ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 935
12 Νοεμβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΣΟΥΒΛΑΚΙΑ - ΓΥΡΟΣ «ΚΡΗΤΙΚΟΣ» ΛΤΔ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2880)
Φορολογία Εισοδήματος ― Δέουσα έρευνα και αιτιολογία ― Υποχρέωση διοικουμένου να προσκομίσει όλα τα στοιχεία και πληροφορίες στον Έφορο για απόδειξη των λογαριασμών του ― Η έρευνα του Εφόρου στην απουσία τέτοιας πληροφόρησης, ήταν ενδελεχής και η αιτιολογία πλήρης.
Η εφεσείουσα προσέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος να της επιβάλει τελικές φορολογίες για τα έτη 1992-1994.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Σύμφωνα με τη νομολογία, ο φορολογούμενος έχει νομική υποχρέωση να δίδει στον Έφορο πλήρη στοιχεία και να υποβάλλει αληθείς και τεκμηριωμένους λογαριασμούς. Στην προκείμενη περίπτωση ο Έφορος (εφεσίβλητος), αφού μελέτησε τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν, τα λογιστικά βιβλία και τα δικαιολογητικά της εφεσείουσας, διαπίστωσε ότι οι λογαριασμοί της δεν ήταν πλήρεις και τεκμηριωμένοι. Κατόπιν τούτου, προσπάθησε επανειλημμένα να εξασφαλίσει από την εφεσείουσα βασικές και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τον καθημερινό τρόπο εργασίας της επιχείρησης, την ποσότητα γύρου που έψηνε καθημερινά, την απώλεια βάρους του κρέατος κατά το ψήσιμο, την περιεκτικότητα της κάθε πίτας σε κρέας κτλ. Η εφεσείουσα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Μέσω του Διευθυντή της, δήλωνε στερεότυπα είτε άγνοια των ζητουμένων στοιχείων και πληροφοριών, είτε αδυναμία να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της. Η εφεσείουσα, όπως ορθά παρατήρησε ο πρωτόδικος Δικαστής, δεν μπορεί να επικαλείται την ανικανότητά της να δώσει στοιχεία ως λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης ως αυθαίρετης ή πεπλανημένης. Εφόσον οι λογαριασμοί και τα στοιχεία που δόθηκαν από την εφεσείουσα δεν ήσαν ικανοποιητικά, και δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την εξακρίβωση των πραγματικών της εισοδημάτων, ήταν εύλογα επιτρεπτό για τον εφεσίβλητο να υπολογίσει το ποσοστό μεικτού κέρδους στηριζόμενος στη δική του έρευνα. Με αποτέλεσμα, αν και η έρευνά του απέδειξε το μεικτό κέρδος σε 54%, εν τούτοις, κατά τον υπολογισμό των φορολογιών, να καθορίσει το μεικτό αυτό κέρδος σε 45%. Πρόσθετα, εφόσον η εφεσείουσα δεν τεκμηρίωσε τους λογαριασμούς της και παρέλειψε να δώσει τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες, η απόφαση του εφεσίβλητου να μην της παραχωρήσει οποιαδήποτε έκπτωση ήταν, επίσης, εύλογα επιτρεπτή.
Όσον αφορά το λόγο έφεσης ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, στο κείμενό της προκύπτει πλήρης και επαρκής αιτιολογία, με όλα τα αναγκαία στοιχεία για το δικαστικό έλεγχο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846,
Δημοκρατία v. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (ΡΡ) Λτδ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 356,
Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις «ΟΚΑΠΙ» Λτδ v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 620/97) ημερομηνίας 17/6/99 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόρριψης των ενστάσεων τις οποίες υπέβαλε και της επιβολής σ' αυτήν τελικών Ειδοποιήσεων Επιβολής Φορολογίας Φόρου Εισοδήματος Έκτακτης Εισφοράς και Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Ε. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ασκεί επιχείρηση ψησταριάς για γύρο και σουβλάκια σε πίτες. Μέσω εγκεκριμένου ελεγκτή, υπέβαλε δηλώσεις εισοδήματος και εξελεγμένους λογαριασμούς για τα επίδικα φορολογικά έτη 1992, 1993 και 1994. Δεν υπέβαλε δηλώσεις Έκτακτης Εισφοράς για τις επίδικες τριμηνίες ούτε δηλώσεις Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα για τις επίδικες εξαμηνίες, αν και υπήρχαν σχετικοί προσδιορισμοί εισοδήματος στους εξελεγμένους λογαριασμούς της.
