ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 76
12 Φεβρουαρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ALPHA PROPERTIES & INVESTMENTS LTD,
Εφεσείoντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2686)
Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Εμπορία γης ― Έννοια του εμπορικού κέρδους ― Κριτήρια ― Η κάθε περίπτωση κρίνεται με τα δικά της περιστατικά ― Εύλογη η απόφαση του Εφόρου, να κρίνει πως το κέρδος ήταν εμπορικό υπό τις περιστάσεις.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Σε φορολογικές υποθέσεις ― Έλεγχος νομιμότητας ― Το δικαστήριο δεν υποκαθιστά την δική του κρίση, στην κρίση του Εφόρου.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Η κρίση περί την ορθότητα της διοικητικής απόφασης, γίνεται βάσει των δεδομένων ενώπιον του διοικητικού οργάνου και όχι βάσει ισχυρισμών που τίθενται εκ των υστέρων.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή του απορριπτικού αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, αναφορικά με προσφυγή τους κατά της απόφασης του εφεσίβλητου Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, να τους επιβάλει φορολογία εισοδήματος για τα έτη 1981 και 1982.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Τα κριτήρια που αναγνωρίστηκαν από τη νομολογία, ούτε καθοριστικά, ούτε εξαντλητικά είναι. Μερικά από τα κριτήρια είναι το αντικείμενο της περιουσίας, η χρονική περίοδος της ιδιοκτησίας, η συχνότητα παρόμοιων πράξεων, η συμπληρωματική εργασία που γίνεται σχετικά με την περιουσία που πωλείται, οι περιστάσεις που υπαγόρευσαν την πώληση, το κίνητρο, η γνώση του ιδιοκτήτη και το πώς χρησιμοποιήθηκε το προϊόν της πώλησης (βλέπε Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346). Τα κριτήρια δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι καθοριστικό. Κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της γεγονότα και περιστατικά.
2. Η δικαιοδοσία που παρέχεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος είναι περιορισμένη στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Η νομιμότητα ελέγχεται με αναφορά στις εξουσίες που δίδονται από το νόμο στη διοίκηση, τον τρόπο της άσκησης των εξουσιών από αυτήν και την ορθότητα των γεγονότων πάνω στα οποία βασίστηκε. Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659, 668, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αναλαμβάνει διοικητικές ευθύνες, εγχείρημα που ούτως ή άλλως απαγορεύεται από την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών που διέπει το Σύνταγμά μας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να εισέλθει στην ουσία της φορολογίας και να αντικαταστήσει την απόφαση του Εφόρου με τη δική του. Μπορεί μόνο να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξης και να βεβαιωθεί ότι η διοίκηση δεν υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας της. Αν η απόφαση ήταν εύλογα ανοικτή στο διοικητικό όργανο, τότε το δικαστήριο θα πρέπει να την επικυρώσει, έστω κι αν το ίδιο αν αποφάσιζε πρωτογενώς, δυνατόν να κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή και αιτιολόγησε το πιο πάνω συμπέρασμα με αναφορά σε συγκεκριμένα κριτήρια. Κανένα από τα κριτήρια αυτά δεν μπορεί να απομονωθεί. Η απόφαση του Εφόρου βασίστηκε σε αριθμό κριτηρίων, το υπόβαθρο των οποίων ήταν ορθό. Έτσι η απόφαση ήταν εύλογα ανοικτή. Η εταιρεία είναι κτηματική με την έννοια ότι οι βασικοί της σκοποί είναι η διαχείριση, εμπορία και γενικά η διεξαγωγή οιασδήποτε εργασίας ή επιχείρησης που έχει σχέση με πάσης φύσεως ακίνητη περιουσία. Η φύση των σκοπών της αντανακλάται ακόμα και στην επωνυμία της. Επίσης σημειώνεται ότι οι όροφοι που πωλήθηκαν αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό της όλης οικοδομής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, ούτε στο καταστατικό της εταιρείας, αλλά ούτε και σε οποιοδήποτε άλλο κριτήριο έδωσε υπέρμετρη σημασία. Αντίθετα φαίνεται ότι, λαμβάνοντας υπ' όψιν αριθμό κριτηρίων, κατέληξε ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή.
