ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 56
15 Φεβρουαρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ,
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡEAΣ ΣΩΤΗΡΙAΔΗΣ,
Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο Μέρος,
v.
ΠΑΝΤΕΛΗ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚHΣ ΥΠΗΡΕΣIAΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2891)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας νόμου ― Τεκμήριο υπέρ της συνταγματικότητας ― Νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός εφόσον αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 28.1 ― «Ίσοι ενώπιον του νόμου» ― Διασφαλίζει μόνο εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων ― Νομολογία.
Ο περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμος του 1993 (Ν. 41(Ι)/93) ― Άρθρο 3(β) του Νόμου (όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 2 του Ν. 69(Ι)/96) ― Η διάκριση στην αναγνώριση διπλωμάτων που αποκτήθηκαν εν μέρει στην Κύπρο (Άρθρο 3(α)) με αυτήν των διπλωμάτων που αποκτήθηκαν είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό (Άρθρο 3(β)), δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας και το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.
Πρωτόδικα η επίδικη στην προσφυγή απόφαση ακυρώθηκε, επειδή αποφασίστηκε πως το Άρθρο 3(β) του Ν. 41(Ι)/93) παραβίαζε την αρχή της ισότητας που διασφαλίζεται με το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος και ο Νόμος κηρύχτηκε αντισυνταγματικός. Η απόφαση εφεσιβλήθηκε από το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση κατά πλειοψηφία, (απόφαση Καλλή Δ., συμφωνούντων των Αρτέμη, Νικολάου, Κρονίδη, Δ.Δ.), αποφάσισε ότι:
1. Έχει νομολογηθεί, ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται όσο τούτο είναι δίκαια δυνατό με τρόπο συμβατό με την συνταγματικότητα. Ωστόσο κατά την εξέταση ζητημάτων συνταγματικότητας, υπάρχει τεκμήριο υπέρ της συνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως και μια τέτοια διάταξη μπορεί να κηρυχθεί αντισυνταγματική μόνο αν το δικαστήριο πεισθεί περί αυτού, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των Νόμων και όχι με τα κίνητρα τους, την πολιτική ή τη σοφία τους ή με τη συμφωνία τους με την φυσική δικαιοσύνη, τις θεμελιώδεις αρχές διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.
Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας. Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων.
Αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας, είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.
Στην παρούσα υπόθεση η κρίση περί αντισυνταγματικότητας δεν βασίζεται στην αναγνώριση από την Ε.Ε.Υ. του διπλώματος που απέκτησε ο εφεσείων από το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου. Βασίζεται στη διαφοροποίηση που υπάρχει στις αντίστοιχες ημερομηνίες των παραγ. (α) και (β) του Άρθρου 3 του Νόμου 41(Ι)/93.
Η παράγραφος (α) του Άρθρου 3 καλύπτει τις περιπτώσεις όπου μέρος της φοίτησης έγινε στην Κύπρο σε εγγεγραμμένη ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η δε παραγ. (β) καλύπτει τις περιπτώσεις όπου η φοίτηση έγινε στην Κύπρο ή αλλού. Βλέπουμε λοιπόν πως δεν υφίσταται ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Οι δύο περιπτώσεις δεν τελούσαν υπό τας αυτάς συνθήκας. Η πρώτη αφορούσε φοίτηση μόνο στην Κύπρο σε εγγεγραμμένη μάλιστα σχολή η δεύτερη φοίτηση στην Κύπρο ή αλλού. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις και λαμβανομένου υπόψη ότι ο Νομοθέτης δικαιούται να κινείται με διακριτική ευχέρεια «εντός ευρέων πλαισίων» θεωρείται ότι δεν έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας. Η επίδικη διαφοροποίηση δεν ήταν αυθαίρετη. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να πετύχει.
Ο Πικής, Πρ., διαφώνησε με την απόφαση και εξέδωσε δική του απόφαση μειοψηφίας με αντίθετο αποτέλεσμα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245,
Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,
Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125,
Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294,
Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1931,
Γιασεμίδου κ.ά. v. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ.2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491,
Σαββίδης v. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 127,
Apostolides a.ο. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928,
Commercial Company "Arkozy" v. Republic (1975) 3 C.L.R. 415,
Ορφανού κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 724.
Έφεση.