Αφού μελέτησε τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν, ο εφεσίβλητος, με επιστολή του προς την εφεσείουσα, ζήτησε να εξετάσει, στις 6.11.1996, τα λογιστικά βιβλία και τα δικαιολογητικά της για την περίοδο από 2.8.1991 μέχρι 31.12.1994. Προς το σκοπό αυτό, στις 6.11.1996, εκπρόσωποι του εφεσίβλητου παρέλαβαν από το Διευθυντή της εφεσίβλητης τα λογιστικά βιβλία και δικαιολογητικά των ετών 1992 έως 1994. Αργότερα, στις 13.1.1997, οι ίδιοι εκπρόσωποι του εφεσίβλητου, σε συνάντησή τους με το Διευθυντή της εφεσίβλητης, στην παρουσία του ελεγκτή της, ζήτησαν από το Διευθυντή συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τον καθημερινό τρόπο εργασίας της επιχείρησης, την ποσότητα γύρου που έψηνε καθημερινά, την απώλεια βάρους του κρέατος κατά το ψήσιμο, την περιεκτικότητα της κάθε πίτας σε κρέας κτλ., ώστε να μπορεί να επιβεβαιωθεί η ορθότητα του ύψους του ποσοστού μεικτού κέρδους που παρουσίαζαν οι λογαριασμοί που υπέβαλε η εφεσείουσα. Ο Διευθυντής δεν μπόρεσε να δώσει αυτές τις πληροφορίες για το λόγο ότι, όπως ισχυρίστηκε, ουδέποτε έκανε τέτοιους υπολογισμούς και μετρήσεις.
Ακολούθως, ο εφεσίβλητος προχώρησε και επέβαλε στην εφεσείουσα φορολογία Φόρου Εισοδήματος, Έκτακτης Εισφοράς και Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα.
Στις 27.1.1997 και 24.2.1997 η εφεσείουσα υπέβαλε, μέσω του ελεγκτή της, ενστάσεις εναντίον των φορολογιών, ισχυριζόμενη ότι αυτές ήταν αποτέλεσμα κακού υπολογισμού και αυθαιρεσίας.
Στις 17.2.1997 πραγματοποιήθηκε νέα συνάντηση εκπροσώπου του εφεσίβλητου με το Διευθυντή της εφεσείουσας και τον ελεγκτή της κατά την οποία ζητήθηκαν εκ νέου πληροφορίες για τον τρόπο εργασίας της επιχείρησης προς το σκοπό καθορισμού του μεικτού κέρδους. Ο Διευθυντής, όμως, της εφεσείουσας και πάλι δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Κατόπιν τούτου, ο εκπρόσωπος του εφεσίβλητου πληροφόρησε προφορικά το Διευθυντή, όπως και τον ελεγκτή της εφεσείουσας, ότι (α) σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε από δικές του έρευνες το ύψος του ποσοστού μεικτού κέρδους που πραγματοποιούσε η εφεσείουσα ήταν μεγαλύτερο από εκείνο που παρουσίαζαν οι λογαριασμοί που υποβλήθηκαν (β) από τον έλεγχο που διεξήγαγε εντόπισε: (ι) μη καταχωρημένες πωλήσεις στα βιβλία του 1992, (ιι) πιστωτικά υπόλοιπα ταμείου σε όλα τα υπό εξέταση έτη και θεωρεί (ιιι) σαν ημερομηνία έναρξης των εργασιών της εφεσείουσας την 2.8.1991 και όχι την 1.1.1992, όπως ο ισχυρισμός του ελεγκτή της.
