ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 679
20 Νοεμβρίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσείοντες,
v.
NICOLAS TYRIMOS TAVERN RESTAURANT LTD.,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2621)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Φορολογικές περίοδοι τα τέσσερα τρίμηνα του έτους ― Ευχέρεια τροποποίησής τους ― Δεν είναι αυτοτελείς όπως στην φορολογία εισοδήματος ― Δικαίωμα του Εφόρου να προβεί σε σφαιρικό υπολογισμό (global assessment) του οφειλόμενου φόρου για περίοδο που περιλαμβάνει περισσότερες φορολογικές περιόδους.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Αυτοβεβαιούμενος φόρος ― Υποχρέωση του υποκείμενου στο φόρο προσώπου να τηρεί τις απαραίτητες πληροφορίες που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση του φόρου ― Υποχρέωσή του να παρέχει τις απαραίτητες διευκολύνσεις στον Έφορο ― Προϋποθέσεις εφαρμογής της βεβαίωσης φόρου βάσει του Άρθρου 34(1) του Νόμου ― Περιορισμός της ευχέρειας ως προς την χρησιμοποίηση της κρίσης του Εφόρου «κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
Οι εφεσίβλητοι πέτυχαν πρωτόδικα ακύρωση της απόφασης του Υπουργού να ακυρώσει εξ ολοκλήρου την απόφαση του Εφόρου, μετά από ένστασή τους. Κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η κάθε φορολογική περίοδος ήταν αυτοτελής και δεν μπορούσε ο Έφορος να υπολογίσει το φόρο για δέκα φορολογικές περιόδους μαζί.
Καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση εκ μέρους των εφεσειόντων με την οποία αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Αντικείμενο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) είναι κάθε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται στη Δημοκρατία μέσα στα πλαίσια για προώθηση των δραστηριοτήτων επιχείρησης που ασκείται, καθώς και κατά την εισαγωγή αγαθών στη Δημοκρατία (Αρθρο 4 του Νόμου 246/90). Σύμφωνα με το Άρθρο 5(1) ο Φ.Π.Α. επιβάλλεται σε κάθε φορολογητέα παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών.
Για τους σκοπούς του Νόμου, φορολογικές περίοδοι ορίζονται από το Άρθρο 25(12) οι τέσσερις τριμηνίες κάθε έτους. Όμως οι φορολογικές αυτές περίοδοι δεν έχουν την αυτοτέλεια άλλων φορολογιών, όπως για παράδειγμα του φόρου εισοδήματος. Οι φορολογικές περίοδοι καθορίζονται καθαρά για πρακτικούς σκοπούς και αυτό φαίνεται ακόμα και από την επιφύλαξη του ίδιου του εδαφίου ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να καθορίζει ως χρονική περίοδο για ορισμένους σκοπούς οποιανδήποτε άλλη χρονική περίοδο.
Το δικαίωμα του Εφόρου να προβεί σε σφαιρικό υπολογισμό (global assessment) του οφειλόμενου φόρου για περίοδο που περιλαμβάνει αριθμό λογιστικών περιόδων αναγνωρίστηκε και από το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση Don Pasquale (a firm) v. Customs and Excise Commissioners [1990] STC 556, 562.
Ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας καθίσταται οφειλόμενος κατά το χρόνο που πραγματοποιείται ή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε η παράδοση ή παροχή (Άρθρο 5(4)), όταν δε επιβαρύνει την εισαγωγή αγαθών επιβάλλεται και καταβάλλεται ως να ήταν τελωνειακός δασμός (Άρθρο 5(5)). Περαιτέρω ο Φ.Π.Α. αποτελεί υποχρέωση του προσώπου που πραγματοποιεί την παράδοση ή την παροχή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας δεν βαρύνει ουσιαστικά την επιχείρηση, αλλά τα πρόσωπα που συναλλάσσονται με αυτήν και η επιχείρηση στην πραγματικότητα ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος του κράτους προς είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.
2. Ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, η δε καταγραφή ή λήψη όλων των απαραίτητων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία.
Σύμφωνα με το Άρθρο 34(1) ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, αν ο φορολογούμενος παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή περιέχουν σφάλματα.
Ο Έφορος νομιμοποιείται να ασκήσει τις εξουσίες του αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 34(1), ενώ ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Έφορο είναι να υπολογίσει τον οφειλόμενο φόρο "χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του". Στον Έφορο παρέχεται διακριτική ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού του φόρου με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του.
Κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου φόρου μέσα στα πλαίσια του "καλύτερου δυνατού τρόπου κατά την κρίση του", ο Έφορος θα πρέπει να εξετάσει δίκαια όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του για να καταλήξει σε απόφαση που να είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη ως προς το ποσόν του οφειλόμενου φόρου.