3. Άνευ σημασίας είναι η αναφορά στη γραπτή αγόρευση των εφεσίβλητων για αγορά μετοχών με το προϊόν της πώλησης του ακίνητου. Η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται αν είναι ορθή ή όχι από το σύνολο των στοιχείων που το αποφασίζον όργανο, στην παρούσα περίπτωση ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος, έλαβε υπ' όψιν και όχι με βάση τα όσα μπορεί να λεχθούν αργότερα. Το σφάλμα αυτό που εν πάση περιπτώσει διορθώθηκε με δήλωση στο Δικαστήριο ημερ. 20.7.1998 ότι όλα τα χρήματα διατέθηκαν για την ανέγερση του κτιρίου, δεν επιδρά καθ' οιονδήποτε τρόπο στην εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, γιατί δεν αποδεικνύει πλάνη του αποφασίζοντος οργάνου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κτηματική Εταιρεία Α. Χ'Σάββα Λτδ v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 593,
Amani Enterprises (Houses) Ltd v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 1041,
Pitsiakkos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1700,
Δημοκρατία v. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346,
Δρουσιώτης v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15,
Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659.
Έφεση.
Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 299/95), ημερομηνίας 20/7/98, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους εναντίον επιβολής φορολογίας εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς κατόπιν υπολογισμού του κέρδους το οποίο απεκόμισαν από την πώληση δύο ορόφων πολυκατοικίας ως εμπορικού.
Γ. Κολοκασίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-αιτητές είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Σε συγκεκριμένο τεμάχιο που της δωρήθηκε από τη σύμβουλο και μέτοχό της Νέδη Κολοκασίδου, η εταιρεία ανήγειρε πολυκατοικία. Το 1981 και πριν συμπληρωθεί η ανέγερση της πολυκατοικίας οι εφεσείοντες πώλησαν δύο ορόφους, που αποτελούσαν το 26% της όλης οικοδομής.
Ύστερα από δηλώσεις εισοδήματος που υποβλήθηκαν για τα φορολογικά έτη 1981 και 1982, ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος (στο εξής "ο Έφορος"), πληροφόρησε στις 29.12.1987 τους εφεσείοντες ότι θεωρούσε το κέρδος από την πώληση των δύο ορόφων εμπορικό. Ένσταση που υποβλήθηκε απορρίφθηκε και τελικά επιβλήθηκε στους εφεσείοντες φορολογία εισοδήματος και έκτακτη εισφορά.
Η προσφυγή που ασκήθηκε εναντίον της επιβολής φορολογίας απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο γιατί κρίθηκε ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή και μέσα στα κριτήρια που τέθηκαν από τη νομολογία. Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αμφισβητήθηκαν με την παρούσα έφεση.
Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι η εταιρεία των εφεσειόντων είναι κτηματική. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η συγκεκριμένη πώληση ήταν η μόνη πώληση στην οποία προέβη η εταιρεία και ότι η εμπορία γης δεν ήταν μία από τις δραστηριότητές τους. Είναι η θέση τους ότι η αναφορά του Δικαστηρίου στους σκοπούς της εταιρείας όπως εμφαίνονται στο ιδρυτικό έγγραφο, καθώς και η αναφορά ότι είχαν ως πρόθεση το κέρδος, εσφαλμένα απετέλεσαν τη βάση της απόφασής του. Ισχυρίζονται επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπ' όψιν ότι χρησιμοποίησαν το προϊόν της πώλησης εξ ολοκλήρου για κάλυψη μέρους του κόστους ανέγερσης του κτιρίου και ότι εσφαλμένα δεν δέκτηκε ότι οι εφεσίβλητοι διατελούσαν σε πλάνη περί τα πράγματα, γιατί στη δικαστική διαδικασία επικαλέστηκαν διαφορετική αιτιολογία από αυτή που ανάφεραν κατά τη λήψη της αρχικής απόφασης. Συγκεκριμένα επισημαίνεται ότι οι εφεσίβλητοι στη γραπτή τους αγόρευση ανέφεραν εσφαλμένα ότι με το προϊόν της πώλησης του ορόφου οι εφεσείοντες αγόρασαν μετοχές, ενώ στην πραγματικότητα, όπως και οι ίδιοι παραδέκτηκαν σε δήλωσή τους στο Δικαστήριο στις 20.7.1998, όλα τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του κτιρίου. Οι εφεσείοντες, αφού ισχυρίζονται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν ήταν αιτιολογημένη, καταλήγουν ότι κακώς κρίθηκε ότι η απόφαση των εφεσίβλητων ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αναφέρεται σε αριθμό κριτηρίων που η νομολογία αναγνώρισε για να αποφασιστεί κατά πόσο πράξη συνιστά ή όχι εμπορία γης (βλέπε Κτηματική Εταιρεία Α. Χ" Σάββα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 593, Αmani Enterprises (Houses) Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1041 και Pitsiakkos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1700). Τα κριτήρια αυτά ούτε καθοριστικά ούτε εξαντλητικά είναι. Μερικά από τα κριτήρια είναι το αντικείμενο της περιουσίας, η χρονική περίοδος της ιδιοκτησίας, η συχνότητα παρόμοιων πράξεων, η συμπληρωματική εργασία που γίνεται σχετικά με την περιουσία που πωλείται, οι περιστάσεις που υπαγόρευσαν την πώληση, το κίνητρο, η γνώση του ιδιοκτήτη και το πώς χρησιμοποιήθηκε το προϊόν της πώλησης (βλέπε Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346). Τα κριτήρια δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι καθοριστικό. Κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της γεγονότα και περιστατικά (Δρουσιώτης ν. Republic (1967) 3 C.L.R. 15).