Στις 25.2.1997 ο εφεσίβλητος απέστειλε στην εφεσείουσα επιστολή με την οποία της παρέθεσε γραπτώς τις διαπιστώσεις του. Το σχετικό απόσπασμα της επιστολής είχε ως εξής:
«1. Οι εγγραφές στα λογιστικά σας βιβλία αρχίζουν από 1/1/92 αντί της 2/8/91 που είναι η ημερομηνία εγγραφής της εταιρείας σας και η έναρξη των εργασιών της, σύμφωνα και με την επιστολή του ελεγκτή σας ημερ. 22/7/92.
2. ι) Σε όλα τα υπό εξέταση χρόνια παρουσιάζονται πιστωτικά υπόλοιπα ταμείου.
ιι) Στο λογαριασμό πωλήσεων του 1992 δεν έχουν συμπεριληφθεί οι πωλήσεις για τις 6/4, 1/7, 1/10, 2/10, 3/10 και 2/11.
ιιι) Ενώ σύμφωνα με τις κορδέλλες "Ζ" της ταμειακής μηχανής το άρθροισμα των πωλήσεων για τον μήνα Οκτώβριο του 1992 ήταν £7.505,80 στα βιβλία φαίνονται £6.745,64.
3. Οι λειτουργοί του τμήματος από την αρχή του επιτόπιου ελέγχου καθώς και στις συναντήσεις που ακολούθησαν ζήτησαν από τον κ. Κ. Μαυράκη να τους εξηγήσει τον τρόπο εργασίας σας για να μπορέσουν να επιβεβαιώσουν την ορθότητα του ύψους του ποσοστού Μικτού Κέρδους που παρουσιάζουν οι λογαριασμοί σας. Επειδή δεν τους δόθηκαν οι απαιτούμενες πληροφορίες, αναγκάστηκαν να τις εξασφαλίσουν από άλλες πηγές. Αφού έλαβαν υπόψη τις αγορές και πωλήσεις της επιχείρησής σας, εφάρμοσαν τις πληροφορίες αυτές και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ύψος του ποσοστού Μικτού Κέρδους που θα έπρεπε να δείχνουν οι λογαριασμοί σας ανέρχεται σε 54%.
Παρακαλώ όπως μέσα σε 15 μέρες από σήμερα έχω τεκμηριωμένες τις απόψεις/εισηγήσεις σας για όσα αναφέρονται πιο πάνω, διαφορετικά θα αναγκαστώ να βεβαιώσω τις υπό ένσταση φορολογίες σας, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου.".
Στις 11.4.1997 πραγματοποιήθηκε νέα συνάντηση μεταξύ εκπροσώπων του εφεσίβλητου, του Διευθυντή της εφεσείουσας και του ελεγκτή της. Ο τελευταίος παρέδωσε δύο επιστολές ημερομηνίας 7.3.1997 και 10.3.1997 που αποτελούσαν απάντηση στην επιστολή του εφεσίβλητου ημερομηνίας 25.2.1997.