Η υποχρέωση που έχει κάθε φορολογούμενος για αποκάλυψη όλων των στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν τις φορολογικές του υποχρεώσεις, όπως τονίστηκε από τη νομολογία, ισχύει πολύ περισσότερο, λόγω της φύσης της φορολογίας, στις περιπτώσεις του φόρου προστιθέμενης αξίας.
Ο Έφορος δεν αποδέχτηκε τα ποσά που είχαν καταχωρηθεί στις φορολογικές δηλώσεις των εφεσίβλητων γιατί, μεταξύ άλλων, διαπιστώθηκε ότι δεν καταχωρούνταν όλες οι εισπράξεις στην ταμειακή μηχανή, ούτε και όλες οι αγορές στα βιβλία και αρχεία τους, ενώ για αριθμό μάλιστα αγορών, όπως για παράδειγμα φθαρτών, δεν υπήρχαν ούτε τιμολόγια.
Στην υπόθεση Farnocchia and Another v. Customs and Excise Commissioners [1994] S.T.C. 881, που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 94/97, ημερ. 8.4.1998, κρίθηκε ότι ήταν επιτρεπτό για τον Έφορο να επιλέξει μια μικρότερη περίοδο από εκείνη που καλυπτόταν από τη φορολογία για να καταλήξει στο σωστό ποσό για την αναλογία μεταξύ φαγητού και ποτού επί της οποίας είχε βασιστεί ο υπολογισμός της φορολογίας.
Συνοψίζοντας το Δικαστήριο καταλήγει ότι η αρχή της αυτοτέλειας της φορολογίας κάθε φορολογικής περιόδου πάνω στην οποία βάσισε την απόφασή του το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν ισχύει στην περίπτωση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και συνεπώς η έφεση πρέπει να επιτύχει.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Autofix Ltd v. Eφόρου Φόρου Εισοδήματος, Υποθ. Αρ. 997/94 κ.ά., ημερ. 3.4.1996,
Στέλιος Αυγουστή και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 281/97, ημερ. 28.5.1999,
Καλός ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 409/97, ημερ. 31.7.2000,
Heli Med Limited v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 814/98, ημερ. 2.11.2000,
Don Pasquale (a firm) v. Customs and Excise Commissioners [1990] S.T.C. 556,
Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 21,
Fine Art Developments plc v. Customs and Excise Commissioners [1996] 1 All E.R. 888,
Van Boechel v. Customs and Excise Commissioners [1981] 2 All E.R. 505,
Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846,
Σκαρπάρης v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1004,
Farnocchia and Another v. Customs and Excise Commissioners [1994] S.T.C. 881,
Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 94/97, ημερ. 8.4.1998.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Π. Αρτέμης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 110/96, ημερ. 27/2/98, με την οποία επικυρώθηκε η προσβληθείσα από τους αιτητές βεβαίωση φόρου ΦΠΑ εναντίον τους μόνο σχετικά με τη φορολογία της περιόδου Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου 1994, ενώ ακυρώθηκε για όλες τις υπόλοιπες φορολογικές περιόδους.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Oι εφεσίβλητοι είναι εταιρεία που διατηρεί εστιατόριο στην Πάφο, είναι δε εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Έλεγχος που έγινε στα υποστατικά τους από λειτουργούς της Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας έδειξε ότι οι δηλώσεις που είχαν υποβάλει για την περίοδο από 1.7.1992 μέχρι 31.12.1994 ήταν ελλειπείς ή εσφαλμένες. Έτσι ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (στο εξής "ο Έφορος"), προέβη σε βεβαίωση φόρου με βάση το άρθρο 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, Ν. 246/90.
Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν με βάση το άρθρο 52 του Νόμου ένσταση. Ο Υπουργός Οικονομικών, ύστερα από έρευνα αποδέκτηκε το μέρος μόνο της ένστασης που αφορούσε τη μέση τιμή χρέωσης κατ' άτομο που χρησιμοποίησε ο Έφορος για υπολογισμό των εκροών και κατ' επέκταση του πληρωτέου φόρου. Η βεβαίωση φόρου ακυρώθηκε και ο Έφορος κλήθηκε να προβεί σε νέα βεβαίωση χρησιμοποιώντας ως μέση τιμή χρέωσης κατ' άτομο το ποσό που υποδεικνυόταν από τον Υπουργό.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν εναντίον της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών προσφυγή ζητώντας ακύρωσή της, ισχυριζόμενοι ότι για διάφορους λόγους που προβάλλονταν στην προσφυγή, η απόφαση του Εφόρου θα έπρεπε να ακυρωθεί στην ολότητά της. Υποστήριξαν ότι οι καθ' ων η αίτηση προέβηκαν στη βεβαιώση φόρου για δέκα φορολογικές περιόδους (τρίμηνα), λαμβάνοντας υπ' όψιν στοιχεία από μια μόνο φορολογική περίοδο, την περίοδο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1994. Υποστήριξαν ότι με τον τρόπο αυτό αγνοήθηκαν πλήρως τα υπόλοιπα στοιχεία που αφορούσαν όλες τις περιόδους, ενώ θα έπρεπε να εξεταστεί κάθε περίοδος με τα ιδιαίτερά της στοιχεία αυτοτελώς.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο Έφορος όφειλε πράγματι να προβεί σε ξεχωριστή εξέταση των τριμηνιαίων περιόδων με αναφορά στα ιδιαίτερα στοιχεία κάθε μιας από αυτές και να καταλήξει αυτοτελώς σε επιβολή φορολογίας για την κάθε μια χωριστά. Έτσι, επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μόνο σχετικά με τη φορολογία της περιόδου Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1994 και την ακύρωσε για τις υπόλοιπες περιόδους.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης που οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Ισχυρίζονται ότι κατά τη βεβαίωση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας οι φορολογικές περίοδοι δεν είναι αυτοτελείς. Αντίθετα οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά υιοθέτησε την αρχή που τίθεται στην υπόθεση Autofix Ltd v. Eφόρου Φόρου Εισοδήματος, Υπόθ. Αρ. 997/94 κ.ά., ημερ. 3.4.1996, σύμφωνα με την οποία ο φόρος εισοδήματος καταλογίζεται σε ετήσια βάση και η φορολογία αυτή είναι αυθύπαρκτη, ενώ δεν είναι επιτρεπτή η επιβολή με κοινή πράξη διάφορων φορολογιών για διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Οι εφεσίβλητοι προβάλλουν περαιτέρω και αριθμό άλλων ισχυρισμών για να αποδείξουν ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν λανθασμένη. Τα θέματα που εγείρουν δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, εν όψει βέβαια της ακυρωτικής απόφασης που εξέδωσε. Όμως ελλείψει αντέφεσης δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε στην εξέτασή τους.
Αντικείμενο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) είναι κάθε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται στη Δημοκρατία μέσα στα πλαίσια για προώθηση των δραστηριοτήτων επιχείρησης που ασκείται, καθώς και κατά την εισαγωγή αγαθών στη Δημοκρατία (άρθρο 4 του Νόμου 246/90). Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) ο Φ.Π.Α. επιβάλλεται σε κάθε φορολογητέα παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών.
Είναι αλήθεια ότι για τους σκοπούς του Νόμου, φορολογικές περίοδοι ορίζονται από το άρθρο 25(12) οι τέσσερις τριμηνίες κάθε έτους. Όμως οι φορολογικές αυτές περίοδοι δεν έχουν την αυτοτέλεια άλλων φορολογιών, όπως για παράδειγμα του φόρου εισοδήματος. Οι φορολογικές περίοδοι καθορίζονται καθαρά για πρακτικούς σκοπούς και αυτό φαίνεται ακόμα και από την επιφύλαξη του ίδιου του εδαφίου ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να καθορίζει ως χρονική περίοδο για ορισμένους σκοπούς οποιανδήποτε άλλη χρονική περίοδο.
Η απάντηση στο επιχείρημα ότι δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν στοιχεία ορισμένων περιόδων για καθορισμό του φόρου για τη συνολική περίοδο, δόθηκε ήδη από αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων (βλέπε για παράδειγμα Στέλιος Αυγουστή και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 281/97, ημερ. 28.5.1999, Καλός ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 409/97, ημερ. 31.7.2000 και Heli Med Limited v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 814/98, ημερ. 2.11.2000).
Το δικαίωμα του Εφόρου να προβεί σε σφαιρικό υπολογισμό (global assessment) του οφειλόμενου φόρου για περίοδο που περιλαμβάνει αριθμό λογιστικών περιόδων αναγνωρίστηκε και από το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση Don Pasquale (a firm) v. Customs and Excise Commissioners [1990] S.T.C. 556, 562.
Ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας καθίσταται οφειλόμενος κατά το χρόνο που πραγματοποιείται ή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε η παράδοση ή παροχή (άρθρο 5(4)), όταν δε επιβαρύνει την εισαγωγή αγαθών επιβάλλεται και καταβάλλεται ως να ήταν τελωνειακός δασμός (άρθρο 5(5)). Περαιτέρω ο Φ.Π.Α. αποτελεί υποχρέωση του προσώπου που πραγματοποιεί την παράδοση ή την παροχή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας δεν βαρύνει ουσιαστικά την επιχείρηση, αλλά τα πρόσωπα που συναλλάσσονται μ' αυτήν και η επιχείρηση στην πραγματικότητα ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος του κράτους προς είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.
Ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, η δε καταγραφή ή λήψη όλων των απαραίτητων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία (Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 21. Βλέπε επίσης Fine Art Developments plc v. Customs and Excise Commissioners [1996] 1 All E.R. 888).
Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, αν ο φορολογούμενος παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλειπείς ή περιέχουν σφάλματα.
Ο Έφορος νομιμοποιείται να ασκήσει τις εξουσίες του αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του άρθρου 34(1), ενώ ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Έφορο είναι να υπολογίσει τον οφειλόμενο φόρο "χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του". Στον Έφορο παρέχεται διακριτική ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού του φόρου με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του.
Κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου φόρου μέσα στα πλαίσια του "καλύτερου δυνατού τρόπου κατά την κρίση του", ο Έφορος θα πρέπει να εξετάσει δίκαια όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του για να καταλήξει σε απόφαση που να είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη ως προς το ποσόν του οφειλόμενου φόρου (βλέπε επίσης Van Boechel v. Customs and Excise Commissioners [1981] 2 All E.R. 505).
H υποχρέωση που έχει κάθε φορολογούμενος για αποκάλυψη όλων των στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν τις φορολογικές του υποχρεώσεις, όπως τονίστηκε από τη νομολογία (Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846 και Σκαρπάρης v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1004, ισχύει πολύ περισσότερο, λόγω της φύσης της φορολογίας, στις περιπτώσεις του φόρου προστιθέμενης αξίας.
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε την αρχή που αναφέρεται στην υπόθεση Autofix Ltd v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, ανωτέρω. Η υπόθεση εκείνη αναφερόταν σε επιβολή φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς, και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα, φορολογίες οι οποίες πράγματι είναι αυθύπαρκτες και συνεπώς δεν ήταν επιτρεπτή η επιβολή τους με κοινή πράξη για διαφορετικές χρονικές περιόδους. Όπως είδαμε η αυτοτέλεια αυτή δεν ισχύει στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.
Ο Έφορος εξέτασε όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του και κατέληξε σε απόφαση. Δεν είναι ακριβής ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι ενώπιον του Εφόρου τέθηκαν όλα τα στοιχεία που ζήτησε, όπως για παράδειγμα τα αντίγραφα της ταμειακής μηχανής και κάποιες χειρόγραφες αποδείξεις για φθαρτά και αυγά. Στην απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 22.12.1995, γίνεται σαφές ότι στην απόφασή του κατέληξε ύστερα από την ανάλυση των αποδείξεων της ταμειακής μηχανής, ενώ η μέθοδος υπολογισμού της μέσης χρέωσης κατ' άτομο από τον Έφορο βασίστηκε στις μόνες αξιόπιστες αποδείξεις που τέθηκαν υπ' όψιν του. Σημειώνεται στην ίδια απόφαση ότι τιμολόγια παρουσιάστηκαν μόνο για τους μήνες Οκτώβριο του 1994 μέχρι το Μάρτη του 1995.
Ο Έφορος δεν αποδέκτηκε τα ποσά που είχαν καταχωρηθεί στις φορολογικές δηλώσεις των εφεσίβλητων γιατί, μεταξύ άλλων, διαπιστώθηκε ότι δεν καταχωρούνταν όλες οι εισπράξεις στην ταμειακή μηχανή, ούτε και όλες οι αγορές στα βιβλία και αρχεία τους, ενώ για αριθμό μάλιστα αγορών, όπως για παράδειγμα φθαρτών, δεν υπήρχαν ούτε τιμολόγια.
Στην υπόθεση Farnocchia and Another v. Customs and Excise Commissioners [1994] S.T.C. 881, που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 94/97, ημερ. 8.4.1998, κρίθηκε ότι ήταν επιτρεπτό για τον Έφορο να επιλέξει μια μικρότερη περίοδο από εκείνη που καλυπτόταν από τη φορολογία για να καταλήξει στο σωστό ποσό για την αναλογία μεταξύ φαγητού και ποτού επί της οποίας είχε βασιστεί ο υπολογισμός της φορολογίας.
Συνοψίζοντας καταλήγουμε ότι η αρχή της αυτοτέλειας της φορολογίας κάθε φορολογικής περιόδου πάνω στην οποία βάσισε την απόφασή του το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ισχύει στην περίπτωση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και συνεπώς η έφεση πρέπει να επιτύχει.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα εναντίον των εφεσίβλητων, τόσο κατ' έφεση όσο και κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στο σύνολό της.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.