ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 249
26 Aπριλίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
JAMES PETERS,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜEΣΩ
ΕΦOΡΟΥ ΦOΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘEΜΕΝΗΣ ΑΞIAΣ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2990)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ενοικίαση ακίνητης ιδιοκτησίας εξαιρείται του φόρου ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, εύλογα κρίθηκε πως οι δραστηριότητες του αιτητή δεν εξαιρούντο του φόρου.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Αναδρομική εγγραφή λόγω παράλειψης εγγραφής ― Άρθρα 13 και 14 του Ν. 246/90 ― Ορθά επιβλήθηκε ο φόρος, βάσει του Άρθρου 14 του Νόμου.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Άρθρο 34(1) του Νόμου ― Δεν απαιτείται η ύπαρξη εγγραφής στο Μητρώο για να τύχει εφαρμογής ― Νόμιμα εφαρμόστηκε στην περίπτωση του αιτητή.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Αιτιολογία ― Συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου.
Ο αιτητής επιδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης εγγραφής του στο Μητρώο ΦΠΑ, καθώς και την επιβολή φόρου και επιβάρυνσης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Προβλήθηκε ως λόγος έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η δραστηριότητα του εφεσείοντος δεν ήταν μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία εξαιρείται της πληρωμής φόρου (όπως προβλέπεται στο Πρώτο Μέρος του Παραρτήματος III του εδ. 1 του Άρθρου 28), αλλά άσκηση επιχείρησης που υπόκειται σε φόρο και δημιουργεί υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο και, συνεπακόλουθα, υποχρέωση πληρωμής φόρου. Και τούτο για το λόγο ότι ως είχαν τα γεγονότα «συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις και χαρακτηριστικά της ενοικίασης».
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο συμφωνεί απόλυτα με το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή, που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή:
«Ό,τι έγινε δεν μπορεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να ονομασθεί μίσθωση ακινήτου. Υπάρχει έντονο το στοιχείο της άσκησης επιχείρησης, όπως την εννοεί η νομοθέτης. Στην κατάληξη αυτή ενισχυτικό είναι και το γεγονός της διαφήμισης στον τύπο της υπαίθριας αυτής αγοράς, όπως και η ανάληψη, παραδεδειγμένως, της δαπάνης για να διατηρείται το οικόπεδο καθαρό. Επίσης κάποια σημασία προς την ίδια κατεύθυνση ενέχει και η πληρωμή επαγγελματικού φόρου. Οι σκέψεις αυτές με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση του Άρθρου 28(1), όπως προσδιορίζεται από το Πρώτο Μέρος του Παραρτήματος ΙΙΙ, δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση».
2. Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος εφάρμοσε ορθά τα Άρθρα 13 και 14 του Νόμου. Και τούτο για το λόγο ότι, ειδικά το Άρθρο 14(2), αφορά παροχές υπηρεσιών που πρόκειται να πραγματοποιηθούν «σε οποιαδήποτε μελλοντική περίοδο» και όχι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν προτού υπάρξει εγγραφή στο Μητρώο.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Τα Άρθρα 13 και 14 του Νόμου ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν ορθά. Παρατίθεται και πάλι σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και υιοθετείται:
«Το Άρθρο 13 του νόμου καθορίζει πότε ένα πρόσωπο υπέχει υποχρέωσης εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α. Το Άρθρο 14, όπως επεξηγεί ο πλαγιότιτλος του, αναφέρεται στη γνωστοποίηση της υποχρέωσης αυτής και στην εγγραφή καθαυτή. Στα δύο αυτά άρθρα στήριξε την επίδικη απόφαση ο Έφορος, τα οποία επικαλείται, στην αρχή της παραπάνω επιστολής του ημερ. 17.4.97 προς τον αιτητή. Ωστόσο, κατά το δικηγόρο του αιτητή, το Άρθρο 14(2) δεν εφαρμόζεται γιατί αφορά παροχές υπηρεσιών οι οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθούν "σε οποιαδήποτε μελλοντική περίοδο". Όμως η περίπτωση του αιτητή αφορούσε προηγούμενες περιόδους. Και δεν μπορεί να επιβληθεί αναδρομικά η φορολογία για όση περίοδο δεν υπάρχει εγγραφή.