Έφεση από το ενδιαφερόμενο μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 88/97), ημερομηνίας 6/7/99, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του στη θέση Πρώτου Λειτουργού Eκπαίδευσης για τη Δημοτική Eκπαίδευση, εφόσον διαπιστώθηκε ότι η διάταξη του Άρθρου 3(β) του N. 41(Ι)/93, όπως τροποποιήθηκε από το N. 69(Ι)/96, αντίκειτο στην αρχή της ισότητας.
Α. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα - Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Ο Εφεσίβλητος - Αιτητής (Παντελής Θεοφυλάκτου) εμφανίζεται προσωπικά.
Καμιά εμφάνιση, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας (Αρτέμης, Νικολάου, Καλλής, Κρονίδης, Δ.Δ.) θα δοθεί από τον Καλλή, Δ.. Διαφορετική είναι η δική μου θέση για τους λόγους που εξηγούνται στη ξεχωριστή μου απόφαση.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος στην Έφεση 2889 (ο εφεσίβλητος) ήταν υποψήφιος για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης για τη Δημοτική Εκπαίδευση (η επίδικη θέση). Η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε για την πλήρωση της επίδικης θέσης σύστησε για προαγωγή τον εφεσείοντα στην Έφεση 2891 (ο εφεσείων) και τους Μ. Θεοδώρου και Α. Κωνσταντίνου. Αποφάσισε να μη συστήσει τον εφεσίβλητο «γιατί υστερεί σε σχέση με τους υποψηφίους που συστάθηκαν Θεοδώρου Μιχαήλ και Κωνσταντίνου Αργυρό στα προσόντα και σε σχέση με του τρεις υποψηφίους που συστήθηκαν στην αρχαιότητα. Ο κ. Θεοφυλάκτου δεν υπερτερεί έναντι των τριών υποψηφίων που συστήθηκαν σε κανένα από τα νόμιμα κριτήρια». Παρατήρησε ότι το πτυχίο του M.D. University of Wales που κατέχει ο εφεσίβλητος δεν αναγνωρίζεται σύμφωνα με την παραγ. (β) του άρθρου 3* του περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμο του 1993 (Ν 41(Ι)/93).
Σε σχέση με τον εφεσείοντα η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε ότι είναι «κάτοχος πτυχίου του Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου».
Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ένσταση για τη μη περίληψη του στον κατάλογο των συστηθέντων. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Ε.Ε.Υ.) απέρριψε την ένσταση. Έκρινε ότι:
«(α) Ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή επικαλείται την παραγ. (β) του άρθρου 3 του Νόμου 41(Ι)/93: Η περίοδος σπουδών του για απόκτηση του M.Ed. άρχισε μετά την 29.9.1989. Από τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία δεν υπάρχει οτιδήποτε που να υποστηρίζει ότι ο τρόπος απόκτησης του τίτλου M.Ed. δεν υπάγεται στην πιο πάνω νομοθετική διάταξη.
(β) Ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σε έγγραφο του με ημερ. 20.6.96, αναφέρει ότι από παραδρομή έγινε αναφορά στο άρθρο 4(ΙΙ) του Νόμου 78(Ι)/95, αντί του άρθρου 5(ΙΙ).
(γ) Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ύστερα από μελέτη των φακέλων των υποψηφίων, δεν εντόπισε οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να υποστηρίζει υπεροχή οποιουδήποτε υποψηφίου στο κριτήριο 'αξία'. Συνεπώς η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας συμφωνεί με την άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι ως προς την αξία.
(δ) Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας δεν συμμερίζεται τον ισχυρισμό σε σχέση με τη συμμετοχή του Δ.Α.Α.Ε. στην Συμβουλευτική Επιτροπή. Η θέση του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης ως προς ορισμένα πτυχία δεν μπορούν να θεμελιώσουν προκατάληψη εναντίον του ενισταμένου.
(ε) Οι περιληφθέντες στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπερέχουν ως προς την αρχαιότητα χωρίς να υστερούν σε αξία από τον ενιστάμενο. Και αν ακόμη ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη το M.Ed. και πάλιν δεν θα ήταν δυνατό να περιληφθεί ο κος Θεοφυλάκτου στον κατάλογο: Η Νομολογία έχει καθορίσει την βαρύτητα που δίνεται σε προσόντα πέραν από τα απαιτούμενα ή τα οποία δεν αποτελούν πλεονέκτημα, σύμφωνα με τα Σχέδια Υπηρεσίας.»
