ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 610
14 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΛΤΔ.,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2415)
Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα — Άρθρο 29 του Συντάγματος — Παράλειψη απάντησης εντός 30 ημερών σε αιτήσεις διοικουμένων — Σε αιτήσεις συναφείς προς τη χορήγηση οικοδομικών αδειών που προβλέπονται από το νόμο, δεν εφαρμόζεται το Άρθρο 29 του Συντάγματος — Αρχή που τέθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας, Δημοτικής Επιτροπής Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434.
Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — «Δημόσιο Συμφέρον» Η επίκλησή του δεν αποτελεί πανάκεια — Πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά στα γεγονότα που καθιστούν παραδεκτή την εφαρμογή του.
Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — Επίκληση λανθασμένης αιτιολογίας, δεν οδηγεί σε ακύρωση όταν υπάρχει άλλη νομική βάση που στηρίζει την απόφαση — Το Άρθρο 5(5) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ. 96) που παρέχει διακριτική ευχέρεια επιλογών σε αίτημα για ανανέωση άδειας οικοδομής, δεν μπορεί να στηρίζει την αναιτιολόγητη απόφαση — Σύννομη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Άρθρου, απαιτεί άρτια αιτιολόγηση της επιλογής της διοίκησης.
Πρωτοδίκως η απόφαση των εφεσειόντων να απορρίψουν αίτηση για ανανέωση άδειας οικοδομής, ακυρώθηκε για δύο λόγους, την παράλειψη, κατά παράβαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος, να απαντήσουν εντός 30 ημερών και την έλλειψη δέουσας αιτιολογίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση αναφορικά με τη θεραπεία 2, που αφορούσε την παράβαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος, αποφάσισε ότι:
1. Παράλειψη αρμόδιας δημόσιας αρχής να δώσει απάντηση «σε εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα» που προβλέπονται από το Άρθρο 29, στοιχειοθετεί δικαίωμα προσφυγής, εφόσον το αντικείμενο της αίτησης ή του παραπόνου, αφορά ζήτημα υποκείμενο στην έκδοση εκτελεστή διοικητικής απόφασης ή πράξης. Σειρά αποφάσεων υποστηρίζει ότι η χορήγηση απάντησης εξαλείφει την παράλειψη και διαγράφει το δικαίωμα προσφυγής ή, αν ασκήθηκε προσφυγή, της αποστερεί το αντικείμενό της, εκτός αν υπήρξε ζημιογόνος για το διοικούμενο, οπόταν το δικαίωμα προσφυγής ή συνέχισής της διατηρεί τη δραστικότητά του.
Αναφορά μπορεί να γίνει επίσης στην προεξάρχουσα αρχή της νομολογίας ότι προσφυγή, το αντικείμενο της οποίας έχει εκλείψει, εκπίπτει εκτός εάν καταφαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι προκλήθηκε ζημία στο διοικούμενο, οπόταν η προσφυγή παραμένει εν ζωή και η απόφαση τυγχάνει αναθεώρησης χάριν του δικαιώματος του διοικουμένου βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει αφενός ότι η απάντηση των αρχών παρασχέθηκε μετά την εκπνοή των 30 ημερών που ορίζει το Άρθρο 29, η οποία συνιστά βάσιμη διαπίστωση και αφετέρου ότι η καθυστέρηση υπήρξε ζημιογόνος για τους εφεσίβλητους. Ποία υπήρξε η ζημία δεν αναφέρει, ούτε πραγματεύεται το θέμα. Μεγαλύτερης ακόμη συνέπειας υπήρξε η παραγνώριση της αρχής, η οποία υιοθετήθηκε στη Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. σύμφωνα με την οποία αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας οικοδομής δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του Άρθρου 29. Ο όρος "αιτήσεις" με την έννοια που ενέχει στο Άρθρο 29 διαπιστώνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου (σελ. 451):
«. έχει την έννοια του αιτήματος και όχι την έννοια των αιτήσεων που ο πολίτης είναι υποχρεωμένος να υποβάλει στη Διοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για να τύχει κάποιας άδειας όπως π.χ. άδεια οικοδομής, ανόρυξης φρέατος, λατόμευσης κ.λ.π.»
