ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 591
2 Νοεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
SPORTSMAN BETTING COMPANY LIMITED,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ OΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2685)
Αναθεωρητική Έφεση ― Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ενόρκου δηλώσεως ― Προϋποθέσεις ― Σχετικότητα με τα επίδικα θέματα η κύρια προϋπόθεση ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Στο στάδιο προδικασίας της έφεσης, καταχωρήθηκε αίτηση εκ μέρους των εφεσειόντων, με την οποία ζητείται άδεια για προσκόμιση μαρτυρίας αναφορικά με το ύψος του ποσοστού του επίδικου φόρου, σε Ευρωπαϊκές χώρες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ήδη σχολιάσει αντίστοιχο ισχυρισμό εκ μέρους τους στην προσφυγή τους, ότι το ύψος της φορολογίας σε άλλες χώρες ήταν άσχετο με την υπόθεση.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση αποφάσισε ότι:
Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς η αρχή, ότι προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα.
Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίσει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Επιτρέπεται η προσκόμιση γεγονότων με μαρτυρία, μόνο όταν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και όταν η απόδειξή τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω νομολογία επί του θέματος, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η σκοπούμενη να εισαχθεί μαρτυρία δεν είναι σχετική με τα επίδικα θέματα και οποιαδήποτε αποδεικτική τους αξία δεν μπορεί να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης. Οι ρυθμίσεις που ισχύουν σε άλλες χώρες, δεν είναι δυνατό να είναι σχετικές με τα επίδικα θέματα και ιδιαίτερα με την αρχή της αναλογικότητας.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549,
Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106,
Μιχαηλίδη κ.ά. ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Παλαιχωρίου, Υπ. Αρ. 530/97, ημερ. 5.7.2000,
Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (Αρ. 1) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3330,
Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (1993) 4 A.A.Δ. 609,
Lordos Hotels Holdings Ltd. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υπόθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.99.
Αίτηση.
Αίτηση από τους εφεσείοντες - αιτητές, για οδηγίες ή διαταγή του Δικαστηρίου για την προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης στην έφεση την οποία άσκησαν κατά της απόρριψης των προσφυγών τους υπ' αρ. 757/97, 874/97-879/97 (Π. Καλλής, Δ.) προς τεκμηρίωση των λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης.
Μ. Τριανταφυλλίδης, για τους Αιτητές-Εφεσείοντες.
Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση-Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ενώ η Aναθεωρητική Έφεση αρ. 2685 εκκρεμούσε ενώπιον της Ολομέλειας και βρισκόταν στο στάδιο της προδικασίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων καταχώρησε την παρούσα αίτηση με το εξής αιτητικό:-
"Α) Οδηγίες και/ή Διαταγή του Δικαστηρίου για την προσαγωγή μαρτυρίας, σε πρώτο στάδιο υπό μορφή Ένορκης Δήλωσης της Νίκης Κλεάνθους.".
Το περιεχόμενο της μαρτυρίας που ζητούν να τους επιτραπεί να προσκομίσουν οι αιτητές-εφεσείοντες περιγράφεται στις παραγράφους 2 και 3 της ένορκης δήλωσης της Νίκης Κλεάνθους που συνοδεύει την αίτηση και στην επισυναπτόμενη έκθεση του κ. Κ. Κωνσταντίνου συνεταίρου του ελεγκτικού γραφείου Pricewaterhouse Coopers. Οι παράγραφοι 2 και 3 της ένορκης δήλωσης έχουν ως εξής:-
"2. Μέσω των Ελεγκτών των Εφεσειόντων κ.κ. Pricewaterhouse Coopers έχουμε εξασφαλίσει τις πληροφορίες σχετικά με το ύψος του φόρου επί συλλογικών στοιχημάτων σε διάφορες χώρες της Ευρώπης που φαίνονται στην επισυνημμένη επιστολή τους με ημερομηνία 29.11.99 το περιεχόμενο της οποίας πιστεύω ως ορθό.
3. Οι πληροφορίες αυτές αναφέρονται στο ύψος του φόρου στις άλλες χώρες της Ευρώπης στις οποίες γίνεται αναφορά και στην παράγραφο 4 της Γραπτής Αγόρευσης των Εφεσειόντων, της οποίας το περιεχόμενο είναι το ακόλουθο: "Το παράλογα δυσανάλογο ύψος του εν λόγω φόρου καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το μεγαλύτερο ύψος αντίστοιχου φόρου δεν υπερβαίνει το 11% (στο Βέλγιο) και το 10% (στην Ιρλανδία) ενώ για τις υπόλοιπες χώρες είναι κάτω του 7%."
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το ιστορικό αυτής της υπόθεσης. Με τις προσφυγές αρ. 756/97 και 874-879/97 οι οποίες τελικά συνεκδικάσθηκαν σε πρώτο βαθμό, οι διάφοροι αιτητές, οι οποίοι είναι αποδέκτες συλλογικών στοιχημάτων, προσέβαλαν τις διοικητικές πράξεις των καθ' ων η αίτηση για την είσπραξη σε διάφορες ημερομηνίες στην κάθε προσφυγή, διαφόρων ποσών ως φόρο συλλογικών στοιχημάτων, δυνάμει του άρθρου 8(2) του Νόμου αρ. 75(1)/97. Ως νομικούς λόγους για την ακύρωση των διοικητικών πράξεων προβάλλονται δύο νομικοί λόγοι οι εξής:-
"1. Είναι προϊόν εφαρμογής αντισυνταγματικής ή/και άκυρης νομοθετικής διατάξεως η οποία αντιβαίνει προς τα Άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος της Κύπρου.
2. Είναι προϊόν παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων των Αιτητών που διασφαλίζονται με το Σύνταγμα της Κύπρου ή/και με Διεθνείς Συμβάσεις που ισχύουν στην Κύπρο, και ιδιαίτερα της Αρχής της Ίσης Μεταχειρίσεως που διασφαλίζεται με τα Άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος της Κύπρου.".
Μεταξύ των άλλων λόγων που ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών-εφεσειόντων στη γραπτή του αγόρευση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανέφερε στην παράγραφο 4 και τα εξής:-
"4. Το παράλογο δυσανάλογο ύψος του εν λόγω φόρου καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το μεγαλύτερο ύψος αντιστοίχου φόρου δεν υπερβαίνει το 11% (στο Βέλγιο) και το 10% (στην Ιρλανδία), ενώ για τις υπόλοιπες χώρες είναι κάτω του 7%.".
Αδελφός Δικαστής απέρριψε τελικά τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές, παρατήρησε δε τα εξής σε σχέση με το εγειρόμενο θέμα:-
"Σε σχέση με την εισήγηση που σχετίζεται με το ύψος του αντίστοιχου φόρου σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατηρώ:
Ο καθορισμός του ύψους οποιασδήποτε φορολογίας αποτελεί έκφραση μιας πτυχής της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής ενός Κράτους. Κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης μιας τέτοιας πολιτικής είναι φυσικό να λαμβάνονται υπόψη τα οικονομικά και άλλα δεδομένα του συγκεκριμένου Κράτους. Το τι ακολουθείται ή υιοθετείται σε άλλες χώρες το οποίο ασφαλώς βασίζεται πάνω στα οικονομικά δεδομένα και τις αντιλήψεις περί οικονομικών και δημοσιονομικών ζητημάτων που επικρατούν σε εκείνες τις χώρες, δεν αποτελεί προηγούμενο για την Κυπριακή Δημοκρατία το οποίο να μπορεί να έχει οποιαδήποτε νομική δεσμευτική ή πειστική έστω αξία.".
Με το λόγο 2 της έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πιο πάνω μέρος της πρωτόδικης απόφασης είναι εσφαλμένο. Ο λόγος 2 έχει ως εξής:-
"2. Εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι το ποία φορολογία υιοθετείται σε παρόμοια θέματα σε άλλες χώρες δεν έχει "οποιαδήποτε νομική δεσμευτική ή πειστική έστω αξία", καθόσον το γεγονός ότι η επίδικη φορολογία υπερβαίνει κατά πολύ σε ύψος παρόμοιες φορολογίες σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης είναι ισχυρότατη απόδειξη παράβασης της Αρχής της Αναλογικότητας.".
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση-εφεσίβλητους απέσυρε τελικά την ένστασή της, γιατί, όπως ανέφερε, η ένστασή της εβασίζετο στη θέση της επί της ουσίας της έφεσης, ότι δηλαδή τα δεδομένα που ισχύουν σε ξένα κράτη είναι άσχετα με την αρχή της αναλογικότητας. Εφ' όσον δε η ένστασή της ήταν προέκταση των θέσεών της επί της ουσίας που είναι επίδικο θέμα της έφεσης απεφάσισε να την αποσύρει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι στις αγορεύσεις ενώπιόν μας δεν μας έχουν παραπέμψει σε νομικές αρχές ή σε νομολογία επί του θέματος.
Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς η αρχή ότι προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα. (Βλέπε: Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, Τάσου Μιχαηλίδη κ.ά. ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Παλαιχωρίου, Υπόθ. αρ. 530/97, ημερ. 5.7.2000). Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίσει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Επιτρέπεται η προσκόμιση γεγονότων με μαρτυρία μόνο όταν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και όταν η απόδειξή τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. (Βλέπε: Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (Αρ. 1) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3330, Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 4 A.A.Δ. 609, Lordos Hotels Holdings Ltd. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υπόθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.99).
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω νομολογία επί του θέματος, χωρίς ενδοιασμό καταλήξαμε ότι η σκοπούμενη να εισαχθεί μαρτυρία δεν είναι σχετική με τα επίδικα θέματα και οποιαδήποτε αποδεικτική τους αξία δεν μπορεί να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης. Οι ρυθμίσεις που ισχύουν σε άλλες χώρες, δεν είναι δυνατό να είναι σχετικές με τα επίδικα θέματα και ιδιαίτερα με την αρχή της αναλογικότητας.
Για τους λόγους αυτούς η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.