Μετά την απόρριψη της ένστασης του εφεσιβλήτου η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Με απόφαση της ημερ. 4.10.96 αποφάσισε την προαγωγή του εφεσείοντα και των δύο άλλων συστηθέντων (τα Ε.Μ.), από την Συμβουλευτική Επιτροπή υποψηφίων, στην επίδικη θέση.
Η προαγωγή των 3 Ε.Μ. στην επίδικη θέση προσβλήθηκε με προσφυγή που ασκήθηκε από τον εφεσίβλητο. Παράλληλα ο εφεσίβλητος προσέβαλε την απόφαση της Ε.Ε.Υ. που λήφθηκε στα πλαίσια της αυτής διαδικασίας να μην αναγνωρίσει το πτυχίο Master of Education (M.Ed.) το οποίο εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο Ουαλλίας ύστερα από φοίτηση του εφεσίβλητου εξολοκλήρου σε ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο.
Η προσφυγή του εφεσίβλητου εναντίον των Ε.Μ. Μ. Θεοδώρου και Α. Κωνσταντίνου απορρίφθηκε ύστερα από σχετικό αίτημα του δικηγόρου που εκπροσωπούσε αρχικά τον εφεσίβλητο. Για το λόγο αυτό η προσφυγή εξετάσθηκε μόνο αναφορικά με την προαγωγή του εφεσείοντα.
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσίβλητος επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του στον ισχυρισμό του για αντισυνταγματικότητα της παραγ. (β) του άρθρου 3 του πιο πάνω Νόμου 41(Ι)/93 όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 69(Ι)/96. Υπέβαλε ότι η εν λόγω διάταξη, όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία βασίστηκε σε αυτήν, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, που προστατεύει το άρθρο 28.2 του Συντάγματος. Υπέβαλε επίσης ότι η Ε.Ε.Υ. δεν εφάρμοσε ίσο μέτρο κρίσης αναφορικά με την αξιολόγηση των πανεπιστημιακών διπλωμάτων των υποψηφίων και αυτό γιατί αναγνώρισε δίπλωμα που απέκτησε ο εφεσείων από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου το 1994, χωρίς φοίτηση, μόνο με την υποβολή κάποιας μελέτης. Η σχετική διευθέτηση έγινε μεταξύ της Οργάνωσης των Επιθεωρητών και του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Η διευθέτηση έγινε για να είναι σε θέση, όσοι επιθεωρητές δεν κατείχαν πανεπιστημιακά διπλώματα, να μεταπηδήσουν από τη μισθολογική κλίμακα Α12 στη μισθολογική κλίμακα Α13, όπως προβλέπουν οι διατάξεις του Ν.63(ΙΙ)/93.
Η δικηγόρος της Ε.Ε.Υ. δεν απάντησε στον ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση ούτε και στην ένσταση αντισυνταγματικότητας της πιο πάνω πρόνοιας.
Με τον Νόμο 41(Ι)/93 (άρ. 4) καταργήθηκε ο περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 1992 (Νόμος 40(Ι)/93), ο οποίος πρόβλεπε τα εξής:
«2. Το άρθρο 35Β του βασικού νόμου τροποποιείται με την προσθήκη στο τέλος της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) αυτού της πιο κάτω επιφύλαξης:
'Νοείται ότι για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου θεωρείται 'πρόσθετο προσόν' και θα λαμβάνει τις ίδιες μονάδες με ισότιμα προσόντα και πανεπιστημιακός τίτλος σπουδών που αποκτήθηκε ύστερα από φοίτηση, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ή με αλληλογραφία, σε μη εκπαιδευτικά αξιολογημένο - πιστοποιημένο ίδρυμα στην Κύπρο ή σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού που όμως αναγνωρίζεται στη χώρα λειτουργίας του μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ή και μεταγενέστερα, εφόσον η έναρξη της φοίτησης που οδήγησε στην απόκτηση αυτού του τίτλου σπουδών άρχισε πριν από την ημερομηνία αυτή.'»
