ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 3 ΑΑΔ 578

30 Ιουλίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2290)

 

Αναθεωρητική Έφεση — Ζητήματα δημοσίας τάξης — Εξετάζονται αυτεπάγγελτα — Ανεξάρτητα από τις θέσεις των διαδίκων — Ανεξάρτητα αν συζητήθηκαν ή όχι στην πρωτόδικη διαδικασία — Η πρωτόδικη άποψη δεν αφαιρεί από την Ολομέλεια την δυνατότητα να προβεί σε δικαιοδοτικές διαπιστώσεις.

Διοικητική πράξη — Βεβαιωτική — Χαρακτηριστικά — Επανεξέταση, χωρίς αναφορά και εξέταση νέων ουσιωδών πραγματικών και νομικών στοιχείων, καθιστά την απόφαση βεβαιωτική προηγούμενης.

Πρωτόδικα, η προσφυγή κατά της απόφασης της Αρχής Τηλεπικοινωνιών, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα των εφεσειόντων για μισθολογική αναβάθμιση, απορρίφθηκε επειδή η απόφαση κρίθηκε ως επί της ουσίας νόμιμη. Κατά τη συζήτηση της έφεσης τέθηκε προς εξέταση, ως θέμα δημοσίας τάξης, το κατά πόσο η προσβληθείσα διοικητική απόφαση η οποία ανέτρεχε στο έτος 1989 ήταν ή όχι βεβαιωτική της αρχικής απόφασης που αναγόταν στο έτος 1979.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Το ζήτημα κρίνεται εξ αντικειμένου, ανεξάρτητα από τις θέσεις των διαδίκων και τους χειρισμούς των συνηγόρων τους. Μπορεί δε να εξεταστεί σε κάθε στάδιο και σε κάθε βαθμό. Η εξουσία της Ολομέλειας στο ζήτημα δεν περιορίζεται με αναφορά στην πρωτόδικη προσέγγιση είτε υπήρξε εκεί στοχευμένη συζήτηση με ρητή κατάληξη είτε όχι. Δεν μπορεί η πρωτόδικη άποψη να αφαιρέσει από την Ολομέλεια τη μέχρι τέλους δυνατότητα να προβεί η ίδια σε δικαιοδοτικές διαπιστώσεις.

2. Το τι αποτελεί βεβαιωτική απόφαση ή πράξη αναλύεται, με αναφορά σε προηγούμενη Κυπριακή και Ελλαδική νομολογία και αυθεντίες, στην απόφαση της πλειοψηφίας στη Ζίττη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, την οποία εξέδωσε ο Καλλής, Δ. Είναι αρκετό εδώ να υποδειχθεί ότι χωρίς νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία, η μεταγενέστερη απόφαση είναι βεβαιωτική άλλης ήδη ληφθείσας και όχι εκτελεστή.

    Στην προκείμενη περίπτωση προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία τα οποία, καθώς φάινεται είναι πληρέστερα από εκείνα που είχαν τεθεί στην προσφυγή υπ' αρ. 977/89, όπου το Δικαστήριο πρωτόδικα ήχθη σε αντίθετο συμπέρασμα, ότι η προσβληθείσα απόφαση είναι βεβαιωτική και όχι εκτελεστή διότι δεν προέκυψε ότι υπήρξε, μετά τον καθορισμό της μισθοδοσίας το 1979, οτιδήποτε το νεώτερο.

H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ρ.Ι.Κ. κ.ά. ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Κωνσταντινίδης, Δ.) που δόθηκε στις 17/5/96 (Προσφυγή Αρ. 11/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων εναντίον της απόρριψης του αιτήματός τους από την εφεσίβλητη για ισομισθία με τους υπαλλήλους του Τεχνικού Προσωπικού.

Χρ. Χριστοφίδης, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 17 Μαΐου 1996, απορρίφθηκε η προσφυγή υπ' αρ. 11/95 των εφεσειόντων, η τελευταία από μια σειρά προσφυγών επί του ιδίου θέματος. Αφορούσε, αυτή η τελευταία, απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ στα επόμενα), ημερ. 19 Ιουλίου 1994, η οποία ανέτρεχε στο πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε στις 16 Σεπτεμβρίου 1989, ημερομηνία λήψης προηγούμενης απόφασης. Είναι λοιπόν ανάγκη να ανατρέξουμε στο ιστορικό της περίπτωσης.