Στο βαθμό που η απόφαση της Ολομέλειας καθορίζει ότι αιτήσεις για την παροχή άδειας οικοδομής βάσει του Κεφ. 96 εκφεύγουν των προνοιών του Άρθρου 29, αυτή ανατρέπει το λόγο περί του αντιθέτου, που απορρέει από τις πρωτόδικες αποφάσεις.
Η διαπίστωση ότι η αρχή, η οποία υιοθετείται στη Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. θέτει αιτήσεις συναφείς προς τη χορήγηση οικοδομικών αδειών εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 29, καθιστά αυτό το μέρος της έφεσης αποδεχτό, επαγόμενο τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με τη θεραπεία 2.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης, λόγω έλλειψης της δέουσας αιτιολογίας. Παραπέμποντας στη Στεφανίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367, επεσήμανε ότι η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δεν συνιστά, αφ' εαυτής, αιτιολογία. Αποτελεί αιτιολογία μόνο εφόσον εξειδικεύονται τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος.
Η αιτιολόγηση διοικητικής απόφασης με αναφορά στο δημόσιο συμφέρον επιβάλλει τον προσδιορισμό των γεγονότων που τείνουν να καταδείξουν ότι η απόφαση προάγει το δημόσιο συμφέρον, έννοια συναρτημένη με την προαγωγή των σκοπών για τους οποίους παρέχεται η εξουσία, βάσει της οποίας λαμβάνεται η απόφαση. Κατανοητό πρέπει να γίνει, ότι η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί πανάκεια. Οποτεδήποτε αρχή υποστυλώνει διοικητική απόφαση, η δυναμική της επενέργεια στη λύση του προβλήματος πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά στα γεγονότα, που καθιστούν παραδεκτή την εφαρμογή της στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Υποβλήθηκε από τους εφεσείοντες ότι η οποιαδήποτε διαπιστωμένη έλλειψη αιτιολογίας δεν έχει, στην προκείμενη περίπτωση, καταλυτικές συνέπειες για την εγκυρότητα της υπό αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, εφόσον το αίτημα για ανανέωση ήταν νομικά καταδικασμένο σε αποτυχία.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η εσφαλμένη αιτιολογία δεν απολήγει, αναπόφευκτα, στην ακύρωση διοικητικής απόφασης, εφόσον υφίσταται άλλη ανεξάρτητη νομική βάση, η οποία την υποστηρίζει. Το νομικό έρεισμα, το οποίο καθιστούσε την αίτηση απορριπτέα προκύπτει, κατά την εισήγησή του, από τις πρόνοιες της παραγράφου (5) του Άρθρου 5. Η θέση αυτή είναι εσφαλμένη. Οι πρόνοιες της παραγράφου (5) δεν προεξοφλούσαν την απόρριψη της αίτησης.
Μόνο όπου το υφιστάμενο κατά το χρόνο λήψης της απόφασης νομοθετικό καθεστώς καθιστούσε, εξ αντικειμένου, απορριπτέο το αίτημα μπορεί να διασωθεί, τρωτή κατά τα άλλα, διοικητική απόφαση. Αυτό τούτο το κείμενο του Άρθρου 5(5) του Κεφ. 96, κατοπτρίζει το εύρος της εξουσίας του Δήμου, σύννομη άσκηση της οποίας επιβάλλει την άρτια αιτιολόγησή της.
Η απόφαση καταφαίνεται ως αναιτιολόγητη, όπως σωστά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η έφεση επιτρέπεται σε ό,τι αφορά τη θεραπεία 2, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αυτό το μέρος της προσφυγής απορρίπτεται.
Κατά τα άλλα η έφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434,
Κούλλουρου ν. Δήμου Μέσα Γειτονιάς (1991) 4 Α.Α.Δ. 1764,
Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 1055,
Panayiotopoulou - Toumazi v. Nicosia Municipality (1985) 3 C.L.R. 2405,
Παντελίδη κ.ά. ν. Δήμου Στροβόλου, Υπόθ. Αρ. 1062/90, ημερ. 4.8.93,
Ioannides v. Nicosia Municipality (1968) 3 C.L.R. 551,
Ιωσηφίδη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490,
Στεφανίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367,
Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485,
Pikis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 562,
Miltiades Papadopoulos v. Republic (1968) 3 C.L.R. 662.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Δημητριάδης, Δ.) που δόθηκε στις 17 Ιανουαρίου, 1997 (Προσφυγή Αρ. 774/93) με την οποία έγινε παραδεκτή η προσφυγή των εφεσιβλήτων εναντίον της απόρριψης του αιτήματός τους για ανανέωση της άδειας οικοδομής του 1994 και της παράλειψης των εφεσειόντων να απαντήσουν στο αίτημά τους μέσα σε τριάντα ημέρες.