Αφού μελέτησε τις επιστολές της 7.3.1997 και 10.3.1997, ο εφεσίβλητος προσπάθησε και πάλι, χωρίς όμως αποτέλεσμα, να εξασφαλίσει από το Διευθυντή της εφεσείουσας τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο εργασίας της επιχείρησης. Τελικά, μετά από εξέταση της όλης υπόθεσης, ο εφεσίβλητος απέρριψε τις ενστάσεις και απέστειλε στην εφεσείουσα τελικές Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας Φόρου Εισοδήματος, Έκτακτης Εισφοράς και Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα μαζί με συνοδευτική επιστολή ημερομηνίας 29.5.1997, ως εξής:
«Αναφέρομαι στους λογαριασμούς της εταιρείας σας για τα έτη 1992-1994, στον έλεγχο των λογιστικών της βιβλίων για τα πιο πάνω έτη, στις ενστάσεις που υποβλήθηκαν κατά των φορολογιών του εισοδήματος σας για τα φορολογικά έτη 1992-1994, τις φορολογίες της Έκτακτης Εισφοράς για τους Πρόσφυγες για τις τριμηνίες 1/92 και 2/92 και στις φορολογίες της Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα για τις εξαμηνίες 1/92-4/94, στην επιστολή σας με ημερ. 25/2/97 με την οποία σας παραθέταμε τις διαπιστώσεις μας από τον επιτόπιο έλεγχο που διεξήχθη καθώς και στη συνάντηση που είχαμε στις 11/4/97 στην παρουσία του ελεγκτή σας και σας πληροφορώ ότι, αφού δεν είναι δυνατό να καταλήξουμε σε συμφωνία, αποφάσισα να βεβαιώσω τις πιο πάνω φορολογίες τροποποιώντας τους προσδιορισμούς φορολογητέου εισοδήματος που υποβάλατε, όπως φαίνεται πιο κάτω:
2. Προσδιορισμός Φορολογητέου Εισοδήματος
Φορολογικό Έτος 1992 1993 1994
Κέρδος (Ζημιά) ως ο προσδιορισμός £ (697) 3439 (1850)
Πλέον: Επιπρόσθετο Εισόδημα 11631 11238 15275
Ετήσια Φθορά 441 469 1180
_____ _____ _____
11375 15146 14605
Μείον: Έκτακτη Εισφορά 156 - -
_____ _____ _____
Αναθεωρημένο Εισόδημα £11219 15146 14605
==== ==== ====
3. Συμπληρωματικές Πληροφορίες
α) Οι επεξηγήσεις/δικαιολογίες που δίνει ο ελεγκτής σας στην επιστολή του ημερ. 12/4/97 όσον αφορά τα πιστωτικά υπόλοιπα του Ταμείου είναι αόριστοι και ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί και δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.
β) Καμιά απάντηση δεν έχει δοθεί στις διαπιστώσεις μας όπως αναφέρονται στις παραγράφους 2(ιι) και 2(ιιι) της επιστολής μας ημερ. 25/2/97.
γ) Ο κ. Κωνσταντίνος Μαυράκης, μέτοχος και διευθυντής της εταιρείας σας, κατά τη διάρκεια των συναντήσεων που είχε με λειτουργούς του Τμήματος, απέφυγε να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις που του υπέβαλαν με σκοπό να επιβεβαιώσουν το ύψος του ποσοστού μικτού κέρδους που πραγματοποιεί η επιχείρησή σας. Καμιά απάντηση επίσης δεν δόθηκε όταν σας γνωστοποιήθηκε με την παράγραφο 3 της επιστολής σας ημερ. 25/2/97 ότι από έρευνα που διεξήγαγαν οι λειτουργοί του Τμήματος κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ύψος του ποσοστού μικτού κέρδους που έπρεπε να παρουσιάζουν οι λογαριασμοί σας ήταν 54%. Ακόμα και κατά την τελευταία συνάντηση που είχαμε στις 11/4/97 ο κ. Κ. Μαυράκης και πάλι δεν έδωσε οποιαδήποτε συγκεκριμένη πληροφορία για τον τρόπο εργασίας της εταιρείας σας σε σχέση με το ποσοστό μικτού κέρδους.
δ) Παρά τα όσα αναφέρονται πιο πάνω και μετά από πλήρη επανεξέταση τόσο των στοιχείων που το Γραφείο είχε ήδη συγκεντρώσει από άλλες πηγές όσο και συνδιάζοντας αυτά με στοιχεία που συγκέντρωσαν μόνοι τους οι λειτουργοί του Τμήματος και αφορούν τον τρόπο εργασίας της δικής σας επιχείρησης και με πρόθεση να μην σας αδικήσω, έχω καθορίσει το ύψος του ποσοστού του μικτού κέρδους της επιχείρησής σας στο 45% και έχω υπολογίσει τα επιπρόσθετα εισοδήματα για τα έτη 1992, 1993 και 1994 σε £11.631, £11.238 και £15.275 αντίστοιχα.