Το έτος 1979 αποτελεί βασικό σταθμό. Προηγήθηκαν επί μακρόν διαβουλεύσεις κατόπιν διάστασης που σημειώθηκε μεταξύ εργοδοτικής και υπαλληλικής πλευράς για τη μισθοδοσία και άλλα συναφή. Διάφορες εξελίξεις κατά την περίοδο 1970-1977, οι οποίες περιλάμβαναν μελέτη αξιολόγησης και αναδιοργάνωση, εν τέλει οδήγησαν, κατά το 1979, για πρώτη φορά στη διεξαγωγή περιεκτικών εκθέσεων, μια από πλευράς της ΑΤΗΚ και μια από πλευράς Συντεχνίας, με τις οποίες αναλύθηκε και αξιολογήθηκε η εργασία των διαφόρων βαθμών και ειδικοτήτων του προσωπικού αφού λήφθηκε υπόψη το είδος και το περιεχόμενο της εργασίας όπως και τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα. Η ΑΤΗΚ καθόρισε λοιπόν με απόφαση της το μισθολόγιο ανάλογα. Υπογράφτηκε δε για διατήρηση της εργατικής ειρήνης, σύμβαση με τη Συντεχνία, ημερ. 7 Νοεμβρίου 1979. Στα χρόνια που ακολούθησαν επήλθαν, με διάφορες συλλογικές συμβάσεις περιορισμένης χρονικής διάρκειας, κάποιες μικρής έκτασης αναθεωρήσεις. 

Κατά το 1988 οι εφεσείοντες, που ανήκουν στο Διοικητικό και Οικονομικό Προσωπικό και στο Προσωπικό Εκμεταλλεύσεως, εκδήλωσαν αντίρρηση στην υφιστάμενη αποφασισθείσα ρύθμιση. Με επιστολή του δικηγόρου τους, ημερ. 31 Αυγούστου 1988, εξέφρασαν την άποψη πως υπήρχε μεταξύ τους και των μελών του Τεχνικού Προσωπικού που κατείχαν αντίστοιχες θέσεις, δυσμενής διάκριση και κάλεσαν την ΑΤΗΚ να προβεί χωρίς καθυστέρηση σε άρση της διάκρισης. Δεν προβλήθηκε όμως από μέρους τους και ούτε προέκυψε οποιαδήποτε ένδειξη ότι είχε επέλθει οποιαδήποτε διαφοροποίηση στα δεδομένα.

Ένεκα της παράλειψης της ΑΤΗΚ να απαντήσει στο αίτημα, καταχωρήθηκε την 21 Μαρτίου 1989 η προσφυγή υπ' αρ. 193/89. Προέκυψε από την ένσταση που παραδόθηκε στο συνήγορο των εφεσειόντων στις 18 Οκτωβρίου 1989, ότι η ΑΤΗΚ είχε στην πραγματικότητα λάβει απόφαση, απορριπτική του αιτήματος, στις 16 Σεπτεμβρίου 1989. Κατόπιν αυτής της διαπίστωσης, εκείνη η προσφυγή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε αφού απώλεσε το αντικείμενό της.

Ακολούθως προσεβλήθη, με την προσφυγή υπ' αρ. 977/89, η απόφαση της 16 Σεπτεμβρίου 1989 ως αντιβαίνουσα το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η ΑΤΗΚ ήγειρε προδικαστικά ότι  επρόκειτο για απόφαση όχι εκτελεστή αλλά βεβαιωτική και ότι οι εφεσείοντες εστερούντο εννόμου συμφέροντος. Επικαλέστηκε σχετικά με αυτές τις ενστάσεις την ύπαρξη συλλογικής σύμβασης η οποία αποτελούσε τη συνέχεια άλλων προηγούμενων και η οποία αντικατόπτριζε ό,τι είχε αποκρυσταλλωθεί κατά το 1979.  Προέκυψε όμως, στο στάδιο εξέτασης των ενστάσεων, ότι η τελευταία συλλογική σύμβαση για την οποία γινόταν λόγος είχε εκπνεύσει προτού ληφθεί η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση. Το Δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 29 Αυγούστου 1991, απέρριψε τις ενστάσεις.  Το κύριο μέρος του σκεπτικού βρίσκεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