Κ. Μιχαηλίδης με Φ. Ποταμίτη, για τους Εφεσείοντες.
Π. Παύλου με Κ. Στιβαρού και Ρ. Θεοδώρου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: To 1984 χορηγήθηκε, μετά από αίτηση, οικοδομική άδεια στους εφεσίβλητους, το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ., για την ανέγερση μεγάλου κτιριακού συγκροτήματος στο κέντρο της Λεμεσού, αποτελούμενου από έξι συμπλέγματα. Η άδεια παρασχέθηκε και οι όροι της διαμορφώθηκαν βάσει των προνοιών της τότε ισχύουσας νομοθεσίας και κανονισμών. Η άδεια ήταν για χρονική περίοδο ενός έτους. δεν υλοποιήθηκε μέσα στην περίοδο εκείνη, ούτε και αναλήφθηκε οποιαδήποτε οικοδομική εργασία για σημαντικό χρονικό διάστημα μεταγενέστερα. Η άδεια ανανεώθηκε το 1986 και πάλιν ατελέσφορα και, στη συνέχεια, το 1987 για περίοδο ενός έτους. Οικοδομικές εργασίες άρχισαν μέσα στην περίοδο της τελευταίας ανανέωσης και συνεχίστηκαν και μετά την εκπνοή της περιόδου της ισχύος της. Το 1992, οι εφεσείοντες προειδοποίησαν τους εφεσίβλητους για το παράνομο των πράξεών τους και επέσυραν την προσοχή τους στο ενδεχόμενο άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον τους. Όπως φαίνεται, η προειδοποίηση αφύπνισε τους εφεσίβλητους για τις συνέπειες, που ενείχε η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών χωρίς την αναγκαία εξουσιοδότηση από την αρμόδια αρχή. Με σειρά ενεργειών τους, που ακολούθησαν, προσπάθησαν να ομαλοποιήσουν την κατάσταση και να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη άδεια για τις ενέργειές τους.
Το πρώτο διάβημα, στο οποίο προέβηκαν, ήταν η υποβολή αίτησης για την ανανέωση της άδειας οικοδομής του 1984. Το αίτημα απορρίφθηκε, με το δικαιολογητικό ότι, στο μεταξύ, είχε μεταβληθεί περιοριστικά το πολεοδομικό καθεστώς για την ανάπτυξη της περιοχής, ως αποτέλεσμα της έκδοσης (31.12.87) της Κ.Δ.Π. 328/87. Οι εφεσίβλητοι άσκησαν προσφυγή κατά της απόφασης του Δήμου. Παράλληλα, υπέβαλαν αίτημα για τη χαλάρωση εφαρμογής του νέου πολεοδομικού καθεστώτος, αίτημα το οποίο, επίσης, απορρίφθηκε.
Στο μεταξύ, θεσπίστηκε ο Ν.97(1)/92 τροποποιητικός του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, ο οποίος επέφερε αλλαγές στο νομικό καθεστώς ανανέωσης αδειών οικοδομής. Στις 16 Φεβρουαρίου 1993, οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτηση για την ανανέωση της άδειας οικοδομής του 1984, θεμελιούμενη στις πρόνοιες του Ν.97(1)/92. Παράλληλα, απέσυραν την προσφυγή τους, η οποία απορρίφθηκε.