ε) Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα, έχω αποφασίσει να μην σας παραχωρήσω κεφαλαιουχικές εκπτώσεις σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 48 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978-1995.».
Η απόφαση αυτή του εφεσίβλητου προσβλήθηκε με την προσφυγή η απορριπτική απόφαση στην οποία είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.
Ως λόγοι έφεσης προβάλλονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρξε δέουσα έρευνα εκ μέρους του εφεσίβλητου και ότι εσφαλμένα θεώρησε ότι η αδυναμία της εφεσείουσας να δώσει τα στοιχεία που της ζητήθηκαν, και που δεν μπορούσαν να δοθούν, συνιστούσε κενό πληροφόρησης ή παροχής διευκρινίσεων, που καθιστούσε αδύνατη την εξακρίβωση των εισοδημάτων της εφεσείουσας, ώστε να ήταν εύλογο για τον εφεσίβλητο να υπολογίσει το ποσοστό μεικτού κέρδους συγκεντρώνοντας στοιχεία από άλλες πηγές και αιτιολογώντας την απόφασή του στηριζόμενος στα εν λόγω στοιχεία.
Οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με τη νομολογία, ο φορολογούμενος έχει νομική υποχρέωση να δίδει στον Έφορο πλήρη στοιχεία και να υποβάλλει αληθείς και τεκμηριωμένους λογαριασμούς. (Βλέπε, Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846 και Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (ΡΡ) Λτδ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 356). Στην προκείμενη περίπτωση ο Έφορος (εφεσίβλητος), αφού μελέτησε τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν, τα λογιστικά βιβλία και τα δικαιολογητικά της εφεσείουσας, διαπίστωσε ότι οι λογαριασμοί της δεν ήταν πλήρεις και τεκμηριωμένοι. Κατόπιν τούτου, προσπάθησε επανειλημμένα να εξασφαλίσει από την εφεσείουσα βασικές και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τον καθημερινό τρόπο εργασίας της επιχείρησης, την ποσότητα γύρου που έψηνε καθημερινά, την απώλεια βάρους του κρέατος κατά το ψήσιμο, την περιεκτικότητα της κάθε πίτας σε κρέας κτλ. Η εφεσείουσα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Μέσω του Διευθυντή της, δήλωνε στερεότυπα είτε άγνοια των ζητουμένων στοιχείων και πληροφοριών, είτε αδυναμία να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της. Η εφεσείουσα, όπως ορθά παρατήρησε ο πρωτόδικος Δικαστής, δεν μπορεί να επικαλείται την ανικανότητά της να δώσει στοιχεία ως λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης ως αυθαίρετης ή πεπλανημένης. Εφόσον οι λογαριασμοί και τα στοιχεία που δόθηκαν από την εφεσείουσα δεν ήσαν ικανοποιητικά, και δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την εξακρίβωση των πραγματικών της εισοδημάτων, ήταν εύλογα επιτρεπτό για τον εφεσίβλητο να υπολογίσει το ποσοστό μεικτού κέρδους στηριζόμενος στη δική του έρευνα. Με αποτέλεσμα, αν και η έρευνά του απέδειξε το μεικτό κέρδος σε 54%, εν τούτοις, κατά τον υπολογισμό των φορολογιών, να καθορίσει το μεικτό αυτό κέρδος σε 45%. Πρόσθετα, εφόσον η εφεσείουσα δεν τεκμηρίωσε τους λογαριασμούς της και παρέλειψε να δώσει τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες, η απόφαση του εφεσίβλητου να μην της παραχωρήσει οποιαδήποτε έκπτωση ήταν, επίσης, εύλογα επιτρεπτή. (Βλέπε, Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις «ΟΚΑΠΙ» Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48).
Όσον αφορά το λόγο έφεσης ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, παραπέμπουμε στο κείμενό της, που παραθέσαμε πιο πάνω, απ΄ όπου προκύπτει πλήρης και επαρκής αιτιολογία, με όλα τα αναγκαία στοιχεία για το δικαστικό έλεγχο.
Η έφεση απορρίπτεται με £500 έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.