"Α) Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι η θέση της Αρχής, ότι η μισθοδοσία των αιτητών κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος για ισομισθία διεπόταν από ισχύουσα συλλογική σύμβαση, είναι εσφαλμένη. Συνεπώς, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός για παρεμβολή κωλύματος στην αμφισβήτηση της απόφασης λόγω αποδοχής της.

Β)  Οι προϋπάρχουσες συλλογικές συμβάσεις, και οι αποφάσεις που οδήγησαν σ' αυτές, δεν απέβλεπαν στην αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος της ισομισθίας και εκπλήρωση των συνταγματικών υποχρεώσεων που θέτει το Άρθρο 28 για ίση μεταχείριση. Η επίδικη απόφαση έχει ως αντικείμενο τη σύγκριση της προσφοράς εργασίας από δυο κλάδους της Αρχής, σε συνάρτηση με τη συνταγματική υποχρέωση για ίση μεταχείριση του προσωπικού. Δεν προϋπήρχε της επίδικης καμιά απόφαση ότι διακρίνεται ποιοτικά ή ποσοτικά η φύση της εργασίας στους δυο τομείς της Αρχής ώστε να δικαιολογείται διαφοροποίηση της μισθοδοσίας του αντίστοιχου προσωπικού. Ακόμα σημαντικότερο,

Γ) Οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το Άρθρο 28, και γενικότερα το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, και η εκπλήρωση τους, αποτελεί αναλλοίωτη και διαχρονική υποχρέωση κάθε αρχής και οργάνου της Δημοκρατίας, όπως ρητά ορίζεται στο Άρθρο 35. Δε χωρεί συμβιβασμός με τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου, είτε από το ίδιο το άτομο ή από αρχή ή όργανο της Δημοκρατίας. Η αρχή του διοικητικού δικαίου, ότι παράλειψη εκπλήρωσης θετικής υποχρέωσης που επιβάλλει η νομοθεσία υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ισχύει κατά μείζονα λόγο στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Πολιτείας για την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων."

Ύστερα από αυτή την εξέλιξη ο συνήγορος της ΑΤΗΚ δήλωσε, στις 20 Σεπτεμβρίου 1991, πως δεν ήταν δυνατό να υποστηριχθεί η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση ενόψει της Ρ.Ι.Κ. κ.ά. ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159 για την αντισυνταγματικότητα του Ν. 149/88 σχετικά με τη συγκρότηση των Συμβουλίων Ημικρατικών Οργανισμών κατά τον χρόνο που ενδιέφερε και εισηγήθηκε, για μόνο αυτό το λόγο, την ακύρωση της απόφασης. Πρόσθεσε δε πως η ΑΤΗΚ θα προχωρούσε σε επανεξέταση. Το Δικαστήριο προέβη τότε σε ακύρωση για τον αναφερθέντα λόγο. 

Οι εφεσείοντες προχώρησαν τότε με αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με τις οποίες αξίωναν αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Αλλά αυτές δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν. Η ΑΤΗΚ, από δική της πλευρά, ενέταξε την επανεξέταση στο πλαίσιο νέων διεργασιών που τροχιοδρομούσε - με πυρήνα ένα σύστημα ανάλυσης εργασίας - σε συνεργασία με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ώστε να διαπιστωθεί με βάση την αρχή της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία, αρχή που, ας σημειωθεί, η ΑΤΗΚ ουδέποτε αμφισβήτησε, τί μπορεί να ενδείκνυτο για το μέλλον: βλ. επιστολές ημερ. 6 Νοεμβρίου 1992 και 27 Νοεμβρίου 1992.