Προπαρασκευαστικά του αιτήματος για ανανέωση της άδειας των εφεσιβλήτων, οι εφεσείοντες ζήτησαν και πήραν:-
(α) Έκθεση από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου για το στάδιο στο οποίο είχαν φτάσει οι οικοδομικές εργασίες των εφεσιβλήτων. Η έκθεση αποκάλυψε ότι μικρό μόνο μέρος των δύο μεγάλων οικοδομών του συμπλέγματος είχε συμπληρωθεί, (2 από τους 11 ορόφους στη μια περίπτωση, και 2 από τους 9 στην άλλη). Η οικοδόμηση των άλλων τεσσάρων τμημάτων του συγκροτήματος είχε σε μεγάλο βαθμό συμπληρωθεί. Οι οικοδομές τριών τμημάτων είχαν αποπερατωθεί και το κτίριο του τετάρτου ήταν σε προχωρημένο στάδιο.
(β) Γνωμάτευση από τους νομικούς τους συμβούλους, ως προς το νομικό καθεστώς, το οποίο εγκαθίδρυσε ο Ν.97(1)/92 αναφορικά με την ανανέωση αδειών οικοδομής.
Η αίτηση των εφεσιβλήτων απορρίφθηκε σε συνεδρία του Δήμου της 6ης Μαΐου 1993, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε, όπως προκύπτει, με κάποια καθυστέρηση στους εφεσίβλητους, πρώτα τηλεφωνικώς (21.9.93) και μετά γραπτώς (19.10.93). Οι εφεσίβλητοι προσέβαλαν την αρνητική απόφαση, με αίτημα την ακύρωσή της. Με ξεχωριστό αίτημα, αξίωσαν την ακύρωση της παράλειψης των εφεσειόντων να εξετάσουν και να απαντήσουν στο αίτημά τους μέσα στην περίοδο των τριάντα ημερών, που τάσσει το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Τα δύο αιτήματα αποτέλεσαν, αντίστοιχα, το αντικείμενο των θεραπειών 1 και 2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε και τα δύο αιτήματα. Ακύρωσε την απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για ανανέωση της άδειας οικοδομής του 1984, λόγω της μη δέουσας αιτιολόγησής της, καθώς και την παράλειψη των εφεσειόντων να δώσουν απάντηση μέσα σε τριάντα ημέρες, ως αντικείμενης προς τις διατάξεις του Άρθρου 29 του Συντάγματος. Η απάντηση, που δόθηκε εν καιρώ, και αποτέλεσε το αντικείμενο της θεραπείας 1, δεν εξαφάνισε το αντικείμενο της θεραπείας 2, εφόσον άφησε κατάλοιπα ζημίας, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν το επίδικο θέμα αγωγής βάσει του Άρθρου 146.6, εφόσον η αναθεώρηση απέληγε σε ακύρωσή της.
Με την έφεση, προσβάλλονται και τα δύο μέρη της απόφασης. Πρώτα θα εξετάσουμε το μέρος της απόφασης που αφορά την παράλειψη, υπό το φως των εισηγήσεων που έγιναν. Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι αιτήσεις ανανέωσης αδειών οικοδομής εκφεύγουν των προνοιών του Άρθρου 29 του Συντάγματος, θέση την οποία υποστήριξαν με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434. Αντίθετα, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν τόσο τη νομική θεώρηση του δικαιώματος που παρέχει το Άρθρο 29 όσο και το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τις πρωτόδικες αποφάσεις στην Κούλλουρου ν. Δήμου Μ. Γειτονιάς (1991) 4 Α.Α.Δ. 1764 και στη Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 1055.