Το πρωτόδικο δικαστήριο απαριθμεί τα κριτήρια που το έπεισαν ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογη. Ήταν ότι οι εφεσείοντες είναι κτηματική εταιρεία της οποίας ένας από τους κύριους σκοπούς είναι η εμπορία ακίνητης περιουσίας και ότι το συγκεκριμένο μέρος του ακίνητου πωλήθηκε μετά την έναρξη εργασιών για ανάπτυξή του.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η δικαιοδοσία που παρέχεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος είναι περιορισμένη στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Η νομιμότητα ελέγχεται με αναφορά στις εξουσίες που δίδονται από το νόμο στη διοίκηση, τον τρόπο της άσκησης των εξουσιών από αυτήν και την ορθότητα των γεγονότων πάνω στα οποία βασίστηκε. Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659, 668, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αναλαμβάνει διοικητικές ευθύνες, εγχείρημα που ούτως ή άλλως απαγορεύεται από την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών που διέπει το Σύνταγμά μας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να εισέλθει στην ουσία της φορολογίας και να αντικαταστήσει την απόφαση του Εφόρου με τη δική του. Μπορεί μόνο να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξης και να βεβαιωθεί ότι η διοίκηση δεν υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας της. Αν η απόφαση ήταν εύλογα ανοικτή στο διοικητικό όργανο, τότε το δικαστήριο θα πρέπει να την επικυρώσει, έστω κι αν το ίδιο αν αποφάσιζε πρωτογενώς, δυνατόν να κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
Μέσα στο πιο πάνω πνεύμα κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή και αιτιολόγησε το πιο πάνω συμπέρασμα με αναφορά σε συγκεκριμένα κριτήρια. Κανένα από τα κριτήρια αυτά δεν μπορεί να απομονωθεί. Η απόφαση του Εφόρου βασίστηκε σε αριθμό κριτηρίων, το υπόβαθρο των οποίων ήταν ορθό. Έτσι η απόφαση ήταν εύλογα ανοικτή. Η εταιρεία είναι κτηματική με την έννοια ότι οι βασικοί της σκοποί είναι η διαχείριση, εμπορία και γενικά η διεξαγωγή οιασδήποτε εργασίας ή επιχείρησης που έχει σχέση με πάσης φύσεως ακίνητη περιουσία. Η φύση των σκοπών της αντανακλάται ακόμα και στην επωνυμία της. Επίσης σημειώνεται ότι οι όροφοι που πωλήθηκαν αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό της όλης οικοδομής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, ούτε στο καταστατικό της εταιρείας, αλλά ούτε και σε οποιοδήποτε άλλο κριτήριο έδωσε υπέρμετρη σημασία. Αντίθετα φαίνεται ότι, λαμβάνοντας υπ' όψιν αριθμό κριτηρίων, κατέληξε ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Εξ ίσου άνευ σημασίας είναι και η αναφορά στη γραπτή αγόρευση των εφεσίβλητων για αγορά μετοχών με το προϊόν της πώλησης του ακίνητου. Η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται αν είναι ορθή ή όχι από το σύνολο των στοιχείων που το αποφασίζον όργανο, στην παρούσα περίπτωση ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος, έλαβε υπ' όψιν και όχι με βάση τα όσα μπορεί να λεχθούν αργότερα. Το σφάλμα αυτό που εν πάση περιπτώσει διορθώθηκε με δήλωση στο Δικαστήριο ημερ. 20.7.1998 ότι όλα τα χρήματα διατέθηκαν για την ανέγερση του κτιρίου δεν επιδρά καθ' οιονδήποτε τρόπο στην εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί δεν αποδεικνύει πλάνη του αποφασίζοντος οργάνου.
Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή και συνεπώς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.