Δεν μπορώ να δεχθώ αυτή την προσέγγιση. Δεν υπεισέρχεται εδώ θέμα αναδρομικότητας. Το Άρθρo 13 θεσπίζει ότι υπάρχει υποχρέωση εγγραφής με βάση τις ήδη πραγματοποιηθείσες παροχές υπηρεσιών μετά το τέλος οποιασδήποτε φορολογικής περιόδου. Περαιτέρω επιβάλλει την ίδια υποχρέωση για παροχή υπηρεσιών που πρόκειται να πραγματοποιηθούν μελλοντικά. Επομένως, δεν εγείρεται θέμα λανθασμένης επίκλησης ή εφαρμογής των προνοιών του Άρθρoυ 14 του νόμου. Διαφορετικά η παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης εγγραφής θα έδινε δικαίωμα φοροαποφυγής για όσο διάστημα διαρκούσε.»
3. Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος μπορούσε «να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του», βάσει του Άρθρου 34(1) του Νόμου, και, εν πάσει περιπτώσει, εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε την κρίση του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος για να ενεργοποιηθούν οι εξουσίες που παρέχονται στον εφεσίβλητο βάσει του Άρθρου 34(1) έπρεπε να υπήρχε εγγραφή του εφεσίβλητου και μετά ανάλογα με τις εξελίξεις, να ακολουθηθεί η διαδικασία του Άρθρου 34.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Αφ' ης στιγμής ο εφεσείων ήταν εγγράψιμος στο Μητρώο και παρέλειψε να εγγραφεί, ο εφεσίβλητος είχε την εξουσία, βάσει του Άρθρου 14(2), να τον εγγράψει από συγκεκριμένη ημερομηνία, εν προκειμένω από την 1.2.95, και, από την ημερομηνία εκείνη και μετά, εφόσον ο εφεσείων δεν υπέβαλλε φορολογικές δηλώσεις ούτε τηρούσε γραπτά στοιχεία των συναλλαγών του, όπως βιβλία ή αντίγραφα αποδείξεων, να βεβαιώσει το φόρο «χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του» βάσει του Άρθρου 34(1). Περαιτέρω, ως είχαν τα ενώπιόν του στοιχεία, ο εφεσίβλητος κινήθηκε μέσα σε εύλογα πλαίσια για να καταλήξει στην επιβλητέα στον εφεσείοντα φορολογία.
4. Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται, είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε επαρκής αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Και τούτο για το λόγο ότι στην επιστολή της 17.4.1997 ο εφεσίβλητος δεν έκαμε οτιδήποτε άλλο, παρά μόνο απλή αναφορά στο νόμο. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 491/97), ημερομηνίας 30/12/99, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της εγγραφής του από 1/1/95 στο Mητρώο ΦΠA και της επιβολής σ' αυτόν χρηματικής επιβάρυνσης £1.300 για την καθυστέρηση εγγραφής του στο Mητρώο.
Κ. Μελάς, για τον Eφεσείοντα.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής κ. Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είχε την εκμετάλλευση οικοπέδου στην γωνία της οδού Κολωνακίου και της Λεωφόρου Αγίου Αθανασίου στα όρια του Δήμου Αγίου Αθανασίου. Στο οικόπεδο ο εφεσείων παραχωρούσε χώρο, εμβαδού 5 Χ 5 μ., σε αριθμό μικροπωλητών οι οποίοι εξέθεταν τα προϊόντα ή εμπορεύματά τους ορισμένες φορές το χρόνο από τα τέλη του 1994 και μετά. Χαρακτηρίστηκε από τους διαδίκους ως «λαϊκό παζάρι». Το αντίτιμο για τη χρήση του χώρου ήταν £5,- για το 1995. Περί το τέλος του 1996 αυξήθηκε σε £6,-. Με βάση τις πληροφορίες που έδωσε ο εφεσείων στον εφεσίβλητο, ο εφεσείων, το 1995, πραγματοποίησε εισπράξεις £13.500 (60 μικροπωλητές Χ 5 Χ 45 εκδηλώσεις). Το 1996, οι εισπράξεις του εφεσείοντος ανήλθαν σε £16.200 με βάση τον ίδιο αριθμό μικροπωλητών και εκδηλώσεων, αλλά με αυξημένο το αντίτιμο σε £6,. Ο εφεσείων κρατούσε για τον εαυτό του το 80% των εισπράξεων, ενώ το υπόλοιπο 20% το έδιδε στην ιδιοκτήτρια του οικοπέδου, όπως ήταν η μεταξύ τους διευθέτηση. Σύμφωνα με την ίδια διευθέτηση, ο εφεσείων επιβαρυνόταν με τη δαπάνη για τον καθαρισμό του οικοπέδου. Άλλα έξοδα που είχε ήταν η διαφήμιση για τη δραστηριότητά του αυτή. Πλήρωνε, επίσης, επαγγελματικό φόρο στο Δήμο Αγίου Αθανασίου.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, ο εφεσίβλητος έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν εγγράψιμος στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και ότι παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του σχετικού νόμου που δημιούργησε υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο [άρθρ. 13(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 246/90, όπως τροποποιήθηκε (ο Νόμος)]. Ως αποτέλεσμα, ο εφεσίβλητος με επιστολή του προς τον εφεσείοντα, ημερομηνίας 17.4.1997, τον ενέγραψε στο Μητρώο από την 1.1.1995 «γιατί είχε διαπιστωθεί πως κατά την 1.1.1995 υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι ο φορολογητέος κύκλος εργασιών σας θα υπερέβαινε τις £12.000 σε περίοδο ενός χρόνου». Ταυτόχρονα, τον πληροφόρησε ότι του επέβαλε χρηματική επιβάρυνση £1.300 γιατί είχε καθυστερήσει να γνωστοποιήσει την υποχρέωσή του για εγγραφή στο Μητρώο. Επίσης, με την ίδια επιστολή, τον πληροφόρησε για την υποχρέωσή του για συμπλήρωση φορολογικών δηλώσεων και απόδοση του αναλογούντος φόρου και γενικά για την υποχρέωσή του να ενεργεί σύμφωνα με την περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας νομοθεσία.
Ο εφεσείων πρόσβαλε την πιο πάνω απόφαση του Εφόρου με την προσφυγή, η απορριπτική απόφαση στην οποία είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η δραστηριότητα που περιγράψαμε δεν ήταν μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία εξαιρείται της πληρωμής φόρου (όπως προβλέπεται στο Πρώτο μέρος του Παραρτήματος III του εδ. 1 του άρθρ. 28), αλλά άσκηση επιχείρησης που υπόκειται σε φόρο και δημιουργεί υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο και, συνεπακόλουθα, υποχρέωση πληρωμής φόρου. Και τούτο για το λόγο ότι ως είχαν τα γεγονότα «συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις και χαρακτηριστικά της ενοικίασης».
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Συμφωνούμε απόλυτα με το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του συναδέλφου μας που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή:
«Ό,τι έγινε δεν μπορεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να ονομασθεί μίσθωση ακινήτου. Υπάρχει έντονο το στοιχείο της άσκησης επιχείρησης, όπως την εννοεί η νομοθέτης. Στην κατάληξη αυτή ενισχυτικό είναι και το γεγονός της διαφήμισης στον τύπο της υπαίθριας αυτής αγοράς, όπως και η ανάληψη, παραδεδειγμένως, της δαπάνης για να διατηρείται το οικόπεδο καθαρό. Επίσης κάποια σημασία προς την ίδια κατεύθυνση ενέχει και η πληρωμή επαγγελματικού φόρου. Οι σκέψεις αυτές με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση του άρθρ. 28(1), όπως προσδιορίζεται από το Πρώτο μέρος του Παραρτήματος ΙΙΙ, δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση».
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος εφάρμοσε ορθά τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου. Και τούτο για το λόγο ότι, ειδικά το άρθρο 14(2), αφορά παροχές υπηρεσιών που πρόκειται να πραγματοποιηθούν «σε οποιαδήποτε μελλοντική περίοδο» και όχι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν προτού υπάρξει εγγραφή στο Μητρώο.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν ορθά. Παραθέτουμε και πάλι σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και υιοθετούμε:
«Το άρθρ. 13 του νόμου καθορίζει πότε ένα πρόσωπο υπέχει υποχρέωσης εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α. Το άρθρ. 14, όπως επεξηγεί ο πλαγιότιτλος του, αναφέρεται στη γνωστοποίηση της υποχρέωσης αυτής και στην εγγραφή καθαυτή. Στα δύο αυτά άρθρα στήριξε την επίδικη απόφαση ο Έφορος, τα οποία επικαλείται, στην αρχή της παραπάνω επιστολής του ημερ. 17.4.97 προς τον αιτητή. Ωστόσο, κατά το δικηγόρο του αιτητή, το άρθρ. 14(2) δεν εφαρμόζεται γιατί αφορά παροχές υπηρεσιών οι οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθούν "σε οποιαδήποτε μελλοντική περίοδο". Όμως η περίπτωση του αιτητή αφορούσε προηγούμενες περιόδους. Και δεν μπορεί να επιβληθεί αναδρομικά η φορολογία για όση περίοδο δεν υπάρχει εγγραφή.
Δεν μπορώ να δεχθώ αυτή την προσέγγιση. Δεν υπεισέρχεται εδώ θέμα αναδρομικότητας. Το άρθρ. 13 θεσπίζει ότι υπάρχει υποχρέωση εγγραφής με βάση τις ήδη πραγματοποιηθείσες παροχές υπηρεσιών μετά το τέλος οποιασδήποτε φορολογικής περιόδου. Περαιτέρω επιβάλλει την ίδια υποχρέωση για παροχή υπηρεσιών που πρόκειται να πραγματοποιηθούν μελλοντικά. Επομένως, δεν εγείρεται θέμα λανθασμένης επίκλησης ή εφαρμογής των προνοιών του άρθρ. 14 του νόμου. Διαφορετικά η παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης εγγραφής θα έδινε δικαίωμα φοροαποφυγής για όσο διάστημα διαρκούσε.»
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος μπορούσε «να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του», βάσει του άρθρου 34(1) του Νόμου, και, εν πάσει περιπτώσει, εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε την κρίση του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, «για να ενεργοποιηθούν οι εξουσίες που παρέχονται στον εφεσίβλητο βάσει του άρθρου 34(1) έπρεπε να υπήρχε εγγραφή του εφεσίβλητου» . «και μετά ανάλογα με τις εξελίξεις να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 34».
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Αφ' ης στιγμής ο εφεσείων ήταν εγγράψιμος στο Μητρώο και παρέλειψε να εγγραφεί, ο εφεσίβλητος είχε την εξουσία, βάσει του άρθρου 14(2), να τον εγγράψει από συγκεκριμένη ημερομηνία, εν προκειμένω από την 1.2.95, και, από την ημερομηνία εκείνη και μετά, εφόσον ο εφεσείων δεν υπέβαλλε φορολογικές δηλώσεις ούτε τηρούσε γραπτά στοιχεία των συναλλαγών του, όπως βιβλία ή αντίγραφα αποδείξεων, να βεβαιώσει το φόρο «χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του» βάσει του άρθρου 34(1). Περαιτέρω, ως είχαν τα ενώπιόν του στοιχεία, ο εφεσίβλητος κινήθηκε μέσα σε εύλογα πλαίσια για να καταλήξει στην επιβλητέα στον εφεσείοντα φορολογία. Ο υπολογισμός του φόρου από τον εφεσίβλητο με βάση τους 60 πωλητές, στηρίχθηκε στις πληροφορίες που έδωσε ο ίδιος ο εφεσείων, αλλά και στις πληροφορίες που προέκυψαν από έρευνα Λειτουργού του Γραφείου, σύμφωνα με τις οποίες, αντίθετα με τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι στο «λαϊκό παζάρι» συμμετείχαν 40 μέχρι 60 πωλητές, η συμμετοχή πωλητών ανερχόταν μέχρι και τους 200.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε επαρκής αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Και τούτο για το λόγο ότι στην επιστολή της 17.4.1997 ο εφεσίβλητος δεν έκαμε οτιδήποτε άλλο παρά μόνο απλή αναφορά στο νόμο.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η ορθή απάντηση περιλαμβάνεται στο πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Τέλος, ο αιτητής έθιξε και ζήτημα επάρκειας της αιτιολογίας της απόφασης. Από το συνδυασμό της επιστολής ημερ. 17.4.97, που συνοδευόταν από τη φορολογία και το φάκελο ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Όπως όμως αναγνώρισε η κα Νικολαΐδου η εγγραφή του αιτητή έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρ. 14(2), να αρχίζει από 1.2.95 και όχι από 1.1.95, δηλαδή, από την αρχή της φορολογικής περιόδου. Ανέφερε, ωστόσο, ότι τουλάχιστον αναφορικά με τη χρηματική επιβάρυνση των £1.300 αυτή υπολογίστηκε σωστά για 26 μήνες από 31.1.95 (βλ. σελ. 12 του Παραρτήματος Α).
Κανένας λόγος δεν έχει αποδειχθεί που να δικαιολογεί ακύρωση της επίδικης πράξης, πλην του μέρους αυτής, που αναφέρεται στο χρόνο εγγραφής».
Η έφεση απορρίπτεται με £500,- έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.