Σημειώνεται ότι τόσο ο Νόμος 41(Ι)/93 όσο και ο Νόμος 40(Ι)/93 δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11.8.93. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε: «Η ημερομηνία 29.9.89 εμφανίζεται στο νόμο: άρθρ. 3(β). Ποτέ προηγουμένως δεν υπήρχε και δε δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί τουλάχιστον δεν τέθηκε στην παράγραφο (β) του άρθρου 3 η ίδια ημερομηνία που προσδιόρισε το άρθρ. 3(α) για τις περιπτώσεις όπου μέρος της φοίτησης έγινε στην Κύπρο». Κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η διάταξη της παραγ. (β) του άρ. 3 στην οποία ερείδεται η επίδικη απόφαση είναι αντισυνταγματική. Έθεσε το θέμα ως εξής:
"Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νουν ότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας από το νομοθέτη και τη διοίκηση περιορίζεται σε έλεγχο ορίων και όχι των επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των διατάξεων. Θα πρόσθετα εδώ ότι η διάταξη αντίκειται στην αρχή της ισότητας και συνιστά διαφορετική μεταχείριση, συνταγματικά ανεπίτρεπτη, αναφορικά με την αναγνώριση διπλωμάτων, που κτήθηκαν υπό τις ίδιες ή ουσιαστικά όμοιες συνθήκες. Με μόνη βάση το συμπτωματικό χρονικό κριτήριο έναρξης των σπουδών που, ενώ στην περίπτωση της παραγράφου (α) η ημερομηνία μεταφέρθηκε για να καλύψει ουσιαστικά την τρέχουσα περίοδο, δε συνέβη το ίδιο με την παράγραφο (β). Καταλήγω ότι η διάταξη της παραγράφου (β) του άρθρου 3 στην οποία ερείδεται η επίδικη απόφαση είναι αντισυνταγματική.
Για τους λόγους που εξήγησα η επίδικη απόφαση, που αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Σωτηριάδη, ακυρώνεται. Με έξοδα.»
Η έφεση.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η Α.Ε. 2889 από την Ε.Δ.Υ. και η Α.Ε. 2891 από το Ε.Μ. Ανδρέα Σωτηριάδη. Η Ε.Ε.Υ. παρέλειψε να καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης και η έφεση της απορρίφθηκε την 4.9.2000 (βλ. Καν. 13(β) και (ε) του περί Εφέσεων (Προδικασία) Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996). Παρέμεινε για εξέταση μόνο η Έφεση 2891.
Η κα. Ευσταθίου, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η διάταξη (άρθρο 3(β) του Νόμου 41(Ι)/93 όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 69(Ι)/96) αντίκειται στην αρχή της ισότητας και συνιστά διαφορετική μεταχείριση, συνταγματικά ανεπίτρεπτη, αναφορικά με την αναγνώριση διπλωμάτων, που κτήθηκαν υπό τις ίδιες ή ουσιαστικά όμοιες συνθήκες» είναι εσφαλμένη καθότι:
(α) Παραγνωρίζει πλήρως το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων το οποίο και δεν μπορεί να καμφθεί με εικασίες ή ενδείξεις,
(β) Δεν αποδείχθηκε και εν πάση περιπτώσει δεν ευρίσκετο ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το υλικό ώστε να καταλήξει τούτο στη διαπίστωση ότι υφίσταντο ίδιες ή ουσιαστικά όμοιες συνθήκες κτήσης του πανεπιστημιακού διπλώματος ανεξάρτητα από την συνδρομή της ημερ. 29.9.1989.
Έχει νομολογηθεί, ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται όσο τούτο είναι δίκαια δυνατό με τρόπο συμβατό με την συνταγματικότητα (Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245). Ωστόσο κατά την εξέταση ζητημάτων συνταγματικότητας πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι υπάρχει τεκμήριο υπέρ της συνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως και μια τέτοια διάταξη μπορεί να κηρυχθεί αντισυνταγματική μόνο αν το δικαστήριο πεισθεί περί αυτού πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των Νόμων και όχι με τα κίνητρα τους, την πολιτική ή τη σοφία τους ή με τη συμφωνία τους με την φυσική δικαιοσύνη, τις θεμελιώδεις αρχές διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος (Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640).
Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125).
Στην υπόθεση Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294, έχουν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:
(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση «πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων» (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).
(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - «αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων» (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).