Ενόψει αυτής της αντίκρυσης του θέματος, οι εφεσείοντες καταχώρησαν την προσφυγή υπ' αρ. 975/92 με την οποία προσέβαλλαν ό,τι θεωρούσαν ως την από μέρους της ΑΤΗΚ απορριπτική και πάλι απάντηση που δόθηκε με την εν λόγω δεύτερη επιστολή.  Η ΑΤΗΚ αντέτεινε πως δεν είχε ληφθεί οποιαδήποτε οριστική απόφαση. Εν τέλει, στις 18 Σεπτεμβρίου 1995 οι εφεσείοντες απέσυραν εκείνη την προσφυγή ενόψει, όπως εξήγησαν, της καταχώρησης της προσφυγής υπ' αρ. 11/95 με την οποία προσβαλλόταν η απόφαση της ΑΤΗΚ ημερ. 19 Ιουλίου 1994. 

Συμπληρώνουμε τον κύκλο με την υπενθύμιση ότι αυτή η τελευταία προσφυγή αποτέλεσε το αντικείμενο της εκκαλούμενης δικαστικής απόφασης. Με την οποία θεωρήθηκε πως ενόψει αφενός του ότι "η μεθοδολογία και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του 1979 κρίνονται ορθά και δεν είχαν αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε" και πως αφετέρου "δεν επήλθε ουσιαστική διαφοροποίηση μέχρι το 1989 που ήταν το τελευταίο έτος που κάλυψε η έρευνα", η απορριπτική απόφαση της ΑΤΗΚ ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Κατά τη συζήτηση των λόγων έφεσης θέσαμε προς εξέταση, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, το κατά πόσο η προσβληθείσα απόφαση ήταν εκτελεστή και όχι βεβαιωτική αφού ανέτρεχε στις 16 Σεπτεμβρίου 1989 με αντικείμενο το αίτημα των εφεσειόντων ημερ. 31 Αυγούστου 1988 για μεταβολή του καθεστώτος που η ΑΤΗΚ είχε καθορίσει κατά το 1979 χωρίς, στο μεταξύ, την έλευση νέων στοιχείων νομικών ή πραγματικών. Οι συνήγοροι ζήτησαν χρόνο και τους παρασχέθηκε για να μελετήσουν ώστε να συμβάλουν στην εξέταση. 

Το ζήτημα κρίνεται εξ αντικειμένου, ανεξάρτητα από τις θέσεις των διαδίκων και τους χειρισμούς των συνηγόρων τους.  Μπορεί δε να εξεταστεί σε κάθε στάδιο και σε κάθε βαθμό. Η εξουσία της Ολομέλειας στο ζήτημα δεν περιορίζεται με αναφορά στην πρωτόδικη προσέγγιση είτε υπήρξε εκεί στοχευμένη συζήτηση με ρητή κατάληξη είτε όχι.  Δεν μπορεί η πρωτόδικη άποψη να αφαιρέσει από την Ολομέλεια τη μέχρι τέλους δυνατότητα να προβεί η ίδια σε δικαιοδοτικές διαπιστώσεις. 

Το τί αποτελεί βεβαιωτική απόφαση ή πράξη αναλύεται, με αναφορά σε προηγούμενη Κυπριακή και Ελλαδική νομολογία και αυθεντίες, στην απόφαση της πλειοψηφίας στη Ζίττη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 394, την οποία εξέδωσε ο Καλλής, Δ. Είναι αρκετό εδώ να υποδείξουμε ότι χωρίς νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία, η μεταγενέστερη απόφαση είναι βεβαιωτική άλλης ήδη ληφθείσας και όχι εκτελεστή.

Στην προκείμενη περίπτωση προκύπτει από τα ενώπιον μας στοιχεία τα οποία, καθώς φαίνεται, είναι πληρέστερα από εκείνα που είχαν τεθεί στην προσφυγή υπ' αρ. 977/89 όπου το Δικαστήριο πρωτόδικα ήχθη σε αντίθετο συμπέρασμα, ότι η προσβληθείσα απόφαση είναι βεβαιωτική και όχι εκτελεστή διότι δεν προέκυψε ότι υπήρξε, μετά τον καθορισμό της μισθοδοσίας το 1979, ο,τιδήποτε το νεώτερο.

Αυτό σημαίνει ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη και θα έπρεπε να είχε απορριφθεί. Επομένως η έφεση στερείται αντικειμένου. Και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο