ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 106
1 Μαρτίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΛΕΥΚΟΣ Π. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ Π. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2389)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 30 ― Δικαίωμα δικαίας δίκης ― Ισχυρισμοί περί στέρησης του δικαιώματος ακροάσεως και περί του αναιτιολόγητου της απόφασης, παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.
Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Παραχώρηση εκπτώσεων για ετήσια απόσβεση και μεταφορά ζημιάς στα επόμενα έτη ― Ισχυρισμοί περί μη παραχώρησής τους, παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, εφόσον το αντίθετο προκύπτει από τους φακέλους.
Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Δέουσα έρευνα ― Επέμβαση Δικαστηρίου στην κρίση του Εφόρου ως προς τα γεγονότα, όταν προκύπτει πλάνη περί τα πράγματα ― Ενδελεχής έρευνα στην προκειμένη περίπτωση.
Προς υποστήριξη της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης, ο εφεσείων πρόβαλε τους ισχυρισμούς περί παραβίασης του Άρθρου 30 του Συντάγματος στην πρωτόδικη διαδικασία, περί παράλειψης του Εφόρου να παραχωρήσει τις προβλεπόμενες στο νόμο εκπτώσεις και στην έλλειψη της δέουσας έρευνας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το Δικαστήριο διεξήλθε την πρωτόδικη απόφαση και δε συμφωνεί ότι αυτή είναι αναιτιολόγητη ενάντια στη Συνταγματική επιταγή (Άρθρο 30 του Συντάγματος). Στην πρωτόδικη απόφαση, εξετάζονται ένας προς ένα οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα και παρέχεται η αναγκαία αιτιολογία για την απόρριψή τους. Περαιτέρω, δεν περιορίστηκε το δικαίωμα ακρόασης του εφεσείοντα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο του παραχώρησε τόσο το δικαίωμα να καταχωρήσει γραπτή αγόρευση, όσο και το δικαίωμα να καταχωρήσει απαντητική αγόρευση στους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς. Πέραν τούτων το Δικαστήριο παραχώρησε πολύ χρόνο κατά την προφορική ακρόαση για να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Η προφορική ανάπτυξη των λόγων ακύρωσης που πρόβαλε ο εφεσείων καλύπτουν έξι σελίδες.
2. Οι λόγοι έφεσης 2 και 6 είναι συναφής και προσβάλλουν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Έφορος δεν πίστωσε τον εφεσείοντα με τις εκπτώσεις για τις «ζημιές προηγούμενων χρόνων» και για την «ετήσια φθορά και επιταχυνόμενη απόσβεση».
Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι για το επίδικο έτος (1986) ο Έφορος παραχώρησε τις εκπτώσεις για την ετήσια απόσβεση ύψους £296,- και £79,- για το πρώτο και δεύτερο κατάστημα αντίστοιχα. Όσον αφορά τις ζημιές που προέκυψαν από το φορολογικό έτος 1979 αυτές αποσβέσθηκαν τα επόμενα χρόνια μέχρι το φορολογικό έτος 1982.
3. Από το φάκελο της απόφασης, είναι φανερό ότι ο εφεσίβλητος προέβη στην αναγκαία έρευνα που απαιτείτο για να καταλήξει στην απόφασή του. Η έρευνα μάλιστα ήταν ενδελεχής και κατά συνέπεια η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ουδεμία πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ενεφιλοχώρησε στην απόφασή του, είναι ορθή.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υποθέσεις της φύσεως αυτής, η εξουσία του Διοικητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης και δεν επεμβαινει στην κρίση του αρμοδίου οργάνου, ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, εκτός εάν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση εξουσίας, Σαν θέμα γενικής αρχής η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκονται στο όριο του λογικά εφικτού. Αυτό είναι το σταθερό κριτήριο που έχει αποδεχθεί η νομολογία μας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659,
Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας, (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376,
Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346.
Έφεση.
Έφεση του αιτητή κατά της απόφασης του Δικαστηρίου (Δημητριάδης, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 186/94, ημερ. 4/12/96, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της τελικής φορολογίας ύψους £75,- για το έτος 1986 η οποία του επεβλήθη από τον Έφορο ως διαχειριστή της αποβιώσασας Αλεξάνδρας Γεωργιάδη.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων Λεύκος Π. Γεωργιάδης υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Αλεξάνδρας Π. Γεωργιάδη προσέβαλε την τελική φορολογία που επέβαλε ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος για το έτος 1986 στην αποβιώσασα, ύψους £75,-.
Ο εφεσείων τον Απρίλιο του 1991 υπέβαλε δήλωση εισοδήματος. Δήλωσε εισόδημα από ενοίκια ποσό £1.140 και ως έξοδα £50,- δηλαδή παρέμενε καθαρό εισόδημα £1.090.
Στις 30.12.92 ο Έφορος απέστειλε αρχική φορολογία για το φορολογικό έτος 1986 για εισόδημα από ενοίκια ανερχόμενο στο ποσό των £2.200 και ως φόρο πληρωτέο το ποσό των £75,-.
Την 1.2.93 ο εφεσείων υπέβαλε γραπτή ένσταση προς τον Έφορο προβάλλοντας ως λόγους τον ισχυρισμό ότι δεν αφαιρέθηκε από το εισόδημα της αποβιώσασας το ποσοστό κόστους της οικοδομής (ετήσια φθορά) και τα έξοδα επιδιόρθωσης ως επίσης ότι δεν αφαιρέθηκε ποσό που η αποβιώσασα πλήρωσε δυνάμει δικαστικών αποφάσεων αναφορικά με ακύρωση πώλησης του επιδίκου ακινήτου.
Ο Έφορος επιλήφθηκε της ένστασης. Σύμφωνα με την έκθεση του λειτουργού του Φόρου Εισοδήματος, ότι ο εφεσείων δεν επέμενε για τον πρώτο λόγο που πρόβαλε, ο Έφορος εξέτασε τον δεύτερο λόγο τον οποίο και απέρριψε, απέστειλε δε στον εφεσείοντα την τελική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας με επιστολή του ημερ. 22.12.93.
Ο εφεσείων μη ικανοποιηθείς απο την απόφαση του Εφόρου καταχώρησε την προσφυγή 186/94.
Ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής απέρριψε ένα προς ένα τους ισχυρισμούς και τους προβαλλόμενους λόγους ακυρότητας και τελικά απέρριψε την προσφυγή. Καταλήγει δε στην απόφασή του:-
"Ενόψει των πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι δε δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου. Ο καθ' ου η αίτηση προτού πάρει την επίδικη απόφαση προέβηκε στη δέουσα έρευνα, δεν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο και γενικά η απόφαση του καθ' ου η αίτηση ήταν εύλογα επιτρεπτή σ' αυτόν και ενήργησε σύμφωνα με το Νόμο.".
Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση προβάλλοντας έξι μακροσκελείς λόγους έφεσης οι οποίοι εν πολλοίς είναι τουλάχιστον δυσνόητοι.
Με τον πρώτο και πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση του εφεσείοντα ότι αφενός η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και αφετέρου ότι στέρησε από τον εφεσείοντα το δικαίωμα ακροάσεως ή δίκαιης δίκης.
Έχουμε διεξέλθει την πρωτόδικη απόφαση και δεν συμφωνούμε ότι αυτή είναι αναιτιολόγητη ενάντια στη Συνταγματική επιταγή (Άρθρο 30 του Συντάγματος). Στην πρωτόδικη απόφαση εξετάζονται ένας προς ένα οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα και παρέχεται η αναγκαία αιτιολογία για την απόρριψή τους. Δεν συμφωνούμε επίσης ότι περιορίστηκε το δικαίωμα ακρόασης του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο του παρεχώρησε τόσο το δικαίωμα να καταχωρήσει γραπτή αγόρευση όσο και το δικαίωμα να καταχωρήσει απαντητική αγόρευση στους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς. Πέραν τούτων το Δικαστήριο παραχώρησε πολύ χρόνο κατά την προφορική ακρόαση για να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Η προφορική ανάπτυξη των λόγων ακύρωσης που πρόβαλε ο εφεσείων καλύπτει έξι σελίδες.
Οι λόγοι αυτοί της έφεσης απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 6 είναι συναφείς και προσβάλλουν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Έφορος δεν πίστωσε τον εφεσείοντα με τις εκπτώσεις για τις "ζημιές προηγούμενων χρόνων" και για την "ετήσια φθορά και επιταχυνόμενη απόσβεση".
Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι για το επίδικο έτος (1986) ο Έφορος παραχώρησε τις εκπτώσεις για την ετήσια απόσβεση ύψους £296,- και £79,- για το πρώτο και δεύτερο κατάστημα αντίστοιχα. Όσον αφορά τις ζημιές που προέκυψαν από το φορολογικό έτος 1979 αυτές αποσβέσθηκαν τα επόμενα χρόνια μέχρι το φορολογικό έτος 1982. Αυτά προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης και από σημείωμα που καταχώρησε ο δικηγόρος του εφεσίβλητου κατόπιν σχετικών οδηγιών μας.
Και οι λόγοι αυτοί δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Παραπονείται ακόμα ο εφεσείων με τον τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Έφορος διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα τόσο για τα πραγματικά γεγονότα όσο και τη νομική πτυχή του θέματος είναι εσφαλμένο. Η αιτιολογία του λόγου αυτού είναι προφανώς ανεπαρκής. Αναφέρεται ότι στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του εφεσίβλητου στην προσφυγή γίνεται αναφορά σε κάποιο κατάστημα που ενοικιαστής είναι η Louis Tourist, ενώ κατά τον εφεσείοντα το κατάστημα αυτό ανήκει όχι στην αποβιώσασα αλλά στην κα. Έλλη Mayes. Η αναφορά αυτή στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του εφεσίβλητου στην προσφυγή γίνεται ακριβώς για να ανατρέψει ισχυρισμούς του εφεσείοντα. Είναι απλώς ενδεικτική. Δεν αναφέρεται στην παρούσα υπόθεση. Εξ' άλλου τα έξοδα αυτά δημιουργήθηκαν το 1989, τρία χρόνια μετά το φορολογικό έτος 1986 που είναι και το επίδικο.
Εν πάση περιπτώσει, από το φάκελο της υπόθεσης είναι φανερό ότι ο εφεσίβλητος προέβη στην αναγκαία έρευνα που απαιτείτο για να καταλήξει στην απόφασή του. Η έρευνα μάλιστα ήταν ενδελεχής και κατά συνέπεια η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ουδεμία πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ενεφιλοχώρησε στην απόφασή του, είναι ορθή.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υποθέσεις της φύσεως αυτής, η εξουσία του Διοικητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητος της επίδικης απόφασης και δεν επεμβαίνει στην κρίση του αρμοδίου οργάνου, ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, εκτός εάν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση εξουσίας. Σαν θέμα γενικής αρχής η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκεται στο όριο του λογικά εφικτού. Αυτό είναι το σταθερό κριτήριο που έχει αποδεχθεί η νομολογία μας. (Βλέπε: Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659, Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376 και Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346).
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.