Εκλαμβάνεται ως θεμελιωμένο ότι παράλειψη αρμόδιας δημόσιας αρχής να δώσει απάντηση «σε εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα», που προβλέπονται από το Άρθρο 29, στοιχειοθετεί δικαίωμα προσφυγής, εφόσον το αντικείμενο της αίτησης ή του παραπόνου αφορά ζήτημα υποκείμενο στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης ή πράξης. Σειρά αποφάσεων υποστηρίζει ότι η χορήγηση απάντησης εξαλείφει την παράλειψη και διαγράφει το δικαίωμα προσφυγής ή, αν ασκήθηκε προσφυγή, της αποστερεί το αντικειμένο της, εκτός αν υπήρξε ζημιογόνος για το διοικούμενο, οπόταν το δικαίωμα προσφυγής ή συνέχισής της διατηρεί τη δραστικότητά του. Στη νομολογία, που φωτίζει το θέμα, αναφέρεται ο Χρυσοστομής, Δ., στην Κούλλουρου ν. Δήμου Μ. Γειτονιάς (ανωτέρω), και σε μεγαλύτερη έκταση ο Κωνσταντινίδης, Δ., στη μεταγενέστερη απόφαση Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού (ανωτέρω). Στο ίδιο θέμα αναφέρονται και δύο άλλες πρωτόδικες αποφάσεις, όπου ανάλογα υπήρξαν τα συμπεράσματα - Panayiotopoulou - Toumazi v. N/sia M/ty (1985) 3 C.L.R. 2405 και Παντελίδη κ.ά. ν. Δήμου Στροβόλου (Υπ. αρ. 1062/90 - 4.8.1993). Και στις τέσσερις περιπτώσεις, αντικείμενο της καθυστέρησης παροχής απάντησης ήταν αιτήσεις για την παροχή αδειών βάσει του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Οι εφεσείοντες μας παρέπεμψαν στην Ioannis Ioannides v. The Nicosia Municipality (1968) 3 C.L.R. 551 (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Δ., όπως ήταν τότε), όπου τονίζεται η σημασία της απόδειξης ζημίας, ως βασικής προϋπόθεσης για τη συνύπαρξη αιτήματος στην ακύρωση παραλείψεων βάσει του Άρθρου 29 και αιτήματος για την αναθεώρηση της νομιμότητας της απάντησης που δίδεται μετά την εκδήλωση της καθυστέρησης.
Αναφορά μπορεί να γίνει, επίσης, στην προεξάρχουσα αρχή της νομολογίας ότι προσφυγή, το αντικείμενο της οποίας έχει εκλείψει, εκπίπτει, εκτός εάν καταφαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι προκλήθηκε ζημία στο διοικούμενο, οπόταν η προσφυγή παραμένει εν ζωή και η απόφαση τυγχάνει αναθεώρησης, χάριν του δικαιώματος του διοικούμενου βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146. (Βλ. πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Ιωσηφίδη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 (απόφαση πλειοψηφίας) και τη νομολογία στην οποία γίνεται αναφορά.)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει, αφενός, ότι η απάντηση των αρχών παρασχέθηκε μετά την εκπνοή των 30 ημερών που ορίζει το Άρθρο 29, η οποία συνιστά βάσιμη διαπίστωση, και, αφετέρου, ότι η καθυστέρηση υπήρξε ζημιογόνος για τους εφεσίβλητους. Ποία υπήρξε η ζημία δεν αναφέρει, ούτε πραγματεύεται το θέμα. Μεγαλύτερης ακόμα συνέπειας υπήρξε η παραγνώριση της αρχής, η οποία υιοθετήθηκε στη Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας οικοδομής δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του Άρθρου 29. Ο όρος «αιτήσεις», με την έννοια που ενέχει στο Άρθρο 29, διαπιστώνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, (σελ. 451):-
«...έχει την έννοια του αιτήματος και όχι την έννοια των αιτήσεων που ο πολίτης είναι υποχρεωμένος να υποβάλει στη Διοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, για να τύχει κάποιας άδειας, όπως π.χ. άδεια οικοδομής, ανόρυξης φρέατος, λατόμευσης, κ.λ.π.»
Στο βαθμό που η απόφαση της Ολομέλειας καθορίζει ότι αιτήσεις για την παροχή άδειας οικοδομής βάσει του Κεφ. 96 εκφεύγουν των προνοιών του Άρθρου 29, αυτή ανατρέπει το λόγο περί του αντιθέτου, που απορρέει από τις πρωτόδικες αποφάσεις Panayiotopoulou-Toumazi v. Nicosia M'ty (1985) 3 C.L.R. 2405, Κούλλουρου ν. Δήμου Μ. Γειτονιάς (ανωτέρω), Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού (ανωτέρω) και Παντελίδη ν. Δήμου Στροβόλου (ανωτέρω). Και στις τέσσερις περιπτώσεις, αντικείμενο θεραπείας αποτέλεσε η παράλειψη της αρμόδιας αρχής να δώσει απάντηση σε αιτήσεις σχετικές με την παροχή αδειών οικοδομής, η έκδοση των οποίων αποτελούσε προϋπόθεση για την κτήση δικαιώματος οικοδόμησης ακινήτου, αίτημα εκτός του πλαισίου του Άρθρου 29, όπως αποφασίστηκε στη Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (ανωτέρω). Δεν έχουμε κληθεί να αποστούμε από την απόφαση της Ολομέλειας στην Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (ανωτέρω), ούτε εγείρεται τέτοιο ζήτημα.
Η διαπίστωση ότι η αρχή, η οποία υιοθετείται στην Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (ανωτέρω), θέτει αιτήσεις συναφείς προς τη χορήγηση οικοδομικών αδειών εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 29, καθιστά αυτό το μέρος της έφεσης αποδεχτό, επαγόμενο τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με τη θεραπεία 2.
Αιτιολογία.
Το κείμενο της γνωστοποίησης της απόφασης των εφεσειόντων προς τους εφεσίβλητους έχει ως ακολούθως:-
«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σας διαβιβάζω τα πιο κάτω:
1. Η αίτησή σας με ημερομηνία 26.2.93 για ανανέωση της άδειας οικοδομής, συζητήθηκε στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 1993 και απερρίφθη.
2. Οι λόγοι της απόρριψης είναι:
α. Το εκτελεσθέν έργον είναι παράνομο.
β. Το μη εκτελεσθέν έργον δεν επηρεάζει το ήδη εκτελεσθέν.
γ. Το δημόσιο συμφέρον.
3. Ο Δήμος αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς σας ότι έχουν προκληθεί στους πελάτες σας ζημιές εξ' αιτίας του και ότι υπέχει οποιανδήποτε ευθύνη έναντι των πελατών σας για ενδεχόμενες ζημιές.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης, λόγω έλλειψης της δέουσας αιτιολογίας. Παραπέμποντας στη Στεφανίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367, επεσήμανε ότι η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δεν συνιστά, αφ' εαυτής, αιτιολογία. Αποτελεί αιτιολογία μόνο εφόσον εξειδικεύονται τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Στη Στεφανίδης, όσο και σε μεταγενέστερες αποφάσεις - (βλ., μεταξύ άλλων, Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485) - διευκρινίζεται ότι η αιτιολόγηση διοικητικής απόφασης, με αναφορά στο δημόσιο συμφέρον, επιβάλλει τον προσδιορισμό των γεγονότων που τείνουν να καταδείξουν ότι η απόφαση προάγει το δημόσιο συμφέρον· έννοια συναρτημένη με την προαγωγή των σκοπών για τους οποίους παρέχεται η εξουσία, βάσει της οποίας λαμβάνεται η απόφαση. Κατανοητό πρέπει να γίνει ότι η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί πανάκεια. Οποτεδήποτε αρχή υποστυλώνει διοικητική απόφαση, η δυναμική της επενέργεια στη λύση του προβλήματος πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά στα γεγονότα, που καθιστούν παραδεκτή την εφαρμογή της στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι «η απόφαση», η οποία κοινοποιήθηκε στους εφεσίβλητους, δεν περιέχει αυτούσιο το αιτιολογικό της επίδικης διοικητικής απόφασης αλλά σύνοψή του, η οποία απεικονίζει σωστά τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε το αίτημα των εφεσιβλήτων. Εξέταση του ίδιου του κειμένου της απόφασης, αποκαλύπτει ότι επρόκειτο για απόφαση πλειοψηφίας. Στο πρακτικό της απόφασης αναφέρεται, κατ' αρχήν, ότι η πλειοψηφία αποδέχεται τη γνωμάτευση των νομικών συμβούλων. Το ακριβές κείμενο της απόφασης αναφέρει ότι η πλειοψηφία τάσσεται «υπέρ της άποψης να μην ανανεωθεί η άδεια οικοδομής του κτιριακού συγκροτήματος ΟΑΣΙΣ για λόγους εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.»
Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, που δικαιολογούν την απόφαση, δεν εξειδικεύονται, ούτε διαφαίνονται από τη γνωμάτευση την οποία υιοθέτησαν. Σ' αυτή, (γνωμάτευση), εξηγούνται με πολλή σαφήνεια οι επιλογές που παρέχονται στο Δήμο να ανανεώσει την άδεια με/ή χωρίς όρους, ή να την απορρίψει, εφόσον επέρχεται αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος και αφού ληφθεί υπόψη το στάδιο στο οποίο ευρίσκεται η οικοδομή. Αντίθετα προς την προβληθείσα θέση των εφεσιβλήτων, αποδεχόμεθα ως ορθή τη θέση των εφεσειόντων ότι το νομοθετικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο κρίνεται αίτηση για ανανέωση που υποβάλλεται βάσει του Άρθρου 5(6)(β) του Κεφ. 96, είναι εκείνο που καθορίζεται στο εδάφιο (5) του ιδίου άρθρου. Περί τούτου δε χωρεί αμφιβολία, ενόψει των προνοιών της παραγράφου (γ) του εδαφίου (6) του Άρθρου 5, που προβλέπει:-
«Οι διατάξεις του εδαφίου (5) ισχύουν κατά πάντα και στην προκείμενη περίπτωση.»
Ο κ. Μιχαηλίδης υπέβαλε ότι η οποιαδήποτε διαπιστωμένη έλλειψη αιτιολογίας δεν έχει, στην προκείμενη περίπτωση, καταλυτικές συνέπειες για την εγκυρότητα της υπό αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, εφόσον το αίτημα για ανανέωση ήταν νομικά καταδικασμένο σε αποτυχία. Επικαλέστηκε προς τούτο τις αποφάσεις στην Costas G. Pikis v. Republic (Minister of Interior And Another) (1967) 3 C.L.R. 562 του Τριανταφυλλίδη, Δ., όπως ήταν τότε, και στη Miltiades Papadopoulos v. Republic (Council of Ministers) (1968) 3 C.L.R. 662 του Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε. Στη δεύτερη, αποφασίστηκε ότι η εσφαλμένη αιτιολογία δεν απολήγει, αναπόφευκτα, στην ακύρωση διοικητικής απόφασης, εφόσον υφίσταται άλλη ανεξάρτητη νομική βάση, η οποία την υποστηρίζει. Το νομικό έρεισμα, το οποίο καθιστούσε την αίτηση απορριπτέα, προκύπτει, κατά την εισήγηση του, από τις πρόνοιες της παραγράφου (5) του Άρθρου 5. Η θέση αυτή είναι εσφαλμένη. Όπως έχουμε εξηγήσει, οι πρόνοιες της παραγράφου (5) δεν προεξοφλούσαν την απόρριψη της αίτησης.
Μόνο όπου το υφιστάμενο κατά το χρόνο λήψης της απόφασης νομοθετικό καθεστώς καθιστούσε, εξ αντικειμένου, απορριπτέο το αίτημα μπορεί να διασωθεί, τρωτή κατά τα άλλα, διοικητική απόφαση. Αυτό τούτο το κείμενο του Άρθρου 5(5) του Κεφ. 96, το οποίο παραθέτουμε πιο κάτω, κατοπτρίζει το εύρος της εξουσίας του Δήμου, σύννομη άσκηση της οποίας επιβάλλει την άρτια αιτιολόγησή της.
Άρθρο 5(5):-
«Κατά την ανανέωση της άδειας η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να τροποποιεί τους όρους υπό τους οποίους εκδόθηκε αρχικά η άδεια ή να επιβάλλει νέους όρους ή και να απορρίπτει την αίτηση για ανανέωση, νοουμένου ότι η εξουσία αυτή απορρέει από μεταγενέστερη της έκδοσης και ισχύουσα κατά την ανανέωση κανονιστική διάταξη ή διοικητικής φύσεως γνωστοποίηση, και οι τροποποιημένοι ή νέοι όροι ή η απόρριψη αφορούν στο μη εκτελεσθέν μέρος των εργασιών στις οποίες αναφέρεται η άδεια και δεν επηρεάζουν ουσιωδώς το ήδη εκτελεσθέν.»
Η απόφαση καταφαίνεται ως αναιτιολόγητη, όπως σωστά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Αποτέλεσμα
Η έφεση επιτρέπεται σε ό,τι αφορά τη θεραπεία 2. η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αυτό το μέρος της προσφυγής απορρίπτεται.
Κατά τα άλλα η έφεση απορρίπτεται Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Διαταγή ως ανωτέρω.