαλλήλου.»
Το δε εδάφιο 4 του ίδιου άρθρου επιβάλλει την υποχρέωση στην ΕΔΥ να δώσει την ευκαιρία στον υπάλληλο να ακουστεί μόνο όσον αφορά τις περιπτώσεις των παραγράφων (ζ) και (θ) του εδαφίου 1.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας ισχυρίστηκε ενώπιον μας ότι εφαρμογή στην περίπτωση είχε η παράγραφος (ζ) (πιο πάνω) και έτσι η ΕΔΥ είχε υποχρέωση να δώσει την ευκαιρία στην εφεσείουσα να ακουστεί.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας. Σαφώς η εφεσείουσα αφυπηρέτησε για λόγους υγείας όπως ρητά αναφέρεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου 1 του άρθρου 53 του Ν. 1/90. Η παράγραφος (ζ) αναφέρεται σε ξεχωριστή περίπτωση «αναίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας» που δεν έχει σχέση με λόγους υγείας, περίπτωση που ειδικά προβλέπεται στην παράγραφο (δ).
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στο πιο πάνω άρθρο του νόμου δεν προβλέπεται ειδικά τέτοιο δικαίωμα, εν τούτοις στην περίπτωση αυτή η εφεσείουσα είχε προβάλει τη θέση της επανειλημμένα πάνω στο επίδικο ζήτημα, δηλαδή την υγεία της, με την παρουσίαση γνωματεύσεων των δικών της ιατρών, οι οποίες είχαν τεθεί ενώπιον της ΕΔΥ. Κατά την άποψη μας αυτό ισοδυναμεί με πλήρη συμμετοχή της εφεσείουσας στη διαδικασία που οδήγησε στην επίδικη απόφαση, στην οποία, ως εκ τούτου ακούστηκαν οι απόψεις της.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας κατά την προφορική ακρόαση της έφεσης επικαλέστηκε το άρθρο 43 του Νόμου αρ. 158/99 για να τονίσει ότι επιβάλλετο η ακρόαση της αιτήτριας πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Παρατηρούμε πρώτον ότι ο νόμος αυτός είναι μεταγενέστερος της επίδικης πράξης και επομένως δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση, όπως δέχθηκε και ο συνήγορος της εφεσείουσας. Ο Νόμος 158/99 κωδικοποίησε τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου όπως διαμορφώθηκαν από τη νομολογία. Μια από τις αρχές αυτές δημιουργεί υποχρέωση στη διοίκηση να δώσει την ευκαιρία στο διοικούμενο να ακουστεί πριν τη λήψη δυσμενούς απόφασης που τον αφορά. Νοείται ασφαλώς από τη διοικητική αυτή αρχή και το νόμο ότι η όποια απόφαση της διοίκησης δεν λαμβάνεται χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή του επηρεαζομένου, ο οποίος παρουσιάζει ενώπιον του διοικητικού οργάνου τη δική του θέση. Στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσείουσα πολλαπλώς έθεσε τη δική της θέση και συμμετέσχε στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα να πλανηθεί ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι δεν ελήφθησαν υπόψη από την ΕΔΥ τα ιατρικά πιστοποιητικά των ιδιωτών ιατρών της.
Η απόφαση της ΕΔΥ στηρίχθηκε στη γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου. Σημειώνουμε, εδώ, ότι η ΕΔΥ δεν είχε εκ του νόμου υποχρέωση να ζητήσει γνωμάτευση από το Ιατροσυμβούλιο. Για πληρέστερη όμως έρευνα, ορθά, ζήτησε τη γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου. Το τελευταίο είχε ενώπιον του όλα τα ιατρικά πιστοποιητικά, συμπεριλαμβανομένων και αυτών των ιδιωτών ιατρών της εφεσείουσας. Εξέδωσε δε τη γνωμοδότηση του με βάση όλα τα στοιχεία που ήταν ενώπιον του.
Έχουμε καταλήξει σε ομογνωμία με τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η ΕΔΥ προέβη σε επαρκή έρευνα η οποία επιβάλλετο στην περίπτωση, ούτε δε έχει καθ' οιονδήποτε τρόπο, υποπέσει σε πλάνη.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη. Στηρίζει δε τον ισχυρισμό αυτό στο γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς της, η γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου στην οποία στηρίχθηκε η ΕΔΥ είναι πεπλανημένη. Έχουμε ήδη καταλήξει ότι η γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου είναι νομικά έγκυρη και δόθηκε μετά από δέουσα έρευνα. Κατά συνέπεια το υπόβαθρο του λόγου αυτού καταπίπτει. Η απόφαση της ΕΔΥ, η οποία στηρίχθηκε στη γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου, είναι αρκούντως αιτιολογημένη. Η αιτιολογία προκύπτει από την αναφορά που γίνεται στο πρακτικό στη γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου. Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί από τη νομολογία η αιτιολογία δεν είναι ανάγκη να φαίνεται στο σώμα της απόφασης, αρκεί να προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου. Η αιτιολογία διοικητικής απόφασης μπορεί να συμπληρωθεί, ακόμα και να αναπληρωθεί, από το περιεχόμενο του φακέλου. Στην παρούσα περίπτωση η αιτιολογία είναι σαφής με την παραπομπή στη γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.