(3) «Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ' όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανονισμώ αυτών» (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).
(4)Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται «επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας» (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).
Στη Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 (Απόφαση Ολομέλειας από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Mikrommatis, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου, ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1931, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας).
Αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.
Ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αριστόβουλος Μάνεσης στο σύγγραμμα του «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη» σελ. 320 επεξηγεί ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα του Νόμου νοείται ως αναλογική ισότητα. Και αυτό σημαίνει ότι ίση ρύθμιση υφίσταται - είτε εις πρόσωπα είτε εις πράγματα είτε εις σχέσεις είτε εις καταστάσεις αφορά αυτή - όταν ενεργείται ομοία μεταχείριση των ομοίων και ανομοία μεταχείριση των ανομοίων. Η όμοια μεταχείριση δια να είναι ίση προϋποθέτει ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Αναφορικά με το δικαστικό έλεγχο ο καθηγητής Μάνεσης υποδεικνύει, ότι ο Δικαστής οφείλει να ερευνά αν υφίσταται πράγματι ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Και για το σκοπό αυτό αποβλέπει στις ουσιώδεις ομοιότητές των και με βάση αυτές να εκτιμά την αντικειμενική ύπαρξη ομοιότητας ή ανομοιότητας. Πρέπει επίσης ο Δικαστής να έχει υπόψη, ότι ο νομοθέτης δικαιούται να κινείται με διακριτική ευχέρεια «εντός ευρέων πλαισίων» κατά την εκτίμηση της ομοιότητας ή μη των υπό ρύθμιση θεμάτων και κατά τη θέσπιση ίσης ρύθμισης.
Οι ίδιες θέσεις διατυπώνονται και στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα», Τόμος Β, παραγ. 1352-53. Σε σχέση με το δικαστικό έλεγχο παρατηρείται, ότι η δέσμευση του Νομοθέτη από την αρχή της ισότητας, δε σημαίνει εξουσιοδότηση προς τα δικαστήρια να ελέγχουν αν και κατά πόσο ένας νόμος είναι «δίκαιος», «ορθός», «εύλογος» ή και «σκόπιμος». Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει απόλυτη πραγματική ισότητα δεν απαιτεί ούτε το Σύνταγμα από το Νομοθέτη μαθηματικά ίση μεταχείριση «ομοίων» περιπτώσεων, που θα ήταν άλλωστε λογικά ανέφικτη (Βλ. και Γιασεμίδου κ.ά. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491).
Στη Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 127 ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, 940, επεσήμανε ότι το άρθρο 28 του Συντάγματος εισάγει την Αριστοτελική έννοια της ισότητας που συναρτά τον ορισμό και εφαρμογή της με την ουσιαστική ομοιογένεια.
Ταξινόμηση με αναφορά σε χρονικά κριτήρια δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας (Βλ. Commercial Company "Arkozy" v. Republic (1975) 3 C.L.R. 415).
Στην Ορφανού κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 724, υπεγράφη συλλογική σύμβαση μεταξύ της Αρχής και της Συντεχνίας των υπαλλήλων, που αφορούσε, μεταξύ άλλων, σε πρόσθετες προσαυξήσεις στους υπαλλήλους της Αρχής, που αποκτούν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους προσόντα, και οι οποίοι προσλήφθηκαν (α) πριν από την 1.1.1980 και (β) μεταξύ 1.1.1980-31.5.85. Συμφωνήθηκε συγκεκριμένα πως η απόκτηση του πιστοποιητικού Full Technological Certificate of City and Guilds μέσα σε χρονοδιαγράμματα, που αναφέρονται στη σύμβαση, θα προσέδιδε στους επιτυχόντες επιταχυνόμενη μισθολογική ανέλιξη και προσαυξήσεις, ανάλογα με τα χρόνια που πέρασαν από την ημερομηνία πρόσληψης τους (5, 6, 9 και 12). Οι εφεσείοντες δεν απέκτησαν το πιο πάνω πιστοποιητικό μέσα στις καθορισθείσες προθεσμίες, που η τελευταία ήταν όχι αργότερα της 31.12.91.
Κρίθηκε πως δεν υπήρξε άνιση μεταχείριση των εφεσειόντων, έναντι άλλων συναδέλφων τους που υπηρετούσαν στον ίδιο βαθμό, γιατί οι τελευταίοι απέκτησαν το σχετικό προσόν όπως προβλεπόταν στη σύμβαση, σε αντίθεση με τους εφεσείοντες που πέτυχαν μεν στις εξετάσεις για απόκτηση του, αλλά μετά την καταληκτική ημερομηνία 31.12.91.
Βλ. και Commentary on the Constitution of India by D.D. Basu, 5th ed., σελ. 456:
"The classification may be according to difference in time.
It is a matter exclusively for the Legislature to decide from what date a law should be given operation and the law cannot be challenged as discriminatory in not affecting prior transactions. There is no discrimination if the law applies generally to all persons who come within its ambit as from the date on which it is made operative, whether with prospective or retrospective effect."
Σε μετάφραση
«Η ταξινόμηση μπορεί να γίνει με αναφορά στη χρονική διαφορά.
Αποτελεί θέμα αποκλειστικά για τη νομοθετική εξουσία να αποφασίσει από ποιά ημερομηνία θα τεθεί σε εφαρμογή ένας νόμος και ο νόμος δεν μπορεί να προσβληθεί ότι δημιουργεί διακρίσεις γιατί δεν επηρεάζει προηγούμενες πράξεις. Δεν υπάρχει διάκριση αν ο νόμος εφαρμόζεται γενικά σε όλα τα πρόσωπα τα οποία εμπίπτουν εντός της εμβέλειας του από την ημερομηνία που τίθεται σε εφαρμογή, είτε με μελλοντική ή με αναδρομική ισχύ.»
Στην παρούσα υπόθεση η κρίση περί αντισυνταγματικότητας δεν βασίζεται στην αναγνώριση από την Ε.Ε.Υ. του διπλώματος που απέκτησε ο εφεσείων από το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου. Βασίζεται στη διαφοροποίηση που υπάρχει στις αντίστοιχες ημερομηνίες των παραγ. (α) και (β) του άρθρου 3 του Νόμου 41(Ι)/93.
Η παράγραφος (α) του άρθρου 3 καλύπτει τις περιπτώσεις όπου μέρος της φοίτησης έγινε στην Κύπρο σε εγγεγραμμένη ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η δε παραγ. (β) καλύπτει τις περιπτώσεις όπου η φοίτηση έγινε στην Κύπρο ή αλλού. Βλέπουμε λοιπόν πως δεν υφίσταται ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Οι δύο περιπτώσεις δεν τελούσαν υπό τας αυτάς συνθήκας. Η πρώτη αφορούσε φοίτηση μόνο στην Κύπρο σε εγγεγραμμένη μάλιστα σχολή ή δεύτερη φοίτηση στην Κύπρο ή αλλού. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις και λαμβανομένου υπόψη ότι ο Νομοθέτης δικαιούται να κινείται με διακριτική ευχέρεια «εντός ευρέων πλαισίων» θεωρούμε ότι δεν έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας. Η επίδικη διαφοροποίηση δεν ήταν αυθαίρετη. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να πετύχει.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Και τα δύο επίδικα θέματα περιστρέφονται γύρω από τις αρχές της ισότητας και την εφαρμογή τους στην προκείμενη υπόθεση. Το πρώτο αφορά το παραδεκτό της διάκρισης, η οποία γίνεται μεταξύ του χρόνου που τίθεται από τις παραγράφους (α) και (β), αντίστοιχα, του Άρθρου 3 του περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμου του 1993, (Ν. 41(Ι)/93), (ο «Νόμος»), για την αποδοχή ακαδημαϊκών προσόντων στη δημόσια εκπαίδευση.
Το Άρθρο 3 του Νόμου καθιστά παραδεκτά, για σκοπούς διορισμού στο δημόσιο, ιδρύματα ή σχολεία, πανεπιστημιακά διπλώματα, αναγνωρισμένα στις χώρες στις οποίες εκδίδονται:-
«..., ανεξάρτητα από το αν -
(α) Μέρος της φοίτησης έγινε στην Κύπρο σε εγγεγραμμένη ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, της οποίας ο αντίστοιχος κλάδος δεν είναι εκπαιδευτικά αξιολογημένος - πιστοποιημένος, δεδομένου όμως ότι οι σπουδές στην ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο που οδήγησαν στην απόκτηση του ως άνω αναφερόμενου σχετικού διπλώματος ή τίτλου άρχισαν πριν από ή κατά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 1992 - 1993· και
(β) η φοίτηση έγινε στην Κύπρο ή αλλού, δεδομένου ότι η περίοδος σπουδών που οδήγησε στην απόκτηση του διπλώματος ή τίτλου άρχισε πριν από τις 29 Σεπτεμβρίου, 1989.»
Σημειώνεται ότι, με το Ν. 69(Ι)/96, τροποποιητικό νόμο, το ακαδημαϊκό έτος για τους σκοπούς του Άρθρου 3(α) μετατίθεται σε εκείνο του 1997 - 1998.
Το ερώτημα, το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο η διάκριση, η οποία γίνεται στο χρόνο απόκτησης των αντίστοιχων προσόντων, πλήττει την αρχή της ισότητας. Από την κρίση του θέματος εξαρτάται το παραδεκτό της υποψηφιότητας του εφεσίβλητου για διορισμό σε θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στη Δημοτική Εκπαίδευση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η διάκριση παραβιάζει την αρχή της ισότητας, εφόσον αυτή δεν εδράζεται σε, ή δε συναρτάται με οποιαδήποτε βάσιμη διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών προσόντων.
Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κρίθηκε μεμπτή και, κατ' επέκταση, ακυρώθηκε, εστιάζεται στην αποδοχή της υποψηφιότητας ενός των ενδιαφερομένων προσώπων, το οποίο απέκτησε τα προσόντα του βάσει του Άρθρου 3(β) του Νόμου, αλλά, όπως και ο εφεσίβλητος, σε ημερομηνία μεταγενέστερη του 1989. Τοιουτοτρόπως, παραβιάστηκε, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που αποτελεί την άλλη πτυχή της αρχής της ισότητας.
Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου καταλήγει ότι, σε καμιά από τις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις, δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας. Διάφορη είναι η δική μου θέση. Συμφωνώ με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας και στις δύο περιπτώσεις. Παρακάτω, εξηγώ τους λόγους μου.
1. Το Άρθρο 28 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ισότητα σ' όλη της την έκταση στον πολιτειακό και τον κοινωνικό χώρο. Επιβάλλει την ισονομία και την ίση μεταχείριση των πολιτών ως θεμελιώδη υποχρέωση της πολιτείας, αποκλειομένης κάθε μορφής διάκρισης.
2. Πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών του Άρθρου 28 του Συντάγματος, ρίπτει φως στην εμβέλεια και στο πεδίο εφαρμογής του.
Αποκλείονται διακρίσεις που στερούνται λογικού ερείσματος - (βλ. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640· Demetrios PapaDemetriou v. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers (1966) 3 C.L.R. 671). Αποκλείεται κάθε μορφή αυθαίρετης διάκρισης στη ρύθμιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως και στη μεταχείρισή του.
3. Όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε, το Άρθρο 28 του Συντάγματος εισάγει την Αριστοτελική έννοια της ισότητας - (βλ. Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928 και Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 127).
4. Κριτήριο για το αποδεκτό ή μη της διαφορετικότητας νομικών ρυθμίσεων είναι η ύπαρξη ή μη ομοιογένειας μεταξύ των αντικειμένων και υποκειμένων του δικαίου στις δύο περιπτώσεις. Αποκλείεται η διάκριση μεταξύ ομοιογενών υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου όσο και η εξομοίωση των ανομοιογενών υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου - (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ.2) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1931· Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119, 129-130· Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, (απόφαση Ολομέλειας)· Δημοκρατία ν. Χαραλαμπίδη (2001) 3 Α.Α.Δ. 620).
Δείκτη για τον προσδιορισμό της ομοιογένειας αποτελεί η ουσία των πραγμάτων και όχι η εμφάνιση ή η αρίθμησή τους - (βλ. Republic (Ministry of Finance) v. Nishan Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294, 298-299· Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ. 2), (ανωτέρω), 1938, 1939).
Μπορεί να σημειωθεί ότι η αρχή της ισότητας, όπως έχει δικαστικά ερμηνευθεί, αντανακλάται και στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), του οποίου το Άρθρο 38(3) προβλέπει:-
«Η ίση μεταχείριση των ανίσων είναι το ίδιο απαράδεκτη με την άνιση μεταχείριση των ίσων.»
Ερώτημα:
Υπάρχει, στην προκείμενη περίπτωση, ομοιογένεια μεταξύ των κατηγοριών των προσόντων που κτώνται βάσει του Άρθρου 3(α), αφενός, και 3(β) του Νόμου, αφετέρου, καθώς και των υποκειμένων του δικαίου, δηλαδή εκείνων οι οποίοι απέκτησαν τα προσόντα;
Η απάντηση είναι θετική. Η ομοιογένεια μεταξύ τους προκύπτει από το γεγονός ότι τα προσόντα, τα οποία κτώνται και στις δύο περιπτώσεις, αναγνωρίζονται από τις χώρες, στις οποίες λειτουργούν οι πανεπιστημιακές σχολές ή τα ιδρύματα που τα παρέχουν. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι παραδεκτή φοίτηση για την απόκτηση των προσόντων σε ιδρύματα στην Κύπρο.
Ερωτάται:-
Το γεγονός ότι η φοίτηση γίνεται στην περίπτωση (α) μερικώς στην Κύπρο, που μπορεί θεωρητικά να φτάνει και το 95% του συνόλου της, και στην περίπτωση (β) εξ' ολοκλήρου στην Κύπρο, θέτει τις δύο περιπτώσεις σε ξεχωριστές κατηγορίες; Και οι δύο κατηγορίες έχουν ως κοινό παρονομαστή την παροχή ακαδημαϊκών προσόντων από ιδρύματα ξένων χωρών και την αναγνώρισή τους από τις χώρες στις οποίες εκδίδονται. Επομένως, οι δύο περιπτώσεις είναι ομοιογενείς.
Τα κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο χωρεί, κατά λογική συνέπεια, διάκριση μεταξύ των δύο, κατά τα άλλα, ομοιογενών κατηγοριών υποκειμένων και αντικειμένων του νόμου, με αναφορά -
(α) στην ημερομηνία κτήσης των προσόντων· και
(β) στη διάρκεια της φοίτησης στην Κύπρο.
Κατά την κρίση μου, δε χωρεί διάκριση. Ως προς το χρόνο, η διάκριση είναι ολότελα αυθαίρετη. Το ουσιώδες, και στις δύο περιπτώσεις, είναι ότι το πτυχίο ή ο τίτλος εκδίδεται από αναγνωρισμένη σχολή ξένης χώρας. Δε στοιχειοθετείται, ούτε πιθανολογείται διαφορά μεταξύ των προσόντων, ανάλογα με το χρόνο που εκδόθηκαν. Για ανάλογους λόγους, απουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο να διακρίνει τη φύση ή την υπόσταση των πτυχίων ή των τίτλων, ανάλογα με τη διάρκεια της εκπαίδευσης για την κτήση τους στην Κύπρο. Ό,τι προέχει, και στις δύο περιπτώσεις, είναι η παροχή του τίτλου, του πτυχίου ή του διπλώματος από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σχολή ξένης χώρας. Δεν υφίσταται οτιδήποτε, το οποίο να καταδεικνύει ότι υπάρχει διαφορά στο επίπεδο των σπουδών, ανάλογα με τη διάρκεια της φοίτησης στην Κύπρο, για την απόκτηση του σχετικού ακαδημαϊκού προσόντος.
Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο η απόφαση κρίθηκε τρωτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι και πάλιν παραδεκτός. Ο λόγος έγκειται σε τούτο: Η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά για την κρίση των προσόντων των υποψηφίων· μεταχειρίζεται τους υποψηφίους κατ' άνισο τρόπο, κατά παράβαση του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος καθιστά αυτοτελή λόγο ακύρωσης διοικητικών αποφάσεων την αντίθεσή τους προς το Σύνταγμα.
Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι, στην κυριολεξία, αντισυνταγματική. Παρά το ότι ο εφεσίβλητος και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ευρίσκοντο στην ίδια θέση, σε σχέση με το χρόνο κτήσης των προσόντων τους και τη φοίτησή τους στην Κύπρο, οι δύο υποψήφιοι έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης, κατά παράβαση του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος.
Για τους λόγους που έχω εκθέσει, θα απέρριπτα την έφεση μετ' εξόδων.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα κατά πλειοψηφία.